Ηλιοτρόπιο. Στη μυθολογία η νύμφη Κλυτία επειδή περιφρονήθηκε από τον θεό Ήλιο μεταμορφώθηκε στο όμορφο φυτό. Πάντα ακολουθεί τις ακτίνες του,το ταξίδι του φωτός. Οι ποιητές το τίμησαν πολύ!!!
Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων-ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.
Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ
στην αίθουσα αναμονής, το τραίνο
απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.
Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια∙
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.
Πηγή: Ηλιοτρόπια, 1954
Η εποχή με τα ηλιοτρόπια-ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
Την παγερή τούτη άνοιξη
λέω να μαζέψω τα υπάρχοντά μου.
Θα τυλίξω
στο μεγάλο μαύρο μαντίλι
τους ξεθωριασμένους καλοκαιρινούς ήλιους
θαλασσινές ανεμώνες
και τις τελευταίες πευκοβελόνες
από τα μαλλιά σου.
Θα τυλίξω τα φαγωμένο δέρμα
από τις παλιές μας χειραψίες,
τα κίτρινα γάντια
με την κηλίδα μελάνης στο δείκτη.
Την παγερή τούτη άνοιξη
στη μέση του δωματίου
θ’ ανάψω μια φωτιά
με τα παλιά σου γράμματα.
Μια φωτιά
για όλες τις παγωμένες
εποχές που με κατακλύζουν.
Την τελευταία τούτη εαρινή ισημερία.
Πηγή: Έγκλειστοι, 1962
Ηλιοτρόπια-ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
Μη σκύβεις να φιλήσεις
το δάκρυ που κυλάει
πάνω στο χώμα
το τρένο σφυρίζει αντίο
κι εσύ πρέπει να φύγεις
αντίο, καλέ μου.
Χιλιάδες ηλιοτρόπια
κάτω απ’ τον γαλάζιο ανασεμό
τούτης της ανοιξιάτικης μέρας
γέρνουν πάνω στις ερωτευμένες μνήμες μας
και θυμίζουν το ευτυχισμένο όνειρο
που σκότωσε ο πόλεμος.
Το τρένο σφυρίζει αντίο
κι εσύ φεύγεις
η σκιά του χωρισμού
καλύπτει το πρόσωπό σου
το δάκρυ κυλάει στο χώμα
και πεθαίνει
αντίο, καλέ μου.
Πηγή: Φωτεινές ανταύγειες και νυχτερινοί φόβοι της μοναξιάς, 1987
Χαρτί ηλιοτροπίου-ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ
[ 4 παραμύθια]
Της έγραφε να μην φοβάται
και άμα με το καλό γυρίσει
ποτέ δε θα χωρίσουν.
Όμως φύτευε νάρκες μακριά...
Καθώς εκείνη διάβαζε το γράμμα
έριξε ένα δάκρυ πάνω στο χαρτί.
Αν βάψει κόκκινο θα ’ναι της αγάπης.
Αν βάψει μπλε θα ’ναι του θανάτου.
Τότε νόμισε πως είδε να φυτρώνει
ένα κόκκινο τριφύλλι...
1991
Πηγή: Το αγκίστρι, 1994
Γυναίκες ηλιοτρόπια-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Πιο πολύ κι απ’ τις γυναίκες που αγάπησα
ανέμους σηκώνουν στη μνήμη μου
εκείνες που μου δόθηκαν με αφοσίωση
όπως ηλιοτρόπια στον ήλιο
κι εγώ απόστρεψα το πρόσωπο
Πιο πολύ κι από εκείνες που μ’ αρνήθηκαν
πριν χτυπήσει τρεις φορές το ρολόι
το ματωμένο παράπονο μ’ εξουθενώνει
των γυναικών που γκρεμίστηκαν στα πόδια μου
κι αντί για ένα κλαδάκι ευγνωμοσύνης
δέχτηκαν ανάμεσα στα μάτια
σαν το πιστό σκυλί
την πέτρα της αχαριστίας μου
Πηγή:Τεστ κοπώσεως, 2002
Ο Μπρετόν αγαπούσε τα ηλιοτρόπια-ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Στον κεραυνοβόλο ύπνο του
κρατά τον ήλιο
νάνι – νάνι – νάνι
Ένα αστέρι πέφτει
επιστρέφει στο αμνιακό υγρό
Μια διαμαντόπετρα
φέρνει τον κατακλυσμό
Τα όνειρα
Μουσκεύουν στη βροχή
Μαζεύει στις τσέπες του
Σφαίρες . . . αδέσποτα . . . μαύρα . . . σπόρια
Τα ηλιοτρόπια
γυρίζουν το κούφιο τους κεφάλι
για να τον κοιτάξουν
εδώ , εδώ , εδώ , εδώ
Ασήμαντη λεπτομέρεια
Ο ήλιος έπεσε
ανέτειλε ο κ ε ρ α υ ν ό ς
Ως αυτόπτης μάρτυρας
αποτρόπαιου θεάματος
από τις στάχτες του
λάμποντας
ξεπροβάλλει
Λίγο πριν τυφλώσει
το επόμενο ανυπεράσπιστο πάθος
για έναν έρωτα τυχαίο
ο ελεύθερος σκοπευτής
ξανά
καραδοκεί
Πηγή: Αγγελόπτερα,Εκδόσεις Μελάνι ,2016
Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά
μα οι δυο καμινάδες που μ’ αρέσαν στην ξενιτιά πίσω απ’ τα κέδρα, γυρίζουν πάλι σα βλέπω τα
δύο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησία
που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.
Βερίνα μας ερήμωσε η ζωή και οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο
τους κεφάλι
και τα τοπία του κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραϊλα κι από την πείνα
σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.
Πηγή: Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1928-1937
Γέννηση της μέρας-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ’ ένα κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που
γυρίζει ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερυκοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει
από την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας,
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα
όσο πάει και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και
πιο πολύ τα συγγενεύει μεσ’ τον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής
καρδιάς.
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν’ ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή
ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη
γίνεται καπνός σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε,
μεγάλη ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες,
τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ’ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν’ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ’αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σα στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του
Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του
χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
Πηγή:Προσανατολισμοί,1940
Παράθυρο-ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εδώ το φως είναι σκληρό
σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του παράθυρου
και στο περβάζι ένα λουλούδι
σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά.
Σαν παίρνει να βραδιάζει
στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα
τον μεταβολισμό της νεκρής ζωνης που φωσφορίζει τη βροχή
σαν ξεχασμένο φίλντισι.
Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα
μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα
να σκεπάσει ένα χαλίκι.
Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες.
Περιμένουμε κάποιον
να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάκτυλα του ανέμου
πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.
Περιμένουμε το φως να μπει απ’ το παράθυρο.
Πηγή: «Ποιήματα 1941-1974», Ύψιλον
Αποδημίες (XI)-Γ.Ξ.ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
(μικρό ελεγείο)
Ήταν πολύ νέος για να πεθάνει Κύριε
Είκοσι δυο χρονώ
είκοσι δυο φορές είδε τη θάλασσα και δεν τη χόρτασε
είδε πολύ λίγο τον ουρανό με τα ηλιοτρόπιά του
όταν ξεσήκωναν οι Κυριακές τ’ άσπρα μαντίλια τους
τόσο ελαφρά σαν το θυμίαμα που εκαίγαν
τα θυμιατήρια του άλουσους
Είναι πολύ νέος κανείς όταν στα δάχτυλά του
μετράει τα γενέθλιά του
όταν στις χελιδονοφωλιές
χτίζει τα λόγια του
Ναι Κύριέ μου
εσύ δεν τον θυμάσαι με τα μικρά του όνειρα
που παίζανε τις νύχτες
γεμάτα φως και μυρωδιά καλοκαιριάτικης σελήνης
Δεν τον θυμάσαι Κύριε
Είκοσι δυο χρονώ
είκοσι δυο χαιρετισμοί από ρολόγια γιασεμιών
που ξεχωρίζαν τα μεσάνυχτα απ’ το μεσημέρι
Είχε μια καλημέρα
έν’ άστρο στην καρδιά του
ένα κλωνάρι πασχαλιάς
μες στα γαλάζια μάτια του
Πώς να τον θυμηθείς ξανθό σπυρί της αμμουδιάς σου
που λογαριάζει τη δόξα σου ξεχνώντας τ’ όνομά του
λυγίζοντας τον ώμο του μ’ ένα πικρό τουφέκι
να κυνηγά τα νέα πουλιά
έτσι που ν’ αποξεχαστεί ν’ αρνιέται να γυρίσει
να πλένει το άσπρο του κορμί
νερό να πιει να δροσιστεί από μια βρύση κρύα
Μα τόσο αποξεχάστηκε στον άλλο κόσμο Κύριε
σα να φοράει μες στη βροχή το νέο αδιάβροχό του
Πηγή: Περιστέρια στο φως, 1949
Ανοιξιάτικο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ
Η αλλοπαρμένη Άνοιξη
από τη λιόκρουση άναψε
το κόκκινο φιτίλι της ζωής.
Δάχτυλα και ρίζες ψηλαφούν
πλάι στη λουλουδιασμένη τρύπα
του μερμηγκιού και της οχιάς
αναριγάει ο νερόλακκος,
ο Στρυμόνας αρματώθηκε
με την άγρια λάμψη της βροχής
κι ο ήλιος βοσκάει σεργιανίζοντας
στη μουσκεμένη χλόη
της Αγίας Ελένης
ανάμεσα σε 1.000.000 παπαρούνες
600.000 καλαμποκιές
120.000 ηλιοτρόπια
90.000 καναδικές λεύκες
και 20.000 ρόδα που μοσχοβολούν!
Πηγή: Το πανηγύρι της φωτιάς (Αναστενάρια), 1959
Απροσδόκητο παράθυρο-ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
Σ’ αυτήν τη μαύρη πληγή
μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.
Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο
ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,
αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές
όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.
Στο στόμιο που χάσκει
ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους.
Πλησίασε Ιωάννα
τα κουρασμένα από τη περιπλάνηση βήματά σου,
φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ’ όνομά μου να κιθαρίσει
στους αρχαίους σταλακτίτες τής προσμονής.
Λίγο ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,
στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,
με τους γαλαξίες
των παιδικών σου ελπίδων.
Πηγή: Έγκλειστοι, 1962
Ερημιά-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
Μπορούσε ο κήπος τούτος να ’χε λουλούδια
και τριαντάφυλλα και βιολέτες και γαρούφαλα νυφιάτικα
και ηλιοτρόπια στη γωνιά.
Πίσω από τον φράχτη τώρα περνούν
βιαστικά ανθρώπινα κεφάλια ή πετάγματα πουλιών —
ο μόνος τρόπος που ’μεινε να ξεχωρίζεις
δρόμους ή φρυγμένους ποταμούς ή κήπους μ’ αγριολούλουδα.
Πηγή: Μαυροβούνι, 1963
Φόβος-ΝΙΝΑ ΚΟΚΚΑΛΙΔΟΥ-ΝΑΧΜΙΑ
Στο πρόσωπό σου οι αντικρινοί καθρέφτες
δεν βρήκαν καμιά χαρά να πολλαπλασιάσουν,
έγειρε η ψυχή σου σαν ένα ηλιοτρόπιο
στο συμπλεγματικό σκοτεινό σου φόβο,
άνθρωπε νέε,
που βήμα δεν αποτόλμησες σε σταυροδρόμι
που όνειρο δεν άπλωσες σε πλατιά λεωφόρο∙
στους ατέλειωτους διαδρόμους της ερημιάς σου
σιδερένια τα πόδια σου κροτούν,
άνθρωπε νέε,
που του γεννησιμιού σου την κραυγή
δεν την απαρνήθηκες ποτέ σου.
Πηγή:Οι αποσταμένοι, 1964
Συμβάν-ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
Το αίμα τους
Καθώς σπάζουν τα φράγματα χύθηκε
Προορισμένο κιόλας ν’ αρδέψει τη γη
Σα ρόδι θρυμματισμένο ιρίδισε
Σκορπίζοντας απαστράπτοντα σπέρματα
Για μιαν ανθοφορία
Σε μιαν άλλη άνοιξη που θα ’ρθει—
Να υψωθεί στον σκοτεινό ουρανό
Ο ρόδακας
Του πιο κόκκινου ηλιοτρόπιου.
Αύγουστος 1968-Μάης 1974
Πηγή: Το δόντι της πέτρας, 1975
Ζωγραφιές στην Άνω Πόλη- ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ
[Α]
Ι
Γαλάζιο σπίτι εδώ κοιμούνται οι γοργόνες τ’ ουρανού;
Έριξαν άγκυρα στο πλάι σου οι μπαξέδες.
Στην άκρη του καλντεριμιού
κάτω απ’ το γαλάζιο σου παράθυρο
δυο τρία παλικάρια ηλιοτρόπια μ’ έγνοιες μέλισσες
σκυμμένα συζητούν.
Ζηλεύουν τάχα οι μενεξέδες;
Πηγή:Μανθρασπέντα, 1977
Ad libitum-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
5.
Είναι γεγονός
έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο
διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε
αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
όλονα τον εαυτό σου έχοντας
μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ’ αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
τί σόι πολιτισμένοι θα ’μασταν
αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην
Κιμμερία τη δύσμοιρη
που κατάντησε στα χρόνια μας
να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη
όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε
ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι
οὐδέ ποτ΄ αὐτοὺς Ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν … ἀλλ’
ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ
τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι
το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;
μόλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα
όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ’ αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ’ το πανέρι του
άχνα χρυσή εξακολουθεί ν’ ανέρχεται
η ποίηση ανέρχεται
άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
να εμπνέεσαι άντε
Ad libitum.
Πηγή:Οδυσσέας Ελύτης. [1982] 2009. Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας. 4η έκδοση Αθήνα: Ίκαρος.
Και με φως και με θάνατον [1-7]-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
1
Έστρεψα καταπάνω μου το θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο
Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυττηνός με τη σγουρή στρωσιά του
μαΐστρου
Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά
Ελαφρά βαλμένα, το 'να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει
Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου
Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω
κόσμου.
Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς
Όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος
Του το γυρίσει σ' ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία
του κόσμου
Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους
Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω
κόσμου.
Πηγή:Ο μικρός ναυτίλος,1985
Τα μοναχικά βήματα- ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά πού θα την βρούμε;
Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ’ τα χρόνια…
Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιος θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα…
Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.
Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.
Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.
Όλα θολά συγκεχυμένα… Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση… ποιοι είμαστε; … άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.
Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.
Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου… μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;
Ω γενιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους… μείναμε στη μέση… η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ’ όλα τα ρολόγια.
Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;
Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της…
Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε… μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.
Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ’ ακούμπησε εκεί μια μακρινή τρικυμία, τα στήθη σου δύο μικρά ηλιοτρόπια μες τ’ αλησμόνητο πρωινό.
Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο.
Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες…
Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα…
Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση… ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική…
Πηγή: Βιολέτες για μια εποχή,1985
Κι όμως (v) -ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Μακριά σου τούτο αποζητώ,
θυσιάζοντας το πάθος για μια ζωή
μες στην ωραία διαύγεια της παρουσίας σου
να κοιτάξω μέσα στη νύχτα μου
την άλλη νύχτα την απόκρυφη που γίνεται ορατή
- κίνηση προς το μάταιο βάθος
κι ανίερη παραβίαση του έρωτα που δεν επιτρέπει
κανένα βήμα προς τους ίσκιους.
Όμως
αυτή την αμαρτία μπορώ μόνο να κάνω
απέναντι στον έρωτα: να στρέφομαι
σαν ηλιοτρόπιο γύρω από σένα,
σκυλευτής της ηδονής∙
να σε βλέπω αόρατη, να σ’ αγγίζω ανέγγιχτη
στην απουσία της σκιάς σου,
σ’ αυτή την καλυμμένη παρουσία
που δεν κρύβει την απουσία σου,
που είναι η ζωντανή παρουσία
της απόλυτης απουσίας σου.
Πηγή: Η απουσία και ο λόγος ,Εκδόσεις Κώδικας,1985
Γραφόταν, δε γραφόταν, ξεγραφόταν-ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ
Γραφόταν, δε γραφόταν, ξεγραφόταν
πήγαινε να εξηγηθεί
άλλοτε γινότανε δεκτό
άλλοτ’ ήταν απαράδεκτο απολύτως.
Ηλιοτρόπιο ανοιγόταν εύχαριστο φως
πενθώντας έκλεινε σαν έδυε ο ήλιος.
Όπως κι αν ερχόντουσαν τα πράγματα
πράματα και θάματα
εντός, εκτός και επί τ’ αυτά
ρωτούσαν όποτε τους καύλωνε:
–Τι θέλει αυτό το ποίημα;
Πού πάει, πού σε πάει;
Μάλλον μαζί κατά διαβόλου.
Θα δούμε κατά τύχην στα "ψιλά"
του ημερήσιου τύπου
την τελευταία στάση σας.
Πηγή: Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα, (1940-1993), εκδόσεις Ερμής , 1998
Γράμμα-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
[εν τω μνησθήναι αυτήν]
Εδώ κάτω σ’ εμάς, ξέρεις, βρέχει
Βρέχει και σκοτεινιάζει
Κι οι ξαφνικές νεροποντές παρασέρνουν
Ταριχευμένα βλέφαρα ίσκιων νυχτερινών
Που άλλοτε ανάβλυζαν ολόχρυσα ηλιοτρόπια
Ένα ουράνιο τόξο θαμμένο στην ομίχλη
Που κάποτε υπεράσπιζε το άνθος της αγάπης
Κι ενός μικρού χαρταετού τα ξεφτισμένα λείψανα
Όμως, εσύ να ’ρθεις
Να τους αφήσεις και να ’ρθεις
Και τους σβηστούς ν’ ανάψεις λυχνοστάτες
Σ’ όλες τις άκρες τ’ ουρανού
Και μη θαρρείς πως θα βραχείς
Στης αγκαλιάς μου το στερνό υποστατικό
Έχω αναμμένο τζάκι
Μόνο που σκοτεινιάζει και φοβάμαι
Αχ, έλα, κι άναψέ μου το φως
Από τότε που έφυγες
Στο σπίτι μας νυχτώνει πιο νωρίς
Πηγή: Εν τη ρύμη του νόστου, 1999
Αφήγηση δεύτερη (III)-ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
Πέρασε καιρός. Οι περίοικοι έλεγαν
πως άκουγαν κλάματα, κάποτε γέλιο.
Το κάστρο λογιζόταν στοιχειωμένο.
Μια γυναικεία μορφή έβγαινε στο παράθυρο
και στα ακριανό μπαλκόνι
με μάτια θεόρατα,
σαν εκστασιασμένη ή αλαφροΐσκιωτη.
Τον ίδιο καιρό τα μέσα ενημέρωσης
ανακοίνωναν μια εξαφάνιση.
Ώσπου ένα πρωί,
πρωί της 21ης Ιουνίου,
φάνηκε στον ουρανό ένας τεράστιος δίσκος,
λες κι όλα ήταν φως.
Και στην άκρη του ορίζοντα, ανθρώπινες φιγούρες
πορεύονταν
η μια πίσω από την άλλη, σαν στρατιά μυρμηγκιών.
Ύστερα από ώρα
ο ήλιος πήρε τις κανονικές του διαστάσεις.
Χιλιάδες ηλιοτρόπια λάτρευαν το φως.
Πηγή: Μαθητεία στην αναμονή, 2001
Εκστατική Δοξολογία-ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
Τα λευκά πουλιά σε λαξευτές φωλίτσες
με τις φτερούγες προς τα πάνω ανοικτές
να γεμίσουν
ήλιο άχρονο,
ήλιο άπειρο, άπτωτο,
με τα ιλυώδη κεφάλια προς τα κάτω,
προς τη γη,
ωσάν φιγούρες χορού αργόσυρτου
να γλυκοτραγουδούν εύηχα
ενύμνια απειρόκαλλης μυσταγωγίας,
ηχηρούς Υάκινθους και ψαλμικούς λαλλέδες,
αίνους ηλιοτρόπια,
κύμβαλα και σάλπιγγες,
χορδές και κιθάρες σε χρώμα από βιολί,
εντεύξεις ψυχικής κατάνυξης,
εκστατικής δοξολογίας.
Πηγή: Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής, 2002
Σε αφύλαχτη διάβαση-ΓΙΑΝΝΗΣ Γ.ΜΑΣΜΑΝΙΔΗΣ
Αμίλητη
Λύγιζε τα γόνατα
Ακούμπαγε
Στη γη
Σχήματα νερού
Στην άμμο
Σανίδα παραχωμένη
Σε ξένο σώμα
Ξηραμένο ηλιοτρόπιο
Αμίλητη
Σε αφύλαχτη
Διάβαση τρένων
Πηγή: Παγωμένος Νοέμβρης, 2004
Βαλπούργειον-ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
{Το σώμα}
Το ικρίωμα είναι η θυσία μου Κύριε,
το ικρίωμα είναι η τροφός∙ το θηλάζεις,
σαν στήθος και σ’ ευφραίνει
με των σπλάχνων μου την κνίσα.
Βρίσκομαι εδώ,
πάνω απ’ τα χέρια του χορού που τα υψώνει
στο πιο πυκνό σημείο του καπνού
ξετρελαμένος,
μες στην αιχμαλωσία μου
δεμένη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Να ομολογώ
πως χόρευα στα νυχτωμένα δάση
παραμονή πρωτομαγιάς, γύρω απ’ τον όρθιο
τράγο, με γυμνωμένο το κορμί, με τα μαλλιά
λυμένα, μαλλιά μακριά και κόκκινα
σαν χορτασμένες βδέλλες.
Πως προσκυνούσα ανίερα του δαίμονα το κέρας,
πατώντας κάτω το σκουφί του θηλυκού μου γένους,
κλείδωνα και ξεκλείδωνα τα στόματα
των λύκων κι έφευγα με το πέταγμα
το αργό της άσπρης χήνας.
Να ομολογώ
μαύρο ψωμί, στεφάνι από τσουκνίδες,
ευφόρβιο κι ελλέβορο, στρύχνο
και μανδραγόρα, λιωμένη φεγγαροσκιά,
ηλιοτρόπιο κι αιθάλη, θηρανθεμίδα, ζαφορά,
κώνειο, τορμεντίλια, πεντάφυλλο, αγριοσέλινο
κι υδρόβια παστινάκη.
Βρίσκομαι εδώ,
κόρη κι εγώ μιας μακρινής γυναίκας,
γυναίκας πίσω απ’ όλες τις γυναίκες,
γυναίκα που γεννήθηκα στο κάτω των θαυμάτων.
Εδώ που ο ζέφυρος θερίζει τη σοδειά μου
και δεματιάζει ο φύλακας τα διπλωμένα στάχυα.
Μάνα γριά βασίλισσα της άστοχής μου τέχνης,
δέντρο μικρό ανθρώπινο με τυλιγμένα μάτια,
με ξέσκεπους αστράγαλους ν’ αγκομαχούν τον πόθο,
χώμα μαζί και φως του φεγγαριού.
Γυναίκα, παραδίνοντας τον φόβο
στην έκλαμψη της σάρκας μου,
καίγοντας την ψυχή μου.
Να ομολογώ
πως Σάββατο έγραψα τ’ όνομά μου
στο σκοτεινό βιβλίο του
με άπρεπη γραφίδα, βουτώντας την
στου αίματος την παλαιά υδρία.
Και άλλο από τότε δεν κατοίκησα στη γη∙
στους δύο θόλους έσμιξα το τέλος με το τέλος,
ξοδεύοντας το έλεος ανάμεσα σ’ αιθέρες.
κλώνος οξιάς σαλεύοντας στις μουσικές
των φύλλων, στην ασελγή αποκάλυψη
του μαθημένου χρόνου.
Να ομολογώ
νύχτες κακές και μέρες σαλεμένες,
γουρούνα μαύρη, κολοβή, σε χαλασμένη στάνη,
ιεροβοτάνη, όπιο, φτέρη ημισελήνου,
πράσο και λυκοβότανο
και σκόνη μπελαντόνας
και άγρια ζιγγίβερη κι ακόνιτο κι αλεύρι.
Είμαι εδώ
και είναι εδώ το σώμα μου που του ανήκω
όλη, στον κοντινό του θάνατο,
στο απόλυτο όριό του.
Μέσα απ’ τον θάνατό του να μοιράσω τη ζωή
κάτω απ’ τη γη, πάνω στη γη και στ’ ουρανού
το αλλότριο, στην επικράτειά σου.
Και είναι εδώ το σώμα μου,
το αστόχαστό του πείσμα
να έχουν θέση μέσα του μονάχα τα ορατά
και να μετρά το άπειρο στα μέτρα των ανθρώπων.
Να είναι ολόκληρο παντού
και τίποτε να μη χωρά όλη του τη λαχτάρα.
Να είμαι ολόκληρη παντού,
σ’ όλες τις υποσχέσεις∙
στην κούρνια του μικρού πουλιού
και στη μονιά του κάπρου,
στον βράχο που η άρμη του κλωσά την αλκυόνα,
στην αδειανή πλατεία του καλοκαιριού,
στο έρημο σπίτι όπου αντηχεί το χτεσινό φεγγάρι,
στο στρώμα μου, σταλάζοντας
τους τρόπους της αγάπης.
Να ζώνει ο ήλιος ξέφρενος το τρίχινό μου ρούχο.
Είμαι εδώ, στο σώμα μου,
στην υπαρκτή του όψη,
με τον τροχό, το βούνευρο και το καμένο λάδι,
τ’ αγκάθια που καρφώθηκαν σε τρομαγμένα νύχια,
υποταγμένη στην κουρά,
στην κορυφή του εξαγνισμού οδηγημένη.
Να ομολογώ
λίπος παιδιών που τα ’χουνε ξεθάψει,
χολή πουλιών κι αυγά φιδιών μέσα σε φύλλα λεύκας.
Έκαψε η καθαρή φωτιά και η τέφρα ακόμα καίει.
Σκάει άνθος παράφορο
κι ο στήμονας βαθιά με συνεπαίρνει.
Του κόκορα η βραχνή φωνή μιλά καθάρια λόγια.
«Στα σκέλη της σαρώθηκαν τα πνεύματα της λόχμης
κι εντός της χώνεψε ο καιρός τα νεκρωμένα φύλλα.
Κύλησε πίσω ο ουρανός, λιχνίζοντας τη μέρα
και μάνιασαν στις φλέβες της οι στρόβιλοι του σκότους.»
Πέρα απ’ τους φράχτες ξεδιαλέγεται η λιγνύς
και ημερεύουνε ξανά οι ανάσες των αγγέλων.
Μένουν των αγροτόσπιτων οι πόρτες ανοιχτές,
γεμίζουν τσακμακίσματα των κοπαδιών οι στράτες.
Αρχαία νύχτα και στροφές των ποταμών
κι αέρα φορτωμένε τον στεριωμένο κόσμο
και πολιτείες κινητές από την ιστορία
κι αχειροποίητοι βωμοί στην πλήρωση της χάρης,
ποιος είναι ο τόπος που σκορπίζεται η ψυχή
και βγαίνει από το δέρμα του ο λαμπερός αστρίτης;
Πού κατακάθεται η σποδός σαν σπόδιο του νου;
Πού μάχεται η παλιά αρχή με το καινούριο τέλος;
Πηγή:Σώματος Λόγος, 2004
Το ταξίδι του Βόιτσεκ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΖΙΑΣ
Το φεγγάρι σάπιο ξύλο.
Μαραμένο ηλιοτρόπιο ο ήλιος.
Μικρές χρυσές μύγες αστέρια.
Η γη τσακισμένο καράβι.
Ένας κόσμος χωρίς ταξιδιώτες.
Στρατιώτης Φριδερίκος Ιωάννης
Φραγκίσκος Βόυτσεκ. Τυφεκιοφόρος.
Πυροβολεί τον γαλαξία!
Πηγή: Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες,Αθήνα, Στιγμή, 2007
Ο στρατός-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Ύστερα απ’ την ανεπανάληπτη εκείνη περιήγηση
στο μητροπολιτικό κέντρο
το άλσος των πρώτων συναντήσεων
βρήκε επιτέλους την πραγματική του θέση
στο χρόνο της αφήγησης.
Η πληγή ωστόσο έχασκε ανοιχτή
όπως το στόμα
έχοντας μόλις περιβάλει με ηχώ τις αναμνήσεις.
Κι όλα μετά παύουν να είναι ορατά.
Τα ηλιοτρόπια τυλίγουν
με κορδέλες σκοτεινές τη νέα μέρα.
Μες στα ραγίσματα του χρόνου
πανέτοιμο υπνοβατεί εκείνο που αφανίζει
κι εντούτοις η άνοιξη
ακάθεκτη επελαύνει
την ίδια ώρα που ο στρατός των σκουληκιών
δειπνεί κάτω από χαραγμένα ονόματα
κι οριακές χρονολογίες.
Ποια πρόφαση λοιπόν θα'ναι ικανή
την παρουσία μας στους αποχωρισμούς
να αποτρέψει;
Μονάχα σκέψεις αιχμηρές
μα το μυστήριο – ό,τι κι αν πεις – δεν αναιρείται.
Με άφωνες κι ασυνάρτητες απαγγελίες κοριτσιών
δε στήνονται στους κεραυνούς ενέδρες.
Πηγή: Όροφος μείον ένα, 2008
Η Μαρίνα των μπαρ-ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Φεύγεις και δε φεύγεις
πηγαίνοντας πού
απαράλλαχτη αχτίδα
πλάι σε πολυβολεία
αλλόκοτη φεύγεις και δε φεύγεις
μετρώντας ηλιοτρόπια και
το κίτρινο της ακακίας
κατά μήκος το ποτάμι
μ’ ευκαλύπτους ένθεν και ένθεν,
τα φωτάκια των μπαρ
ασημίζουνε τη νύχτα
και τα σκοτεινά περάσματα
των φυλακίων.
Η Μαρίνα των μπαρ ωραιότερη
έχοντας τώρα ερωτευθεί
την πανσέληνο.
Η πλειοψηφία του θανάτου
χρόνια πριν χρόνια ύστερα
ξανά και ξανά
έως ότου μετατοπίστηκε το μοβ
κι αυτό προς τα πολυβολεία
βουτώντας το κεφάλι στο μαύρο
ανάψαν κεριά της λύπης
φωτίζοντας δέντρα πρασινωπά
όπως το κυπαρίσσι ή το πεύκο,
στο βάθος διάφανο το βουνό
στον ύπνο σου-
Μαρίνα των μπαρ αποκοιμισμένη
τουλίπες και κυκλάμινα
οπωσδήποτε φέγγανε την ευωδιά
της μνήμης και την επέτειο
της εν Κύπρω καταστροφής σου.
Πηγή: Ποιήματα 1964-2010,Γαβριηλίδης,2011
Αυτό το γκρίζο-ΣΤΕΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
Σου πάει αυτό το γκρίζο
Μην τ’ αλλάξεις
Είναι η στάχτη
που σκεπάζει όσα πέρασαν
και τα γλυκαίνει
μέσα σε μια θαμπάδα προστασίας
Κάποτε χρύσιζαν τα γέλια
και τα ηλιοτρόπια
έστρεφαν το βλέμμα τους
στο πέρασμά σου
Ζευγαρωτοί οι δρόμοι
διαλαλούσαν τα γαλάζια τους
Το κόκκινο μαντίλι σου
δεμένο στο λαιμό του αιώνιου
ανέμιζε σε φωτεινότερο ουρανό
Δε βαριέσαι
Μήπως μας γλίτωσε η αγάπη απ’ τον πόνο;
Όλο φιλιά κι απελπισμένα ραντεβού
όλο ακατόρθωτες οι περιστάσεις
και η κατά συνθήκην ενοχή
η θλίψη
να μπαινοβγαίνει
απ’ το παρόν στη λήθη
Κουράστηκα ν’ αρπάζομαι
απ’ τα μαλλιά της κάθ’ ελπίδας
τελευταία στιγμή να ξεφεύγω
από απαντήσεις που τσακίζονταν
στα γρανιτένια ερωτήματα
από χρώματα
που ξέβαφαν στο πρώτο δείλι
Γι’ αυτό σου λέω
Σου πάει αυτό το γκρίζο
Μην τ’ αλλάξεις.
Πηγή:Μάσκα οξυγόνου, 2011
Μίμηση-ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΙΤΟΣ
Έτσι πορευόμαστε.
Επηρμένοι, με ευγενικές υπεκφυγές
και ραθυμίες.
Κληρονόμοι αυτοκρατορικού μεγαλείου!
Ένα μεγαλείο, στάσιμο νερό, πριν το τέλμα.
Η άσκηση, στην έρημο μένει, ξεχασμένη.
Γύρω μας τόσος πόνος, τόση φτώχεια
κι όμως επιπλέουσα κρυφή η Χάρη.
Ανθοστολισμένος, θαλερός ο άριστος βίος,
η νέα περπατησιά μας στη γη.
Τα ηλιοτρόπια, φωτοδείκτες
στη γραμμή του ωραίου ορίζοντα,
προσκαλούν σε μίμηση.
Ελάτε όλοι όσοι...
Πηγή: Φως ο τόπος του άλλου τρόπου, 2012
Arabesques-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Ανοιγμένοι κάλυκες
λευκοί.
Ο ύπνος των παιδιών στολίζεται
γαλανές πεταλούδες.
Μες στην τολύπη των ονείρων
η μακρινή ανταύγεια των ουρανών.
Το αίμα της καταιγίδας
πίσω απ’ τα τζάμια.
Όταν εισδύει
το μυστικό λυκόφως.
Στο ανθισμένο παράθυρο
λικνίζεται
το φέγγος μιας κόρης.
Μελωδικό ηλιοτρόπιο.
Πηγή:Τάκης Βαρβιτσιώτης , Ποιήματα 1941-2002, 2003
ΙΙΙ-ΝΙΚΟΣ ΒΟΥΤΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Στην Εύα
Νέκυιες λέξεις στης αυγής το συνάντημα
όταν άδηλοι στόχοι οι φωνές μας.
Κι είναι μια οπτασία,
μωρό μου σαν χιόνι απέραντο,
την ώρα που λάμπει τ’ ανθόφως,
συμβαίνει τότε να ξυπνά
ξεχασμένο το αίμα.
Ας προκόψει λοιπόν το κοντινότερο βήμα!
Να υποφέρει η αφή σαν ηλιοτρόπιο
σκυμμένο από ένα φιλί.
Οι νότες ελπίδες
αγκαλιές στεναγμών,
όσο μας μοιράζεται ο έρωτας
χωρίς προθεσμία
στης τρικυμίας τα σύνορα.
Πηγή: μικρά κερωτικά, Σαιξπηρικόν, 2012
Διαδρομές (IV)-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
Μέρες και μέρες οδεύσαμε σκυφτοί
διαβάτες της σιωπής
τραγουδιστές της καταχνιάς
χέρια γερμένα ηλιοτρόπια
στήθη δάκρυα πετρωμένα
Όταν τα βλέμματα σηκώσαμε
είδαμε ανάστροφα τον κόσμο
Όταν τα χέρια απλώσαμε
αγγίξαμε την ερημιά μας
γείραμε απόμερα
κι αψιμαχούσαμε με τη σιωπή
Τότε κοιτάξαμε το πέλαγος
όπου απλώσαμε το δάκρυ μας
Το μπλε ήταν βαθύ
μας χώρεσε
κι ανθίσαμε θαλάσσιες ανεμώνες
Τα πέταλα ανοίξαμε πανιά
και με τον μίσχο στήσαμε κατάρτι
σαλπάραμε στ’ ανοιχτά
Κι όταν η θάλασσα έσκαγε χαμόγελα
γεμίζαμε τον κόρφο μόρτες ανέμους
Κι όταν το κύμα άγγιζε τ’ ακροδάχτυλα
γεννιόνταν άσπρα περιστέρια
Κι όταν ο καημός περίσσευε στο πέλαγος
εμείς προτείναμε το στήθος
Μείναμε έτσι στ’ ανοιχτά
μέχρι το τέλειωμα του χρόνου
Πηγή: Διαδρομές, 2015
Ιστορίες για το χειμώνα-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τώρα τα βράδια κάθομαι σε μισοσκότεινα καφενεία και
πίνω με πεθαμένους φίλους
άλλα κι όταν έφυγα απ’ τα παιδικά μου χρόνια κρατούσα
ένα γράμμα που δεν έμαθα ακόμα που πρέπει να το
πάω
και για κακή μου τύχη οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν κι
αυτοί θνητοί.
Θυμάμαι τα παλιά προάστια και τα ηλιοτρόπια που σα
μικροί αρχάγγελοι παράστεκαν τους κήπους
θυμάμαι τις μικρές απόμερες κάμαρες όπου πέθανα για
πράγματα που δε θα γνώριζα ποτέ
θυμάμαι τις γυναίκες που αποκοιμήθηκα πάνω στο στήθος τους
ενώ τα μακρινά σφυρίγματα των τρένων μ’ έπαιρναν μαζί
θυμάμαι τα μεγάλα πλήθη στους δρόμους να τραγουδάνε
τη Διεθνή.
Εξάλλου δε ζητήσαμε τη νίκη-
μοναχά λίγη μουσική...
Πηγή:Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα,Μετρονόμος,2016
Αγγελόπτερο-ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Πόσο να σκάψει ακόμα το βιολί
Στο ασημένιο φλιτζάνι του καφέ
Για να εξορύξει χώμα;
Οι άγγελοι Σαν αυγά Πρώτα μέσα στις φλόγες επωάζονται
Κιτρινίζουν σαν ηλιοτρόπια Κι έπειτα Απ’ το ρουθούνι μιας
καμινάδας Ξεχύνονται σε σμήνη Κολλούν δυο σύννεφα φτερούγες
στη ράχη του ο καθένας Ακολουθούν τα ίχνη της όξινης βροχής
Τα δάκρυα μιας άρπας Κι εγώ που έχω μάθει από μικρή να
ξεχωρίζω έναν ερωτευμένο άγγελο Τον βλέπω να παίζει βιολί
Για μια παράξενη αγάπη Για τους μνηστήρες που μαρμάρωσαν
στον χρόνο Κρεμιέται από τον πολυέλαιο Ενός καμένου θόλου
Με το δοξάρι του μονομαχεί Τρυπώντας άτακτες νότες Τόσο
χαριτωμένα Τραμπαλίζεται Στα ξέφτια μιας γιρλάντας Στο
παραμύθι που έγινε Σαπίλα Πολυτελείας
Έμεινα έκπληκτη να τον κοιτώ
Όπως υπέρλαμπρος πετούσε
Πριονίζοντας με το δοξάρι
Τον λαιμό του
Πιάσε, μου φώναξε
κι ευθύς μου πέταξε
σαν τόπι χρυσό
κομμένο το κεφάλι του
που φέγγοντας
ακόμα χαμογελούσε.
Πηγή: Αγγελόπτερα,2016
Γυμνά φεγγάρια-ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Στις γυάλινες παραλίες της ζωής και στους λαχνούς της νύχτας
Αναίτια βρίσκαμε αυτό που ποτέ δεν ζητήσαμε
Η μουσική που ακουγόταν στους δρόμους
Δεν ήταν άλλο παρά ο θρήνος όσων απέτυχαν
Στην Τρίτη διάσταση να τολμήσουν.
Πλάθαμε τότε κίτρινα φτερά
Ζυμωμένα για χρόνια από τα ηλιοτρόπια της έλλειψης
Σαν γυμνά φωτίζαμε φεγγάρια τις θάλασσες της σιωπής
Ξεκλειδώνοντας όπως η έρημος το άγνωστο που ελλοχεύει.
Πηγή: {Ενότητα: Γενικευμένη επίθεση}, Όπως η θάλασσα με το αύριο, Γαβριηλίδης, 2016
Αβυσσαλέες ιδιότητες-ΙΩΑΝΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ
Βαθιά
Στο σήμερα των αβυσσαλέων ιδιοτήτων
Ο ουρανός τρέμει
Σκυλί δαρμένο
Από αφέντες προικοθήρες.
Ουδείς αλάθητος προτού να δύσει ο ήλιος.
Φτερά πουλιών
Εναντιώνονται
Σε σαλτιμπάγκων τα αγκάθια.
Θα κοιμηθώ στο πάτωμα
Δαμάζοντας μια χούφτα αμύγδαλα
Κι ένα μπουκάλι αψέντι.
Πενιχρό εγχείρημα
Εύθραυστο φάντασμα
Απέναντι στον καύσωνα
Της ειδωλολατρείας.
Οι άγιες πόρνες
Ανάβουν το πορτατίφ
Των αρμοδιοτήτων.
Στο κομοδίνο
Βιολέτα ασάλευτη
Αναπαύεται η καρδιά τους.
Τωρινές Καρυάτιδες
Βυθίζονται στο ερμαφρόδιτο χώμα
Των διακρίσεων.
Πονάω να βλέπω
Τα χέρια άδεια
Τα νύχια ματωμένα
Σε φιλμ νουάρ.
Άλλοτε οι άνθρωποι
Ζούσαν σε νούφαρα αλεξίσφαιρα
Τώρα σε υπνόσακους λήθης.
Κάλπικοι εραστές
Σε περιτριγυρίζουν
Αποζητώντας τη γαλήνη του φιλιού σου.
Γρηγορείτε
Αλλοπαρμένες οι ιδιότητες
Γλεντοκοπούν
Στους δρόμους.
Ηλιοτρόπια
Σε αρπάζουν
Σε βουλιάζουν
Στου νόστου
Το λημέρι.
Ούριος άνεμος
Τρυπάει το κορμί σου.
Θα κοιμηθώ σε ανθόγαλα
Πίνοντας στην υγειά
Των ξένων δούλων
Εις χάριν
Των αβυσσαλέων ιδιοτήτων.
Πηγή: Φεγγάρια Ηδονής, Πνοή,2017
Σαν όνειρα -ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ
Από τις ρωγμές του Χρόνου
Τρυπώνουν μνήμες-
Βιαστικές
Και
Ημιτελείς
Όπως τα τραγούδια των τρελών,
Φθαρμένες όσο ένα ποδήλατο
Στην αποθήκη.
Κλείστε αυτά τα παράθυρα-
Δεν μπορώ να βλέπω τη σκόνη
Των γκρεμισμένων αυτοκρατοριών,
Τις "υπέρ ψάμμον θαλάσσης
Άμετρον πληθύν"
Των ψυχών
Που έγιναν άστρα.
Κυρίως δεν μπορώ να αισθάνομαι
Μάτια ανεστραμμένα
Σαν τα, μετά τη βροχή, ηλιοτρόπια.
Πηγή: Γιάννης Τσίγκρας,Ποιήματα,Εκδόσεις Ενδυμίων,2018
Απόγονοι του Σίμου του υπαρξιστή-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ
Κι ονειρευτήκαμε, τόσο πολύ, ότι δραπετεύουμε
Ότι από του κόσμου βγαίνουμε το παραμύθι,
Και τα κουφάρια των χαρταετών φορούμε για καπέλα,
Που, δεν μπορεί, θα απορήσουν τα πουλιά και τα ηλιοτρόπια.
Θα πουν: Αυτοί είναι απόγονοι του Υπαρξιστή του Σίμου
Με το ιπτάμενο τζιπάκι και τις ρέγγες.
Λιάζονται στα λούμπεν της δεκαετίας του 50-"Εμπρός
ποιος είναι;-Είμαι αυτή που έφυγα από την αγκαλιά σου".
Θα δουν στα άσπρα μας μαλλιά μια μπούκλα διαγώνια,
Στο παιδικό μας στήθος ένα χαϊμαλί,
Σα μπλε του μπακλαβά κομμάτι .
Μαζί θ'ανέβουμε, με λυπημένα αυτοκίνητα, τον Μπράλο,
Τότε που η διαδρομή Βόλος-Αθήνα ήταν ταξίδι
Στης Γης στο κέντρο
Κι έτρωγες, φτάνοντας, πατσά με σκόρδο, στην οδό Ικτίνου.
Πηγή: Ποιήματα,Γιάννης Τσίγκρας, Ενδυμίων,2018
Μην ομιλείτε-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ
Προσέξτε, θα παραπατήσει ο σχοινοβάτης.
Θα του πέσει το σακί που κουβαλάει στον ώμο
Και θα γεμίσει ο τόπος μουσική.
Τα ηλιοτρόπια δε θα'ναι, πλέον, τα ρολόγια μας
Ούτε το ποίημα η βάρκα μας για το φεγγάρι.
Η μουσική απλώνει και τραβιέται,
Σαν την παλίρροια και την άμπωτη,
Και τότε φαίνονται φθαρμένα παιδικά παιχνίδια.
Η μουσική κρεμάει στα δέντρα τις φωνές μας
Σα να'ναι των πολύχρωμων χαρταετών τα ράκη.
Γι αυτό σας προειδοποιούμε:
"Μην ομιλείτε εις τον σχοινοβάτην".
Πηγή: Ποιήματα,Γιάννης Τσίγκρας, Ενδυμίων,2018
Ανύψωση-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΕΛΟΣ
Ψάχνω να βρω
την ανατομία του παρελθόντος•
τα μέλη σε απόσχιση.
Οι χάρτες κρύφτηκαν επιμελώς
κι ο θάνατος
δεν έσφυζε ποτέ άλλοτε
από τόση ζωή.
Μνήμη.
Ως πότε θα κρατήσει
τούτη η εξόρυξη θανάτου;
Δεν υπάρχει χρόνος.
Ζωοποιώ το πένθος
το άλγος αυτό της ηδονικής νοσταλγίας.
Φιλώ τη λάσπη
μαζεύω τον Ήλιο από το χώμα
και τον βάζω στη θέση του.
Στην ανύψωση αυτή
άσπιλο γεννήθηκε το ηλιοτρόπιο.
Πηγή: Ανάβαση, εκδόσεις Πνοή, 2019
Ηλίανθος ή Λιόκρι ή ηλιοτρόπιο-ΜΑΛΒΙΝΑ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ
Ηλίανθος
Ταπεινός υπήκοός σου χρυσό καλοκαίρι
Ένα λιόκρι
Στον κήπο μου διψά
Ηλιοτρόπιο
Γύρω από έναν ήλιο πυρακτωμένο
Πορεύεσαι στα πλάτη
Ως μίσχος ταπεινής ικεσίας
Όλη τη μέρα ηλιότροπα σε προσκυνά
Ακολουθώντας σε ήλιε
Στη συχνότητα της ατέρμονης μέρας
Πολλές ώρες το ηλιοκάματο
Στου νυχτεριού τις λιγοστές τις ώρες
Ασέληνες νύχτες ξάστερες
Στα αγριοσέληνα πλάι και τους μύρτους
Ωριμάζουν οι σπόροι παρηγοριάς
Παραμυθία για τις μεγάλες του χειμώνα
Νύχτες της απουσίας
Φιλί στο τσόφλι να σπάσει
Η γεύση του καρπού να ξεχυθεί
Ελπίδα για καινούριο καλοκαίρι
Αναγεννιέσαι ήλιε μέσα από τις φλόγες σου
Εσύ λιόκρι μου μέσα απ'τους καρπούς σου.
* λιόκρι, λέγεται ο ηλίανθος στη Θεσσαλία
Πηγή:Πασιφλόρα, Εκδόσεις «βακχικόν»,2020
Το όνομά μου-ΑΡΤΕΜΙΣ ΒΑΖΙΓΙΑΡΝΤΖΙΚΗ
Μέσα στην καταιγίδα. Πρόφερα τ’ όνομά μου. Ακούστηκε. Σαν αχνός λυγμός. Σπαρταρούσαν. Τα φωνήματα. Μέσα σ’ αυτή τη λέξη.
Τ’ όνομα. Αυτό που μου χάρισες. Εσύ. Για να υπάρξω. Στο δέρμα μου λαμπύρισαν χρυσά φτερά.
Στ’ άκρα τους μόρια φωτός. Σχεδόν αγγίξαν. Τα όρια της ανυπαρξίας.
Τα ηλιοτρόπια ανθίζαν. Ένας ρυθμός που ξέσκιζε τ’ ατσάλι. Ένας καρπός πιο άκαρπος.
Μια πειθώς στην άβυσσο. Ένα χάσμα. Κοντά στον ήλιο.Κοντά, στην πιο σκοτεινή πλευρά μου. Ένα θραύσμα αλήθειας.
Ο λόγος είν’ η αρχή και το τέλος. Σαν μνημόνιο. Φως. Αγγελικών διανοιών.
Αίτιο και αιτιατό. Αντανακλάσεις της εσπέρας. Γαλαζορόδινη. Καθρεφτίζει.
Το διαιρεμένο σώμα. Τον εξαντλημένο εγκέφαλο. Τον ανασυγκροτημένο. Μ;eσ’ στην αχανή ολότητά του.
Το κορμί. Κυλιέται αναίσχυντα. Σε μια παραφορά δακρύων. Σε μια λίμνη υλιστικών δρακόντων. Φλεγουσών επιθυμιών.
Κρύπτη ορνέων. Μετουσιώσεις ονείρων. Αναγεννημένων. Από τις σκιές.
Ένας κύκλος. Ένα παιχνίδι πλευρικών κατόπτρων. Ανεστραμμένων.
Ουλές του παρελθόντος. Ακριβοδίκαια κατανεμημένες στη ροή του αίματος. Υγρές, λείες κοιλότητες στο έδαφος της γνώσης.
Νους, συσκοτισμένη ύπαρξη. Απέραντη μνήμη. Ξεπηδά σα φωτιά. Σαν ίχνη. Σαν ουλές που αφήνει στο διάβα του το σώμα.
Χαρακιές. Σε υπέργειο καθρέφτη.Ουράνιοι τροχοί. Ρινίσματα φωτός. Ψίθυροι. Μ;eσ’ στην αχανή άβυσσο.
Χαώδης διαρπαγή σοφών ενστίκτων. Λυγμός. Σαν αχνός λυγμός. Ακούστηκε. Στην άβυσσο. Στο λιβάδι με τους ασφόδελους.
Λευκές ουλές. Εναλλάσσονται. Με κυματοειδείς. Μαύρες γραμμές. Εκτυφλωτικές αντανακλάσεις. Χωρίς περιγράμματα. Χωρίς χρώματα.
Το φως γδέρνει το σκοτάδι. Ένα φανάρι στην ομίχλη. Τολμώ να το προφέρω. Η λέξη.
Αναβλύζει από μια πηγή. Φεγγαρόφωτο. Πλάι, το ποτάμι. Ακούστηκε. Σαν ουρλιαχτό.
Πηγή: stixoi/info
Πρελούδιον-ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΑΛΛΙΟΣ
Κατάγομαι απ’ τη νύχτα μα δε διαφθείρομαι
αφού η στεριά των δακρύων μου ασπρογαλιάζει από καθαρή ξαστεριά
και ξέρω πως νανουρίζουν τη φλογίτσα οι χλωροί θεριστές του πρωινού
χωρίς υποταγή στα φρικιά της ομίχλης
με τη νεότητα αδιάβροχη ξέρω πως μαίνεται και θα υπερισχύει
μες το πηγάδι το αθυρόστομο και βιαστικό μένος της άνοιξης:
Θα σας μαδήσω ηλιοτρόπια μέχρι να φαγωθεί το πολύσπορο σκότος
θα ζητήσω στιλέτο χρυσό απ’ την ισημερία
να κόψω πάλι τα λιλιά και να τρυπήσω τα στόμια της φλογέρας
στο κέρατο του λαχανιασμένου κριού
θα βοσκήσουν ολοζώντανες οι φάλαγγες των αρωμάτων μου
τη χρωματοψία απ’ τους μαστούς του χώματος
θα επιπλεύσει στο ιώδιο
το απέραντο κράτος της ευδίας μου
και κάθε ράμφος του μεσημεριού
θα εκτοξεύει κι από έναν σβόλο ερώτων στο νικητήριο θούριο
πάνω απ’ τη φλύαρη και ξεψυχισμένη σας θλίψη.
Πηγή: stixoi/info
Πού χάθηκες -ΑΡΤΕΜΗΣ ΑΞΑΡΛΗΣ
Πού χάθηκες βασίλεμα
και νούφαρο της λίμνης,
ονείρων μου τα βότσαλα
σαν έριχνα βαθιά;
Ανασαιμιά υάκινθου
διαρκώς πώς αργοσβήνεις,
στης πόλης την απρόσωπη
...ισόβια καταχνιά!!
Αμόλυντη, που χάθηκες
του κύκνου ομορφάδα,
στον ήλιο καθώς φτέριαζες
μια κάτασπρη ορδή.
Άνυδρες κοίτες άφησες
σε ποταμίσιο...διάβα,
να...πνίγουν το συναίσθημα
να αυξάνουν την οργή!!
Χλωμό ηλιοτρόπιο
απόγειρες στους ίσκιους,
που χάθηκες ανέπαφο
χωρίς να σε θωρώ.
Στη καπναιθάλη έσβησες
μαζί, με τους ιβίσκους;
Αυθόρμητα από μέσα μου
αυτό, δεν το μπορώ!
Αηδόνι αργυρόηχο,
γλυκόλαλε ερημίτη,
στη ρεματιά βουβάθηκες,
που χάθηκες κι εσύ;
Τώρα των αποκρουστικών
ασμάτων μόνο η θλίψη
αφύσικα και βαρετά,
μονότονα αντηχεί !!
Πού χάθηκες εννιάφυλλη
λευκή μου μαργαρίτα
που σε μαδούσα επίμονα
να βρω αν μ’ αγαπά.
Σβήνει η πλαγιά που άνθιζες
γεμάτη αποκαΐδια,
το βλέμμα μου που να...απλωθεί
πλέον, με τι καρδιά!
Πού χάθηκες γιορταστική
ομορφιά των χρυσανθέμων,
του φθινοπώρου π’ έφερνες
ολόγλυκη χροιά.
Κακάσχημη απομίμηση
αυτό π’ έχει απομείνει
σ’ ένα καλάθι πλαστικό,
κινέζικη ανθεμιά!!
Πού χάθηκες μεθυστική
ευωδιά των αρωμάτων,
πίσω από κάδους σκουπιδιών
που παίζουν τα παιδιά;
Τριγύρω μου καθολική
η έκλειψη χρωμάτων,
πέφτει βαριά, ασήκωτη
θαρρείς σαν...βλαστημιά.
Πηγή: stixoi/info
Burnt Norton Iv -ΤΟΜΑΣ ΕΛΙΟΤ
Ὁ χρόνος καί ἡ καμπάνα ἔχουν θάψει τη μέρα,
τό μαῦρο σύννεφο μεταφέρει τόν ἥλιο μακριά.
Θά στραφεῖ πρός το μέρος μας το ἡλιοτρόπιο, θά λυγίσει πρός το μέρος μας
ἡ ἀγράμπελη ξεστρατίζοντας, ψαλίδα καί κλαράκι
θά πιαστοῦν καί θά κολλήσουν;
Παγωνιά.
Δάχτυλα τοῦ ἔλατου θά τυλιχτοῦν
πάνω μας; Ἀφοῦ το φτερό τῆς ἀλκυόνας
ἀποκρίθηκε μέ φῶς στό φῶς, καί σωπαίνει, το φῶς εἶναι ἀκίνητο
στό ἀκίνητο σημεῖο τοῦ κόσμου πού γυρίζει.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Πηγή: Τέσσερα κουαρτέτα, Εκδόσεις Πατάκης,2012
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου