Το χρυσάνθεμο στην ποίηση (Ποιήματα)

Το χρυσάνθεμο στην ποίηση  (Ποιήματα)

Το χρυσάνθεμο είναι ένα κατεξοχήν φθινοπωρινό λουλούδι, αλλά εμείς θα το θυμηθούμε μέσα από τα ειρημένα των ποιητών βαδίζοντας στην καρδιά της άνοιξης !

Χρυσάνθεμα-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Ωχρή πορφύρα! Και το δάκρυ μαγικό
πετράδι έχει γενεί στη φορεσιά σας.
Τι κι’ αν φοράτε διάδημα βασιλικό
στη μαύρη χειμωνιά την ομορφιά σας.

Του ξανθού Ηλίου το φιλί διαβατικό
κι’ αν παίξει στα χρυσόξανθα μαλλιά σας,
δε θάναι ελπίδα, ούτε όνειρο θάναι γλυκό,
μόνο πιο κρύα θα νοιώστε τη χιονιά σας.

Ωχρή πορφύρα! Και ο βοριάς που το «ωσαννά»
σας τραγουδάει μ’ όλα τα λουλούδια,
τα φύλλα σας μαδάει πριν μαραθούν

Κι’ όσα πετράδια η πάχνη αφήνει ταπεινά,
δοξαστικά όσα η θύελλα τραγούδια,
στην άχαρη καρδιά σας δάκρια ανθούν...

Πηγή:Οι τρίλλιες που σβήνουν, 1928

Κηδεύοντας μαραμένα χρυσάνθεμα-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Κηδεύοντας μαραμένα χρυσάνθεμα
Κάτω από το άστρο της αναπνοής της
Μες στην αχλύ του πόθου δε μπόρεσε να καταλάβει
Πως η θύελλα το βράδυ εκείνο
Ξερρίζωνε τους τοίχους της κάμαράς του
Έπνιγε τα μάτια του σ'ένα γκρίζο χρώμα

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1978

Χρυσάνθεμα-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Φθινόπωρο ήσυχο, αφηρημένο – τα φύλλα θα ’λεγες
πέφτουν από μιαν άλλη ζωή και μόνο τα
χρυσάνθεμα επιμένουν, σαν τις πλάνες μας.
Είμαι μόνος, η κάμαρα άδεια και δεν έχω παρά ένα
μοναδικό στόμα για τόσα χαμένα πράγματα.

Πηγή: Εγχειρίδιο ευθανασίας, Κέδρος 1979

Στα χρυσάνθεμα-ΜΑΡΙΚΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ

Σαν ίριδος πολύχρωμες αχτίδες,μαγεμένες,
Άφοβα ξεδιπλώνετε τα πλούσιά σας κάλλη,
Σε μέρες αχνοπρόσωπες,συννεφοσκεπασμένες,
Στην πρώτη παγερή πνοή του Γερο-ασπρομάλλη.

Σεις μόνα συντροφεύετε την νύφη τη θλιμμένη,
που λίγο-λίγο σβήνεται,σιγά-σιγά πεθαίνει,
Γιατί ο ήλιος π'αγαπά με όλη την καρδιά της,
Κρύβει το φως του το χρυσό,δε θέλει τη θωριά της.

Μα σαν ελπίδα ύστερη που στην ψυχή ανθίζει,
Όταν πετάξει στα φτερά του πόνου η χαρά της,
Η σπλαχνική η όψη σας της λέγει να ελπίζει.

Της λέγει πως ο ήλιος της,πάλι θα την φωτίσει,
Μ'ονειρεμένες εμμορφιές γλυκά θα την στολίσει.
Πως δεν θα είν'αιώνια η τόση συμφορά της.

Πηγή:Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου,Καρόλου Ε.Μωραΐτη,Αθήνα 1987

Τα ωραία χρυσάνθεμα-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Εκείνη τη νύχτα, ήμουν κρυμμένος πίσω από την ντουλάπα,
αλλά γιατί να προβαίνω σε αποκαλύψεις, οι καιροί ήταν δύσκολοι:
επαναστάσεις, διαψεύσεις
κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα που θυμάσαι ότι τα ξανάζησες – σε
ποιο όνειρο τάχα ή σε ποιαν άλλη ζωή,
μικρές κάμαρες που περπάτησα πάνω – κάτω όλη την απεραντοσύνη
άδειοι μοναχικοί δρόμοι, όπου έζησα τις πιο ωραίες μου περιπέτειες
κι όταν κάποτε έρθει η ώρα ν’ απολογηθώ, θα 'χω μάρτυρες όλους
τους περαστικούς που στάθηκα αμήχανος μπροστά τους,
μην έχοντας τι να πω. Λοιπόν, τι απέγιναν τα ωραία χρυσάνθεμα;
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;

Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοντας με τα μάτια τον
ορίζοντα.
Σφυρίγματα των τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα τραίνα.

Πηγή: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990

[Κοιτάς τα κίτρινα χρυσάνθεμα...]-ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

Στη Βασούλα

Κοιτάς τα κίτρινα χρυσάνθεμα
μικρές χρυσές κλωστούλες
λαμποκοπά το χαμόγελό σου.

Πηγή: Σκόνη σε γυαλιά ηλίου, 1997

Χρυσάνθεμα- ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ

Αυτός ο χειμώνας ήρθε χωρίς φθινόπωρο,
Χωρίς χρυσάνθεμα.
Ωραία, πολύχρωμα λουλούδια, υγρές φωτιές,
Στερνές αναλαμπές,
Από το ακόρεστο καλοκαίρι
Που χάθηκε.

Πηγή:Κόρφης, Ποιήματα (Δεύτερος τόμος),Πρόσπερος

Στον κήπο των χρυσανθέμων - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΑΧΑΡΗ-ΚΟΥΤΣΟΥΝΑ

Μ' ένα χαμόγελο κλεμμένο από των χρυσανθέμων τη γιορτή
περπάτησα τη νύχτα ετούτη, των βροντών και των ανέμων.
Οκτώβρης βλέπεις που οι φτωχοί φιλούν την τρέλα.

Τη μέλισσα που φίλησε χρυσάνθεμο τη μίσησα.
Δε μ' άφησε πρώτη να το μυρίσω.

Σαν σε απόκοσμη ματιά να πλανιόταν το βλέμμα της ειμαρμένης, σαν δήλωνε ευτυχία το χλωμό του πρόσωπο.

Ο στατήρας της γνώσης ζύγιασε τα χρώματα,
μήπως η πλάνη του εγωισμού βυζάξει την απόχρωση
στο βήμα των αθάνατων επιλογών.

Κι εκείνο το λευκό της αγνότητας με τα παχιά χείλη
που φιλιέται με τον άνεμο,
στερεωμένο στην άκρη του φράχτη
ψαχουλεύει τις τσέπες των ματιών μου,
σα να ψάχνει παράθυρο απόδρασης.
Δάκρυσε η ελπίδα στην αμηχανία του.
Σαν ο από μηχανής θεός αγκάλιασαν οι χούφτες μου
την πρωτόγνωρη ομορφάδα με τα χίλια σχίσματα.
Την τρυφερότητα γέννησαν οι αισθήσεις μου.
Άραγε οι δικές του;

Άστραψε το φεγγάρι απάνω τους
Η νύχτα ατέλειωτη…
Η γιορτή στριφογυρίζει στους παλμούς
των φεγγαριών των ερώτων.

«Στον κήπο των χρυσανθέμων» έλεγε η πρόσκληση.
Μία ροζ ευκαιρία συναρμολόγησε τ' όνειρο.
Μύρια χρώματα λιποτάκτησαν
δείχνοντας τα διαπιστευτήρια στην Αυγή
με πρωτεργάτες το κίτρινο και το λευκό
που προσκύνησαν στην αλήθεια των θέλω, των μπορώ.
Ένα ολόγλυκο μελί κι ένα τροφαντό ροζ-λιλά
έκλεψαν την παράσταση.
Ήταν η πρώτη τους φορά.
Της όψης θαύματα κι η ολιγάρκεια ανάρμοστη της παρουσίας.

Στο παραμύθι ως μπήκα της επίταξης,
είδα καρφωμένα στο φουστάνι μου
των χρυσανθέμων τα όνειρα,
ταπεινά στου Οκτώβρη τις αταξίες.
Και στην επιτομή της βρόχινης κουλτούρας
μία ρίζα τετραγωνική τα φεγγαρένια ζεύγματα
μέσα στης αντοχής τα όρια.

Δίχως παράπονα τα ταίρια,
φιλημένα από την βροχή των θαυμάτων,
άνοιξαν την πόρτα του ουράνιου τόξου.
Φιλιά σταλμένα στον κόσμο της ταπεινότητας
ή σε ανυποψίαστους εραστές,
που διάβηκαν λάθρα το πορτόνι του κηπουρού.

Οι ηλιαχτίδες της αγάπης άνοιξαν αγκαλιές.
Στους τριγμούς της αβεβαιότητας
θα ξεσπαθώνουν τα χρυσάνθεμα ,σαν άλλοτε
που γιόμιζαν χαρές και θαυμασμό τον κήπο.

Λίγη κατήφεια κι ο ουρανός χαμογέλασε ξανά.
Στον όρκο του χρυσάνθεμου στηρίχτηκε η αντοχή.
Ο ζευγάς ετοίμασε τ' αλέτρι.

Πάμε όλοι μαζί στη γιορτή των χρυσανθέμων!
Μας κράζουν να μεθύσουμε χαρά.
Τους θύλακες του μίσους να σπάσουμε
με τ' αγκάθια της άτοκης τριανταφυλλιάς.
Να ντύσουμε χρυσάνθεμα το πλήθος
σε πείσμα του γαρύφαλλου.
Στο μάθημα που αργεί να έρθει στη ζωή
να δώσουμε ευκαιρία.
Στις τρύπες που άνοιξαν τα πολυβόλα
να φυτέψουμε χρυσάνθεμα,
σαν απάντηση στην εύηχη αποδοχή της σκληρότητας.

Πλάνταξαν οι αναφορές στο συνονθύλευμα της έκπληξης!

Οι πλημμύρες που ζώνουν τα συναισθήματα
άσκιαχτες βυθίζονται ολοταχώς στην πλάνη του όνειρου!

Πηγή: https://www.facebook.com/

Όταν Ήρθες-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες.

Εγελούσες γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα

Πηγή:Νεανικά Ποιήματα, (1919-1924)

Ἐπάρκεια-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Εἶναι κοντά μου ἐδῶ κι ὁ Ἁϊ – Γιώργης
ὁ μόνος μου γείτονας. Κατοικεῖ
στό ἐκκλησάκι πού χτίσαν γι’ αὐτόν
καί τό ἄσπρο του ἄλογο οἱ πρόγονοι.
Κι ἀπό τότε δέν ἔπαψε νά δέχεται
πότε μικρές ἀνεμῶνες, πότε χρυσάνθεμα
καί πότε μυρτιές πού τοῦ φέρνουνε
οἱ ἐπισκέπτες του. Πηγαίνω κ’ ἐγώ,
τόν βλέπω συχνά, αλλά μόνο
σάν φίλος του. Δέν μοῦ χρειάστηκε
τίποτα. Μοῦ ἐδόθη ἐξαρχῆς ὅ,τι
εἶχα ἀνάγκη νά πορέψω
τό βίο μου.
Κ’ ἔχω μέσα μου
ἀκόμη ψωμί καί νερό.

Πηγή: https://tetradia.blogspot.com/

Αναμονή-ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ

Σκοτεινές ώρες, αγάπη μου, δίχως το φως της ματιάς σου
μες στη μικρή μου κάμαρα, και θλιβερές περνούν.
Αχ! πώς όλα με μάθανε να ’μαι πάντα κοντά σου
και πώς όλα παράξενα στα μάτια με κοιτούν.

Δες, ο καθρέφτης καρτερεί τα χείλη μας να σμίξουν,
μ’ ένα διπλό ανατρίχιασμα στα νέα μας κορμιά.
Κι έτσι, καθώς τα μάτια μας στην ηδονή σφαλίξουν,
η λεία του επιφάνεια να νιώσει τρικυμιά.

Σα φίλοι τα βιβλία μας, στο φτωχικό τραπέζι,
μας περιμένουν, πρόσχαροι να σκύψουμε σ’ αυτά.
Ως και το παιχνιδιάρικο γατάκι μας δεν παίζει.
Τα χάδια σου ονειρεύεται με μάτια σφαλιστά.

Όμως απόψε στόλισα την κάμαρή μου πάλι
κι έβαλα μύρα στα μαλλιά, τριαντάφυλλα στα στήθια,
γέμισα με χρυσάνθεμα και ντάλιες τ’ ανθογυάλι,
κι έγινα η πεντάμορφη, που λεν τα παραμύθια.

Κι έγινα η πεντάμορφη, που λεν τα παραμύθια,
σκλάβα ενός ανείπωτου καημού ερωτικού.
Κι ώρα την ώρα καρτερώ στο θάνατο βοήθεια,
κι ώρα την ώρα καρτερώ το τέλος του κακού.

Σκοτεινές ώρες, αγάπη μου, δίχως το φως της ματιάς σου,
μέσα στην κρύα μου κάμαρη, και θλιβερές περνούν.
Οι σκέψεις μου κρεμάζουνται μ’ απόγνωση κοντά σου,
απελπισμένοι ναυαγοί, που τη στεριά ζητούν.

Πηγή: Νύχτες αγρύπνιας, 1932

Οι αμυγδαλιές-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο
σε ποιο δωμάτιο ν’ ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου
εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές
στην κόκκινη και τη δυστυχισμένη
στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι
η αναπνοή σου θάμπωνε τα όνειρά μου
πάνω στα τζάμια σου τρεμόσβηνε μια θάλασσα
κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου
που έτρεχα ματωμένος και κυνηγός.

Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα
πάνω από το κεφάλι μου
η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια
ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια
το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού
το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης
το περιβόλι του μεγάλου πυρετού
που μέσα του ολημέρα γύριζα με το τουφέκι μου
με μια κορδέλα κόκκινη μέσα στο στόμα μου
με μια κορδέλα κόκκινη μεσ’ στα μαλλιά μου
σαν τη γωνιά την κόκκινη και τη δυστυχισμένη
σαν τη γωνιά την τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι
εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές
σε ποια λοιπόν ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου.

Πηγή: Παραλογαίς,1948

Αποδημίες (V)-Γ.Ξ.ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

Τρυφερό δάσος
γλυκύτατη μέρα
φωνή που εξομολογείσαι
ανάμεικτη με χρυσάνθεμα

Έρχεσαι δένοντας στα μαλλιά
τα καλοκαίρια
στον δρόμο άσπρα γαρίφαλα
ν’ αποστηθίζουν εσένα

Πώς να σ’ ερωτευτώ
γωνιά στρωμένη φιλήματα
χέρι χωνευμένο απ’ τον ήλιο
θάλασσα που αγρυπνείς
μες στην καρδιά του κόσμου;

Πηγή: Περιστέρια στο φως, 1949 

Νυχτερινό-ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑΪΤΑΣ

Το άστρο του Νότου
μικρό πουλί
με τα πληγωμένα του δάχτυλα
τρέχει μέσα στο σύμπαν.
Η αιχμή της νύχτας
γυμνή έφθασε στην καρδιά μου
σαν τον άνεμο
που έρχεται ξαφνικά
στο παράθυρό μου.

Είναι αδιάβατοι οι δρόμοι, μητέρα...

Από τους πρόποδες της βροχής
ήρθε κι έφυγε
ουράνιο τόξο
το παλικάρι
πλημμυρισμένο
νερό και φως
ανεμίζοντας
μια αγκαλιά χρυσάνθεμα.
Ακούς, μητέρα
μια αγκαλιά χρυσάνθεμα.

Είναι αδιάβατοι οι δρόμοι, μητέρα...

Ο αγγελιοφόρος πέρασε
με τα αιθέρια τοιχώματα της φωνής του
τρέχοντας κάτω από τα σύννεφα
κι ούτε γύρισε να κοιτάξει.

Ο καβαλάρης της χαραυγής
χελιδόνι
που στα φτερά του
χαράζαμε τα παιδικά μας χρόνια
έφυγε πίσω από το τζάμι μου
στον αδιαπέραστο άνεμο.
Στην απεραντοσύνη
με τα χίλια χρώματα
με τα χίλια μάτια
ο γλάρος
κι η χαμηλόφωνη κουβέντα
αναμοχλεύουν
αυτό το πρωινό
εκείνα που είχα αγαπήσει.

Στην ερημιά
κυματίζει
ένα ξερό κλαδί
ένα παιδί που κλαίει.

Είναι αδιάβατοι οι δρόμοι, μητέρα...

Πηγή:Άποικοι της νύχτας, 1966

[Κάποτε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου...]-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

III

Κάποτε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου θα ’σαι ένα τίποτε
άνθη κερασιάς ρόδα στους κήπους και αγάπη — ποια αγάπη;

Χελιδόνια που κλειδώνουν τον αέρα της νυχτερίδας γκρεμός
και το φεγγάρι απάτη από χαρτί. Στο ποταμάκι κάθονται συλλογισμένοι οι φίλοι
στο χέρι καθρεφτίστηκες κι εσύ
υγρό κόκκινο φύλλο τα χείλια σου μα ξάφνου
σταφύλια σάπια κατεβασιά στον Άδη —
η λήθη βρέχει σήμερα όχι ο ουρανός.

Πριν απ’ τον κόσμο και μετά τον κόσμο η Γη μωρό στα σεντόνια του τάφου
τρωκτικά ρολόγια το φως τρυπάει περισσότερο κι αν βρέξει κάποτε
αυτοστιγμεί κλείνει τ’ ομπρελίνο στα μάτια πόνος οξύς
η βροχή όρθια σκάλα
ψηλά ψηλά ο ουρανός πώς να μισέψεις; Μόνον
οι μεταλλωρύχοι σκαρφαλώνουν στον ουρανό από τη μαύρη νύχτα στο λίγο αέρι
ήλιος και χρυσάνθεμα και λυπημένη παρηγοριά και γλάροι εξόριστοι
και φεγγαρόψαρα του βυθού — για σε δαμάλια σφαγμένα. Ξένα λοιπόν
και τα όνειρα, στα μάτια να σε κοιτάξω και να πεθάνω
να σε φιλήσω και να χαθώ απ’ τον κόσμο
μπροστά ένα ασήκωτο δειλινό κρασί το ποτίζεις να λαφρώσει
πιο κάτω είναι καλύτερα (βαθύ μουρμούρισμα χόρτα θαλασσινά)
ο ήλιος φεύγει
φεύγω κι εγώ
με τον ύπνο περνώ και με καπνό τον άσπρο φράχτη.

Πηγή:Τα ισόβια ποιήματα, 1977

Παραπλανητικό-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες
διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο
πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα
διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ
απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.

Πηγή:Υπερώον, 1985

Έξοδος κινδύνου-Σ0ΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

Μπορείς να χτυπήσεις μια μέρα, να τη θανατώσεις
κι ύστερα πάλι να παρακαλάς για ένα αύριο∙
μπορείς τον πόνο να ξεγελάσεις
κι ύστερα πάλι να ψάχνεις
σ’ όλης της γης τις φωτιές για ένα θαύμα
μπορείς να δεις λευκά χρυσάνθεμα
ν’ ανθίζουν στους δρόμους
κι ύστερα πάλι ν’ ανέβεις στο πάλκο
να παίξεις∙ να κλάψεις∙ να αναιρέσεις
και μέσα στις τρελές σου αναζητήσεις
να βρεις την έξοδο κινδύνου∙
δεν ήξερες πως ήσουν ευτυχισμένος
κι ας χόρευες πριν γυμνός μες στη βροχή,
όταν αγκάλιαζες τα όνειρα∙
όταν συγκινημένος άκουγες ένα γράμμα.
Τώρα είναι αργά την τρύπια καρδιά μου να κοιτάς,
σαν ψάχνει αυτό που γυαλίζει σε στιγμές αιχμής∙
είναι αργά πια να γίνεις ο μάγος,
σε μια πραγματικά παράξενη διάσωση
και να επαναλάβεις πληκτικά
ό,τι σου έχω πει.

Πηγή: Νυχτερινό πρελούδιο, 1987

Η γιαγιά μου η Ορντού...-ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ

στον Χρήστο Τσολερίδη

Και η Δυσδαιμόνα, η ωραία Ναυσικά, της έδωσες χρυσάνθεμα - είπες μοιάζουν τα μάτια σου- και θυμόσουν την Άλλη, της Ευπατορίγιας, των Κοτυώρων- Ορντούς και Καλαμαριάς...
Την ώρα που φεύγουν τα Μπολσεβίκ και μπαίνουν οι Τσέτες σφάζοντας όσους δεν προφταίναν τα καΐκια, στο λιμάνι, και έπεσε στην θάλασσα κρατώντας κατάστηθα το βόλι... Και το νερό για χρόνους πολλούς κόκκινο...
Και Εκείνη έγινε δελφίνι της Μαύρης Θάλασσας, Αγία Πέστροφα του Τσιάμπαση, Παναγία Σκούνα του Σοχούμ και της Σουμελά, Γοργόνα κατάπλωρη στο Μεγάλο Καράβι...

Πηγή:Κωστής Μοσκώφ, Ποιήματα, 1987

Ένα ματσάκι ωχρότητα -ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Με συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος.
Για καλή μου τύχη
πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί.

Παλαιά σχέση ψυχραμένη.
Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων
πού διαλύονται.
Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι.

Στεκόμαστε στις βιτρίνες μου.
Είναι αλλαγή της εποχής μου.
Θα φορεθώ πολύ. Κανένα σχέδιο. Ίσια γραμμή.
Λαιμόκοψη. Κεφάλι να σκεπάζει το γόνατο.
Χέρια ντραπαρισμένα στο στήθος χαλαρά.
Ανεξίτηλα χρώματα εισαγωγής. Από μέσα.

Ψηλά είναι κατακόκκινο το βράδυ.
Αιματοχυσία εμφυλίου στερεώματος.

Τα κίτρινα χρυσάνθεμα υπαίθριου ανθοπώλη
σε διπλή τιμή με πικραίνουν
-ένα ματσάκι ωχρότητά σου.

Είμαι στα ίχνη μιας βροχής.
Περίεργης. Σα να έβρεχε είναι. Άλλοτε.

Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα
σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.
Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού
η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου
και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά
γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.

Απόρρητα βρέχει.
Σα να 'ναι εμπιστευτικό το φανερό.

Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μάς
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράζεις μας-
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν. Από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.

Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα να 'ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει- απ’ τη νεότητα
των άλλων.

Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μάς το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.

Πηγή: Χαίρε ποτέ, «Στιγμή», 1988

Μαύρη Βεντάλια του Χρόνου-ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ

Μα λες και ήταν πέρασμα δρόμου το δωμάτιο
η πόρτα ανοίγει και
μπαίνει μέσα εκείνη η γριά κοπέλα
με τις πυκνές ρυτίδες γύρω απ'τα μάτια σε κοιτάζει γελώντας
με μιαν ειρωνικότητα
που παρατείνεται για ώρα
Και όλο ψαχουλεύει το πρόσωπό της
και αγριεύεται γύρω σου ο αέρας
Της ψιθυρίζεις να φύγει μα δεν ακούει
μήτε κουνιέται παρά σιγά-σιγά
χάνονται οι ρυτίδες απ'το πρόσωπό της
Κι ομορφαίνει απέραντα σαν παιδούλα
χρυσάνθεμο που ανοίγει στο δωμάτιο
Κι ανθίζουνε οι τοίχοι
Κι αρχίζουνε τα έπιπλα να μετακινούνται
καθώς κατεβάζει και χαϊδεύει ντροπαλά τα ουράνια
επάνω στα φουστάνια της
Και μια δαιμονισμένη αθωότητα αχνίζει από τα μάτια της
Και πάλι αρχίζει να σουρώνει και ν'ασχημίζει
και απότομα επάνω σου κλείνει
Μαύρη βεντάλια το χρόνο

Πηγή:Το Ιερό Κενό, εκδόσεις Ύψιλον, 1988

Η μέρα των ψυχών-ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

Επισκέφτηκα τον ελληνιστή Σάμπο στον τάφο του∙
έζησε 1940-1990, μηδενικοί λήγοντες.
«Κάθε μέρα που επιβιώνω, κερδίζω μια μάχη»
έλεγε ασπρίζοντας περισσότερο,
αγιάτρευτα καζαντζακικός.
Δεν διαψεύστηκε για πολύ: στο βάθος του κοιμητηρίου
τρεμόπαιζαν εβραίικοι πυρσοί και ψαλμοί
κι από τον ουρανό έπεφτε όξινη βροχή,
κάθε άλλο παρά για το σκηνικό,
Παρασκευή, Πρώτη Νοεμβρίου, Ημέρα των όποιων Ψυχών.

Η χήρα τού άλλαξε τα χρυσάνθεμα,
κλαίγοντας κλάμα διψασμένο για τη ζωή.
Οι θυγατέρες του έστεκαν όρθιες
κι επηρεάζονταν από τα νεοελληνικά έθιμα,
χωρίς να δείχνουν τι θα κάνουν ως το τέλος.

Πηγή:Βαθιά επιφάνεια, 1992

Τοπίο προσευχής-ΒΕΡΑ ΚΟΡΦΙΩΤΗ

Τα φθινοπωρινά πρωινά
με τα χρυσάνθεμα αγκαλιά
πήραν χη θέση τους στην προσευχή

Κι οι χειμωνιάτικες βραδιές πιο `κει
παρακολουθούν εκστατικά
πώς στάθηκε μετέωρη κι η βροχή

Η Άνοιξη στ’ αλήθεια
ήλθε κι ίδια
για να παρευρεθεί
κι έχει το δάπεδο στρωθεί
κάτασπρα λουλούδια δίχως μίσχο
που διηγούνται την ταπείνωση σιωπηλά
δίχως της έπαρσης ούτ’ ένα ίχνος

Διάχυτη είναι της ψυχής η ανάταση
κι οι ασημόφυλλες οι λεύκες μ’ όλη τους τη χάρη
γύρω απ’ τη μυσταγωγική παράταξη
– αν αξιωθείς το μόλις ανεπαίσθητο θρόισμά τους
να συλλάβεις –
Ω! τι θεία συγκατάνευση μεγάλη !

Άστρα δε φαίνονται στον ουρανό
κι είν’ όλα γύρω φωτεινά
ίδια σχεδόν σαν μέρα
κι ένα ποτάμι ασημένιο χρώμα – φως
κυκλώνει την εξαίσια συρροή
που αστραπογαλιάζει έτσι μισόφωτη
αμφίβολη χλωμή
και τη θωπεύει μυστικά και τη φιλεί
μια άτολμη μακρόσυρτη φεγγοροή
σαν από τοπίο παραμυθιών

Πηγή: Κι επανέρχομαι στην ποίηση,1995

Πρώτη αγάπη -ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Φωνές χαμηλές
κι ένας ήλιος Δεκέμβρης

Πίσω απ’ τα τείχη
μες στους υγρούς καθρέφτες των ματιών
ακύμαντη
μια λίμνη από χρυσάνθεμα
κι εντός ναυλοχεί
η υπέροχη γλυκύτητα της γιαγιάς
με το μαύρο μαντίλι μαρκίζα
κι ακέριο το κέρμα στα τελειωμένα χείλη
εκείνη που σπάζοντας τις δεκαετίες
ασάλευτη στο κατώφλι
ατέλειωτη έμοιαζε
σα να ξεχάστηκε στη ζωή

Πρώτη φορά π’ αγάπησα φέρετρο

Πηγή: Το περίστροφο της σιωπής, Τα Τραμάκια,1996

Νυχτερινή διάρρηξη-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Κι απ’ τις λευκές σελίδες μου
Τα δάκρυα
Που αστράφτουνε κι υπνοβατούν
Εμβλήματα φωσφορικά
Μιας απουσίας θροΐζουσας
Μ’ ένα χρυσάνθεμο φιλί
Θά ’ρθω να εξατμίσω

Κι όλες τις σκουριασμένες κλειδαριές
Που του θανάτου κυοφορούν
Το κεφαλαίο θήτα
Καρτερικά συνάζοντας
Των ίσκιων μόνο τα ίχνη
Με δέσμη ανέσπερου φωτός
Νύχτα θα διαρρήξω

Κι ίσως πια να ’μαι βέβαιη
Πως θα ’ναι αδιάβροχη η ψυχή
Στην τόση νοσταλγία

Πηγή:Εν τη ρύμη του νόστου, εκδόσεις Αρμός, 1999

Απρόβλεπτες καταστάσεις-ΡΟΥΜΠΙΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Και ξαφνικά μέσα στο Νοέμβρη
καλοκαίρι!

Το μερτικό του ήλιου αιμορραγεί
στα χρυσαφένια δάση.
Χρεοκόπησαν τα ημερολόγια της ανίας
και η καταγραφή των ασάλευτων εποχών
αναιμική και αποκαμωμένη
εξωθείται σε παραίτηση.

Από τη διδαχή του άπειρου και του ρευστού
εξοικονόμησα το τεράστιο άλμα
της ανακολουθίας.
Και δεν είμαι περισσότερο αδέξια
απ’ όσο τα χρυσάνθεμα
που τις ξαφνιασμένες κλειδώσεις τους
τινάζουν.
Και δεν είμαι περισσότερο υπότροπη
απ’ όσο τα τριαντάφυλλα που παθιασμένα
δεν πειθαρχούν στους όρους
του εποχιακού τους συμβολαίου.

Όχι! δεν είμαι περισσότερο ένοχη
από την ανυπάκουη περιγραφή
που παραβαίνει το γράμμα του νόμου.
Πέρασα ξυστά από τον τόπο της ανατίναξης
και τα θραύσματα του αλάνθαστου
σκότωσαν τη μονοτονία.
Αφανής και άφθονη
καιόμενη και αυτοτελής
με το καπνισμένο χέρι μου
ψαχουλεύω
την ανακεφαλαίωση των κατορθωμάτων.
Το κατηφορικό δρομολόγιο
σβήστηκε από τον πίνακα των ανακοινώσεων,
μαζί και το ανηφορικό.
Και δεν είμαι περισσότερο
δέσμια του απρόοπτου απ’ όσο η αφαίρεση
φυσικών αθροισμάτων
στις σκέψεις που υφίστανται
χωρίς μαθηματικά.
Και δεν είμαι περισσότερο πράσινη και πλήρης
απ’ όσο τα φυλλώματα στην παραγωγή
της χλωροφύλλης
στο ενδεχόμενο μιας αυτοφυούς γενιάς.
Όχι! δεν είμαι περισσότερο χαώδης κι επιβλητική
απ’ όσο η σμαραγδένια λάμψη,
που στις πρόγονές μου στόλισε
κι ιδιωτικά μου δώρισε
το φεγγαρένιο ομφαλό.

Πηγή:Ωστικό κύμα, 1999

Το μονοπώλιο των θλίψεων-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Με ρώτησες γιατί στιχουργώ μόνο θλίψεις
και αφήνω τα χαμόγελα εκτός λίστας εμπνεύσεων.
Μα έχουν ανάγκη οι ευδαιμονίες από διαύλους εκτόνωσης;
Αυτές στην πρώτη ευκαιρία λικνίζονται
πάνω σε ανθισμένα χρυσάνθεμα χειλιών
πάνω σε μάτια που καθρεφτίζουν ήλιους
πάνω σε λεκτικούς καταρράκτες ευωδιαστών ήχων.
Προκλητικά επιδεικνύονται πάνω σε χειρονομίες και παλαμάκια
σχεδόν εκπορνεύονται επιθυμώντας να τις θωπεύσει
κάθε αίσθηση και κάθε εμπειρία.
Τις θλίψεις να λυπάσαι
που μονάζουν ασκητικά μέσα στους βράχους του νου
αθέατες, δυσδιάκριτες και ανυπεράσπιστες
με ταπεινό τους ένδυμα
είτε την ποίηση που τις ντύνει με αξιοπρέπεια
για να μπορείς να τις βγάλεις μια βόλτα
είτε κανένα ψιχαλισμένο μάγουλο
πριν προλάβει η περηφάνια
να το βάψει με ρουζ ευδαιμονίας.

Πηγή:ΑΡ.ΠΑ σε περισυλλογή ,2001

Τα χρόνια της μεγάλης αυταπάτης-ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Όταν έξω στους δρόμους λιγόστευε το φως
εκείνος άναβε χρυσάνθεμα σε κρύπτες μυστικές του μέλλοντός του.
Πολυελαίους για να τρομάξει τις σκιές.
Και ελληνικά μιλώντας
έβγαινε από τον μεσαίωνα του σώματός του.

Μια νύφη κατέβαινε τις σκάλες ακροπατώντας
–ξύλο παλιό και τρίζει σαν παράπονο–
ντυμένη τούλια και αραχνοΰφαντα και μουσικές
σαν κάτι αιώνιο διαρκώς αποχαιρετώντας.

Αχ νοσταλγία μέσα στα πένθη σαν ακροβάτης.
Που σέρνεις γυάλινες βιτρίνες με τις πομάδες
τα δηλητήρια και με τ’ αρώματα των φαρμακείων

αφού όλα δείχνουν πως δε θα νικήσουμε τον Άγγελό μας
δείξε τουλάχιστον το έλεός σου σ’ αυτά τα χρόνια της μεγάλης αυταπάτης
ν’ αξιωθούμε να μιλάμε κι εμείς ελληνικά
ανασύροντας λέξεις και αισθήματα
κι απ’ τα σκουπίδια.

Πηγή: Η πόρτα της Πηνελόπης, 2004

Δειλινό χωρίς ειδύλλιο-ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

I

Παρατήρησε με προσοχή
τα αντικείμενα που σε περιβάλλουν
(λουλούδια, βιβλία, φωτογραφίες),
παρατήρησε τα
καθώς αιωρούνται νωχελικά
μέσα στη μεταφυσική τους αθωότητα.
Δεν είσαι βέβαιος ότι υπάρχουν
πρέπει ωστόσο να συνεχίσεις
να τα παρατηρείς
για όση ώρα σου απομένει.
«Είναι ζήτημα πίστης πλέον».

Πότε ένα γνώριμο, βροχερό τοπίο,
μια συγκεκριμένη σκηνογραφία,
μεταμορφώνεται σε νέα σκέψη;
Πότε ένας οικείος ήχος
(κουπιών που κόβουν το ποτάμι στα δύο),
συνθέτει στον νου μια ξένη μελωδία;

Κάποιος ανάβει το φως.
Κάποιος φοβάται το σκοτάδι,
τον αναστεναγμό των φθινοπωρινών φύλλων—
τα κατοπτρικά παιχνίδια της μνήμης.

Ό,τι χάνεται
διασώζεται μέσα μας
ως αυτό που χάνεται.

Τα χρυσάνθεμα που κρατάς στα χέρια
δεν είναι τα χρυσάνθεμα που στα χέρια κρατάς.
Είναι σκόνη.
Λέξεις που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το νόημα
αυτής της προσχεδιασμένης χειρονομίας.

Αναγκαίας αλλά μάταιης.

Πηγή: Μετά το τέλος της ομορφιάς, Νεφέλη, 2003

Οι εραστές πάντα σιωπούν (I)-ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ήταν τότε που ο ήλιος είχε αρχίσει
Να δουλεύει τα βράδια σε βενζινάδικο
Κι οι φίλοι που παλιά ήταν πονετικοί
Όσο τουλάχιστον για να ρίξουν μια ματιά στα χρυσάνθεμα
Ή να προσφέρουν ένα άδειο πιάτο αλληλεγγύης
Τώρα η απληστία τούς μικραίνει το πρόσωπο
Θαρρείς και θέλει τεράστια προσπάθεια
Για να κερδίσεις ελάχιστο χώμα
Να το ρίχνεις επάνω σου όταν ξεβάψεις.

Πηγή:Οι εραστές πάντα σιωπούν, 2007

Η ιεροτελεστία της σταθερής επιστροφής-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Ήσυχα έπεφτε το βράδυ, σαν το κακό να μην υπήρχε στον κόσμο. Η
Θέληση, παγιδευμένη στ’ όνομά της, έσφιγγε γύρω από τους ώμους
την εσάρπα της, για να κρύψει κάτω από το θάλπος μια ράθυμη κι
αδύναμη καρδιά. Μπροστά της άκμαζαν κομμένα χρυσάνθεμα, που
έπρεπε να μπούνε στο νερό. Πήρε, λοιπόν, ένα μεγάλο βάζο και, πριν
τακτοποιήσει τα άνθη, έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του, όπου ένα
δαχτυλάκι υγρό χνούδι περιέτρεχε βυθό και τοιχώματα. Το όμορφο
πήλινο σκεύος έμοιαζε ανεστραμμένη κατοικία. Η πύλη ορθάνοιχτη
προς τον ουρανό, όπου είχαν κιόλας ανατείλει τ’ άστρα. Ο αόρατος
ιδιοκτήτης της είχε επιστρώσει τους τοίχους με μια στρώση θαλάσσιο
βελούδο, αν όχι με τα άλατα της εκπνοής. Έτσι, η Θέληση άνοιξε
τη βρύση και άφησε να συμβεί εκεί μέσα, σ’ αυτήν τη χειροποίητη
κοιλότητα, ό,τι συνέβη πριν εκατομμύρια χρόνια, όταν, τη θεία βουλήσει,
λένε, τα αιφνιδίως βυθισμένα φαράγγια δέχτηκαν χιλιάδες
τόνους νερού. Στα διάσπαρτα, τρομοκρατημένα βουνά τους θα σκάλωναν
κάποτε τα καράβια του ιερού κατακλυσμού. Εκείνη τώρα,
θεός του ανθοδοχείου της, είδε τη μικροσκοπική του θάλασσα να
ισορροπεί λίγο κάτω από το στόμιο σε εμφατική αναμονή. Σήκωσε
τότε την ανθοδέσμη μα, πριν την εμβαπτίσει εκεί, πρόλαβε να
παρατηρήσει κατάπληκτη, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά, πόσο
βομβούσαν λαμπερά τα χρυσάνθεμα, τα μόλις προ ολίγου θανατωθέντα.
Σαν να μην ήταν ο ακρωτηριασμός τους παρά ένα τίμημα για
τον παράδεισο και τώρα, μες στο δροσερό καθαρτήριο, να περιμένουν
πάνω στο τραπέζι τη μετάλλαξή τους σε ιδέες, που η πρώτη πρώτη
ευλογία του κόσμου θα φιλοξενήσει εγκάρδια.
Όταν εν τελεί έγιναν όλα σωστά και όλο το δωμάτιο διακοσμήθηκε
με τον κλασικό αυτόν τρόπο, η Θέληση ένιωσε πως δεν κρύωνε
πλέον, μπορούσε να χαλαρώσει την εσάρπα της και να επιτρέψει στο
χτύπο της καρδιάς της να υπακούσει στον κρυφό τον ρυθμό. Στερέωσε
τα μαλλιά ψηλά μ’ ένα μολύβι, φτιάχνοντας μια καινούρια εικόνα
της μπροστά στον απορημένο καθρέφτη. Εκείνος πάλι δεν μπορούσε
να συμμεριστεί την ψευδαίσθηση μιας τόσο τετριμμένης αλληλουχίας:
Ώμοι που τρέμουν, δυνατές αρτηρίες, ένα μπουκέτο προγραμμένο
στο νερό! Με άκρα λεπτότητα επομένως έστρεψε τον υδράργυρο
του προς τα μέσα. Παρατηρούσε εντατικά το βυθό. Έτσι απέδωσε το
νέο της είδωλο μόλις στο ασαφές περίγραμμά του. Η Θέληση δεν
θύμωσε γι’ αυτό. Στο κάτω κάτω η σαφήνεια ενός προσώπου… ω,
θεέ μου, ύλη από υποθέσεις, σύνθεση από μικροτραύματα. Ας δει ο
καθρέφτης ένα σκίτσο. Ας δει και η Θέληση στον καθρέφτη μια
κόμμωση αρχαϊκή κατορθωμένη μ’ ένα μέσο γραφής. Κι οι δυο
απεικονίζουν εκείνο που υποθέτουν πως μπορούν να δουν.
Κι ενώ επήλθε συμφιλίωση ανάμεσα σε δυο τρυφερά και δυο
ατσάλινα μάτια και τα εκατέρωθεν βλέμματα διέσχισαν τα αντίπαλα
προσωπεία ανεκτικά, ακούστηκαν τα πρώτα βήματα της νύχτας. Σε
λίγο μπήκε και η ίδια στο δωμάτιο σαν το κακό να μην υπήρχε στον
κόσμο. Άπλωσε τη δροσιά, επέβαλε τάξη, εξαφάνισε κάθε διακόσμηση
και απορρόφησε την ακάματη Θέληση σε ύπνο αναγεννητικό μες
στην καρδιά της.

Πηγή:Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, 2010


Στιγμές-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Ζω με πολλές στιγμές που ζουν εντός μου,
τα χελιδόνια πάνω απ’ την αυλή,
το πλήθος, στον περίπατο, του κόσμου.

Τσιγάρο, στίχοι, διάβασμα βιβλίου,
μες στο δωμάτιο, και μελαχρινά
κορίτσια του Santiago ή του Λυκείου.

Παλιές γιορτές, χρυσάνθεμα στη σάλα,
άλλων καιρών τραγούδια μακρινά,
και στο ξερό τ’ αγιόκλημα ψιχάλα.

Πηγή: Στίχοι επιστροφής, Στιγμή,2012

Τρίπτυχο Βυζαντινό-ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ

Σκηνή σε δωμάτιο σπιτιού με φόντο σκρίνιο
‒σύνθετο τρουά πιες σκαλιστό με μεγάλο καθρέφτη
στη μέση εσύ σε πολυθρόνα ένθρονη φοράς παλιό εμπριμέ,
ολόσωμη ‒πρόσωπο σε στάση τρουά καρ,
έχεις παιδί στην αγκαλιά, πέντε χρονών, το κρατάς,
κι εκείνο ισορροπεί στα γόνατα.

Είσαι όμορφη, μητέρα, αριστεροκρατούσα
σκύβεις ελαφρά το γλυκοφιλάς
και τα χάλκινα κεφάλια εκατέρωθεν της βιτρίνας
με τις πορσελάνες –εκεί που φύλαγες τα κρυστάλλινα‒
σε πλαισιώνουν συμμετρικά
μικροί ερωτιδείς, από τότε άπτεροι
και στα δεξιά ο μπαμπάς
ο θείος στ’ αριστερά σου με υποτυπώδη έκφραση σχεδόν βλοσυρή
ίδια ψηλοί, νέοι κι αρχαίοι σαν άγγελοι
πίσω φόντο χρυσό οι κουρτίνες, το βάζο με τα χρυσάνθεμα κι οι τρεις σου αδερφές
ισοκέφαλες, μετωπικές,
θα πεις ‒η προοπτική τους‒
ώρα ενάτη βραδινή, φλας εκτυφλωτικό, φως σκληρό, άγνοια εγκαυστική, χρώματα επίπεδα,
οι φωτοσκιάσεις απουσιάζουν μα οι σκιές αθέατες, γιγαντώνονται κρυφά, δεν τις βλέπεις
σκιαγραφούν αγιογραφούν το έγκλημα που επίκειται
το έγκλημα που ήδη συντελείται.

Δεν ήξερες, μητέρα, πού να `ξερες
τον δρόμο από τον ευαγγελισμό στην αποκαθήλωση
τόσο σύντομος, τόσο σκοτεινός (δίκη, πιετά, ταφή)
γίνανε όλα γρήγορα,
κι εκείνος ο πολυέλαιος στο κέντρο του σαλονιού
μάταια έλαμπε επιφοίτηση
μόνο εκ των υστέρων βλέπουμε
όταν πια είναι αργά –για όλους
κι αν το ξερα θα σ’ το `λεγα τότε να μη λυπόσουν,
να μην κρατάς τόσο γερά
τόσο να μην παλεύεις κοντά σου να μας κρατήσεις
αθώοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε
αθώοι και μόνοι στη συντριβή, παρόλη την αγάπη,
και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, κανείς δεν μπορεί,
‒ ούτε κι εσύ, μητέρα, μπορείς,
ούτε κι εσύ.

Είμαστε μόνοι.

Πηγή:Terrarium, το πείραμα του Ward, Μελάνι, 2014

Όνειρα-ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΟΛΟΒΕΛΩΝΗ

Ι
Συμβαίνει πάντα στο ίδιο σπίτι. Με κόκκινα τούβλα και τοίχο στον κήπο. Τον ψάχνω σε θάμνους και μωβ χρυσάνθεμα. Ψηλώνουν αφύσικα. Γίνονται κυπαρίσσια. Έπειτα είμαι ξαπλωμένη στο χώμα. Ποτέ δεν τον βλέπω να έρχεται.
ΙΙ
Περπατάω στο δάσος. Ξυπόλυτη. Η μαμά με τιμώρησε. Βούτηξε το μυαλό μου στο χιόνι. Δεν κυνηγάμε σκίουρους τη μέρα, λέει. Περιμένω τη νύχτα. Να φυτρώσει μια ουρά φουντωτή στο κεφάλι μου.
ΙΙΙ
Εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Μυρίζει γράσο. Στον τοιχο μια πόρτα. Κρυμμένη πίσω από λουρίδες δέρματος. Πρέπει να βγω στο ποτάμι. Να πάρω τη βάρκα. Οι τσέπες μου άδειες. Νομίζω θα τη γλιτώσω. Ξυπνώ με το κέρμα στο χέρι.
IV
Φωτογραφίζει ερείπια. Ισορροπία λευκού τα χέρια του. Αιχμαλωτίζομαι σε διάφραγμα μνήμης. Γίνομαι μαύρη μελάνη. Ρέω στις κόρες των ματιών του.

Πηγή: Μελάνι στον ουρανίσκο, 2015

Η Μικρή Σειρήνα στην πόλη 16-ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Σκιές οι άνθρωποι περιφέρονται
στον πύργο των νέων εποχών
αιωρούνται σ’ ένα σύννεφο
κάπου
περίπου
ανάμεσα
χωρίς συντεταγμένες
στο ίδιο σημείο

ο ήχος του όπλου
η οσμή του αίματος
η λαιμητόμος στη σκιά
το γύρισμα του κύκλου

στην οθόνη των πόλεων
οι ήρωες διασχίζουν την αλήθεια τους
γίνονται ρόλοι
για το βλέμμα των άλλων

οι μισάνοιχτες πόρτες
-δεν κρυφοκοιτάζεις, δεν εκλιπαρείς-
κλείνουν αθόρυβα πια
-το πρώτο βλέμμα έσβησε
της αγάπης το μελάνι-
πίσω σου για πάντα
επαναφορά υλικών στα κοιτάσματα της γης
οι πολύτιμοι λίθοι των δακρύων
θεραπεύουν μιαν ανέγνωρη δημιουργία
στου χρόνου την αντιστροφή
νερό της Μνημοσύνης ράντισε
τα σκιερά περάσματα της σιωπής

λευκά βότσαλα φθογγόσημα του δρόμου
τα παρτέρια με τα χρυσάνθεμα
υποκλίνονται στη λευκότητα του φωτός
άλλοτε θραύσματα του ορυκτού κόσμου
λόγια στον αντίλαλο του βουνού
ανεμίσματα προσευχές
αντραλίσματα ενοχές

η φωνή έχει τώρα
τη χροιά όλων των ηλικιών
ρέει όπως μιλά
της σιωπής την ώρα

κλαδάκια γέφυρες ανάμεσα στους θάμνους
τα χρώματα των φύλλων
σμίγουν χωρίζουν και πορεύονται
το καθένα στην ώρα του
με τη δύναμή του

τα προσωπεία αναπαύονται
πάνω τους αποτυπωμένες
ιδέες πεποιθήσεις και βεβαιότητες
μια μικρή υπόκλιση αποχαιρετισμού
έξοδος στην πόλη χωρίς ψιμύθια
με μιαν έκφραση απορίας

μια αόρατη κλωστή κρατά
την οδό την ανοιχτή
έχεις αφήσει το χέρι
έχω αφήσει τη λήθη
του βυθού το παραμύθι

όλα τίθενται επί τάπητος εξαρχής
Ο τόπος βίαια αλλάζει
ενηλικιώνεται με θυμό και με φόβο

η ζωή αρχίζει έξω από το λαβύρινθο
όταν ο μίτος πέσει στα κύματα
γίνει φανός θυέλλης
ξαποστάσει στους φάρους των λιμανιών
τότε οι άνθρωποι κλείνουν της ζωής τους
τα μισογραμμένα κεφάλαια και αλλάζουν ρότα.

Πηγή: Η άγνωστη φίλη,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2015

Εισόδια-ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ

Υπάρχει ένα θέμα ωραίο :
να γράψης στίχους μουσικούς, χλωμούς, νησιώτικους,
που να διαβάζωνται με τη βοήθεια της φλόγας
ενός μικρού κεριού που τρέμει,
κι από ψυχές που τρέμουν και ποθούν...
Υπάρχει ένα θέμα εσπερινό, ωραίο πολύ:
για λιτανείες κοριτσιών λευκοντυμένων,
αγνών παιδιών - στα χέρια να κρατούν
λαμπάδες χαί χρυσάνθεμα...[ ]

Ωραίο θέμα, συγκινητικό,
που έτσι καθώς πασχίζεις να το γράψης,
έρχεται μες στην ερημιά που ζης και σε χαϊδεύει
γλυκειά και γαληνή σαν καλησπέρα της μανούλας σου
εκείνη η ευωδιά των χρυσανθέμων
π' ανθούνε στα κηπάρια του Νοεμβρίου -
η ευωδιά η παράξενη, που εκπλήσσει τους αγγέλους
καθώς τους αναγγέλλει μυστικά
την είσοδο της ταπεινής Παρθένου...

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Χαϊκού-ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ

Ερχομός θλίψης
αρχή του φθινοπώρου,
τα χρυσάνθεμα.

Πηγή: Χάι κου-Σένριου και Ρέγκα

Πες όχι-ΝΙΚΟΣ ΣΦΑΜΕΝΟΣ

στους εκδότες
στις λογοτεχνικές συγκεντρώσεις
στη σύγχρονη μόδα
στα μεγάλα πρόσωπα
πες όχι
στα ολονύκτια πάρτι
στην άνεση
στους ποιητές
στις κολακευτικές επιστολές
στην τηλεόραση
τα καταναλωτικά προγράμματα
άνοιξε την αυλή σου
φύτεψε ένα χρυσάνθεμο
μόνος τα μεσάνυχτα
η μουσική ηχεί στ’αυτιά μου
και μια πολιτεία ξυπνά στα χείλη μου
απέναντι ο Ντοστογιέφσκι
μου χαμογελά

Πηγή: Αυτά που γράφτηκαν κάτω από βρώμικο φως,2018,open-book

Το σώμα της γυναίκας Ύψιλον-ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Το σώμα της είχε πολλά μάτια
–ένα μισόκλειστο κάτω απ’ τη μασχάλη
και δύο ορθάνοιχτα χωρίς βλεφαρίδες στις πατούσες–
κι ελάχιστα χείλη
που σημαίνει ότι κατασκόπευε συνέχεια
και φιλούσε με το σταγονόμετρο.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν φυσιολογικό,
αν δεν είχε μνήμη προβοσκίδα.
[Ως γνωστόν κάθε σώμα έχει μνήμη.]
Το δικό της θυμόταν το ανέγγιχτο.
Τις ημερομηνίες θανάτου, ενώ ξεχνούσε τα γενέθλια.
Τους φίλους που έχασε,
και όχι τους εραστές που κέρδισε.
Αναμφίβολα είχε ύπουλο σώμα.
Κρυβόταν τις νύχτες
κάτω απ’ τα χρυσάνθεμα,
κυνηγούσε βατράχους με κορόνα στη λιμνούλα,
γρύλιζε μες στα νούφαρα.
Το κλείδωνε συνέχεια στην ντουλάπα
τόσο που ξεθώριασε απελπιστικά.
Στο τέλος το φορούσε μόνο Κυριακές.
Μια μέρα το είδε να γεμίζει στόματα.
Έτρωγαν με βουλιμία τον χρόνο.
Ασύμφορο, γιατί θα τον κατάπιναν ολόκληρο.
Όταν έγινε πενήντα εφτά το αντάλλαξε.
Μ’ ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες.
Για να γράφει ζεστά ποιήματα.

Πηγή: Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, 2018

Τα γλυκά απογεύματα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Αυτό τον καιρό, τ'απογεύματα είναι γλυκά
σαν το χαμόγελο μιας θείας που μας υποδέχεται στον κήπο της
μια φορά το χρόνο,
κι έχει κεφάλι πυργοειδές απ’ τα τούλινα καπέλα,
τραγουδάει στη γλώσσα που της δίδαξαν οι άγγελοι,
μπερδεύει τα ονόματά μας με τα ονόματα των λουλουδιών
κι εγώ γίνομαι η ντάλια κι εσύ το χρυσάνθεμο.
Όταν θα φύγει εκείνη, κυνηγώντας ό,τι ονειρεύονταν από παιδάκι
την καρδιά, ενδεχομένως, ενός καλοκαιριού που στοίχειωσε τα νιάτα της
εσύ θα ξαναγίνεις εσύ, εγώ θα ξαναπάρω το όνομά μου,
η ντάλια θα ομορφύνει τον κήπο
και τα χρυσάνθεμα θ’ ανθίζουν το φθινόπωρο.

Πηγή: Ποιήματα,Ενδυμίων,2018

Στο βάθος κότσος-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Η Ανδριάνα που γνωρίσατε στα διηγήματά μου,
ο κωφάλαλος σφάχτης τραβεστί, γαλότσες μαύρο φουστάνι
-λόγω ισοβίου πένθους για της μαμάς το θάνατο-
φαλάκρα στο μισό κεφάλι, στο βάθος κότσος,
έρχεται ακόμη όταν βρέξει κι οι νοικοκυρές ανοίξουν τα παράθυρα
και γεμίζουν τα δωμάτια απ’ την οσμή των χρυσανθέμων,
ακουμπάει στον τοίχο κάτω απ'τη μαρκίζα
και "απαπαχμ"΄και "σεπμχ", περιγράφει, πώς είναι εκεί,
χωρίς μοσχάρια κάτω απ'το μαχαίρι και συκωταριά στο λαιμό,
χωρίς τα πιτσιρίκια να ακολουθούν φωνάζοντας ρυθμικά
τ'όνομά της, έρχεται και χαμογελαστά
διορθώνει τις σταυροβελονιές
που, αντί για μαργαρίτες, βγάζουν τρακτέρ στο κέντημα,
κι όταν νιώθει ότι κούρασε, κάνει μια μικρή υπόκλιση
κι αρχίζει ν’ ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά κι ανελέητα,
προς τα σύννεφα
που αρχίζουν και χρυσίζουν.

Πηγή: Ποιήματα,Ενδυμίων,2018


Όταν η ποίηση γίνεται φως-ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΖΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ

Όταν η ποίηση γίνεται φως
η καρδιά ανασαίνει.
Το ξέρω
θα περάσω το σύνορο ποτάμι
ένα γλυκό χαμόγελο
η ζωή σου.
Η ματιά της μουσικής
χρυσάνθεμο ανθρώπου.
Η αγάπη Εσύ
και το
ταξίδι όνειρο του ήλιου.

Πηγή: stixoi/info

Βυθίζοντας τα χέρια μου στις μνήμες-ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

Βρεγμένο χώμα
του φθινοπώρου
αίσθηση πρόσφατης στοργής
στην άκρη των δακτύλων

Πριν ένα χρόνο
ακόμη αγαπούσες τα χρυσάνθεμα
μητέρα

Πηγή: stixoi/info

Τα πουλιά του χιονιού-ΞΕΝΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

Λυσιτελείς πόθοι ανεβαίνουν ως τα μάτια μου
ή μάλλον λυσιτελείς οργές
που σαν τα πουλιά του χιονιού
στολίζουν με χρυσάνθεμα τις φωλιές τους.

Δεν έχω τραγούδια
ούτε φωνή
κι ο κόσμος δεν έχει παράθυρα
ούτε και μαύρα παραθύρια για τις φώκιες.
Ίσως ξανάρθω μια μέρα
για τη γιορτή των λουλουδιών
και σου φέρνω βατόμουρα
απ'την όχθη των δακρύων μου.

Πηγή: stixoi/info

Μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος-ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ

(Ι)

Τις Κυριακές προπαρασκευάζω θριάμβους˙ δικούς μου, δικούς μας,
των οπαδών που δοκίμασαν άλλα μάτια και δεν αναγνωρίζουν πια
τον αρχηγό τους. Υποψιάζομαι ότι, μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος,
υπάρχει ένα ξεχασμένο πικάπ που παίζει από το πρωί τραγούδια
αρκούντως διαμπερή – σε κάποια από τις πιθανές αφηγήσεις θα
μου το προσφέρεις σαν δώρο κι εγώ θα το δεχτώ σαν υπόσχεση.
Χαιρετάω κρυφά εκείνον που κρατάει μια σακούλα με γάλα, μέλι
και χρυσάνθεμα κι έπειτα στρίβω στη στοά για να καταγράψω τις
σκηνές μία προς μία.

(ΙΙ)

Όσους θριάμβους κι αν προετοιμάσω, θα παραμονεύει πάντα ένας
Αύγουστος συνώνυμος της πιο σπουδαίας ήττας.
Με τον γάτο του Chesire να με σκουντάει κάθε τόσο για ν’ απολαύσω
το θεματικό του χαμόγελο.
Μ’ ένα θαυμάσιο ψωμί που, μόλις τ’ ακουμπήσω στη γλώσσα,
απομαγεύεται. Με μια Ανθή που, εδώ και σαράντα πέντε χρόνια,
ρίχνει τα πέταλά της στην τσέπη του διαβόλου.
Μ’ ένα λεξιλόγιο ιδιαζόντως ειδεχθές που πνίγεται στα «υποτίθεται»
και τα «αργότερα».
Με τη μισθωτή ανοησία της ποσοστιαίας τεκμηρίωσης.
Χωρίς Μάιο.

(ΙΙΙ)

Όμως, ο Μάιος υπάρχει και τον έχω ζήσει. Έχω επιμεληθεί τις λιακάδες του,
έχω σκουπίσει τα σκαλοπάτια του, έχω υπερασπιστεί τις κόκκινες τουλίπες του.
Κάποτε οι εκπλήξεις σταματάνε να έρχονται και τότε ζητούν να τις επινοήσεις.
Τότε, μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος, θα βλέπω τον ήλιο να δύει πάνω στην
αντανάκλαση μιας απρόοπτης χαράς. Θα βρω μέσα στα χέρια σου έναν
εφήμερο τόπο να μετακομίσουν τα μολύβια μου.
Θα γίνουν οι Δευτέρες η Κυριακή που δεν ξέραμε να διεκδικήσουμε.

Πηγή: Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ, Κέδρος, 2020

στιγμές-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ.ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

Είναι στιγμές που βιάζονται να μας προσπεράσουν
λες και δεν αξίζαμε να μας συμβούν,
μα τις περιμένουμε να ξαναλάμψουν στον ύπνο μας,
το ίδιο γρήγορες και τύποις ταπεινές
με μιαν ουγγιά μεταμφιεσμένο χρυσάφι
που θα ανταλλάξουμε με σάρκα,
σαν ένας άλλος – ενοχικός – Σάιλοκ.
Μια στροφή από ένα ποίημα του Καβάφη,
που την άνοιξη σκυλεύει
την αλεξανδρινή κατατομή και το ουράνιο σώμα,
τα φύλλα όπως ανοίγονται σαν σέπαλα μαρμάρινα
να ακροθιγούν από τα χείλη της
Η εισαγωγή των Χρυσανθέμων του Πουτσίνι,
και πως επιστρέφει επ’ αυτής στη Μανόν Λεσκό
Ένα φιλί που μας έκαψε σαν αραιό υδροχλωρικό
κι έκτοτε μας θυμίζει και τον έρωτα και τη χημεία του.
Μια μπαλάντα του Ντίλαν που δεν έχει ακόμη γραφτεί,
μα ξεκινάει με το ίδιο δωδεκάμετρο,
που ξεκινάει κάθε Μεγάλη Παρασκευή
Τα δάχτυλά της πως νύχιαζαν τον άνεμο
και πως σηματωρούσαν,
σαν πάσχιζε να μου μιλήσει για την αγάπη,
και τα λόγια δεν της έφταναν.
Κι άλλες πολλές που θα θελα να
εκτείνονταν και να γεμίζαν τη ζωή απ’ άκρη σ’ άκρη,
μονωτικά,
σαν ένα στρώμα από αφρό πολυουρεθάνης
Κι όλες οι υπόλοιπες,
όσες βυσσοδομούν νυχθημερόν τ’ ανάξιο τομάρι μου,
– μου αξίζαν, δεν μου αξίζαν –
να με παρέκαμπταν
δια παντός
και αμετακλήτως.

Πηγή:https://loukopk.wordpress.com

Πού χάθηκες-ΑΡΤΕΜΗΣ ΑΞΑΡΛΗΣ

Πού χάθηκες βασίλεμα
και νούφαρο της λίμνης,
ονείρων μου τα βότσαλα
σαν έριχνα βαθιά;
Ανασαιμιά υάκινθου
διαρκώς πώς αργοσβήνεις,
στης πόλης την απρόσωπη
...ισόβια καταχνιά!!

Αμόλυντη, που χάθηκες
του κύκνου ομορφάδα,
στον ήλιο καθώς φτέριαζες
μια κάτασπρη ορδή.
Άνυδρες κοίτες άφησες
σε ποταμίσιο...διάβα,
να...πνίγουν το συναίσθημα
να αυξάνουν την οργή!!

Χλωμό ηλιοτρόπιο
απόγειρες στους ίσκιους,
που χάθηκες ανέπαφο
χωρίς να σε θωρώ.
Στη καπναιθάλη έσβησες
μαζί, με τους ιβίσκους;
Αυθόρμητα από μέσα μου
αυτό, δεν το μπορώ!

Αηδόνι αργυρόηχο,
γλυκόλαλε ερημίτη,
στη ρεματιά βουβάθηκες,
που χάθηκες κι εσύ;
Τώρα των αποκρουστικών
ασμάτων μόνο η θλίψη
αφύσικα και βαρετά,
μονότονα αντηχεί!!

Πού χάθηκες εννιάφυλλη
λευκή μου μαργαρίτα
που σε μαδούσα επίμονα
να βρω αν μ’ αγαπά.
Σβήνει η πλαγιά που άνθιζες
γεμάτη αποκαΐδια,
το βλέμμα μου που να...απλωθεί
πλέον, με τι καρδιά!

Πού χάθηκες γιορταστική
ομορφιά των χρυσανθέμων,
του φθινοπώρου π’ έφερνες
ολόγλυκη χροιά.
Κακάσχημη απομίμηση
αυτό π’ έχει απομείνει
σ’ ένα καλάθι πλαστικό,
κινέζικη ανθεμιά!!

Πού χάθηκες μεθυστική
ευωδιά των αρωμάτων,
πίσω από κάδους σκουπιδιών
που παίζουν τα παιδιά;
Τριγύρω μου καθολική
η έκλειψη χρωμάτων,
πέφτει βαριά, ασήκωτη
θαρρείς σαν...βλαστημιά.

Πηγή: stixoi/info

Βάζο-ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

Έβγαλε ένα μεγάλο βάζο από το ντουλάπι
Τα χρυσάνθεμα την κοίταζαν λιγόθυμα
πάνω στο μικρό σεκρετέρ
αγορασμένο πρόσφατα
-σ΄ένα λευκό κρεμ ανγκλέζ-
Έπρεπε με κάθε τρόπο να επιζήσουν
όπως οι μεγάλοι έρωτες στις ιλουστρασιόν ταινίες

Το γέμισε με νερό,
τα τοποθέτησε ανάλογα με το ύψος τους,
σήκωσε μερικά απείθαρχα κεφάλια
και έκοψε όσα έφεραν αντίσταση.
Η δύση συνεργάστηκε δημιουργώντας
μια νεκρή σύνθεση σχεδόν ζωντανή
στο ημίφως

Ξάπλωσε στον καναπέ ακριβώς απέναντι,
η διάρκεια έχει να κάνει με την αντοχή σκέφτηκε
Τα χρυσάνθεμα συμφώνησαν
καθώς το επίχρισμα της γύρης
άλλαζε το χρώμα του τοπίου
μέσα στο σαλόνι

Μια έρημος, ένας άγγλος ασθενής
και ένα παράφορος έρωτας γεννιόταν
-στις δώδεκα ακριβώς μπροστά στη οθόνη-
Ναι, ο θάνατος θέλει να αντέχεις την ζωή,
ύστερα εκείνη κυλάει ήσυχα σε συνέχειες

Πηγή: stixoi/info

Η Δράμα-ΙΩΑΝΝΑ Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Ένας ήλιος κατακόκκινος στο μονοπάτι του ανέμου.
Τα ξέφτια του στα κλαδιά, στα πέτρινα σπίτια, στα χαλάσματα.
Η πόλη παλιά όσο κι οι αναμνήσεις.
Σκαρφαλωμένη στους μεγάλους κισσούς, τους υγρούς τοίχους,
στα περιστέρια που πετούν αναστατωμένα.
Καραβάκι στα νερά, νανουρίζει τους ανθρώπους της,
γερνά μαζί τους.
Τα πρόσωπα ξεθωριασμένα στα πέτρινα σοκάκια,
οι ομιλίες κεριά στα παραθύρια.
Κανείς δεν προσπαθεί ν’ αλλάξει την πορεία των ημερών.
Το σχήμα τους θολό και δυσδιάκριτο,
χάνεται στα στενοσόκακα, κρύβεται στις σκιές,
στα ξέφωτα χαμογελά.
Ο χρόνος φέρνει τη λύτρωση.
Τα λόγια τους καρτερικά,
οι κάμαρές τους γαλήνιες.
Η πόλη γέρνει στα σώματά τους,
πλαγιάζουν μαζί ειρηνικά.
Τα κουρασμένα της ρολόγια χτυπούν στα καλντερίμια,
οι ψηλοί τοίχοι καθρεφτίζονται στα λιμάνια της σιωπής.
Οι σκιές αγρυπνούν τις νύχτες,
μοσχοβολούν γιασεμί τα δειλινά.
Κι οι άνθρωποι βγαίνουν απ’ τις φωτογραφίες τόσο νέοι.
Συγυρίζουν τους χρόνους,
βάφουν τα δρομάκια με τ’ ασήμια του φεγγαριού,
περιμένουν στις εξώπορτες,
ποτίζουν τα γεράνια τους στις γλάστρες,
μετρούν τα φθινόπωρα με τα χρυσάνθεμα στις αυλές τους.

Ήσυχοι κι ανίδεοι μαζί.
Κι η σιωπή μενεξεδιά,
τα περάσματα δροσερά,
ο θάνατος αθώος.
Ο ένας γέρνει στην ψυχή του άλλου,
η πόλη γέρνει στους ώμους τους.
Τα παραθύρια ανοιγοκλείνουν τις μέρες τους,
τα μάτια τους γεμίζουν ουρανό.
Διαβάτες ξένοιαστοι
κι ερωτευμένοι με τη μικρή τους πόλη παντοτινά.

Πηγή: Λόγου Εργόχειρα,Βεργίνα

Τώρα-ΑΓΓΕΛΟΣ ΛΑΠΠΑΣ

Σε τούτη τη μέρα σε τούτη τη νύχτα
στην ώρα τούτη όλη μας η ζωή.

Μίλα μου τώρα, το αύριο είναι μακριά
ίσως αύριο είμαστε και εμείς άλλοι.
Πρώτα το λευκό
κι ύστερα τα χρώματα τα εφτά της ίριδας
κι ύστερα το μαύρο
τώρα το φως της άλλης μέρας.
Όχι το λευκό!
Φως• το οράς και γελάει
του μιλάς και θυμώνει
το αγγίζεις και αποτραβιέται στη γωνία
σε αγγίζει και φλέγεται το σώμα σου
φως και νερό
στη στεγνή πέτρα
γίνε σπορέας
η γη ανοίγει στα δυο να σε δεχτεί.

Γυναίκα, έρχεσαι κάθε μεσημέρι
από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
απ’ την αρχή της μέρας
ακροπατώντας ροδοδάκτυλη
όλη αίνιγμα και υπόσχεση
απ’ το τέλος του ήλιου με μια αγκαλιά χρυσάνθεμα
χυμένα στα μάτια σου
κατεβαίνοντας τα λευκά όρη με το άγριο πρόσωπο
του χειμώνα
υγραμένη απ’ τη νοτιά της θάλασσας
παραδομένη στο μεθυστικό τραγούδι του πελάγου.
Μείνε θάλασσα.
Γίνε γη.
Τώρα γεννιέται απ’ την αρχή ο κόσμος
είναι δικό μας και τούτο το μεσημέρι
το αύριο είναι μακριά.
Ίσως δεν είμαστε εμείς στο αύριο.

Πηγή: stixoi/info

Χρυσάνθεμα (Παραδοσιακό)

Όμορφα λουλούδια φθινοπωρινά
γέμισαν οι κήποι όλο ευωδιά.

Κόκκινα, κίτρινα, ροζ, θαλασσιά,
γέμισε ο κήπος με κρόσσια χρυσά.

Μες' στου φθινοπώρου την ξηρασία
δίνετε σ' όλους μας τόση χαρά.

Τα χρυσάνθεμα μας όλα διαλεχτά
σαν φυσά ο αέρας γέρνουν απαλά.

Κόκκινα, κίτρινα, ροζ, θαλασσιά,
γέμισε ο κήπος με κρόσσια χρυσά.

Πηγή: stixoi/info

Το βιβλίο των ερωτήσεων (Απόσπασμα)-ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

XLVIII

Δὲν μοιάζουνε τὰ στήθη τῶν γοργόνων
στὰ ϑαλάσσια στρογγυλὰ κοχύλια;
Στ’ ἀπολιθωμένα πάλι κύματα
ἢ στ’ ἀκίνητο παιχνίδι τοῦ ἀφροῦ;
Καὶ δὲν ἅρπαξε ϕωτιὰ τὸ λιβάδι
ἀπὸ τὶς ἄγριες πυγολαμπίδες;
Πότε οἱ κομμωτὲς τοῦ ϕθινοπώρου
ξεχτένισαν ὅλα τὰ χρυσάνθεμα;

Μετάφραση: Δημήτρης Aγαθοκλής
Πηγή: Το βιβλίο των ερωτήσεων

http://www.dagathoklis.com/

Χειμώνας-ΣΙΚΙ ΜΑΣΑΟΚΑ

Ένα αγοράκι κάτω των δέκα ετών
Πρόκειται να παραδοθεί στον ναό:
Βάναυσο κρύο!

Η ερείπωση του χειμώνα.
Διασχίζοντας ένα χωριουδάκι,
Γαυγίζει ένα σκυλί.

Ο αέρας είναι κρύος.
Έσφιξα τη μικρή πάνω μου,
Είναι τόσο όμορφη.

Η πρώτη χιονόπτωση.
Στην άλλη άκρη της θάλασσας
Τι βουνά είναι εκείνα;

Χειμερινή απόσυρση.
Είναι κάτι που θα μου άρεσε να ρωτήσω
Τον Σακυαμούνι.

Μαραμένα χρυσάνθεμα.
Κάλτσες στεγνώνουν πλησίον.
Μια μέρα με ήλιο.

Χωρίς να κάνει το παραμικρό
Ο θαλάσσιος γυμνοσάλιαγκας έζησε
Δεκαοχτώ χιλιάδες χρόνια.

Πηγή: stixoi/info

Στον Robert de Billy-ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ

Το πνεύμα σου, χρυσάνθεμο θεϊκό,
Οδυνηρό με μεγαλοπρέπεια,
Μια μέρα θα μας ξαναπεί τα θέματα
Του πόνου της ομορφιάς.

Πηγή: stixoi/info

Δε Σας Το 'πα;-ΛΟΥΑΝ ΤΖΟΥΛΙΣ

Ότι οι δροσοσταλίδες έχουν βαρύνει
πάνω στο χορτάρι
κι ο χυμός από τα φρούτα μέλωσε;

Ότι ψάχνω κάτι
και δεν μπορώ να το πάρω
απ' την ερωτευμένη μου καρδιά;

Ότι τα ρόδα φέτος
βάφτηκαν περισσότερο
πως και τα μάγουλα ζωήρεψαν
με το κοκκινάδι του Μάη;

Δε σας το 'πα;
Ότι τα σύννεφα γκάστρωσαν
τη ζέστη του καλοκαιριού
κι ότι η ανάμνηση των φίλων με φωνάζει;

Ότι πλήθυναν του κεφαλιού μου
οι άσπρες κορυφές
ότι ήρθε το φθινόπωρο και νιώθω
τα στιχάκια να σαλεύουν
για να γίνουν των χρυσανθέμων ποίημα;

Δε σας το 'πα ότι είμαι ερωτευμένος;

Πηγή: stixoi/info


Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;