Η πατρίδα στην ποίηση (Ποιήματα)

Η πατρίδα στην ποίηση (Ποιήματα)

Στον απόηχο της εθνικής μας γιορτής, θα θυμηθούμε  κάποια ποιήματα για την ιερή έννοια της πατρίδας! 

Ωδή δεκάτη [XX]-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

Ο βωμός της Πατρίδος

α΄

Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε
ψυχαί θερμαί, γενναίαι·
εις τον βωμόν τριγύρω
της πατρίδος αστράπτοντα
τρέξατε πάντες.

β΄

Ας παύσωσ’ οι διχόνοιαι
που ρίχνουσι τα έθνη
τυφλά, υπό τα σκληρότατα
ονύχια των αγρύπνων
δολίων τυράννων.

γ΄

Τρέξατ’ εδώ· συμφώνως
τους χορούς ας συμπλέξομεν,
προσφέρων ο καθένας
λαμπράν θυσίαν, πολύτιμον,
εις την πατρίδα.

δ΄

Εδώ ας καθιερώσομεν
τα πάθη μας προθύμως·
τ’ άρματα ημείς αδράξαμεν
μόνον διά να πληγώσομεν
του Οσμάν τα στήθη.

ε΄

Εδώ πάντα τα πλούτη μας
ας χύσομεν· ενόσω
γυμνόν σπαθί βαστούμεν
μας φθάνουσι τα φύλλα
τίμια της δάφνης.

ς΄

Κι ύστερ’, αφού συντρίψομεν
τον έχθιστον ζυγόν,
άλλα όχι αβέβαια πλούτη
θέλει μας δώσει πάλιν
η ελευθερία.

ζ΄

Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν
ω φίλοι ας παραιτήσομεν·
ξηρή πέτρα το στρώμα,
φαρμάκι το ψωμί
της δουλείας είναι.

η΄

Εδώ, σαν αναθήματα,
εις τον βωμόν πλησίον,
τους συγγενείς, τα τέκνα μας
αγαπητά, τους γέροντας
τώρα ας αφήσομεν.

θ΄

Πάντα όσα εις την καρδίαν μας
είναι ακριβή, δεν πρέπουσιν
εις άνδρας που τρομάζουν
έμπροσθεν εις ανόητον
βάρβαρον σκήπτρον.

ι΄

Ούτε η ζωή δεν πρέπει.
Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε·
συμμέτρως εχορεύσαμεν,
σύμμετρα ας αποθάνομεν
διά την πατρίδα.

Πηγή: Τα Λυρικά

Ωδή πρώτη-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

[I]

Ο Φιλόπατρις

α΄

Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!

β΄

Και συ τον ύμνον δέξου·
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
την ψυχήν, και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
των αχαρίστων.

γ΄

Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· — Και η τύχη μ’ έρριψε
μακρά από σε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη.

δ΄

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος,
όταν το φως επλούτει
τα βουνά, και τα κύματα,
σέ εμπρός των οφθαλμών μου
πάντοτες είχον.

ε΄

Συ, όταν τα ουράνια
ρόδα με το αμαυρότατον
πέπλον σκεπάζει η νύκτα,
συ είσαι των ονείρων μου
η χαρά μόνη.

ς΄

Τα βήματά μου εφώτισε
ποτέ εις την Αυσονίαν,
γη μακαρία, ο ήλιος·
κει καθαρός ο αέρας
πάντα γελάει.

ζ΄

Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·
εκεί οι Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, και το λύσιον
φύλλον αυτών την λύραν
κει στεφανώνει.

η΄

Άγρια, μεγάλα τρέχουσι
τα νερά της θαλάσσης,
και ρίπτονται, και σχίζονται
βίαια επί τους βράχους
αλβιονείους.

θ΄

Αδειάζει επί τας όχθας
του κλεινού Ταμησσού,
και δύναμιν, και δόξαν,
και πλούτον αναρίθμητον
το αμαλθείον.

ι΄

Εκεί το αιόλιον φύσημα
μ’ έφερεν· οι ακτίνες
μ’ έθρεψαν, μ’ εθεράπευσαν
της υπεργλυκυτάτης
ελευθερίας.

ια΄

Και τους ναούς σου εθαύμασα
των Κελτών ιερά
πόλις· του λόγου ποία,
ποία εις εσέ του πνεύματος
λείπει αφροδίτη;

ιβ΄

Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει.

ιγ΄

Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη,
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
τα θεία της Αρτέμιδος
αργυρά τόξα.

ιδ΄

Και σήμερον τα δένδρα,
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
οι Νηρηίδες.

ιε΄

Το κύμα ιόνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα·
πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι
εχάιδευσαν το στήθος
της Κυθερείας.

ις΄

Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτει,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
θαλάσσια ξύλα·

ιζ΄

Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
άνθος παρθένων.

ιη΄

Μοσχοβολάει το κλίμα σου,
ω φιλτάτη πατρίς μου,
και πλουτίζει το πέλαγος
από την μυρωδίαν
των χρυσών κήτρων.

ιθ΄

Σταφυλοφόρους ρίζας,
ελαφρά, καθαρά,
διαφανή τα σύννεφα
ο βασιλεύς σού εχάρισε
των Αθανάτων.

κ΄

Η λαμπάς η αιώνιος
σου βρέχει την ημέραν
τους καρπούς, και τα δάκρυα
γίνονται της νυκτός
εις εσέ κρίνοι.

κα΄

Δεν έμεινεν έαν έπεσε
ποτέ εις το πρόσωπόν σου
η χιών· δεν εμάρανε
ποτέ ο θερμός Κύων,
τα σμάραγδά σου.

κβ΄

Είσαι ευτυχής· και πλέον
σε λέγω ευτυχεστέραν,
ότι συ δεν εγνώρισας
ποτέ την σκληράν μάστιγα
εχθρών, τυράννων.

κγ΄

Ας μη μου δώσει η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.

Πηγή: «Η Λύρα»

Οι στίχοι στην πατρίδα μου-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Οι στίχοι στην πατρίδα μου είναι καθάριο μέλι,
απ’ της καρδιάς βυζαίνονται το άνθος μυστικά,
μέσα στο νου φυλάγονται, σα μέσα σε κυψέλη,
κι είναι στολίδια της χαράς, της λύπης γιατρικά.
Οι στίχοι στην πατρίδα μου είναι καθάριο μέλι.

Όταν γλεντούμ’ ακούραστα του γάμου τις ημέρες
κι η νύφη σέρνει το χορό μπροστά καμαρωτή,
με στίχους την παινεύουνε παρθένες συμπεθέρες
και ζωντανεύ’ η όρεξη και ο χορός κρατεί
όσο γλεντούμ’ ακούραστα του γάμου τις ημέρες.

Οι στίχοι, όταν οι πληγές του χάρου μάς λαβώνουν,
σε μοιρολόγι’ ακούονται κατάμαυρα, βαριά,
μαζί ξεσχίζουν την καρδιά και τηνε βαλσαμώνουν
και φέρνουν με τα δάκρυα και την παρηγοριά
οι στίχοι, όταν οι πληγές του χάρου μάς λαβώνουν.

Κάθε αϊ-Βασίλη και Χριστού, κάθε Λαμπρή και Φώτα,
ημέρες για τα σπίτια μας ευχών και παιγνιδιών,
χελιδονάκια της χαράς μάς φτάνουν πρώτα πρώτα
και κελαηδούν οι στίχοι μας στα χείλη των παιδιών
κάθε αϊ-Βασίλη και Χριστού, κάθε Λαμπρή και Φώτα.

Του ριζικάρη τ’ αϊ-Γιαννιού γιορτή σαν ξημερώσει
κάθουντ’ οι νιες ολόγυρα στ’ αμίλητο νερό
και καθεμιάς τη μοίρα της θα ’ρθεί να φανερώσει
στιχάκι πότε ολόγλυκο και πότε αγκαθερό,
του ριζικάρη τ’ αϊ-Γιαννιού γιορτή σαν ξημερώσει.

Όταν η κόρ’ είναι σκυφτή στον αργαλειό μπροστά,
και η σαΐτα έξαφνα στα χέρια της βαραίνει,
οι στίχοι από τα χείλη της πετούν τραγουδιστά
και λησμονιέτ’ ο πόνος της κι η κόρη ξαποσταίνει
όταν δουλεύει ολόσκυφτη στον αργαλειό μπροστά.

— Σας αγαπώ κι έχω από σας μια δόξα να ζητήσω,
ω στίχοι, που αηδονόλαλοι φωλιάζετ’ εδώ πέρα·
ελάτε να με μάθετε να σας βαστώ το ίσο
επάνω στα δροσόχορτα με μια καλή φλογέρα!
Σας αγαπώ κι έχω από σας μια δόξα να ζητήσω!

Μάρτιος 1883

Πηγή: Οι στίχοι της πατρίδος μου

Η πατρίδα μας-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

«Ξένε που μόνος κι έρημος
σε ξένους τόπους τρέχεις,
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
και ποια πατρίδα έχεις;»

«Τη μακρινή πατρίδα μου
πάντα ποθώ στα ξένα.
Εκεί τα χρόνια της ζωής
περνούν ευλογημένα.

Εκεί κι ο θάνατος γλυκός,
κι αφού κανείς πεθάνει,
έχει στο μνήμα του Σταυρό,
καντήλι και λιβάνι.

Στ' αγαπημένο μου χωριό
χαρές πάντα και γέλια,
στ' αλώνια τραγουδιών φωνές
ξεφάντωμα στ' αμπέλια.

Κι όταν χορεύει η λεβεντιά
στης Πασχαλιάς τη μέρα,
βροντοκοπά το τύμπανο
και κελαηδεί η φλογέρα.

Στη μακρινή Πατρίδα μου
έχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί,
το πιο φτωχό χορτάρι.

Στους κλώνους της αμυγδαλιάς,
σμίγουν ανθοί και χιόνια,
και φέρνουνε την άνοιξη
γοργά τα χελιδόνια.

Στων μαγεμένων της βουνών
τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες
και κλαίει η κουκουβάγια.

Η ασημένια θάλασσα
μ' αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ' άστρα του
τη χρυσοστεφανώνει.

Τη μακρινή Πατρίδα μου,
πριν η σκλαβιά πλακώσει,
τη δόξαζ' η παλικαριά,
τη φώτιζεν η γνώση.

Και τωρ' από τη μαύρη γη,
τη γη τη ματωμένη,
πρόβαλε πάλ' η ελευθεριά
σαν πρώτα αντρειωμένη».

«Φτάνει τη χώρα που μου λες,
τη γνώρισα, την είδα,
τη μακρινή Πατρίδα σου
έχω κι εγώ Πατρίδα».

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Χρυσή πατρίδα-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ήλιος, βουνά και θάλασσα χρυσά
κι οι μέσα κόσμοι, ο αγέρας που φυσά.
Χρυσόμηνας, χρυσάνθια, χρυσοπώρες,
χρυσές κι απ’ την αυγή ώς το δυσμά οι ώρες.

Τράβ’ ανοιχτά στον Παρνασσό. Φαντάσου
τη Μούσα να πορεύεται κοντά σου.
Πιες το νερό τ’ αθάνατο στη βρύση.
Θα βγει ο Λοξίας να σε καλωσορίσει,
να στεφανώσει τα χρυσά μαλλιά σου:

—"Νιάτα και γεια και πρώτε στη δουλειά σου,
βλογημένε απ’ τη Μοίρα και την Πλάση,
δεν μπόρεσε η Κακία να σε χαλάσει!"
Με τα φτερά κατάκορφα σηκώσου,
το κάθε ψήλος τ’ ουρανού δικό σου.

Στην πιο 'μορφη πατρίδα όμορφα ζήσε,
της Ομορφιάς ο πλαστουργός εσύ 'σαι"!
μαύρο φως, λάσπη γυρά, σκλάβα γνώμη
κι ούτε Μάνα-Πατρίδα κι ούτε Νόμοι
κι ούτε Ομορφιά κι Αλήθεια κι Αρετή.

Τα πάντα λεία του ξένου Πειρατή.
Ξύπνα, λαέ κι όλ’ οι λαοί μετά σου,
να καθαρίσεις τα καθάρματά σου!
Τότε μονάχα θα 'ναι αληθινά
κατάχρυσα ήλιος, θάλασσα, βουνά!

Τότε θα 'χεις πατρίδα, θα `χεις δίκιο,
θα 'χεις γνώμη και λόγο κι αίμ’ αντρίκιο.
Κι όλα δικά σου κι όχι των Ολίγων!
Όλα των δουλευτάδων και κολίγων!

Πηγή:"Ελεύθερος κόσμος",1965

Φιλοπατρία-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Όλες τις χώρες, να σας πω
όλες τις χώρες αγαπώ
που άκουσα και είδα,
αλλά καμιά τόσο πολύ
σαν την Πατρίδα την καλή
σαν την γλυκιά Πατρίδα.

Της οικουμένης τα καλά
δυο κι αν είν' αυτά πολλά
μ' εκείνην δεν τ' αλλάζω.
Κι αν η Πατρίδα τ' απαιτεί,
από καμιάνε δυνατή
θυσία δεν τρομάζω.

Αφήνω μάνα κι αδερφές
και στων βουνών τις κορυφές
υψώνω τη σημαία.
Και με το βλέμμα χαρωπό
για την Πατρίδα μου χτυπώ
και πολεμώ γενναία.

Εδώ είν' αντρεία τα παιδιά
κι έχουνε σίδερο καρδιά
κι ακούραστη λεπίδα.

Καθένα στη γραμμή πετά
κι εχτρούς θερίζει δυνατά
για τη γλυκιά Πατρίδα.

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Πατρίδα-ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ' αγέρι•
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα.
Σα νύφ' η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει, ενώ σβυέται της αυγής τ' αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα•
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ' όλα τα μέρη.

Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα

να σου ξαναφιλήσω τ' άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.

Μόναχο, 5 Ιουνίου 1888

Πηγή: Άπαντα Λορέντζου Μαβίλη

Πατρίδα-ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Μάνα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα
σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη
με δάφνες, τι δεν είσαι με τα δώρα
της αθάνατης Νίκης στολισμένη ;

Αχ! πότε θα'ρθει, πότε θα'ρθει η ώρα
νά ματαστράψει η όψη σου η σβησμένη
και την ερημωμένη σου τη χώρα
μ' ελπίδα να φωτίσεις, ω αντρειωμένη ;

Πατρίδα μου σηκώσου. Ας λάμψει πάλι
στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου,
και της ελευθεριάς θε να προβάλει

η μέρα και το θείο πρόσωπό σου
θα λάμπει σαν τον ήλιο της. Μεγάλη
θα γίνεις κι αλλιά τότε στον εχθρό σου.

Πηγή: Άπαντα Λορέντζου Μαβίλη

Εις την Πατρίδα-ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει.
Πως εις το φως του λαχταρούν η θάλασσα κ’ οι κάμποι,
πως λουλουδίζουν τα βουνά, τα δάσ’, οι λαγκαδιές
στέλνοντάς σου θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Αφρολογούν οι ρεματιές και λαχταρίζ’ η λίμνη,
χίλιες πουλιών λαλιές ηχούν, της ομορφιάς σου ύμνοι,
Σ’ άπειρ’ αστράφτουν χρώματα, παντού ,λογής λογής
τ’ αγέρος τα πετούμενα, τα σερπετά της γης.
Κι αυτός σηκώνει τ’ αλαφρό της καταχνιάς μαγνάδι
κ’ η κάθε στάλ’ από δροσιά γυαλίζει σαν πετράδι,
η κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπή
χαρά, ζωή και δύναμη, κ’ ελπίδα όπου κι αν μπει.

Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κ’ εσύ, καλή πατρίδα,
και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
Η γη σου είναι παράδεισος, κ’ αιώνια γαλανός
γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ’ ο ουρανός.
κ’ οι νύχτες σου με τ’ άστρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
με τ’ αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ’ άστρα,
με το φεγγάρι που περνά, σαν όνειρο ευτυχιάς,
στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχιάς,
οι νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλουμα λουλούδια
και στων παιδιών σου τις καρδιές αμάραντα τραγούδια,
σταλάζουν εις τα σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
ελευτεριάς αγάλιαση και μίσος τυραννιάς.

Μάγεμ’ ασημοΰφαντο, φως μαργαριταρένιο,
λιώνοντας σ’ ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
μέσ’ απ’ αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.
Κι ανάμεσα στα χρώματ’ από χίλια ουράνια τόξα,
προβαίνει πάλ’ ο ήλιος εις όλη του τη δόξα,
και, σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
έως στο χρυσό βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.
Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει
και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί,
θε να σ’ ευρεί πεντάμορφη, στεφανωμένη, ορθή.

Πηγή: Άπαντα Λορέντζου Μαβίλη

Τι είναι η πατρίδα μας-ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

Τι ειν’ η πατρίδα μας ; Μην είν’ οι κάμποι ;
Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά ;
Μην είν’ ο ήλιος της, που χρυσολάμπει ;
Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά ;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της, που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά ;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της, χρυσή στολή,
που η τέχνη φόρεσε, και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί ;

Όλα πατρίδα μας ! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες στην καρδιά,
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας : Εμπρός, παιδιά !

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Ω πατρίδα μας Ελλάδα-ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

Ω Πατρίδα μας Ελλάδα,
ουρανός και γη σε ψάλλει
και στον κόσμο δεν είν'άλλη
χώρα ωραία,όπως Εσύ.

Στα γαλάζια τ'ακρογιάλια
καθρεφτίζετ' η ομορφιά Σου
και στο γλυκογέλασμά Σου
ξεφυτρώνουν χρυσανθοί.

Συ είσαι η πιο τρανή μου αγάπη
περηφάνεια και χαρά μου,
σ'έχω μέσα στην καρδιά μου
χώρα ωραία ζηλευτή.

Σαν πεθάνω θα φορέσω
απ'της γης σου ένα λουλούδι
και στερνό-στερνό τραγούδι
το τραγούδι σου θα πω.

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Στους νέους-ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Όνειρα φτερωμένα, νιάτα,
την αξετίμητη αρετή σας
για την πατρίδα, στην ορμή σας,
κρατήσετέ την φυλαχτό.

Και σεις, μικρότερα, κοιτάχτε,
μπροστά στους μεγαλύτερούς σας,
φοβέρα να'ναι στους εχθρούς σας,
κι ευλογημένη απ' το Θεό.

Τίποτες άλλο απ' την Πατρίδα!
Δόξα καμιά άλλη σαν και δαύτη,
φωτιά ιερή στα σπλάχνα ανάφτει,
χτυπά σαν το σφυρί η καρδιά,

την ώρα που τα νιάτα αστράφτουν,
στη μάχη απάνω αντρειωμένα
κι είναι η Ελλάδα στου καθένα
τα μάτια, ολόφωτη, μπροστά.

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Στην πατρίδα- ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Πατρίδα, που στων τέκνων σου το νου ριζώνεις
κι ανθίζεις και μοσχοβολάς στα πρόσωπά τους,
που κι αν ζητούν να σ'αρνηθούν, τους φανερώνεις
μ'ένα τους λόγο μοναχό, με μια ματιά τους.

Που αστροπελέκι γίνεσαι γοργό και μπαίνεις
στα ναρκωμένα στήθια τους όταν πλανιούνται,
και σωπασμένη κρύβεσαι, και περιμένεις
την ώρα που κι οι τύραννοι γλυκοκοιμιούνται.

Και τότε έξαφνα ξεσπάει τ' αστροπελέκι
και το παιδί σου αρνί με μιας θεριεύει
και σα λιοντάρι αδάμαστο μπροστά σου στέκει
και με φωτιά και με σπαθί σε διαφεντεύει.

Εσύ,που και το θάνατο γλυκό μάς κάνεις,
Πατρίδα ξύπνησέ μας,πριν εσύ πεθάνεις.

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Δεν είναι εδώ η πατρίδα μας-Κ.ΜΑΝΟΣ

Δεν είναι εδώ η Πατρίδα μας,
μα φτάνει πέρα ως πέρα,
που κλαιν οι σκλάβοι αδερφοί
στο σκλαβωμένο αγέρα.

Δεν είναι εδώ η Πατρίδα μας,
φτάνει μακριά και γύρα,
ως τη μεγάλη εκκλησιά
με την κλεισμένη θύρα.

Δεν είναι εδώ η Πατρίδα μας,
μα φτάνει πέρα ως πέρα,
που το σπαθί μας κι ο σταυρός
θα φτάσουνε μια μέρα!

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

VIII-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Τα παλιά μας τραγούδια, Πατρίδα,
δε θ’ ακούσεις αυτή τη φορά·
μακρινής τώρα δόξας η αχτίδα
των παιδιών σου δεν είν’ η χαρά.

Οι προγόνοι μας ήσαν μεγάλοι,
μα κι αντάξιοι τους είμαστ’ εμείς,
των Ελλήνων η αλκή βρήκε πάλι
τα φτερά κάποιας νέας ορμής.

Και γεμίζει, Πατρίδα, τα στήθια
σαν υπόσχεση μία ευχή,
όσα ονείρατα γίναν αλήθεια
του θριάμβου σου να ’ν’ η πηγή.

Δέκα χρόνια σωστά πολεμούμε
σε πελάγη, στεριές και βουνά,
από νίκη σε νίκη πετούμε,
από νίκη σε νίκη ξανά.

Τώρα πάλι εκεί στην Ασία
ο Τρανός Βασιλιάς οδηγεί
τους ανδρείους μας στην ελευθερία
που χαρίσαν στη σκλάβα τη γη.

Και με τον Κωνσταντίνο, με μια ελπίδα,
με μια σκέψη, με μια καρδιά,
να κινήσουμε, ναι, για την Πατρίδα
και να μπούμε στην Άγια Σοφιά.

Πηγή: Στίχοι από το "Πελ-Μελ",1921

Όμορφη και παράξενη πατρίδα - ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια - πιάνει φτερωτά
στήνει στη γη καράβι - κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα - ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους - αντρειεύεται

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα

Κάνει να πάρει πέτρα - τηνε παρατά
κάνει να τη σκαλίσει - βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι - πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει - θέλει τύραννους

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα

Πηγή: "Ο ήλιος ο ηλιάτορας",1971

Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

...Μην με μαρτυρήσεις!
και προπαντός να μην του πεις
πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!

Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο,
σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα
και τις κορφές που πάτησα.
και τα άστρα που είδα.

Πες τους από μένα,
πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη
πως ο κόσμος είναι όμορφος!

Πηγή: Άπαντα Νικηφόρου Βρεττάκου 

Πατρίδα-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Πατρίδα,
είσαι γεννημένη από χωριάτες,
από φαρδιές, σκληρές κοιλιές γυναικών,
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.

Πατρίδα, είσαι γεννημένη, μέσα από φωτιές,
από σπαθιές και αίματα.
Από αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν, για πάντα, κάτω από το χώμα σου.

Όταν, ο περαστικός ξυλοκόπος,
κάθεται σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου,
την ώρα που βραδιάζει,
δεν είναι μοναχός…
Ακούει, κάτω απ το χώμα του δρόμου,
να τον φωνάζει το αίμα σου…

Πατρίδα, πατρίδα,
είσαι γεννημένη από τους πεθαμένους.

Πηγή: Άπαντα Τάσου Λειβαδίτη

Η πατρίδα μου-ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΤΣΙΝΗΣ

Η πατρίδα μου είναι το τραγούδι της Λευτεριάς,
Η πατρίδα μου είναι το σύμβολο των αιώνων,
Είναι ο θυμωμένος χειμώνας του σκλάβου
η άνοιξη της Ειρήνης
η αγάπη της ζωής
το φως του δίκιου
ο στητός Παρθενώνας
τα σπασμένα μάρμαρα.
Ή πατρίδα μου είναι οι Θεοί του Ολύμπου
είναι ο ιδρώτας του τίμιου μόχτου
η κιβωτός του Νώε στο μεγάλο κατακλυσμό
είναι η μοίρα
του χτες
του σήμερα
κι εκείνου που θα'ρθει
Τούτοι οι άνθρωποι
μπροστάρηδες όλου του κόσμου
ξαρμάτωτοι
μ' αρματωμένη την ψυχή
ασάλευτοι
ορθοί κονταρομάχοι
με πολεμίστρες τις καρδιές
με την ανάσα χιλιοματωμένη
στηλώσανε το σταυρό του μαρτυρικού Γολγοθά
φορέσανε του Ναζωραίου το στεφάνι
με τις απαλάμες τους κρατήσανε τον ήλιο
και σημαδέψανε με το ντουφέκι της ιδέας
σε θάλασσα, σε ουρανό, σε χώμα
Ελλάδα! Ελλάδα!
Άστραψε το χλωμό φθινόπωρο του Σαράντα
γίνηκε σύντροφος του Εικοσιένα ο Οκτώβρης
κατέβηκε το σύγνεφο στη νοτισμένη γη
κύκλωσαν οι Αετοί τα βουρκωμένα τρίκορφα
στάθηκε τετράψηλος ο βωμός της θυσίας
εδώ γεννήθηκεν η Λευτεριά
εδώ πέθαναν χιλιάδες οι βάρβαροι
και στο τετράδιο της θύμησης
γράφτηκαν με παράπονο της αδικίας οι ώρες.

Κοιμήθηκαν οι νεκροί μας με το χαμόγελο
έγειραν να ξαποστάσουν στο δρόμο του χρέους
σαλπιγχτές της παγκόσμιας νίκης,
οι βράχοι ανθίσανε την καλοσύνη
στερέψανε τα κόκκινα ποτάμια
τα περιστέρια γιόμισαν τις αυλές
η πατρίδα μου στάθηκε στο ξάγναντο
σαν Αθηνά, σαν Δίας και σα Μάνα.

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Πατρίδα-Γ.Κ.ΣΤΑΜΠΟΛΗΣ

Στην κοινότητα μέσα που Πατρίδα καλούμε,
χώρας, μνήμης, λαού,
σφραγιστό και το μέλλον του καθένα θα βρούμε
σ' ίδιον κύκλο κλοιού.

Ποιος μπορεί τους γονιούς του, τη μητέρα ν' αλλάξει,
γι' άλλους ν'απαρνηθεί,
και γωνιά του σπιτιού του που τον είχε φυλάξει
πια να μη θυμηθεί;

Ποιο είν' το φύτρο ή το δέντρο που μπορεί να ξεφύγει
σαν οι ρίζες πιαστούν,
ποιο κλωνί και ποιος σπόρος, άδετα, να ξανοίγει
κι όχι εκεί, όπου βλαστούν;

Σ' άγριο ή σ' ήμερο τόπο, σε δροσιά ή ξεραΐλα,
κι αν το χώμα σκληρό,
στην πατρίδα που βρέθης, κει θα βγάλεις τα φύλλα
στο δικό σου καιρό•

Κει θα δώσεις και πνέμα και δουλειά και τραγούδι,
κει θα σβήσεις στερνά,
των ανθρώπων ο βίος, μια στιγμή, σαν λουλούδι,
δεν αντέχει, περνά.

Μα, συνέχεια, η πατρίδα, κείνη ζει δεν πεθαίνει,
κλείνει αισθήματα, ορμή,
πόνους κλείνει και δόξες κ' η πνοή της θερμαίνει
το φτωχό το κορμί.

Ταπεινό κι αν το ρούχο, της απόμεινε κ' έχει
σκλαβωμένη θωριά,
πατημένο το χώμα κι ο ουρανός σα να βρέχει
θλίψες κακομοιριά,

Στην καρδιά των Ανθρώπων που πιστεύουν σ' αυτήνε,
σαν τον ήλιο θα ζει
κι απ' αυτή περιμένουν παρηγόρια ζεστήνε
κι άλλη τύχη μαζί.

Τ'αγαθά που'χεις πάρει σε ποιον άλλον τα οφείλεις,
γλώσσα, νόμο, ομορφιά,
στοργικό μένει χρέος τους καρπούς σου να στείλεις
στην κοινή συντροφιά•

Συ ποτίστης το γάλα κ' ήπιες κ' έγινες κάτι
τώρα η φύση καλεί,
να νοιαστείς την πατρίδα, πεινασμένη ή χορτάτη,
πού 'ναι πάντα καλή•

Ποιος γεννήθη να παίρνει και να δέχεται μόνο,
ποιος τη μοίρα αψηφά,
ποιος δε θα'θελε τάχα να νικάει και το χρόνο
κι όχι, ζώο, να ψοψά.

Στης πατρίδας τις τύχες, δε μετριούνται όλες οι άλλες
φευγαλέες, πιο απλές,
της ζωής σας οι τύχες μοιάζουν να'ναι σα στάλες
της βροχής στις αυλές.

Μες στις τόσες δουλείες και βαριές σας τυράννιες,
μοίρας, θάνατου, οργής
και παθών κι απληστίας και λαθών, πόσο σπάνιες
οι χαρές σας της γης.

Μια απ' αυτές, η πατρίδα, που ν' ολόγλυκια λέξη,
λέξη, παντοτινή,
πάρτην έτσι όπως έρθει, όπως θέλει, όπως φέξει,
την ψυχή σου δονεί.

Γιατί μόνο σ' αυτήνε μια συνείδηση παίρνεις
πιο γερή, πιο πλατιά
και στη νίκη του χρόνου τους ανθρώπους τούς φέρνεις,
στ' ουρανού τη ματιά!

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Σαν την πατρίδα μου-ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ

Σαν την πατρίδα μου,καμιά
στον κόσμο δεν είν'άλλη,
να'χει γαλάζιον ουρανό,
δαντέλα τ'ακρογιάλι.

Βουνά,λαγκάδια,ρεματιές
μοσχοβολούν θυμάρι.
Χρυσάφι ο ήλιος 'δω σκορπά
κι ασήμι το φεγγάρι.

Στον τόπο αυτόν θεριεύουνε
της δάφνης τα κλωνάρια.
Εδώ γεννιώνται ημίθεοι,
γενναία παλικάρια.

Εδώ φυτρώνει κι η ελιά
με τ'αργυρά τα κλώνια.
Η δόξα εδώ γεννήθηκε
απ'τα παλιά τα χρόνια.

Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Πατρίδα χιλιονικημένη - ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

Πατρίδα χιλιονικημένη
Σπίτι και πόλη μου χαροκαμένη
Κουρέλια ταπεινά σε ντύνω
Καρτέρα κι αύριο θα σε λαμπρύνω

Γίνε μου όρκος και φωτιά
Και βγες στον δρόμο με τουφέκι
Ώρα για αίμα για πυρκαϊά
Παρ’ το κορμί μου γι’ αστροπελέκι
Άγριος λύκος και στοιχειά
Ρουφάν το αίμα τ’ακριβό σου
Γίνε κατάρα γίνε οχιά
Πάρ’το κορμί μου κι αρματώσου

Πηγή:stixoi/info

Σ' όνειρο η πατρίδα-ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ

στον Ηλία Ηλιάδη

Ύστερα κτύπησε το ρολόι βγήκα
απ' το όνειρο. Δεν ήμουν στον αυλόγυρο
της Χώρας. Σ' ένα μικρό δωμάτιο
ήμουν σε πόλη που βυθίζεται στον πάτο
της Ευρώπης. Βιτόριο, πρωτεύουσα
των Βάσκων, βγήκα να περπατήσω σκόνταψα
αέρας μολυσμένος, έως εδώ πώς ήλθαν
τα μαντάτα σκέφτηκα. Ήλθανε με το φαξ
μου είπε ο κύριος πρέσβυς  σοβαρός
και μες στο βλέμμα του είδα τον πόνο
καθαρό για τη μικρή πατρίδα.

Δεν είναι τίποτα του είπα ύστερα το βράδυ
σ' ένα μπαρ εσύ κι εγώ και οι φευγάτοι όλοι
με την καρδιά στεγνή στη δίψα της πατρίδας.
Εσύ κι εγώ κι αυτοί που λείπουν χρόνια
να ταξιδεύουν ψάχνοντας κι έχουν
σαν τίμιο ξύλο μέσα τους το σώμα της.

Το μυθικό του ονείρου.

Όσο για το πραγματικό της σώμα; Αυτό
το τρώνε οι όχεντρες τα φίδια του Βορρά.

Οι ξενικοί της πράκτορες κι οι τοπικοί κοπρίτες.

Πηγή:"Σ 'όνειρο η πατρίδα", Εκδόσεις Πλανόδιον,1998

πατρίδα-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ

[Φάκελος αίμα]

Στόματα ανήμπορα πικρά
μισοσκότεινα γεφύρια μάτια
βλέμματα όρνια αγριεμένα

Χρεοκοπούν οι τράπεζες
εκπορνευμένων μας ονείρων

Μόνη κι αγέλαστη η σιωπή
στην άρρωστη ρακένδυτη
να σέρνεται την πόλη

Κι αυτή η ασταμάτητη νεροποντή
νοικοκυρά να γδέρνει μανιασμένη
τις ανεξίτηλες ντροπές
από τα πεζοδρόμια της ιστορίας

Κι εσύ ακόμη λέξεις πιπιλίζεις
πάλι εσύ για ποίηση μιλάς;

Πηγή: επιτέλους αποβίβαση ,Εκδόσεις Κουκκίδα,2018 

Πατρίδα-ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ

Σου γράφω από την πατρίδα
Στην πατρίδα είμαι ο μοναδικός επιζών

Αν δε σου γράψω η γλώσσα μου θα αφανιστεί
όπως η πατρίδα μου
γιατί μόνο εγώ μιλώ τη γλώσσα της πατρίδας μου
κι η πατρίδα μου μιλά μέσα από τη δική μου γλώσσα

–Πατρίδα δεν είναι η πόλη όπου γεννήθηκα.
Είναι τα φώτα στο βάθος της θάλασσας έξω από το παράθυρο του τρένου
που μας πήγαινε στην Τεργέστη. Θυμάσαι; Το μοναδικό της ζωής μας ταξίδι–

Όταν πεθάνω η γλώσσα της πατρίδας μου θα εκλείψει
όπως η γλώσσα Cornish στην Κορνουάλλη
η Manx της νήσου του Man
στη Νέα Ζηλανδία η Maori
η Occitan Gaskon
η διάλεκτος των ιθαγενών στις ΗΠΑ Wampanoag
όπως τα πεθαμένα αστέρια στο διάστημα επειδή εγώ μόνη
μιλάω τη γλώσσα μου η γλώσσα μου
δε μιλήθηκε ποτέ από άλλο στόμα

–Κατάγομαι από έναν τόπο ά-τοπο η πατρίδα μου
δεν έχει στίγμα, σφυγμό (όπως εγώ) δεν έχει χρόνο–

Σου γράφω
γιατί καμιά ζωή δεν επιζεί χωρίς μάρτυρες καμιά μνήμη
χωρίς εραστές

Σου γράφω
και την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι αν υπήρξες στ’ αλήθεια
ή σε φαντάστηκα
εκείνο το μακρινό βράδυ στο Borgo Teresiano
με θέα την προκυμαία Molo Audace
και το Castello Miramare του αρχιδούκα Μαξιμιλιανού
τα σκοτεινά στην Αδριατική
ερείπια-παλάτια

Σου γράφω
και ξέρω πως ο αποστολέας και ο παραλήπτης
είναι το ίδιο πρόσωπο, συχνά, στην πατρίδα μου
–σε κάθε χαμένη πατρίδα τα γράμματα
φτάνουν αργά ή ποτέ
στον τόπο τον ά-τοπο τον σεπτό της καταγωγής σου–

Σου γράφω
κι είναι, φορές, σα να μονολογώ μόνη, τρελή, «εις εαυτόν»
το στίγμα σου χάθηκε αιώνες
δεν είμαι σίγουρη
Egon Εγώ
εάν υπάρχω

Σου γράφω σου γράφω σου γράφω δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά
δεν μπορώ να κάνω πια
τίποτε άλλο

Παντοτινά δική σου,
Γκέρτι

Πηγή:stixoi.info 

Ο γυρισμός-ΑΛΦΡΕ ΝΤΕ ΜΙΣΕ

Χαρά σ'εκείνον που γυρνά στην πατρική του γη,
μόλις προβαίνει απ'το βουνό του ήλιου η πρώτη αχτίδα!
Κι όλα μαζί τα χαιρετά, τη ζήση, την αυγή,
την ευτυχία, τον ουρανό, το φως και την πατρίδα!

Πως λαχταρά στην ιερή κείνη στιγμή η καρδιά,
που το λιμάνι φαίνεται, κι ακούγετ' η καμπάνα...
Πατρίδα! ω λέξη φοβερή μαζί και θεϊκιά,
αγάπη εσύ ανεξήγητη, Πατρίδα! ω γλυκομάνα!

Μετάφραση: Μυρτιώτισσα
Πηγή: Σχολική ανθολογία Μπάμπη Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962

Πατρίδα- ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΪΡ

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός κι αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία.
Τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη.
Οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους.
Το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.
Εγκαταλείπεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σου επιτρέπει να μείνεις.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα
Εκτός κι αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ’ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου.

Δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου,
ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας
καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να επιστρέψεις.

Πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός κι αν το νερό είναι πιο ασφαλές από τη στεριά.
Κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
Κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
που το σώμα σου πονά.
Ή τη φυλακή…
Επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδυ
είναι προτιμότερος από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου.
Κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
Γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι,
Βρωμοπρόσφυγες,
Λαθρομετανάστες,
Ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας,
Αράπηδες με τα χέρια απλωμένα,
Μυρίζετε περίεργα,
Απολίτιστοι,
Κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας.

Δεν δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα…
Ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να τις καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.

Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία,
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δεν εγκαταλείπει την πατρίδα
εκτός κι αν η πατρίδα σε κυνηγά μέχρι τις ακτές
εκτός κι αν η πατρίδα σού λέει να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει:
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ’ ό,τι εδώ.

 

 Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr