Η Παναγία στην ποίηση (Ποιήματα)

Η Παναγία στην ποίηση (Ποιήματα)

15 Αυγούστου! Γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Χρόνια πολλά σ' όσους γιορτάζουν! Ποιήματα λατρείας,συγκίνησης,κατάνυξης έχουν γραφτεί για τη θεία μητέρα! Να περιηγηθούμε σε κάποια απ'αυτά!

Η Μάνα του Χριστού-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θα' φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θ' άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να' μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ' ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Να με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι.

Οι Πόνοι της Παναγιάς -ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (απόσπασμα)

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.

Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ

που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά

την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Πηγή: Σκλάβοι πολιορκημένοι

Μυστική παράκληση-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει,
η μοναξιά μου είναι σαν τ’ άδειο, σαν τ’ αλόγιστο

χυμένο προτού να ’ρθει η πλάση,
η αρρώστια μου βογκάει σαν τα μεγάλα δάση
καθώς τα δέρνει η μπόρα.
Ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε κι η ώρα.
Εσύ παρθένα, εσύ μητέρα,

κι από δροσιά κι από κελάηδισμα
στάλα του αιθέρα,
ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε κι η ώρα.
Πρόστρεξε. Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα

και λάτρεψα μονάχα εσένα
από τα πρωτινά γλυκοχαράματα
κι ως τώρα μες στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης.
Δέσποινα, στήριξέ μ’ εσύ και μη μ’ αφήσεις.

Δέσποινα,
βήμα δεν έχω μήτε φτέρωμα,
με γονατίζει το στοιχειό της θλίψης,
Υψώσου ποιος μού λέει; δε δύναμαι,
δύνασαι κάτου εσύ ως εμέ να σκύψεις;

Ρίξε αποπάνου σου,
στους αθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε αλουργίδα του Ολυμπίου,
έλα, κατέβα ολύγυμνη, βαφτίσου
στον Ιορδάνη του δακρύου,

κι ύστερα κρύψε το τρανό κορμί το ηλιόχαρο
στη σκέπη τη γαλάζια της Αειπάρθενης,
που είν’ η χαρά των ασκητών και των μαρτύρων.
Δεν είσ’ εσύ των εθνικών ηδονοπλάστρα η Μούσα,
της πλαστικής και της σκληρής

χαρά δεν είσαι η Πιερίδα,
του σπλάχνους του τρανού τη βαθιογάλανη
φορείς εσύ πορφύρα
κι από του θρήνου κατεβαίνεις την πατρίδα.
Α! Δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο,

και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς,
και φτάσε καθώς φτάνει στους αμαρτωλούς,
και δείξου καθώς δείχνεται στους σκλάβους
η αγια-Λεούσα.
Άκου, ένα σκούσμα τον αέρα σπάραξε·

ποιος κλαίει;
Κοίτα, βροχή από λάβα βρέχει ένας θειαφότοπος·
τι καίει;
Έλα κοντά, ένας ίσκιος αργοσάλεψε,
και λέει:

Του τραγουδιού σου δε γυρεύω πια το θρίαμβο,
μηδέ τον κόσμο τον ολάκριβο, τη Λύρα,
μηδέ τη μοίρα
του δοξασμένο διαλεχτού σου, Δέσποινα!
Λυπήσου,

και πλάσε μου,
και στείλε μου έναν ύπνο ήσυχο ήσυχο,
με του παιδιού το γλυκανάσασμα,
μαζί σου.

Πηγή:Δειλοί και σκληροί στίχοι,λυγμοί και θυμοί

Η προσευχή των αστέγων-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Μητέρα του Χριστού, Μαρία,
πόσο είναι η νύχτα τούτη κρύα
δεν μπορεί ο Θεός να καταλάβει.
Κατέβα, Συ, απ' τους ουρανούς
και μ' αναμμένους τους φανούς
του Χάρου οδήγα το καράβι.

Χίλιες φορές απόψε εκλήθη
μα δεν ακούει. Κάπου κοιμήθη
κι αυτός στα πλάτη παγωμένος.
Του θόλου λύθηκαν οι αρμοί
κι όλος ο κόσμος σαν κορμί
τρέμει στα νέφη τυλιγμένος.

Ρόδα κανείς να τον στολίσεις,
μύρα κανείς να τον ραντίσεις
μήπως σου ζήτησε, Μαρία;
Πάρ' την ψυχούλα μας γυμνή

προς τη γαλάζια σου σκηνή
από τη νύχτα αυτή την κρύα.
Κι η θεία σου πόλη σαν μας πάρει,
για τη μεγάλη σου τη χάρη

σκυφτοί στις άκρες των βραδιών σου,
με δάκρυα, σαν ο ήλιος σβει,
θα σου ποτίζουμε βουβοί
τις θάλασσες των λουλουδιών σου.

Πηγή: Οι Γκριμάτσες του Ανθρώπου

Δέησις-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.--
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Πηγή: Άπαντα Κωνσταντίνου Καβάφη,1896-1904

Η Παναγιά των κοιμητηρίων-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα 'κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα

Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.

Πηγή: Τα ρω του έρωτα,1972

Στην Παναγία την Κεχριά-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Γλυκειά Παρθέν', αξίωσέ με
να 'ρθω και πάλι στο ναό σου,
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στα πλατάνια τα θεόρατα
κάτω στο ρέμα, που η πηγή κελαρύζει
κι επάνω θροΐζει η αύρα μαλακά.
Όλος ο ήλιος λάμπει στο θόλο
του ωραίου ναού σου με τα πιατάκια τα ποικιλμένα
κι ευωδιάζ' η μύρτος κι η δάφνη
ολόγυρα, κι η βρύση κελαδεί
στην αυλή, που ανθεί ο λιβανωτός.
Στα νεαήμερα τ' αγαπημένα
της δοξασμένης μεταστάσεώς σου
ήθελα να 'μαι να ψάλω το "Πεποικιλμένη..."
στο πανηγύρι το σεμνό.
Να βλέπω να θαυμάζω τη μορφή σου
με τα ματάκια τα κλειστά,
με τα χεράκια σταυρωμένα,
κι ο Υιός σου να κρατεί την άμωμη ψυχή σου,
ως τρυγόνα στα χεράκια•
Κι Απόστολοι εκ περάτων
στα σύννεφα επάνω πετώντας,
κι Άγγελοι με σταυρωμένα χέρια
βλέπουν το θάμα το φριχτό!
Ψηλά απάνω απ' το δώμα, από δυο παραθυράκια,
με τις κουκούλες δυο καλογεράκια
προβάλλουν και τείνουν από έναν τόμον ανοιχτό!
Κι ο ένας γράφει "Θνητή γυναίκα του Θεού μητέρα"
κι ο άλλος: "τ' ουρανού είσαι πλατυτέρα,
ως έμψυχος ναός και θρόνος του Θεού..."
Γλυκειά Παρθέν' αξίωσέ με
να 'ρθω και πάλι στο ναό σου,
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στο ρέμα στα πλατάνια μυστικά!

1909
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Στην Παναγία του Ντομάν-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Πηγή μου ζωηφόρος, που δροσίζεις
με το βαθύ ποτάμι, με το νάμα σου
τόσες ψυχές, και μένα την ψυχή μου•
ο κρότος των νερών σου μες στα ρέματα
κι ανάμεσα στους βράχους, στα βουνά,
κι ως κάτω, έως το κύμα της θαλάσσης•
ο ρόχθος των υδάτων σου ακούεται.
Και είσαι συ η Πόλις του Θεού.
Κι ακόμα το αγιασμένο σκήνωμα,
που ευφραίνεται τα ρέματα
κυλώντος ποταμού.
Είναι μικρό, φτωχό το κλησιδάκι σου,
μα η χάρις σου είναι άπειρη κι ατέλειωτη.
Ατέλειωτη, ως το ρεύμα της πηγής σου,
που χύνεται και χύνεται,
και από κοντά αθόρυβα
παράδοξα το ρεύμα σου πληθύνεται.
Είθε και στην καρδιά μου, που έχει στραγγιχτεί,
να δώσει ζωή και δύναμιν η χάρη σου.
Αν είναι ξεχασμένη κι έρημη,
όμως στο βράχο η εκκλησιά σου είναι στημένη
κι αυτός ο βράχος μου φαίνεται πως είναι
κτισμένος απ' τα χέρια και το αίμα σου•
"Και πύλαι Άδου ου κατισχύουσιν αυτού".

1910
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Στην Παναγίτσα στο Πυργί-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Χαίρετ' ο Ιωακείμ κι η Άννα,
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ' η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους,
που τον χτυπούν άγρια τα κύματα,
χαίρεται απ' την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.
Χαίρεται τ' άγριο δέντρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμό•
χαίρετ' ο βοσκός, που φυσά τον αυλό του,
χαίρετ' η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.
Κι η πλάση όλη αναγαλλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανιώνει η γης,
σα σεμνή κόρη, που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απ' τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά•
και σαν τη στείρα γραία, που γέννησε θεόπαιδο
κι ευφράνθη στα γεράματά της!
Δως μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν' απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Στὴν Παναγία τὴν Κουνίστρα-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 

Εις όλην την Χριστιανοσύνη
Μια είναι μόνη Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, Άσμα των Ασμάτων,
χωρίς Χριστόν, θείο παιδί, στα χέρια,
και τρεφομένη με αγγέλων άρτον!..

Εσύ 'σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα,
Που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί,
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη,
κ' αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν...

Εφανερώθης, κι όλος ο λαός
μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε -
κ' εσήκωσεν ωραίον λευκόν ναόν,
που με πιατάκια ελληνικά σου στόλισε!..

Κι όλος ο ήλιος έλαμπεν εις τον ναόν σου,
και φως τον πλημμυρούσε μαργαρώδες,
όλα τ' αστέρια εφεγγοβολούσαν,
και η Σελήνη εχάιδευε γλυκά
τα απλά της εκκλησίας σου καντιλάκια !..

Κ' είδες, η Κόρη, του λαού την πίστιν,
είδες και την πτωχείαν κ' ευσπλαχνίσθης,
όπως το πάλαι είχε σπλαχνισθή ο Υιός σου
τους προγόνους του ίδιου του λαού,
ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα...

Κι άρχισες να γιατρεύης τους αρρώστους
και να γιατρεύης τους δαιμονισμένους -
(που ήρχετο ώρα κ' εις τους τοίχους εχτυπώντο
με φοβερόν συγκλονισμόν)
κι άρχισες, θεία, να θαυματουργής!..

Κ' η χάρη σου ξαπλώθηκε ως τα πέρατα
του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου,
ω Παναγία μου, κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ίσως να φτάσει κι ως εμένα και ν'απλώσει
γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή.

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Η Μεγάλη Μάνα -ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ 

Πόσες φορές σε άγιο μικρό ρημοκκλησάκι
απελπισμένος έμπαινα, γλυκιά μου Παναγία,
μα στην εικόνα Σου μπροστά περνούσε το φαρμάκι
και πλημμυρούσε μέσα μου αγνώριστη ευτυχία…

Αχ, τη χρυσή εικόνα Σου, και να τη βλέπω μόνο,
το δάκρυ μου χαμογελά, σαν βράχος δυναμώνω.

Ναι, μόνο να Σε στοχαστώ, γλυκαίνετ’ η καρδιά μου,
μοσχοβολούν τα σπλάχνα μου, τριαντάφυλλα μυρίζω,
καλοσυνεύω σα μικρό παιδάκι, Παναγιά μου,
και του παιδιού μου το ψωμί εις το φτωχό χαρίζω.

Εκείνος όπου του Θεού τη Μάνα συλλογάται,
στην αγκαλιά της αρετής, στη σκέπη Σου κοιμάται!

Άλλοι Σε κράζουν «έλεος», «ελπίδα» ο θλιμμένος,
«ελεημοσύνη» ο φτωχός, «νερό» ο διψασμένος,
«Βασίλισσα της εκκλησιάς» Σε κράζει η καμπάνα,
μα η καρδιά μου, Δέσποινα, αυτή Σε κράζει «Μάνα».

Πηγή: https://cognoscoteam.gr/ 

Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου-ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ

Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν' ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι' ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα• φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.

Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια• κι' αντίς γι' αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.

Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.

Άλαλα τα χείλη τους - και τι μπορούν ν' αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ' τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ' τα αίματα των Μαρτύρων
κι' απ' τη μανία των Μονομάχων.
Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.

Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν' αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ' ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι' ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ' άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.

Πηγή:  Τ.Κ. Παπατσώνης, Ίκαρος, Αθήνα, 1962

Το σκίρτημα της Ελισάβετ-ΤΑΚΗΣ Κ.ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ

Ομοία προς το εύοσμον Μήλον μεταξύ των άλλων δασωδών άγριων ξύλων
ή ομοία προς Κρίνον εν τω μέσω Ακανθών, στην φλέγουσα ζέστη του Ιουνίου.

Διάβηκε εχτάσεις ανηφορικές και ανέβη στο Όρος η Παναγία, να ιδεί την Ελισάβετ.
Στην αυγινή δρόσο τη βουνίσια ξανάσαινεν η φύση ανακουφιστικά, εκεί ψηλά.
Μπροστά στου αγροτικού λευκού σπιτιού την θύρα ήτο απλωμένη τέντα από πανί
και σκιάν έδιδε ευχάριστη στους ενοικούντες άγιους αναχωρητές.
Την ησυχία και την γαλήνη του βουνίσιου βίου ήρθε η ανυπόκριτη να επισκεφθεί Χαρά,
κουρασμένη αλαφρά, λαχανιασμένη από την ανηφόρα, η Χαρά του χαμογέλιου.
Δροσερό σαν να κάλυψε κατάλευκο συννεφάκι τα θάμπη και τες φλόγες του ήλιου,
ήτο η στιγμή που ησπάσθηκαν κάτω στην τέντα, τρυφερά, η Μαριάμ την Ελισάβετ!
Ο δε Θεός στο σκιερό σκήνωμα παρθενικής κοιλίας έδιδεν ασπασμό του Βαφτιστή του,
κλεισμένου σε παρόμοιο σκήνωμα, γεροντικό. Και οι δυο τους κρύβαν,
ο μεν τη θεία του ουσίαν, ο δε της προφητείας το δώρο, σε νηπιακής μορφής το πέπλον,
αγέννητα έμβρυα, ούτε νήπια κάν. Παρθένος και Γερόντισσα, ιδού τες, από Θεού, Μητέρες.

Τρεις μήνες έμεινεν η Παναγία στη θεϊκή ερημιά, στο αγροτικό σπίτι του Ζαχαρία,
μέσα της κλείνουσα όλο και ταπείνωσην, όλο και αγάπη κι' επουράνιο θάμπος,
το Λόγο τον αχώρετο, το Σύμπαν το δημιουργικό, τον Άρχοντα των Αγγέλων.
Και τα βουνίσια δέντρα εσείοντο, στο μάκρος όλου του Καλοκαιριού, σκορπίζοντας δροσιές.
Και τον λαμπρό διαδέχετο Ήλιο το λαμπρότερο νυχτερινό Φεγγάρι μετά των λοιπών Αστέρων.
Και ήτο δοξολογία το παν τριγύρω προς την παντοκράτειρα Ρίζα του βασιλέα Δαυίδ!

Σήμερον είναι απάνω απ' όλα η πανηγυρική μνήμη του ύμνου της ταπεινωσύνης,
που δόξασεν η Παναγία τον γιό και Θεό της με το "Μεγαλύνει η ψυχή μου".

Σε ερημικιά βουνοκορφήν όλο φυτεία, μια Εκκλησιδίτσα αν ορθωνόταν,
ήθελα να την κατοικώ μ' έναν Ιερέα και με τον Κύριο σκέπη και βοηθό μου,
σε διαρκή και αιώνια θύμηση της Παναγίας που ανέβη το Όρος,
παντοτινής μου έκστασης περιλουσμένος ξωτικιά γαλήνη, εντός Ονείρου υμνητικού.

Πηγή:Παπατσώνης Κ.Τάκης Εκλογή Α'και Β'

Στο εικονοστάσι- ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ 

Σεμνή και αυστηρότατη, ως πρέπει
στη μέγιστη δόξα της,
ακόμα την αδεξιότητα κρατούσα παιδίσκης,
ενώ κάθεται στο θρονί
και στην αγκάλην έχει
Παιδίον νέον των προ Αιώνων Θεόν,
μεγαλομάτα, η σιωπηλή Μητέρα
ακούει τους ύμνους και την ψαλμωδία
της Μεγάλης προς Αυτήν Παράκλησης.

Λόγια σπουδαία, δοξαστικά, πανίσχυρα,
της ασθενούς ανθρώπινης ικεσίας.

Πηγή: «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» Αθήναι 1969,Εκδόαεις. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Η Παναγιά της ρεμματιάς-ΛΙΝΑ ΚΑΣΔΑΓΛΗ

Ο παλιός ζωγράφος νήστεψε πολύ,
έκανε την προσευχή του κατά την ανατολή,
έπιασε με κατάνυξη το πινέλο και χάραξε
τα κερένια χέρια και τα χαμηλωμένα μάτια της
και το στρογγυλό μάγουλο του Βρέφους.

Είχε όμως στα πόδια του ένα σκύλο μ' αγαθή ματιά,
ο κότσυφας σφύριζε τον όρθρο στην ιτιά,
κ' η καλόγρια έβγαζε νερό από το πηγάδι
κ' έψελνε ένα τροπάριο στη Χαριτωμένη.

Ο ζωγράφος έκανε το σταυρό του κ' έγραψε: Μήτηρ Θεού.
Και δεν ήξερε πως είχε ζωγραφίσει μία μητερούλα ταπεινή,
που σκυμμένη νανουρίζει το μωρό της με ψιλή παιδιάτικη φωνή.

Χωρίς άλλο η Παναγιά σηκώνεται πρωί-πρωί
και γυρνάει τη ρόκα της ως την ώρα που σημαίνει εσπερινός.
Η μία μέρα πλάι στην άλλη πάει στρωτά
σαν τα γράμματα του Οκτώηχου -
κ' η βδομάδα αρχίζει μ' ένα κόκκινο μεγάλο κεφαλαίο: την Κυριακή.)

Χωρίς άλλο το μωρό της παίζει με μια γίδα κανελλιά,
κ' εκείνη το κοιτάζει με πελώρια μάτια εκστατικά,
που δεν πίστεψαν ακόμα ολότελα το μήνυμα του Αγγέλου.

Κι όπως είναι απλή κι ανήξερη, και δε φοβάται το κακό,
λέει στην προσευχή της να γεμίσουνε καρπό oι δαμασκηνιές,
να γιάνουν τα μικρά, που τα πείραξε της καρυδιάς το αγερικό.

Μοναχά την ώρα που μακραίνουν οι ίσκιοι στις γωνιές
απλώνεται και στην άσπρη ψυχή της ο άγνωστος ίσκιος του Σταυρού
και τότε μπορείς ν' ακουμπήσεις στην ποδιά της και να φωνάξεις σιωπηλά
τον πλούσιο πόνο, τον ατέλειωτο καημό του κόσμου,
το μεγάλο σου φόβο, το μεγάλο φόβο της αγάπης...

Κ' η Παναγιά θα σε νανουρίζει, μαζί με το μωρό της, χωρίς να μιλά...

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Σημαίνει η  Ώρα των Ωρών...-ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ

Σημαίνει η ΄Ωρα των Ωρών...
Κι ως τις κορφές αγιάζη η Δύση,
σπερνιάζουν τα ηχερά νερά
στο σύθρηνο ξωκκλήσι:
- Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

Στο εικόνισμα το απόβαθο
κρεμιέται αχνό καντίλι...
Μια δέηση άλικη θλίβεται
το άρρωστο εμπρός σου δείλι:
- Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

Περνούν οι κλώνοι ανθούσιμοι
τ' αραχνιασμένα τζάμια...
Εντός μου η ΄Ανανθη θρηνεί
σ' ανέγγιχτα καλάμια:
- Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

Στ' άγια νερά που νοσταλγούν
μια χλόη παραδείσια
το πέρασμά σου εθρόησε
κάτου απ' τα κυπαρίσσια:
- Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

΄Ωρα για λήθη... Φθείρουνται
οι ανέγνωρές μου οι ώρες...
Μάταιη κ' η θλίψη που έσυραν
στο φως οι ονειροκόρες:
- Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

Ασκήτεψαν οι αγάπες μου
στου αβόλετου τη θύρα
κ' ήρθες αργά τα εντάφια
να τις αλείψης μύρα...
- Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

Πηγή: Ανθολογία,Η χαμηλή φωνή,Νεφέλη,1990

Εἰσόδια-ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ 

Υπάρχει ένα θέμα ωραίο :
να γράψεις στίχους μουσικούς, χλωμούς, νησιώτικους,
που να διαβάζονται με τη βοήθεια της φλόγας
ενός μικρού κεριού που τρέμει,
κι από ψυχές που τρέμουν και ποθούν...
Υπάρχει ένα θέμα εσπερινό, ωραίο πολύ:
για λιτανείες κοριτσιών λευκοντυμένων,
αγνών παιδιών - στα χέρια να κρατούν
λαμπάδες και χρυσάνθεμα...[ ]

Ωραίο θέμα, συγκινητικό,
που έτσι καθώς πασχίζεις να το γράψεις,
έρχεται μες στην ερημιά που ζεις και σε χαϊδεύει
γλυκειά και γαληνή σαν καλησπέρα της μανούλας σου
εκείνη η ευωδιά των χρυσανθέμων
π' ανθούνε στα κηπάρια του Νοεμβρίου -
η ευωδιά η παράξενη, που εκπλήσσει τους αγγέλους
καθώς τους αναγγέλλει μυστικά
την είσοδο της ταπεινής Παρθένου.....

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Δέηση του Δεκαπενταύγουστου-ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ

Έλα σαν αυγουστιάτικο μελτέμι
- προτού οι εφτά πληγές σφραγίσουνε το τέλος -
παραπονεμένος άνεμος
να χαϊδέψεις το κατώφλι μας.
Η φωνή μας σε περιμένει
- έχει απομείνει μονάχη -
τραγούδι επίμονο του τζίτζικα στο κοιμητήρι.
Περιδιάβασε ανάμεσα στις τύψεις μας.
Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό, που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.
Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου
ν' αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.
Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσεις
στεφάνι στην πόρτα μας!

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Κοίμηση-ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ

Αίρεται πλέον από της γης
το ρόδον το αμάραντον οπού θαμπώνει
τα μάτια των αγίων.
Ανοίγουν διψασμένοι οι ουρανοί
τη ματωμένη άσπιλη λάμψη του να πιουν.
Αγγέλων σμήνη το κυκλώνουν,
μες τ’ αυγινό φιλί μιας υπερούσιας μέρας,
όπου ανατέλλει.
Της τρυφερής σιωπής οπού το τύλιγε
πέφτουν τα πέπλα στις ψυχές μας
μ’ ένα απαλό γαλήνιο θρόισμα
σαν προσφιλής ανάμνηση,σαν ανεκλάλητη μια λύπη.
Ό,τι είχαμε, μ’ Εκείνη του Θεού τόχουμε δώσει,
φόβος πια μάταιος την καρδιά μας ας μη σκιάζει.
Αυτή η γυναίκα ήταν που φώτισε το πρόσωπό του
με το χαμόγελό της πριν απ’ το θαμπό μας ήλιο.
Αυτή η γυναίκα την καρδιά της έδωσε για χώμα
ο αβάσταχτος Σταυρός του να στηθεί.
Είν’ η ομορφιά μας, όλος μας ο πόνος,
η αγάπη είναι που στην Αγάπη έχουμε δώσει.

Πηγή: http://agiabarbarapatras.blogspot.com/

Παναγιά στη Μόρφου-ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

Η πιο καλή γειτόνισσα
η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.
Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη
όποτε πας θάν’ πάντα μέσα να προσμένει
να της άνοιξης την καρδιά σου
τη λύπη να της πεις και τη χαρά σου
κι’ απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι
να γνέφει «ναι» με το κεφάλι.
Ένα την έχει μοναχά πάντα στενοχωρήσει
που δε μπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήσει.
Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες
που δε λέει πια να πάρει τ’ αγεράκι
βγαίνει κι’ Αυτή με μια καρέκλα στο σοκάκι
και τα κουτσομπολιά των άλλων τα τρελά
τ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.
Ώσπου με το «άντε για ύπνο πια κ’ είν’ η ώρα περασμένη»
σηκώνεται κι η Παναγιά
και παίρνει τη καρέκλα της και μπαίνει.

Πηγή: https://stixoi.info/

Της Παναγιάς το τέμπλο-ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

Της Παναγιάς της Τρικεριώτισσας το τέμπλο
το σκάλισ'ένας μελλοθάνατος
για λευτεριά,για Δικαιοσύνη δικασμένος.
Ως να τον πάρουν για τουφέκι βρήκε τον καιρό
ν'αφήσει της Χαράς και της Ειρήνης μήνυμα.
Σκάλισε τριαντάφυλλα κι αστάχια να λυγίζουνε
στου Μάη την αύρα,
χοντρά τσαμπιά και περιστέρια που φιλιούνται
γύρω στους σταυρούς,
ό,τι έχανε κι επεθυμούσε,
όσα θα του'παιρναν
με δυο μολύβια στην καρδιά ένα χάραμα.
Της Παναγιάς της Τρικεριώτισσας το τέμπλο
είναι το μνήμα του.
Αργά,σεμνά,περνάτε
εδώ ησυχάζει ο Πηλιορείτης μάστορας
που τον σκοτώσαν για το Δίκιο.

Πηγή:Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι

Τη Υπερμάχω Στρατηγώ-ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

Πανάχραντη μητέρα του Θεανθρώπου,
που να ευλογεί το χέρι Σου έχει μάθει
κι ευλόγησε ως και τους ανίερους όπου
του γιου Σου εβάλαν στέφανο απ'αγκάθι,

Ρήγισσα τ'ουρανού,που ήταν ειρήνης
κι ήταν αγάπης ο ευαγγελισμός Σου,
Στέρξε άλλη μια φορά οδηγός να γίνεις
και την αρματωσιά της μάχης ζώσου.

Βάρβαροι σηκωθήκανε και πάλι
το άσπιλο σκήνωμά Σου να μολέψουν,
σαν του Χοσρόη τα στίφη ήρθανε κι άλλοι
το τίμιο ξύλο,Δέσποινα,να κλέψουν.

Για να'ναι πια ο ζευγάς δίχως χωράφι
κι ο ναύτης στους γιαλούς χωρίς πυξίδα
κι άδειοι να μείνουν οι ακριβοί μας τάφοι
και η Λευτεριά στη γη χωρίς πατρίδα.

Με τη ρομφαία στο χέρι το αλαφρό Σου,
που πιο πολύ του στέκει το άγιο κρίνο,
μες στην καπνιά της μάχης φανερώσου
και κάνε την ιαχή του οχτρού μας θρήνο.

Στρατολάτισσα υπέρμαχη,τα λίγα
παιδιά μας,τα γενναία και τ'αντροφόνα,
στης αρετής το δρόμο πάντα οδήγα,
το νέο μας να γράψουν Μαραθώνα.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Ο θρήνος της Παναγίας-ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΝΗΣ

Ω, άνοιξη γλυκειά μου, γλυκύτατο παιδί μου,
πού εχάθη η ομορφιά σου; Πώς έσβησε, ακριβέ μου,
η ολόγλυκη ματιά σου, το θείο σου χαμογέλιο
κι ο τρυφερός σου ο λόγος στην άμοιρη μανούλα;
Έτσι,λοιπόν,σε χάνω γλυκέ μου από τον κόσμο
που επάσχισες να σώσεις από την αμαρτία;
Έτσι άξαφνα σε χάνω χωρίς καμιάν αξία;
Ωιμέ,και πώς θα ζήσω,γλυκέ μου κι ακριβέ μου,
Ωιμέ και πώς θα ζήσω χωρίς εσέ στον κόσμο;
Χωρίς τα δυο σου μάτια; χωρίς το θείο σου γέλιο,
τον τρυφερό σου λόγο στην άμοιρη μανούλα;...

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Δεκαπενταύγουστος-ΑΝΔΡΕΑΣ  ΛΙΤΟΣ

Παναγία Παντοχαρά για τους αθώους,
όμορφη μητερούλα για τους απλούς,
ανύπαρκτη για τους σκοτισμένους.
Παναγίτσα για τον Τάκη Βαρβιτσιώτη ποιητή,
φιλική ζεστασιά, δροσιά για όλους.
Πάντων χαρά
η
Παντοχαρά, του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

Αμήν Καλοκαιρινό.

Πηγή: Φως ο τόπος του άλλου τρόπου, 2012

Στη μητέρα των θλιμμένων-Γ.ΒΕΡΙΤΗΣ

Ω Δέσποινά μας Παναγία
γλυκιά Μητέρα του Χριστού
Συ που χαρίζεις ευλογία
μες στην ψυχή κάθε πιστού.

Μύριες ψυχές τη θεία Μορφή Σου
ευλαβικά την προσκυνούν
Βασίλισσα του Παραδείσου
και μ’ άγιο δέος σε υμνούν.

Όλοι γονατιστοί μπροστά Σου
φτωχοί και χήρες κι ορφανά,
σε προσκυνούνε ταπεινά
ζητώντας την βοήθειά Σου.

Στη θλίψη και στην δυστυχία,
στις δύσκολες στιγμές του πόνου,
όλοι σε Σε το βλέμμα υψώνουν
κι όλοι φωνάζουν «Παναγία!».

Κι ο ναυαγός που κινδυνεύει
μέσα στη μαύρη τρικυμία,
Εσένα κράζει,Παναγία,
και προστασία Σου γυρεύει.

Γλυκιά Μητέρα των θλιμμένων
δως στις ψυχές των πονεμένων
και στήριγμα των χριστιανών
λίγη δροσιά των ουρανών.

Όλους Εσύ προστάτεψέ μας,
γέρους και νέους και παιδιά,
και πάντα πλούσια χάριζέ μας
ελπίδα και παρηγοριά.

Πηγή:Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου,Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι

Ω Μαρία-ΣΤΑΘΗΣ ΠΡΩΤΑΙΟΣ

Xαίρε Mαρία
η δυστυχισμένη συ εν γυναιξί.
"Tο φως ελήλυθεν εις τον κόσμον
αλλ' οι άνθρωποι το σκότος μάλλον
ηγάπησαν ή το φως".
Mαρία η δυστυχισμένη
συ εν γυναιξί,
εγέννησες το φως,
και δεν ευρέθηκαν ποτέ
δυο πόντοι αγάπη πουθενά
το φως να κατοικήση.
Ω, Mαρία, Mαρία
η τίκτουσα το φως
εις τον αιώνα,
πώς θα τ' ακούς
εις τον αιώνα,
το άρον, άρον
σταύρωσον το φως.

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Στην Παναγία των Βλαχερνών-ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΟΥ

Πολύς ο ίσκιος
κι ο περίγυρος
στενός
και πώς να σε χωρέσει
ο νους μας
Xώρα
του αχωρήτου;
Aνθό
δε βρίσκω
που να μη φωλεύει
ο ήλιος
που άστραψε
τη λυγερά του
μέλαθρα
μες των καλύκων
τις πορείες.
Mα συ εντός μας
δε χωρείς.
Mήδ' έχει ο λογισμός
περίσσια/κάνιστρα
να δρέψη
τις ροδιές σου
της αυλής!
Mόνο η ψυχή -
ω θάμμα -
εφτάκλιτη
σε περικλεί
μες τις θολές της
ερημίες / καθώς
το μοσχοβόλημα
οι πετρώες
Aραβίες...
Στα κάστρα
σ' ανιστόρησα
οδηγήτρια
και στ' αδυσώπητο
το κρίμα / απάνου
σε ξανάδα
γρηγορούσα!
Ήπια τις χάρες σου
μες τα κρουστά σου
νάματα,
ότι καιόμενη
ανηφόρισα
και με ξημέρωσες
ανθούσα!
Xαίρε
των Bλαχερνών
το έπος
ανατείνουσα
περικρατείς
και στ' όνειρό μας
το περίστυλο
ξανθές
οι κίονές σου
οι αρμονίες!
Για νάρθει
το αύριο
αβασίλευτο
στο φως σου
οι πληγές μας
εξουσίες!
Eπί των όφεων
περιπατείς
για να πραΰνονται
οι σκοτίες...
Λυγίζει
ο κάλαμος
προτού να γίνει
αυλός
κι ό,τι κι αν λέω
σωπαίνω...
Άφατη
η πρέπουσα
οδός
κ' επιφανής
μες τη σκιά σου...
Aς ήμουν
κρίνο
στου αρχαγγέλου σου
τα χέρια
σφαλισμένο
ν' ανθοβολώ
θωρώντας σε
με τον ωραίον
κάλλει
στην ποδιά σου!...
Tων οφθαλμών μας
χαίρε
ο Έπαινος!...

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/

Μπαλάντα που χαρίζει ο Βιγιόν στη μάνα του για να τη λέει σαν προσευχή στην Παναγία -ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Αφέντρα τ'ουρανού,της γης κυρία,
Ρήγισσα στου Άδη τους θανατερούς
Βουρκότοπους, για με δείξε εσπλαχνία
Και βάλε με τσ'άλλους σου εκλεχτούς,
Κι ας μην είπα πολλούς πατερημούς,
Τ'αγαθά σου, στ' αλήθεια, αρχόντισσά μου,
Δεν αξίζουν στα τόσα κρίματά μου ΄
Μα δίχως τ'αγαθά σου αυτά η ψυχή
Δε βλέπει Θεό ΄ το λέω με τα σωστά μου.
Ας ζω κι ας σβήσω μες στην πίστη αυτή.
Στο Γιο σου ανήκω, Πες μου,ό,τι αμαρτία
Έχω ας μου λύσει. Σε παλιούς καιρούς
Ίσιος μας και στο Χάρο τη χρυσή
Όμορφη νιότη του έδωσε. Η ματιά μου
Να σβηστεί, αν δε μιλώ με την καρδιά μου.
Ας ζω κι ας σβήσω μες στην πίστη αυτή.

Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr