Κάθε τρίτη Κυριακή του Αυγούστου γιορτάζουμε την παγκόσμια ημέρα φάρων. Φέτος συνέπεσε με τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Στον απόηχο της επετείου θα δούμε κάποια πολύ όμορφα ποιήματα που γράφτηκαν για τους φάρους!
Φάροι-ΓΙΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Ένα κάστρο υψώνει μεσοπέλαγα
η φωνή της θάλασσας απόψε
κι όσα κλαίει το κύμα και τα παίρνει ο άνεμος
κι όσα τα τυλίγει αφρός
ένα κάστρο τα υψώνει απόψε η θάλασσα
προς τα κει που θρηνάει το φως.
Μες στη δίνη που δέρνει των ψυχών την ορμή
του ονείρου την ύλη ποτές να μη χάσω
κ'η φωνή σου αδερφή μου-αυγινή μου λαχτάρα
κι ο θερμός που γεννιέται καημός
σαν κραυγή μακρινή φωτεινή και ζεστή
ας μου γίνει οδηγός.
-Δεν ακούς αδερφή τις φτερούγες των γλάρων
που σπαθίζουν λευκές τον απέραντο ζόφο
κ'ιστοράνε τα γέννα τ'ανεσπέρου φωτός
στου πελάου τον κόρφο;
Προς τα κει αδερφή τα καράβια μας πάνε
προς τα κει που βογγάει ασίγαστος πόνος
και γιγάντιες παλεύουν οι οδύνες των Φάρων
να κρατήσουν ψηλά πα στα στήθια των βράχων
των ανθρώπων το φως
Προς τα κει το καράβι μου πάει αδερφή
προς τα κει που υψώνει
μεσοπέλαγο κάστρο η κραυγή του φωτός
κ'η φωνή που ξεσκίζει τα στήθια των βράχων
κ'η φωνή κ'η φωνή-αυγινός μου καημός
μακρινή μου λαχτάρα η φωνή σου αδερφή μου
μου'χει γίνει οδηγός.
Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1948
Ο φάρος-ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ
Ήρεμος και γεμάτος μεγαλείο,
έξω από το λιμάνι,στέκει ο Φάρος,
στον ήλιο ή στη βροχή,στη ζέστη ή κρύο,
με το κεφάλι πάντα ορθό,σα γλάρος,
απάν'από τα κύματα΄ στο πλοίο
που ανέσπλαχνα παραμονεύει ο Χάρος,
σωτήρας πάντα΄κι ανοιχτό βιβλίο,
που ο καπετάνιος θαλασσοκουρσάρος
διαβάζει στα τρισκόταδα! Την ώρα,
που όλα το μαύρο σκότος τα τυλίγει,
εσένα η φωτεινή σου θύρα ανοίγει,
στην επιθυμητή οδηγώντας χώρα,
πικρούς ταξιδευτάδες. Όμοια ωραία
φώταε κι εμέ κι οδήγαε,ω Μούσα-Ιδέα.
Πηγή: Φυγή και πάθος,1962
Ο φάρος-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Τα κύματα της ερήμου επελαύνουν
μέσα από τη διάτρητη πανοπλία του
στις στιλπνές επιφάνειες του δωματίου
Πορσελάνες και κρύσταλλα τσακίζονται
στις ακτές των ματιών του
ναυαγός στο παρκέ
τεντώνει τα χέρια του με απόγνωση
Τον διασώζει την τελευταία στιγμή
απ’ τον τηλεβόα του ανθοδοχείου
ένα γαρίφαλο φάρος
σε ανοιξιάτικο μπράτσο
Το μόνο που ακόμα αντιστέκεται
σ’ αυτό το ναυαγισμένο δωμάτιο
Πηγή: Μοντέλο σώματος, Σύγχρονη Εποχή,1988
Στο φάρο –ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
Μέχρι το Φάρο
απόγευμα του Απρίλη
περπατήσαμε παρέα.
Στα βραχάκια
της κοινής πορείας μας
σταθήκαμε
μουσκεμένοι ως τα γόνατα
μ’ αρμυρό νερό, γλυφό.
Στ’ άσπρα βότσαλα
τις ανείπωτες ελπίδες
ζωγραφίσαμε
με αρμυρίκια
και μελάνι κόκκινο.
Ο Φάρος, είπες
άντεξε το βάθος
και το σκοτάδι
μιας θάλασσας
γνώριμης
μα ολωσδιόλου ξένης.
Ο Φάρος, είπα
στην ίδια θέση
αιώνες τώρα
να ξεγελά τους ναυτικούς
-και τους χαμένους, είπες-
με φωτεινά καμώματα
κι αντικατοπτρισμούς.
Ο Φάρος,
ολόγραμμα της επιθυμίας,
οφθαλμαπάτη, συμφωνήσαμε.
Μέχρι το Φάρο περπατήσαμε
εκείνο του Απριλίου το δείλι
κι ήταν η θάλασσα
καθρέφτης
κι ο Φάρος σκοτεινός
και ψεύτης.
Πηγή: Ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα,2011
Το μυστικό του φάρου-ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΑΤΣΗ
της Γεωργίας
Ανάμεσα στην ξέρα και τη θάλασσα
τόσο παράξενο
μόνο τα πόδια του να βρέχει
με αχινούς τα νύχια του στολίζει
χωρίς να ντρέπεται γι'αυτό τους καπετάνιους
πέτρα δεμένη στη σιωπή
και η σιωπή αλάτι΄
ό,τι να πεις
θαλασσοδέρνεται μονάχος
ανάμεσα στην ξέρα και την θάλασσα
τόσο το αίμα πάνω στον αρμό
που βλάμηδες τους ναυτικούς
τους έχει και τον έχουν
ένας ανάμεσά τους
βήμα δεν κάνει μπρος
και βήμα πίσω
έτσι αυτάρεσκα
που στέκεται ψιλόλιγνος
και να σωθούν και να πνιγούν
πάλι που στέκεται
με τόσο πείσμα ανάμεσα
στην ξέρα και τη θάλασσα
αστράφτοντας στα κόκκινα
για όποιον στα κύματα
ή βρέθηκε
ή χάθηκε΄
αυτό θα πω
χωρίς ούτε ένα κόμπο ναυτικό
να έχω δέσει
ο φάρος μας ξεγέλασε
είναι γυναίκα.
Πηγή:ακακίες στη σαβάνα,βακχικόν,2020
Μέχρι το φάρο-ΜΑΛΒΙΝΑ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ
Τετράδιπλο έβρεξα το παρεό μου.
Όσο μπόρεσα καλύφτηκα,
κόντρα στη ζέστη του μεσημεριού και ξεκίνησα
Ήταν απόσταση, μέχρι το Φάρο
Κι εκείνη η ενοχλητική μύγα να μ’ ακολουθεί
Να πάρει τη λίγη υγρασία που απόμεινε
στο μισόγυμνο κορμί μου.
Το μονοπάτι δύσβατο.
Λένε πως,
Το μονοπάτι , αν δεν το περπατάς…χάνεται!
Μπροστά μου ένα ρήγμα της γης,
Ύπουλα χάσκει μού κόβει το δρόμο.
Σκοντάφτω παραπατώ χτυπώ ζαλίζομαι…
Μα.. να ο φάρος, δίπλα μου.
Βαριά η σιδερένια πόρτα υποχωρεί, στη δύναμή μου!
Η έλικα της σκάλας και μόνο, με συνεπαίρνει
Το κόκκινο κάγκελο, ελικότροπα να ανεβαίνει
ως την κορυφή.
Εγκλωβισμένη σε στριφογυριστό κοχύλι εγώ,
σταματημένη στο κέντρο, να κοιτώ ψηλά.
Σε στάση διαλογισμού και το καθοδικό φως,
ως πυραμίδα, να με λούζει!
Εκεί πρέπει να φτάσω, ψηλά, να με θαυμάζουν όλοι!
Σηκώνω τα χέρια ψηλά και γερά κρατιέμαι
από αυτή την ατέρμονη έλικα του DNA
της εσωτερικής μου ανάτασης
που ωσάν μπουρίνι με ανεβάζει στο φως.
Βλέπω ήλιο βλέπω ουρανό,
βλέπω τη φωτεινή πηγή του φάρου
να ετοιμάζεται για τη βραδινή της αποστολή.
Απόλυτα ρυθμισμένη πρέπει, να ρίχνει τις ριπές λάμψης
σε απόπλους νυχτερινούς, μη και μπερδέψουν οι ναυτικοί ,
τους πορτολάνους!
Βλέπω τους σχηματισμούς των νεφών,
της οικουμένης γνώστες,
να προμαντεύουν το μέλλον.
Βλέπω το πέλαγο παντού το βλέμμα σα γυρνώ.
Κι όλο το νησί μια χούφτα,
να μου διηγείται την πορεία των αιώνων.
Και οι πέτρες μαύρες ,ηφαιστείου, να διηγούνται
πως από λάβα γίναν λιθάρια να χτίσουν το φάρο!
Βλέπω καράβια να διασχίζουν τα περάσματα,
φορτωμένα πραμάτειες
Βλέπω τους γλάρους να ερωτοτροπούν
καλώντας με στο πέταγμά τους!
Τα δελφίνια σε κυκλικό χορό γαμήλιας γιορτής
εκεί στο βάθος, να μου γνέφουν.
Ώσπου το μάτι κουράστηκε, έστρεψε προς τα μέσα
Κι αντίκρισε την κλίμακα,
να κατεβαίνει να στενεύει να μακραίνει
κάτω σκοτάδι πηγάδι απύθμενο…που καλεί.
Το σώμα υπακούει στο κάλεσμα
που γίνεται προσταγή.
.................................
Κάπου είμαι οριζοντιωμένη, σε ένα καράβι που με πηγαίνει…
Ένα υγρό παχύρευστο στο πρόσωπό μου, που ρέοντας
ξηραίνεται.
Γυρνώ το κουρασμένο μου βλέμμα προς τη Δύση..
Έδυσεν ο ήλιος και σκοτείνιασε η ψυχή μου.
Η Δύση βάφτηκε κόκκινη από το αίμα που με εγκατέλειψε…..
Πηγή: Πέτρες ανθισμένες,Κοράλι,2017
Ο φάρος της Πάτρας-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΑΣ
Σκέφτομαι μερικές φορές
να υπήρχε
-Κάδος Ανακύκλωσης Της Μνήμης-
Να μπορείς με μια απλή
-διαγραφή-
να διώξεις από πάνω σου
όλο αυτό το βαρύ φορτίο
Να μαθαίνεις από την αρχή
σαν παιδί όλα τα παλιά
Τη μυρωδιά της θάλασσας και του χόρτου
Τον ήχο της βροχής πάνω στον τσίγκο της αυλής
Να μη συμμετέχεις
στη μυσταγωγία του ηλιοβασιλέματος
επειδή ακόμα η ποίηση
δε σου έχει κτυπήσει την πόρτα
Τώρα τα χρόνια δυσβάσταχτα
ακουμπούν πάνω στον ώμο σου
σ’ εκείνους τους μοναχικούς περιπάτους
στο φάρο
και τα μάτια σου εστιάζουν
τις βάρκες
στο θάμπωμα του απογεύματος
Να είχαμε πάνω μας ένα σημάδι
να μπορεί κάποιος
να αναγνωρίσει τον οικείο πόνο
και πλησιάζοντας
να μοιραστεί την οδύνη των ημερών
Μου αρέσει η θαλπωρή των φανοστατών
όταν πάνω τους γέρνω
αποκαμωμένος από τη μακρά πορεία των λέξεων
Στο ισχνό τους φως αρχίζουν και τελειώνουν
ταξίδια
ποιήματα
και λυπημένες χωρίς τέλος ιστορίες
όπως αυτή.
Πηγή: Λυσίπονον, Περί τεχνών, 2008
Μαρτυρία ενός φάρου- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΙΝΑΣ
Τι κι αν υπήρξες αλαργινό νησί
σε θάλασσες πιο πέρα κι απ'τα ξένα;
Σε λάτρεψα όπως λατρεύουνε αυτοί
που στη ζωή τους τα έχουν όλα ξεγραμμένα:
ακροβατώντας στις γραμμές των οριζόντων σου
ρουφώντας την ομίχλη που σε ντύνει
αψηφώντας τις γραμμές νεκρών και ζώντων σου
μα ο πυρετός σου όσο πάει και μ'αφήνει.
Γέρικος φάρος,εθισμένος
στο λάγνο σου σκοτάδι
μου χάραξες ίχνη που θέριεψαν
και γίνανε σημάδι.
Πηγή:pinterest
Το φως του φάρου-ΠΑΝΟΣ ΝΙΑΒΗΣ
Βρέχει ασταμάτητα έξω.
Μπροστά μου ο Φάρος
συλλαβίζει Θέρος,
επίμονη η βροχή απόψε,
σβήνει τις λέξεις του
και η νύχτα ανεξιχνίαστη
πιότερο κι απ'τα μάτια σου
μούσκεμα ως το κόκκαλο
κρατάει σφαλισμένη τη σιωπή.
Το φως του Φάρου διαιρείται
αμέριμνο χωρίς φειδώ και πάει
σαν τη σκόνη των αβρών φιλιών σου
που φέρνει ο άνεμος
μες στους αγέραστους αιώνες
που σε περιμένω και σε καρτερώ...
Πηγή: Η Τριγωνομετρία των παθών,Μελάνι
Σε θάλασσα ανάμεσα κι ουρανό-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
σε θάλασσα ανάμεσα κι ουρανό
εκεί στον μακρινό ορίζοντα
σε θάλασσα ανάμεσα κι ουρανό
είδα αχνά να με καλεί ένα φως
κάτι σαν φάρος ή καράβι
κάτι ίσως σαν πατρίδα
να μού μιλάει βουβά
με χίλιες λέξεις
με εξαίσια μουσική και χρώματα
μ’ ένα άγγιγμα λυτρωτικό
μα ξαφνικά κατάλαβα
ότι πιο μακρινός κι απρόσιτος
πιο φωτεινός ορίζοντας
είναι η ψυχή
εκεί αστράφτει τ’ όνειρο
και αναδύεται δακρυσμένο
στο βάθος των ματιών μου
Πηγή: Kόκκινες πηχτές σταγόνες. εκδόσεις Μανδραγόρας, 2019
Εσμεράλδα-ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο Γιώργο Σεφέρη
Ολονυχτιές τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινεζικής πληγής.
Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γειά σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σε προδίνω»
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μία νύχτα στο Λονδίνο
η στα βρομιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε κάρφωναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
Πηγή:Πούσι,1947
Πέντε μικρά θέματα-ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
II
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές
Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.
Πηγή: Εποχές
Νοσταλγίες-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Μοιάζω στους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.
Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.
Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,
προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα...
Πηγή: Νοσταλγίες
Ο Φαροφύλακας-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (απόσπασμα)
Στον Γεράσιμο Σταύρου
Να μείνεις. Να μείνεις εδώ. Μια ησυχία, μια βαθιά ησυχία
σχεδόν μια ευτυχία, σαν νάληξε η μεταβλητότητα
ή σαν η θάλασσα νάχει αναλάβει και τη δική μας κίνηση
κ' εμείς, απ' το παράθυρο εδώ, μπορούμε να την παρακολουθούμε
ακίνδυνα, και κάπως μαγεμένοι μάλιστα
απ' όλα αυτά τα φευγαλέα υδάτινα σχήματα,
απ' αυτές τις ανώδυνες κραυγές, τους αναίτιους θορύβους,
τα ετοιμόρροπα χρώματα, τ' αντιφεγγίσματα, τις μεταπτώσεις,
αμέτοχοι, κολακευμένοι κιόλας απ' τη γνώση μας
για το αμετάβλητο του νερού κάτω απ' τις πολυθόρυβες,
τις απειλητικές χειρονομίες των ανέμων. Να μείνεις.
Σε λίγο θα διακρίνεις κάτω απ' το τεμάχιο των ήχων
την ταπεινόφρονη, αδιαίρετη σιωπή. Θα την διακρίνεις
σα μιαν ευγένεια προς τον ίδιο τον εαυτό σου. Ιδίως την ώρα που βραδιάζει
κ' η κάμαρα μυρίζει αρμύρα, κάπνα και πετρέλαιο -
(μια οξύτατη ευωδία από φύκια κι άνεμο και σπιτική ησυχία,
μαζί με τη ζεστή ανάσα τού καφέ και την απέραντη βραχνάδα τού ορίζοντα),
κείνη την ώρα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια άνετη, στέρεη κοιλότητα
σκαμμένη σφαιρικά μέσα στο μάταιο θόρυβο,
και, πότε-πότε, απόναν κρότο πιο ισχυρό, μια εξαίσια ταλάντευση
σάμπως να σε σκουντάει στον ύπνο σου ένα χέρι αγαπημένο χωρίς να σε ξυπνήσει
δίνοντας σου ταυτόχρονα την αίσθηση της ηρεμίας τού ύπνου
και του χεριού τού αγαπημένου. Ναι, να μείνεις.
Εδώ είναι σα να βρίσκεσαι σε μια καινούργια κιβωτό όπου σύναξες
μνήμες και πράξεις και όνειρα, για να τα σώσεις
και να σωθείς κι εσύ μαζί τους, -δέντρα και φυτά κι αγαθά ζώα
και σπόρους λουλουδιών∙ μπορείς να φαντάζεσαι
την άνθηση τους σα μικρές εκρήξεις από χρώματα,
σα μικρά πολύτιμα ηφαίστεια- τα βλέπεις κιόλας να φωτίζουν με τα χρώματά τους
τα χέρια σου, τη σόμπα, τη ντουλάπα, το τραπέζι
και τα παπούτσια σου πάνω στη καρέκλα∙ κ' έτσι φωτισμένα
τ' άδεια σου χέρια, μοιάζουνε και πάλι σα γεμάτα.
Τότε το ξύλινο τραπέζι με το χοντρό στρατσόχαρτο
γίνεται ένα μεγάλο δάσος όπου τέσσερις νέοι ξυλοκόποι
κόβουν τα δέντρα για να φτιάξουν το τραπέζι∙ βλέπεις
κ' ένα μικρό επιπλοποιείο όπου τέσσερις νέοι ξυλουργοί
σκυμμένοι με πολλή φροντίδα φτιάχνουν το τραπέζι. Εδώ θα τρώμε. Κάποτε,
την ώρα που βραδιάζει, οι σκιές ανεβαίνουν με μικρές κυριαρχικές κινήσεις
σαν αχινιοί, εντελώς σαν αχινιοί, απ τα πόδια των επίπλων
ως τη ράχη της καρέκλας, ως επάνω σ αυτό το τραπέζι
ανάμεσα στα φλιτζανάκια, τα ποτήρια, το σταχτοδοχείο
κ' υποχρεώνεσαι να δεις και να σωπάσεις∙ μα η σιωπή σου
είναι κιόλας μια ομολογία πως είδες, μια μαρτυρία
πως κρατάς κάποιο μυστικό ή πως κάτι δεν ξέρεις,
μια κατανόηση ανεπάρκειας που πέφτει μ' έναν κούφιο θόρυβο
στο βασικό κενό σαν έναν αναμμένο αποτσίγαρο στη θάλασσα.
Κάποτε πάλι, τις νύχτες με φουρτούνα, τούτο το τραπέζι
καμπυλώνει τη ράχη του σαν ήμερος ελέφαντας
για να σε σεργιανίσει σ' ένα παραμύθι. Μη νομίσεις
πως πρόκειται για λησμονιά και αδράνεια. Υπάρχουν κ' εδώ πέρα
ένα σωρό δουλειές, καθήκοντα κ' ευθύνες, όπως λένε.
Πηγή: Ποιήματα ,Δ' Τόμος,1978
Ο γέρος φαροφύλακας-ΤΡΙΑΔΑ ΖΕΡΒΟΥ
Ο γέρος φαροφύλακας,εξόριστος,
ζει με την μοναξιά του,
εκεί, στην απομόνωση,
στο στοιχειωμένο φάρο!!
Συχνά πυκνά ακολουθεί,
την ρότα η ματιά του,
των καραβιών που κυνηγούν,
στα κύματα το χάρο...
Βλέπει το σμήνος των πουλιών
που κρώζουν στα κατάρτια,
φασματικά οράματα
των παραλλήλων δρόμων!
Σημαίες, σύμβολα κρατών,
να κρέμονται στα ξάρτια,
φασμένες από θύελλες,
καταραμένων νόμων.
Ίσκιους θολούς! Σπαρακτικές
ελπίδες στον ιστό τους,
τοποθετούν και καρτερούν,
οι τυφώνες να κοπάσουν,
στο απέραντο αρχιπέλαγος,
ως τον προορισμό τους!
Οι ναύτες ονειρεύονται
στο σπίτι τους να φτάσουν..
Κάποιες φορές σκεπάζονται
απατηλή ομίχλη,
με αχνογάλανους ατμούς,
θολούς,μυστηριώδεις!!
Στομώνει η πυξίδα τους
και δρόμο πια δεν δείχνει,
στα πλοία που ξεβράζονται
σ'ακτές σκληρές,βραχώδεις..
Ήλιος θαμπός,μετέωρος,
στα παγωμένα φάσματα,
των ηφαιστειακών νησιών!!
Κι αέρηδες γεμάτη,
μια μοίρα Αχερούσια,
ωθεί στα μαύρα κλάσματα,
κάθε σκαρί που συναντά,
της θύελλας το μάτι...
Ο γέρος φαροφύλακας
το φως αναβοσβήνει,
που αντικατοπτρίζεται,
στα ταραγμένα ύδατα,!!
Στυγνός φονιάς η θάλασσα,
όλα τα καταπίνει,
με ελαφροπαιγνιδίσματα
και αδηφάγα κύματα...
Πόσα ναυάγια θλιβερά
στην μάχη του ανίσου,
τα γερασμένα μάτια του
είδαν από τον φάρο!!
Στ'άναστρα βάθη να κυλούν,
στις πύλες της αβύσσου,
με βούισμα εφιαλτικό,
να συναντούν τον χάρο...
Πηγή: ennepe-moussa.gr
Ο φαροφύλακας του σύμπαντος-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Ο φαροφύλακας του σύμπαντος
αιώνες τώρα ανάβει κάθε σούρουπο
το λύχνο στο βορινό αστέρι
εκεί στο σταυροδρόμι του απείρου
που συναντιούνται οι ψυχές
σαν ταξιδεύουν στην καταχνιά
ψάχνοντας για κατάλυμα αγάπης.
Ο φαροφύλακας του σύμπαντος
με τ’ άσπρα γένια ως το γόνατο
κάθεται αμίλητος και σκυθρωπός
και μόνο σαν ανταμώσουν δίπλα του
μάτια γεμάτα από τη δίψα του έρωτα
χαμογελά και δείχνει με το βλέμμα
το δρόμο για τον δικό τους γαλαξία.
Πηγή:Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό, 2017
Η αφήγηση-ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ
Είμαι ο Έρικ Σέλτον, φαροφύλακας
παρακολούθησα από κοντά τα γεγονότα
γιατί στα χρόνια μου έπρεπε να κοιτάζεις.
Στάθηκα μπρος λοιπόν και κοίταξα
παρόλο που για ώρες πριν ένιωθα μόνος
στάθηκα και τα είδα όλα
σχεδόν με κάποια ευχαρίστηση
ελπίζω να με συγχωρέσει ο θεός.
Ήτανε καλοκαίρι απ' τη μία όχθη ως την άλλη
το λέω αυτό αν και δεν έχουν σημασία πια οι εποχές
έτσι γιατί πιστεύω ότι κάποιος κάποτε θα θυμηθεί
πώς είναι να διψούν οι κήποι και τα σώματα
ή πώς μπορεί ν' απλώσει το βουνό τις παπαρούνες
άστατες και πιο κόκκινες εντέλει
απ' την κοιλιά της όμορφης γυναίκας.
Ήτανε καλοκαίρι, ναι
έλειπε και το χνούδι και η θλίψη
κι εγώ ήμουν ο Έρικ Σέλτον, φαροφύλακας στον Νόρθερν Εντ
που κοίταζε και είδε τη σιωπή στον ουρανό
τα πλαδαρά σαρκώδη χείλη, τα βολβώδη μάτια
το χόρτο το χλωρό να καίγεται
κι ότι καιρός δεν ήταν πια.
Πηγή:Ρόδινος Φόβος, Στιγμή, 1992
Φάροι-ΝΑΚΑ ΤΑΡΟ
Οι φάροι μοιάζουν με τους ποιητές
που κοιτάνε μόνο επικίνδυνα πράγματα
-μια παλίρροια που πλησιάζει
Οι ποιητές μοιάζουν με τους φάρους
ζώντας την αγωνία
χτίζουν τη μοναξιά τους
Επειδή το φως τους
το κλέβει πάντα η απόσταση
το εσωτερικό τους
είναι πιο βαθύ από κάθε σκοτάδι.
Μετάφραση: Λ.Σκαρτσή
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος
Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Η αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).