Ένα υπέροχο κείμενο έφθασε στα χέρια μου! Ένας αυτοκαταστροφικός ήρωας που βυθίζεται στη δίνη της παρακμής... Με συνεπήρε η μυστηριακή γοητεία του σκοταδιού στο διήγημα "Το θανάσιμο αμάρτημα νούμερο ένα".Ανήκει στην ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων "Όλα αληθινά" της λογοτέχνιδας Πατρίτσιας Αϊβαλή. Της εύχομαι το βιβλίο της να εκδοθεί σύντομα και θα είμαι απ' τις πρώτες που θα το αγοράσουν!
Το θανάσιμο αμάρτημα νούμερο ένα-ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΑΪΒΑΛΗ
Ένα μικρό στούντιο όλη η περιουσία του Διονύση.
Όταν άνοιγες την πόρτα του, σε τράβαγε απ’ τα ρουθούνια η μπόχα της ακαταστασίας. Κι ύστερα, κλωτσώντας τα διάσπαρτα σκουπίδια, έφτανες στο λιγδερό κρεβάτι, όπου ξάπλωνε ο Διονύσης, με τα μάτια κολλημένα στη φωτεινή οθόνη του τάμπλετ, διαπλέοντας τους σομιέδες σαν ναυαγός καταμεσής του πελάγους, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αφίσες του Βηλφεγώρ.
Ο Βηλφεγώρ… Ένας από τους επτά δαίμονες της Κόλασης, υπεύθυνος της οκνηρίας, φριχτός γενειοφόρος, με τα κέρατα και τα νύχια του να γίνονται τρισδιάστατα σε κάποιες αφίσες, παρότι υπήρχαν πάντα κι όσες τον έδειχναν σαν πανέμορφη νεαρή γυναίκα. Ο Διονύσης είχε ερωτευθεί αυτή την εικόνα. Ένα αρρωστημένο πάθος τον κατέκλυζε ολοένα για τη γυναικεία μορφή του Βηλφεγώρ, ώσπου έφτασε ν’ αποποιηθεί για χάρη της εκείνη τη συμφωνία που είχε κάνει κάποτε με το Θεό περί αιώνιας αποφυγής της τεμπελιάς…
Συνέβη κεραυνοβόλα. Όταν η μορφή τού μίλησε για πρώτη φορά, διέγραψε μονομιάς την ιδέα πως το αργόσχολο μυαλό είναι εργαστήρι του διαβόλου.
«Έχεις αρκετά λεφτά για να ζεις;» τον ρώτησε ένα βράδυ η μορφή –ένα απ’ τα πολλά που συνήθιζε να του μιλά ασταμάτητα μέσα στο μυαλό του– και κατέβηκε στο κρεβάτι του. «Α, ναι», απάντησε ο Διονύσης, «ας είναι καλά οι νεκροί… Μου ’χουν εξασφαλίσει τον επιούσιο για πολλά χρόνια». «Ωραία, ωραία. Γιατί με το να δουλεύεις, όπως ξέρεις, παίρνεις το ψωμί κάποιου που το ’χει ανάγκη. Κι αυτό είναι αισχρό».
Με τους φίλους του κάκιωσε, απλώς γιατί του έλεγαν την αλήθεια. «Χάθηκες, Διονύση, αγαπάς μια αυταπάτη… ερωτεύτηκες το ανύπαρκτο… Σύνελθε, καταστρέφεσαι, πέρασες τα όρια της δυστυχίας, κοντεύεις στο θάνατο, κι ούτε που θα το καταλάβεις». Μα αυτή –η αφίσα, η γυναίκα, ο Βηλφεγώρ– σέρβιρε όνειρα, τον ράντιζε μ’ αιθέρια αρώματα, του ’λεγε ότι η τεμπελιά είναι κόρη του πλούτου και όχι της φτώχειας, ότι η ανάπαυση είναι χαρά, η αδράνεια είναι έρωτας και το καλύτερο ανθρώπινο έργο είναι το να κοιτάς τους άλλους να δουλεύουν.
Οι ανούσιες συζητήσεις τους με τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια, τέντωναν την οκνηρία του στο έπακρο. Τα επιτεύγματα των άλλων ανθρώπων και η προκοπή τους, οι κόποι τους και οι καρποί τους, ήταν γι’ αυτόν τύχη, απλώς τύχη. Ο δικός του χρόνος δεν ήταν ποτέ κερδισμένος, η ικανότητά του δεν περπάτησε στους δρόμους της πόλης, δεν έφτασε ποτέ σε καμιά επιτυχία. Όλα πια τα δευτερόλεπτα της ζωής του σκεφτόταν τις συμβουλές του μεγάλου του έρωτα. Σ’ εκείνη και μόνο σ’ εκείνη είχε ορκιστεί αιώνια πίστη και αφοσίωση. Γιατί, τελικά, πώς θα μπορούσε να προδώσει μια τόσο όμορφη γυναίκα, έστω κι αν αυτή κατέβαινε κάθε βράδυ στο κρεβάτι του γλιστρώντας από τον τοίχο;
Το υποσυνείδητο του Διονύση είχε ολοκληρωτικά ποτιστεί απ’ τα λόγια της, ενώ η οκνηρία του μπλόκαρε κάθε αντίσταση των αισθήσεων. Όλα γι’ αυτόν ήταν πια μια σοφία που έβγαινε γλυκά –τόσο γλυκά!– από τα λάγνα της χείλη.
Οι διαδρομές του Διονύση ήταν μεταξύ κρεβατιού-καναπέ-παράθυρου. Κάποιες ώρες της βδομάδας έπαιζε τάβλι με τον κολλητό του, τόσο βαρετά που αυτός άρχισε ν’ αραιώνει τις επισκέψεις του. Κοιμόταν σχεδόν συνεχώς απ’ την ανία, ο εγκέφαλός του λειτουργούσε μόνο στον ύπνο, όταν κουβέντιαζε με την ερωμένη, δηλητηριασμένος από λάθος σκέψεις. Ο Διονύσης παραδόθηκε σ’ αυτή τη μονότονη και χωρίς νόημα ζωή. Ήταν ευτυχισμένος μέσα στη νάρκη του.
Με τα χρόνια, οι αφίσες της ερωμένης άρχισαν να ξεθωριάζουν, όσο κι αν ο Διονύσης τις μετακινούσε στον τοίχο όπου δεν έφτανε ο ήλιος. Καταλάβαινε κι ο ίδιος πως είχε αρχίσει να χάνει δυνάμεις: οι συνευρέσεις τους λιγοστές και άχαρες πια. Όσο για τους φίλους, οι επισκέψεις τους είχαν χαθεί από χρόνια. Το στρώμα του, όλο πιο βουλιαγμένο, ακουμπούσε σχεδόν στο πάτωμα.
Οι αφίσες της γυναίκας (του) άσπρισαν τόσο που δεν μπορούσε πια να διακρίνει το πρόσωπό της. Το σώμα της, σε πολλά σημεία αχνό, ίσα που το θυμόταν. Ο πόθος του γι’ αυτήν ανύπαρκτος (πώς, σε σώμα χαμένο;). Όμως ο δαίμονας Βηλφεγώρ υπήρχε ακόμα, παρέμενε εκεί, αλώβητος και αναλλοίωτος, να τον κοιτά μες απ’ τα σχιστά του μάτια.
Ένα ξημέρωμα, με κόπο κατάφερε να σηκωθεί, κατέβασε τις αφίσες απ’ τον τοίχο και τους έβαλε φωτιά. Τις έκαψε μέσα στον τενεκεδένιο κουβά όπου φύλαγε τα χαρτάκια με τ’ αποφθέγματα. Τις άλλες τις έθαψε στις γλάστρες του μικρού του παραθύρου. Κι ύστερα ξάπλωσε.
Ξάπλωσε στο μακρόστενο σαν φέρετρο κρεβάτι του, με το σώμα του λιωμένο απ’ την απραξία για ένα τίποτα.
Δεν ήταν παρά ένας ακόμα νεκρός.
Ένας νεκρός που κανείς δεν γινόταν να θάψει.
«Αυτό το παιδί έκανε καλή οικονομία τόσα χρόνια… Τα λεφτά που δεν ξόδεψε θα του έφταναν να κάνει το γύρο ολόκληρου του κόσμου έξι φορές. Μας έσωσε. Πάντοτε θα μας σώζει. Κι ας μην το κατάλαβε ποτέ. Τι άλλο είναι ο τεμπέλης εκτός από το κέρδος του πλούσιου;»
«Ποιος μου μιλάει;» είπε ο καινούργιος ενοικιαστής, κοιτάζοντας ολόγυρα στο δωμάτιο, χτυπώντας το μέτωπό του με την παλάμη. Μια μικρή αφίσα βρισκόταν ακόμα πίσω απ’ το παλιό κρεβάτι του Διονύση, εκεί, στη γωνιά των τοίχων.