Ο θάνατος του Στελλάκη Αμπελιώτη-ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ

Ο θάνατος του Στελλάκη Αμπελιώτη-ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ

Ένας θάνατος που γίνεται αφορμή ν'αποκαλυφθούν ένοχα μυστικά. Κρυφές σελίδες μιας πολυτάραχης ζωής που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη οδύνη. Αυτή θα είναι όμως η κατάληξη; Θα το δούμε στο σπαρταριστό διήγημα του Βασίλη Κυπριωτάκη "Ο θάνατος του Στελλάκη Αμπελιώτη"! Συγκίνηση, σασπένς, ηθογραφία μιας εποχής, κλάμα και γέλιο!

Ο θάνατος του Στελλάκη Αμπελιώτη.-ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ

      Ήμουν δεν ήμουν 18 χρονών όταν πέθανε ο Στελλάκης ο Αμπελιώτης ο συμβολαιογράφος. Είχα τελειώσει το γυμνάσιο, το εξατάξιο τότε και είχα δώσει στο Πανεπιστήμιο, περιμένοντας τα αποτελέσματα. Ήταν μια νεκρή περίοδος και το σημαντικότερο πράγμα που κάναμε καμιά δεκαριά παιδιά στο χωριό, συνομήλικοι, ήταν η ξάπλα και το ποδόσφαιρο, με την προοπτική να επεκταθεί τις νυχτερινές κυρίως ώρες σε επικούς αγώνες στο ποδοσφαιράκι με χαχανητά και χιουμοριστικές καταστάσεις. Έχοντας ροπή γι’ αυτά όλοι οι νέοι άνω των δεκαπέντε και κάτω των είκοσι χρόνων, μαζευόμαστε τα βράδια στο καφενείο του Χατζή και αφού κάναμε τους ξύλινους παίχτες να βγάζουν φωτιές, αρχίζαμε τα πειράγματα σε αλλήλους. Κάναμε τόση φασαρία που πολλές φορές ο καφετζής όχι και πολύ ευγενικά μας απομάκρυνε από την επιχείρησή του, λέγοντας και καμιά τούρκικη βρισιά, μιας κι ήταν μικρασιάτης.
Κείνο το πρωί άργησα να ξυπνήσω, αφού την προηγούμενη έγινε το έλα να δεις με τον Χατζή να μας κυνηγάει στα σοκάκια, αφού κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να του βάλει πυροφάνι, ενώ κοιμόταν μακαρίως σε μια καρέκλα και παραλίγο να γίνει παρανάλωμα.. Άκουσα στον ύπνο μου τη φωνή της μάνας μου, που λίγες φορές ερχόταν να με ξυπνήσει και ανασηκώθηκα, σίγουρος πως κάτι είχε γίνει.
-Σήκω παιδί μου να πας στο σπίτι του Αμπελιώτη να πάρεις κανένα βιβλίο, η θειά Αγγελικούλα έχει δώσει στο μισό χωριό. Να της πεις να σου δώσει κανένα με ιστορίες, που μ’ αρέσει κι εμένα να διαβάζω.
     Η Αγγελικούλα ήταν η γυναίκα του συμβολαιογράφου του Αμπελιώτη που δέσποζε στα πράγματα της περιοχής επί σαράντα χρόνια. Ήταν από τους προύχοντες του χωριού. Έτσι, πλήρης ημερών, ετοιμαζόταν να αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο, καθώς το εγκεφαλικό που τον χτύπησε, συμφόρηση όπως το έλεγαν τότε, ήταν βαρύ. Ο Καλλέργης ο γιατρός δεν άφησε πολλά περιθώρια στην Αγγελικούλα. Δεν τονε βγάνει το μήνα, της είχε πει.
Η γυναίκα το πήρε ψύχραιμα. Είχε ζήσει μαζί του σαράντα χρόνια, μα τα τελευταία δέκα πέντε ήταν μόνο η νοσοκόμα του. Ο Στελλάκης είχε ζήσει έντονη ζωή και πριν την παντρευτεί και μετά. Παιδούλα είκοσι χρόνων ήταν κι αυτός σαρανταπεντάρης όταν παντρεύτηκαν. Την έπλασε όπως ήθελε κι η ίδια με σκυμμένο κεφάλι ήταν πάντα. Δεν πέρασε άσχημα κοντά του. Δεν ήταν περίεργη, δεν τον ζήλευε κι ο ίδιος την αγαπούσε, με τον τρόπο του βέβαια, αφού δεν έλεγε όχι σε όσες ομορφονιές τον κοιτούσαν όχι τόσο για την ομορφιά του, μα περισσότερο για την τσέπη του. Τα ήξερε, δεν τα ήξερε κανείς δεν μπορούσε με σιγουριά να πει. Ήταν κυρία με τα όλα της και γλυκούλα. Όπως στα νιάτα της έτσι και στα γεράματα. Με τσιριχτή και ναζιάρικη φωνή. Την έβρισκες η Αγγελικούλα η ναζιάρα. Έτσι την αποκαλούσε όλο το χωριό. Εγώ την έλεγα και θειά γιατί ήταν ξαδέλφη της γιαγιάς μου, από την πλευρά της μάνας μου.
    Σαν είδε λοιπόν ότι ο Στελλάκης βάδιζε προς το μοιραίο, πήρε απόφαση να "ξαλαφρώσει" το σπίτι από διάφορα πράγματα δικά του. Προπάντων από τα βιβλία του που κρατούσαν την κάμαρη που χρησιμοποιούσε για γραφείο, μα και το μισό σαλόνι. Είκοσι χρόνια που είχε αποτραβηχτεί από την ενεργό υπηρεσία, δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε κουβέντα για ανανέωση του χώρου. Ήθελε να τα βλέπει όλα όπως όταν ήταν σε δράση. Και η Αγγελικούλα δεν του χαλούσε χατίρι. Μα τώρα, που ήταν με το ενάμισι πόδι στον τάφο, βρήκε ευκαιρία να περάσει για πρώτη φορά το δικό της. Άρχισε από τα ρούχα του. Κοστούμια, πουκάμισα, παντελόνια άρχισαν να κάνουν φτερά. Και υπήρχε πολλή ζήτηση. Ακόμα και ο Βαρδόκωστας ο βοσκός φόρεσε κοστούμι και ανέβηκε στο βουνό φορώντας το. Το θέαμα ξεκαρδιστικό, ο ένας γελούσε με το ντύσιμο του άλλου. Ο γέρο Ρούσος ο Μακεδονομάχος έβγαλε προς στιγμήν τη βράκα και το μεϊντανογέλεκο και πρόβαρε το ημίπαλτο και το παντελόνι του συμβολαιογράφου που του κουβάλησε η γρα Παγώνα η γυναίκα του. Όμως νευριασμένα ξαναφόρεσε τη βράκα, λέγοντας:
-Εγώ τέθοια μασκαραλίκια στα γεράματα δεν κάνω. Παραίτησέ με αθεόφοβη, μην πιάσω τη χαχαλόβεργα.
   Στην αρχή τα βιβλία δεν είχαν πολλή πέραση, αλλά μετά όταν η Λενιώ της Παλάσης με την Κατινιώ του Λεκάκη κατά δυο χρόνια μικρότερές μου, άρχισαν να διαφημίζουν αυτά που είχαν πάρει από την Αγγελικούλα και να λένε κάτι από τις ιστορίες που διάβασαν, άρχισαν να κυκλοφορούν στο χωριό περίεργα ονόματα κάποιων, όπως Ουγκώ, Ντοστογιέφσκι, Γκωτιέ μα και Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης και να απαγγέλλουν κάποιοι ποιήματα του Καρυωτάκη, Κάλβου και Καβάφη. Μια άνθιση των γραμμάτων άρχισε να διαγράφεται. Σε χρόνο μηδέν τα βιβλία του Στελλάκη είχαν κάνει φτερά. Όταν πήγα κι εγώ το μόνο που βρήκα ήταν τους Νόμους σε τόμους και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η Αγγελικούλα διακρίνοντας την απογοήτευσή μου, χαμογελώντας μου έφερε από τη δική της κάμαρα ένα μεγάλο βιβλίο που έγραφε «Ανθολογία της Ποιήσεως», λέγοντάς μου:
-Δεν πρόλαβα παιδί μου ούτε να τ’ ανοίξω, μα χαλάλι σου. Εύχομαι να σε βοηθήσει να ξεκλειδώσεις την πόρτα της ψυχής σου και να συμφιλιωθείς μαζί της. Τότε θα νιώσεις αληθινά άνθρωπος.
   Δεν κατάλαβα τότε τα λόγια της, αν και ηχούσαν επί χρόνια ευχάριστα στ’ αυτιά μου. Πολύ αργότερα, όταν είχα ψηθεί στο καμίνι της ζωής, ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο που μου έδωσε, συνειδητοποίησα τα λόγια της.Πήγα λοιπόν στο σπίτι μου κρατώντας το μεγάλο βιβλίο κι ένα μικρότερο, τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο έδωσα στη μάνα μου λέγοντας της πειραχτικά:
-Μάνα, μου 'πε η Αγγελικούλα να το διαβάσεις προσεχτικά. Τέθοια ιστορία, λέει, δεν ξαναγράφτηκε.
   Αυτή η καλοκάγαθη παίρνοντάς το, κάθισε σε μια καρέκλα αμέσως, πιστεύοντας τα λόγια μου και βάζοντας τα γυαλιά της, έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.Εγώ πήγα στο δωμάτιό μου και ξεφύλλισα το βιβλίο, ψάχνοντας για κάποιο στίχο που θα μου άρεσε. Έκανα μια γρήγορη περιήγηση ανάμεσα σε άγνωστους σε μένα ποιητές και σε γνωστούς αγαπημένους και καθώς ξεφύλλιζα βιαστικά, ένα διπλωμένο χαρτί πετάχτηκε από μέσα σαν να ήθελε να αποδράσει από τις σελίδες που το κρατούσαν φυλακισμένο. Το άνοιξα με περιέργεια και διαπίστωσα πως επρόκειτο για ερωτικό γράμμα.
«Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια. Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες».
    Ξεκινούσε μ’ αυτούς τους στίχους από το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη και είχε πέσει ανάμεσα από τις σελίδες του βιβλίου που αναγράφονταν ποιήματά της. Δίπλωσα βιαστικά το γράμμα, μη θέλοντας να εισέλθω σε προσωπικά θέματα του κατόχου της επιστολής, έχοντας τη βεβαιότητα πως επρόκειτο για μία γραπτή έκφραση των συναισθημάτων της Αγγελικούλας προς τον άντρα της πριν αρκετά χρόνια, τον καιρό του έρωτά τους. Όμως μια ακατανίκητη επιθυμία περιέργειας με έκανε να ξανανοίξω το γράμμα, το οποίο παρακάτω ήταν ακατάλληλο για ανηλίκους. Περιέγραφε συναντήσεις του ερωτιάρη Στελλάκη με κάποια «κυρία» της πόλης, όπως φαινόταν από τα γραφόμενα, όπου ανεβοκατέβαινε τακτικά για νομικά ζητήματα. Είχε αναφορά και στη γυναίκα του που τον προέτρεπε να την αφήσει, αφού δεν του έκανε παιδιά και να παντρευτεί την ίδια που ήταν καρπερή και θα του έκανε ένα τσούρμο. Πώς έβγαζε αυτό το συμπέρασμα, δεν το αιτιολογούσε στο γράμμα, ίσως ήταν θέμα κληρονομικότητας, δηλαδή ήταν από καρπερότατο σόι. Υπέγραφε στο τέλος, η Κατίνα σου.
Έκλεισα το γράμμα σκεπτόμενος πως ήταν Θεού θέλημα να μου δώσει το βιβλίο η Αγγελικούλα. Αν μάθαινε τώρα στα τελευταία του τα τσιλιμπουρδίσματα του άντρα της, ίσως να πονούσε περισσότερο κι από το μοιραίο που περίμενε γι’ αυτόν.
    Ξεφύλλισα προσεκτικά το βιβλίο, έχοντας τώρα μόνο περιέργεια μήπως βρω και δεύτερο γράμμα. Και το βρήκα! Ήταν στις τελευταίες σελίδες ανάμεσα σε δυο ποιήματα κάποιου άγνωστου σε μένα ποιητή. Τώρα επρόκειτο για κάποια δίδα Φρόσω, που μάλλον έμενε κι αυτή στην πόλη και το ύφος της επιστολής μαρτυρούσε ότι έκανε το αρχαιότερο επάγγελμα, αλλά όχι με όλους, μόνο με ολίγους εκλεκτούς λεφτάδες, που τους πουλούσε έρωτες μετά αισθημάτων. Το συμπέρασμα το έβγαλα από μια παράγραφο που έλεγε ότι ο Στελλάκης ήταν ο πιο εκλεκτός αγαπημένος και τα δώρα του θα στόλιζαν για πάντα το λαιμό της. Τώρα γιατί του τα έγραφε σε γράμμα, ποιος ξέρει. Ίσως ο ίδιος να το ζητούσε για να θυμάται τις ευχάριστες αταξίες του κάθε φορά που το διάβαζε. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αυτό δεν άρχιζε, μα τελείωνε με τους στίχους:
«Έλυσες τα μαλλιά σου και χλιμίντρισαν τ’ άλογα...
Οι μασχάλες σου κούπες με δυνατό κρασί...
Κρατώ στα χέρια μου τη χωματένια γύμνια σου»
Και την παρατήρηση σαν υστερόγραφο: «έμαθα απέξω τους στίχους που μου είπες σαν μ’ έβαλες στην αγκαλιά σου για πρώτη φορά». Τι μπέρδεμα κι αυτό. Ρομαντική ποίηση με ερωτικό ρεαλισμό. Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα άλλο γράμμα.
    Έφυγα τρέχοντας για το σπίτι του συμμαθητή και φίλου μου Μανώλη που δεν απείχε πάνω από πεντακόσια μέτρα. Δεν μπορούσα να κρατήσω μόνος τέτοιο μυστικό. Έπρεπε να το μοιραστώ με κάποιον. Ο Μανώλης λύθηκε στα γέλια σαν διάβασε τα γράμματα. Έκανα μεγάλη προσπάθεια να τον συνεφέρω. Με τα πολλά σταμάτησε, σαν του είπα ότι είναι αμαρτία να γελά με κάποιον που από ώρα σε ώρα τον περιμένουν να πεθάνει.
Ο Μανώλης όταν σοβάρεψε, μου είπε ότι παρατήρησε το εξής περίεργο. Η Κατινιώ του Λεκάκη στις απαγγελίες των στίχων στους χωριανούς, μεταξύ άλλων έλεγε με στόμφο και τη φράση: «Κρατώ στα χέρια μου τη χωματένια γύμνια σου» και ξεσπούσε σε γέλια κοιτάζοντας τη Λενιώ με μάτια που σπίθιζαν από πονηριά. Συνδυάσαμε το γεγονός ότι τον ίδιο στίχο περιείχε και το δεύτερο γράμμα της δεσποινίδας Φρόσως και πειστήκαμε τελικά ότι κάποια επιστολή είχε βρει και η Κατινιώ και βέβαια ήταν αδύνατο να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Μα ο ευλογημένος, μες στις ποιητικές συλλογές έκρυβε τα ραβασάκια από τις ερωμένες του; Πόσοι άλλοι άραγε είχαν βρει και διαβάσει τις επιδόσεις του στον ποδόγυρο;
Ένα ερώτημα στο οποίο δύσκολα θα βρίσκαμε απάντηση ή εύκολα, αν άρχιζαν να διαρρέουν από στόμα σε στόμα τα προσωπικά δεδομένα του ερωτιάρη Αμπελιώτη. Θα ήταν κρίμα γεγονότα που είχαν γίνει πριν είκοσι πέντε χρόνια να έρχονταν στο φως και να σπιλώσουν κάποιον που τώρα πια το μόνο που περιμένει και εύχεται είναι καλή ψυχή.
    Τις επόμενες μέρες προσπαθήσαμε να «ψαρέψομε» την Κατινιώ και τη Λενιώ, αναλαμβάνοντας εγώ τη μία κι ο Μανώλης την άλλη. Ο Μανώλης έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στη Φυσική και τα Μαθηματικά, μιας και ήταν μαθητής από τους αριστούχους και σήμερα ένας πετυχημένος φαρμακοποιός. Είχε αρχικά απορρίψει την κρούση της μάνας της Λενιώς να κάνει ιδιαίτερα στην κόρη της μιας και δεν ήθελε να επιβαρύνει κι άλλο το ωράριό του, αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται. Τι να κάνει, ανέλαβε να πάει στο σπίτι της και να ξεκινήσει άμεσα μαθήματα μπας και αποσπάσει πληροφορία γύρω από την υπόθεση.
   Εγώ άρχισα να τριγυρίζω έξω από το σπίτι της Κατινιώς, ψάχνοντας ευκαιρία μήπως της μιλήσω, χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου και κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ από κάποιον δικό της, για το τι γύρευα έξω από την πόρτα της.Ευτυχώς μου ήρθε μια άλλη ιδέα που έβαλα αμέσως σε εφαρμογή. Κοντά στο σπίτι της έμενε η θεία μου η Μαρία, αδελφή της μάνας μου και η κόρη της η Φωφούλα η ξαδέλφη μου. Έτσι πήγα στο σπίτι τους και μίλησα με την ξαδέλφη και θέλοντας και μη της είπα την υπόθεση, ορκίζοντάς την να μην πει σε κανένα το μυστικό. Της είπα να μάθει απ’ την Κατίνα αν βρήκε γράμμα στο βιβλίο με τα ποιήματα του Στελλάκη. Ανέλαβε δράση αμέσως πηγαίνοντας στο σπίτι της. Τα πράγματα ήταν όπως τα είχαμε φανταστεί. Η Φωφούλα όχι μόνο, «ψάρεψε» το γράμμα που είχε βρει η Κατίνα, μα και το διάβασε και μου το έφερε μαζί με την ίδια να το διαβάσω κι εγώ. Μία απ’ τα ίδια. Ήταν από μία Βαγγελιώ, αγνώστου διαμονής. Θυμότανε και έγραφε λεπτομερώς τις ερωτικές επαφές με το Στελλάκη και στο τέλος έγραφε τους ίδιους στίχους με την επιστολή της Φρόσως: «Έλυσες τα μαλλιά σου και χλιμίντρισαν τ’ άλογα...» κλπ.
    Η Κατίνα και η Φωφούλα χασκογελούσαν και οι δυο, από την ώρα που άρχισα να διαβάζω το γράμμα. Χαχανητά χωρίς σταμάτημα. Πήγα και πήρα μία Αγία Γραφή και αφού τους ακούμπησα τα χέρια επάνω, τις όρκισα να μην το πουν πουθενά. Το ορκίστηκαν και σοβάρεψαν. Είπα στο Μανώλη να κάνει το ίδιο με τη Λενιώ, που όπως έμαθα από την Κατίνα ήταν η μόνη που το ήξερε μιας και ήταν η «κολλητή» της. Την όρκισε κι αυτή και ησυχάσαμε.    Η έρευνα που κάναμε τις επόμενες μέρες έδειξε ότι δεν υπήρχε άλλο γράμμα, εκτός αν υπήρχε σε κάποιο βιβλίο που δεν το είχαν ανοίξει καν να το διαβάσουν.
    Ξαναπήγα στο σπίτι του Στελλάκη και βρήκα την Αγγελικούλα. Μια επιθυμία που είχα μέσα μου, μου έλεγε να μάθω αν ήξερε ή δεν ήξερε κάτι για την άτακτη ζωή του άντρα της. Εκείνη την ώρα έβγαινε ο παπα-Δημήτρης με τα Άγια, δείγμα πως ο Στελλάκης όδευε προς την οδό των κεκοιμημένων.
Την βρήκα κουρασμένη μα μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, να κάθεται στο προσκέφαλο του άντρα της και σκέφτηκα τι τυχερός που ήταν ο Στελλάκης στη ζωή του. Όχι για τις ερωμένες μα γι’ αυτήν την άγια γυναίκα την Αγγελικούλα, που πάντα με χαμόγελο και υπομονή ήταν στη σκιά του. Δεν του είχε κάνει παιδιά και ίσως αυτό ήταν το μόνο του παράπονο. Έκατσα δίπλα της και της χαμογέλασα. Μου χάιδεψε το κεφάλι λέγοντας:
-Καλός ήταν ο ευλογημένος. Δεν ξέρω πώς συνεννοήθηκαν με τον παπά, μα άστραψαν τα μάτια του μόλις πήρε τη Θεία Κοινωνία.
Είδα ότι η γυναίκα με αγάπη και γλυκύτητα αναφερόταν σ’ αυτόν. Η περιέργεια να μάθω εξανεμίστηκε από μέσα μου. Της έκανα μια τελευταία ερώτηση:
-Διάβασες θεια, πολλά ποιήματα από τα βιβλία του Στελλάκη;
Με αποστόμωσε λέγοντάς μου:
-Αυτός παιδί μου, μου τα διάβαζε όταν μ’ έβλεπε μελαγχολική και εγλύκαινα αμέσως. Ήταν πάντα ρομαντικός και καλός σύντροφος. 
    Έφυγα με τη βεβαιότητα πως κι ο Στελλάκης αγαπούσε τη γυναίκα του. Ίσως οι ερωμένες να ήταν πριν γνωρίσει την Αγγελικούλα και όταν την παντρεύτηκε να υπήρχαν ακόμα τα ίχνη τους και να τα έσβησε σιγά σιγά με τον καιρό. Ίσως... Ήμουνα βέβαιος πως έκανα καλά που δεν άφησα να πάρει δημοσιότητα το γεγονός με τα γράμματα.Πέθανε το ίδιο απόγευμα που τον κοινώνησε ο παπα-Δημήτρης και λίγη ώρα αφότου έφυγα κι εγώ.
    Την επόμενη μέρα όλο το χωριό ήταν στο πόδι για να συνοδέψουν το Στελλάκη στην τελευταία του κατοικία. Όμως αυτό καθαυτό το γεγονός δεν ήταν η κηδεία, μα η έλευση των επισήμων. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τους τόσους «άρχοντες» που κατέφθαναν ο ένας μετά τον άλλο. Ήρθαν πολλοί από τους βουλευτές του νομού, μιας και ο ίδιος ο εκλιπών κάποια περασμένη εποχή ήταν υποψήφιος σε κάποιο μεγάλο κόμμα χωρίς όμως να εκλεγεί. Ήρθαν επιστήμονες από την πόλη, ο Δήμαρχος και ο Μητροπολίτης. Ήρθαν ακόμη και πρόσκοποι, που κρατούσαν την τάξη μέσα κι έξω από το Ναό.
Οι χωριανοί όμως άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σπουδαία προσωπικότητα του εκλιπόντος όταν κατέφθασε η δημοτική μπάντα της πόλης. Οι μουσικοί ντυμένοι με φανταχτερές στολές άρχισαν να παιανίζουν πένθιμα εμβατήρια, που χτυπούσαν κατευθείαν στο συναίσθημα των κατοίκων. Τότε ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να εξυμνούν τον Στελλάκη προβιβάζοντάς τον στην αρχή στις τάξεις των ηρώων κι ύστερα των αγίων και βάλε. Τι τιτάνα των γραμμάτων τον έλεγαν, τι ηρωικό αγωνιστή, τι «έφυγε ο βράχος που στήριζε το χωριό μας» δεν άκουγες. Ακόμα και τη μάνα μου έπιασα να σκουπίζει τα μάτια της και να μισοκλαίει. Κι αυτό από μόνο του δε θα με πείραζε, με πείραζε όμως που το κλάμα της γινόταν όλο και πιο έντονο, όσο μεγάλωνε ο αριθμός των επισήμων.
Τότε μεμιάς εξανεμίστηκαν τα συναισθήματα που ένιωθα την προηγούμενη. Μου ήρθε η επιθυμία να ανεμίσω τα γράμματα και ν’ αρχίσω να φωνάζω: -"Να ορέ ποιος ήταν ο βράχος του χωριού και ο τιτάνας των γραμμάτων", μα συγκρατήθηκα.
   Κόντευε η ώρα να αρχίσει η νεκρώσιμος ακολουθία κι όλοι οι επίσημοι είχαν πάρει τη θέση τους. Δεξιά κι αριστερά της σωρού του εκλιπόντος στέκονταν οι πρόσκοποι, που είχαν περάσει προ πολλού την παιδική ηλικία, αφού τα πόδια τους που φαίνονταν λόγω του κοντού παντελονιού της στολής τους, ήταν γεμάτα τρίχες. Φαίνεται είχαν επιστρατεύσει τους μεγαλύτερους λόγω του θλιβερού γεγονότος μα και του επισήμου του πράγματος. Κρατούσαν δύο σημαίες, μία από δεξιά, μία από αριστερά. Η μία ήταν ελληνική, η άλλη ιστορικής αξίας. Έγραφε «Ένωσις». Ήταν η σημαία που σήκωσε στην περιοχή το 1905 ο Φασουλοδημήτρης, χωριανός οπλαρχηγός, όταν Ύπατος Αρμοστής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος.Οι βουλευτές είχαν την πρωτοκαθεδρία. Δίπλα τους ο Δήμαρχος που προσπαθούσε να ορθώσει το ανάστημά του και να φανεί ωσάν ίσος. Σε δυο στασίδια πίσω τους κάθονταν οι δυο εναπομείναντες καπετάνιοι και οι μόνοι που φορούσαν ακόμη βράκα, μεϊντανογέλεκο και μαντήλι. Ο Καπετάν-Ρούσος Παπαδάκης και ο Μύρος ο Μπελεγρής. Μπαρουτοκαπνισμένοι και οι δύο, είχαν χαμηλωμένα τα μάτια αναλογιζόμενοι, ίσως, αν και στη δική τους κηδεία θα 'ρθουν τόσοι επίσημοι, όσοι και στον Αμπελιώτη. Ο Δεσπότης πήρε τη θέση του στο θρόνο και ο παπα- Δημήτρης μετά από δυο- τρία ξεροβηξήματα ήταν έτοιμος να αρχίσει την ακολουθία. Μόνος παράταιρος μ’ όλα αυτά, ο μόνιμος καντηλανάφτης εκείνα τα χρόνια, ο γερο- Νικηφόρος που την είχε κάνει «γράντα» κατά την τοπική διάλεκτο, δηλαδή τα είχε πιει στην καθομιλουμένη, όπως συνήθιζε σχεδόν καθημερινά, ώστε αν κάποιος τον έβλεπε σε φυσιολογική κατάσταση να αναρωτιέται αν έπαθε κάτι. Τριγύριζε σαν να έκανε κάτι σοβαρό, ενώ στην κυριολεξία δεν έκανε τίποτα. Μια τακτοποιούσε τις λαμπάδες, μια τα εξαπτέρυγα, ρίχνοντας και καμιά σφαλιάρα στα παπαδοπαίδια που τα κρατούσαν κι όλο έβρισκε δουλειά εκεί που δεν υπήρχε. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να προκαλέσει και λόγω της παρουσίας του Μητροπολίτη την οργή του παπά που τον «στόλισε» κανονικά λέγοντας κάτι ανάμεσα στα δόντια του που κανένας δεν κατάλαβε, παρά μόνο ο καντηλανάφτης που ζάρωσε σε μια γωνιά του Ιερού.
     Στο Ναό του Αφέντη Χριστού δεν έπεφτε καρφίτσα. Όχι μόνο το εσωτερικό μα και το προαύλιο ήταν γεμάτο κόσμο. Εγώ είχα πάρει θέση πίσω από την Αγγελικούλα και δίπλα στη μάνα μου, που σκούπιζε συνέχεια τα μάτια της, συμμορφούμενη με το εκκλησίασμα που έκανε το ίδιο. Εν αντιθέσει με τη σύζυγο του εκλιπόντος που παρέμενε σοβαρή, χωρίς φαλτσοκλάματα και υστερίες. Κοίταζε γλυκά τη σωρό του άντρα της και πότε πότε σκούπιζε κάποιο δάκρυ που κυλούσε αργά στο μάγουλό της. Δίπλα στη μάνα μου στεκότανε η αδερφή της η Μαρία και πίσω της η Φωφούλα με την Κατινιώ και τη Λενιώ. Ο Μανώλης από ώρα είχε πάρει θέση δίπλα στον Τζατζοκωστή, το μοναδικό ψάλτη του χωριού τότε. Πάντα τις Κυριακές και στις σκολάδες κρατούσε το ίσο στο Τζατζοκωστή, που η χαρακτηριστική του φωνή έκοβε απότομα τις μουσικές νότες προς το τέλος κάθε συλλαβής, προκαλώντας πολλές φορές ακόμα και το γέλιο σε όσους τον άκουγαν για πρώτη φορά. Νόμιζες πως άκουγες γιαπωνέζο, έτσι όπως έψελνε κοφτά. Ο Μανώλης μετρίαζε κάπως όλα αυτά συμπληρώνοντας ότι έκοβε ο Τζατζοκωστής.
    Η ακολουθία είχε αρχίσει και όλα κυλούσαν ομαλά ως την ώρα που έσβησε κάποιο από τα μεγάλα κεριά που κρατούσε ένα παιδί που έστεκε δίπλα στα άλλα με τα εξαπτέρυγα. Τότε ο καντηλανάφτης προσπάθησε να το ανάψει με κάποιο μικρότερο που κρατούσε. Όμως μάλλον το έβλεπε διπλό λόγω του οινοπνεύματος που είχε καταναλώσει και αφού το γύρισε καμιά δεκαριά φορές γύρω από το φυτίλι, το άναψε τελικά, από μια λάθος κίνησή του λόγω παραπατήματος. Τότε είδα το Μανώλη, που από μικρό τον ονόμαζαν χάχα, επειδή γελούσε με το παραμικρό αν κάτι ξέφευγε του κανονικού που ίσως σε άλλον θα προκαλούσε μόνο μειδίαμα ενώ στον ίδιο τρανταχτό γέλιο, να κρατιέται με το ζόρι και να σφίγγει τα χείλια του κρυβόμενος πίσω από το σβέρκο του Τζατζοκωστή.
   Πίσω η φωνή του Κατινιού άρχισε να βάζει φωτιά στο φυτίλι και του δικού μου ξεσπάσματος: «Ξάνοιξε τον παράουρο πώς λαλεί το κερί». Έσφιξα τα χείλια μου και κατάφερα να εγκλωβίσω το γέλιο που έβγαινε στην επιφάνεια.Όμως η κατάσταση σε μας τους τέσσερις-πέντε που είχαμε αναγνώσει τις επιστολές και που για κακή μας τύχη μαζευτήκαμε κοντά ο ένας με τον άλλο μέσα στο Ναό, άρχισε να ξεφεύγει από τα όρια της θλίψης και της σοβαρότητας όταν κάποιος από τους επισήμους πήρε το λόγο για να εκφωνήσει τον επικήδειο. Ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου νομικών του νομού. Άρχισε να εκθειάζει τα προτερήματα του τεθνηκότος. Και όσο τον ανύψωνε στα ζητήματα του κλάδου του ήταν όλα καλά. Όταν όμως είπε το αμίμητο: «Ήσουν τέρας ηθικής», στο Κατινιώ πίσω μου ξέφυγε ένα γδάρσιμο μύτης και φάρυγγα, συνεπεία του αέρα που πνίγηκε εντός για να μη γίνει ηχηρό γέλιο. Ένα κύμα γέλιου μου ήρθε ξανά αλλά κατάφερα και αυτό να το πνίξω. Η δε Φωφούλα σκούντησε το μπράτσο μου λέγοντάς μου ψιθυριστά: «Γροίκα ξάδερφε ήντα λέει εκιοσές!»
Αναλογίστηκα τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί ώστε να μας κάνει σε ένα τόσο θλιβερό γεγονός να γελάμε. Και συνέβη γρήγορα καθώς πήρε το λόγο ένας εκ των παρισταμένων βουλευτών που άρχισε να ομιλεί για τα προτερήματα και τις αρετές του κεκοιμημένου. Είπε για τα ηρωικά του κατορθώματα την Κατοχή, που οι περισσότεροι χωριανοί τα άκουγαν για πρώτη φορά, τις κοινωνικές του υπηρεσίες στο χωριό, τα πολιτικά του πιστεύω και την αφοσίωσή του στις αρχές της Δημοκρατίας. Μετά την πατρίδα έπιασε τη θρησκεία λέγοντας πόσο υπήρξε καλός στα θρησκευτικά του καθήκοντα και τελευταία άφησε την οικογένεια.
«Υπήρξες παράδειγμα συζυγικής πίστης. Δίδαξες τις νέες γενιές ηθική» είπε δείχνοντας με το χέρι του προς το μέρος μας.
    Τι ήταν να το πει! Ο χάχας ο Μανώλης άρχισε να γελά, κρυβόμενος πίσω από τον ψάλτη που μάταια προσπαθούσε να τον αποφύγει, φοβούμενος τα τόσα έκπληκτα μάτια που κοίταζαν προς το μέρος τους. Γελούσε τόσο δυνατά, παρασέρνοντας την Κατινιώ στην αρχή κι ύστερα τη Φωφούλα με τη Λενιώ που όμως γελούσαν με χαμηλωμένο το κεφάλι. Καθώς είχαν φράξει με τα χέρια τους το στόμα, κανείς δεν τις πήρε χαμπάρι, αφού όλοι κοίταζαν το Μανώλη, παρά μόνο εγώ. Τότε ένα τεράστιο κύμα γαργαριστού γέλιου με πλημμύρισε και έσκυψα στον ώμο της μάνας μου, μήπως καταφέρω και δεν το βγάλω προς τα έξω. Κάτι γρυλισμούς φαίνεται έβγαλα και πριν αρχίσω να γελώ όπως τον Μανώλη, ένα μαντήλι έφραξε το στόμα μου, την ώρα που δυο χωροφύλακες έβγαζαν το φίλο μου έξω από τον ναό. Ήταν το χέρι της θείας Αγγελικούλας που μου έκλεισε με το μαντήλι της το στόμα πριν γίνω ρεζίλι σαν τον συμμαθητή μου.Είχε καταλάβει από τους γρυλισμούς μου τι θα έκανα και πρόλαβε το ρεζιλίκι μου με την κίνησή της, όταν οι άλλοι είχαν γυρίσει κοιτάζοντας το φίλο μου, απορημένοι για την απρεπή συμπεριφορά του. Η θεια η Αγγελικούλα με έσωσε, μα εγώ από τότε, δεν μπόρεσα να την ξανακοιτάξω στα μάτια από την ντροπή που ένιωθα, αναλογιζόμενος πόσο χαμηλός ήμουν στα μάτια της κι αυτή πόσο ψηλά στα δικά μου.
Πέρασαν τρία χρόνια και σαν έσβησε λίγο η ντροπή μου με την προτροπή της μάνας μου πήγα να δω την θεια Αγγελικούλα. Ήταν μια καλή για μένα επίσκεψη γιατί εκτός από τα γλυκά που με κέρασε, μου έδωσε και αρκετό χαρτζιλίκι, αφού τότε υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία κι είχα ανάγκη από λίγα χρήματα. Καθώς έφευγα, ένα ταξί από την πόλη σταμάτησε στην πόρτα της και μια κοπελίτσα κατέβηκε και μπήκε στο σπίτι.
Καλώς το παιδί μου, καλώς την κόρη μου, άκουσα την θειά να της λέει.
    Η περιέργεια με πλημμύρισε ξανά. Άρχισα να πηγαίνω να τη βλέπω συχνότερα, θέλοντας να ξεδιαλύνω το καινούργιο μυστήριο. Κάποια φορά από τις πολλές που πήγα η θεια  μού άνοιξε την καρδιά της. Είχε παιδί μου ο συγχωρεμένος μια κόρη, μα το 'χε επτασφράγιστο μυστικό. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του ήρθε κάποιος δικηγόρος απ’ την πόλη με την κυρία Κατίνα τη μάνα της και μου είπαν πως ήθελαν μερίδιο της περιουσίας. Έδοκά τους την όλη και κράτησα μόνο το σπίτι. Μα πάνω στην διαδικασία με τα συμβολαιογραφικά πέθανε η μάνα κι έμεινε μόνο του το ορφανό.Ήρθε σε μένα απελπισμένο και βρήκε θαλπωρή κι αγάπη κι εγώ ένα παιδί που γύρευα χρόνια για να το σφίξω αγκαλιά. Κι αν μ’ αξιώσει ο Θεός παιδί μου να ζήσω λίγα χρόνια ακόμη, ίσως νιώσω τις χαρές που νιώθουν όσοι έκαναν παιδιά και έπιασαν εγγόνια.
     Κι η θεια είδε στο σπίτι της γέλια και χαρές πολλές πριν πεθάνει, αφού το λουλουδάκι του άντρα της η Αλεξάνδρα έγινε γυναίκα μου και άνθισε τον κήπο μας με τρία πανέμορφα ευωδιαστά λουλουδάκια.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους και στα Αστερούσια όρη της Κρήτης. Είναι απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Έχει εκδώσει το 2015 την ποιητική συλλογή "Λιβυκόν" και το ίδιο έτος συλλογή με  μαντινάδες του, με τίτλο" Του Λιβυκού". Υπό έκδοση είναι το μυθιστόρημά του με τίτλο" Μαθιός και Νεϊρμάν, στη Κρήτη των θρύλων, των αγίων, των ηρώων". Ποιήματα και διηγήματα δικά του, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και μη, καθώς και σε τόμους με συλλογές ποιημάτων λογοτεχνικών συλλόγων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr