Ένα πολύ συγκινητικό διήγημα με ήρωα έναν πρόσφυγα θα δούμε σήμερα. Λέγεται "Εκείνη η νύχτα με το ούτι" και δημιουργός του είναι ο Βασίλης Κυπριωτάκης!
Εκείνη η νύχτα με το ούτι- ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
Για άλλη μία φορά γύρισε πάλι η σκέψη μου πίσω, εκεί στην κατεστραμμένη πατρίδα μου, ακούγοντας στα μακριά, μία σειρήνα ασθενοφόρου...Ξαναγύρισα στα ερείπια, που με είχε βρει μισοπεθαμένο ο υπάλληλος μου ο Σελίμ και με πήγε με ασθενοφόρο στο μισοκατεστραμμένο νοσοκομείο του Χαλεπίου. Κι ύστερα, με έπεισε να φύγω με τους πολλούς, αφού πια στον τόπο μου ό,τι με κρατούσε είχε πεθάνει. . Δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετήσω, αφού οι φανατικοί του έκοψαν το κεφάλι, γιατί βοηθούσε τους άπιστους.
Τρεις μέρες περιφέρομαι στα δρομάκια αυτής της πόλης. Πεινούσα πολύ, είναι αλήθεια.Μα πιο πολύ πεινούσα για φυσιολογική παρέα ,για συντροφιά, για συναναστροφή με ανθρώπους ήρεμους και χαμογελαστούς.. Πόσο καιρό είχα να ζήσω με τέτοιους ανθρώπους...Πόσες περιπέτειες πέρασα, μέχρι να φτάσω εδώ... Πόσες φορές ξεγλίστρησα του θανάτου... Προσπάθησα να ξεχάσω τι άφησα πίσω. Είχα πίστη βαθιά μέσα μου, πως θα τα καταφέρω. Έβρισκα τρόπους επιβίωσης, χωρίς να χάνω την αξιοπρέπειά μου. Φρόντιζα να είμαι καθαρός και να περνώ απαρατήρητος.
Πλησίασα μια τζαμαρία, που ήταν θολή από την διαφορά της θερμοκρασίας του έξω, με την ζεστή ατμόσφαιρα του μέσα. Οι ανάσες είχαν ανακατευθεί με την άχνη των ζεστών πιάτων και προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από τα κρύσταλλα της μεταλλικής πόρτας. Ήταν αδύνατο να δει κανείς τι γινόταν μέσα. Μπορούσε μόνο να μυρίσει πικάντικες μυρωδιές και ν' ακούσει γλυκούς ήχους, που αμφότεροι γαργαλούσαν τις αισθήσεις. Το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε, γουργουρίζοντας για την αποχή που του είχα επιβάλει από το φαγητό, αν και έπρεπε να είχε συνηθίσει τόσο καιρό.. Ευτυχώς που οι συνθήκες επέτρεπαν, την κατά διαστήματα πρόσληψη τροφής και δεν την πατήσαμε, σαν τον γάιδαρο του Χότζα.
Η πείνα μου και για τα δύο, φαγητό και μουσική, με έκαναν να κολλήσω ασυναίσθητα το πρόσωπο στο τζάμι, μα διέκρινα μόνο φώτα και φιγούρες. Ένας ήχος από ούτι με συνεπήρε.Το τραγούδι γνωστό:
-“Τα βάσανά μου χαίρομαι,τις πίκρες μου γλεντίζω.
Κι αν περιμένω εγώ χαρές, θαρρώ δεν τις γνωρίζω.”
Το τραγουδούσαμε όταν μόνο καλές στιγμές ήταν η ζωή μας. Ο παππούς έπαιζε ούτι, ο πατέρας βιολί, ούτι κι εγώ. Αγάπη μεγάλη, ετούτο το όργανο...Η οικογένειά μου ήταν χρυσοχόοι. Ήταν στην τέχνη του χρυσού από παλιά. Καλοί τεχνίτες σε τούτο το μέταλλο, μα και στη μουσική. Ο παππούς, συνήθιζε να λέει:
-”Χρυσή καρδιά και μουσική, μια στέγη κι ένα πιάτο,
άμα τα έχει ο άνθρωπος, ποτέ δεν πιάνει πάτο”.
Τα χάσαμε όμως όλα. Τα πήρε ο πόλεμος που σκόρπισαν στη χώρα μου. Και μαγαζιά κι ανθρώπους.Χάρη στα χρυσαφικά μπόρεσα να επιβιώσω και να φύγω από τον ρημαγμένο τόπο. Επέβαλα στον εαυτό μου, να μην κλαίει άλλο για τους αγαπημένους του. Πιστεύω πως θα ήθελαν να μην χαθώ κι εγώ, ο τελευταίος. Μα να ριζώσω σε ένα τόπο και να ξεκινήσω από την αρχή. ’Έκανα προσπάθεια και προσπαθώ. Όπου δεν μπορούσα και ήτανε άπειρες φορές, με βοήθησε ο Θεός μου...
Στην πόλη, όσες φορές έβαλα φαγητό στο στόμα μου, ήταν στους ναούς που συνάντησα. Δεν μου αρνήθηκε κανείς. Ένας παπάς μόνο μου είπε κάτι για χαρτιά. Τον ευχαρίστησα και στην παρακάτω εκκλησία, χόρτασα με αντίδωρο και νερό. Αν έχεις ψωμί και νερό είναι ευλογία. Ζεις δεν πεθαίνεις. Ο δρόμος γεμάτος αγκάθια μα και λουλούδια αρκετά. Συνάντησα σκληρούς ανθρώπους, μα και αγίους. Ήξερα κάποιον που ενώ ήταν φτωχός, έδινε τα λιγοστά του χρήματα για να φάνε κάποιοι σαν και μένα... Πόσες μερίδες φαγητό έφαγα, πληρωμένες από το υστέρημα ετούτου του φτωχού του Θεού!!..Σκάρωσα και ένα τραγούδι γι' αυτόν και το τραγουδούσα πότε πότε, για να ξορκίζω την μοναξιά μου.
-”Είδα ένα άγιο προχθές, που είχε μια όψη από το χθες
μα και μοντέρνα.
Καρό σακάκι και γυαλιά και έδινε παραγγελιά
σε μία ταβέρνα.
Είδα ένα άγιο προχθές, που 'τρωγε λιγοστές ελιές
και παξιμάδι .
Μα είχε δώσει στα κλεφτά, τα λιγοστά του τα λεφτά,
να στείλουν στους φτωχούς φαΐ το βράδυ.
Κι αναρωτήθηκα πολύ, πόσο αλλάξαν οι καιροί
κι οι άγιοί μας.
Κυκλοφοράνε με μπλου τζιν, ίσως να πίνουνε και τζιν μες στην αυλή μας”.
Μου άρεσε να σκαρώνω στίχους, όταν κάτι με απασχολούσε και να τους κάνω τραγούδι.. Άνοιξε η πόρτα ξαφνικά και πρόβαλε κάποιος, κοιτάζοντάς με, με όχι και τόσο φιλική διάθεση. Μάλλον ήταν ο ιδιοκτήτης.
-Θέλεις κάτι; μου είπε..
-Όχι, Πειράζει να ακούω; Μ' αρέσουν τα τραγούδια που λένε.
- Πάρε δρόμο, αν δεν έχεις δουλειά, μου είπε με επικριτικό ύφος.
Τον κοίταξα με απορία και άνοιξα το βήμα μου, για να του αδειάσω τη γωνιά, όταν κάποιος ξεκόλλησε από μια μεγάλη παρέα και πλησιάζοντας την πόρτα ρώτησε:
-Ήντα συμβαίνει μπρε Σάββα, του είπε με προφορά που θύμιζε τον παππού μου.
-Να, τούτος έχει κολλήσει το κεφάλι του εδώ και ώρα στην τζαμαρία και δεν ξέρω τι θέλει, ούτε τι ρόλο παίζει.
-Έ και συ θες να του το κόψεις γι' αυτό;
-Μπρε συντεκνάκι, μου είπε, κοιτάζοντάς με, θες να περάσεις να σε κεράσωμε μια ρακή;
Ο άλλος τον κοίταξε λίγο έντονα, μα το βλέμμα αυτού που με προσκάλεσε δεν σήκωνε αντίρρηση και έτσι πέρασα μέσα. Δέκα οι άνθρωποι και πολλά τα φαγητά στο τραπέζι. Αυτό όμως που μου προξένησε εντύπωση, δεν ήταν τα φαγητά. Εντυπωσιάστηκα, σαν σηκώθηκαν όλοι να με χαιρετήσουν. Εμένα, έναν άγνωστο, έναν ξένο, έναν πρόσφυγα...
-Γεια σου κουμπαράκι, κάτσε να φας και να πιεις μαζί μας.
-Γεια σου πατριωτάκι, κάτσε να πιεις μια.
-Καλώς ήρθες, κόπιασε να καθίσεις
-Καλώς σας βρήκα,τους είπα και κάθισα μηχανικά σε μια καρέκλα στην άκρη του τραπεζιού. Είχα αμηχανία πρωτόγνωρη. Άρχισα να τρώγω σιγά,για να μην δείξω την πείνα μου. Καταλάβαινα τα βλέμματα όλων να είναι στραμμένα επάνω μου. Ακόμα και μια παρέα που ήταν στο βάθος, σε μένα είχαν στρέψει τα μάτια τους. Δεν έφαγα πολύ, αν και ακόμα πεινούσα.
Η ρακή έρεε άφθονη. Και θαρρώ με βοήθησε γρήγορα, να διώξω την αμηχανία μου.
-Κι από πού’σαι μπρε σύντεκνε, άκουσα την φωνή αυτού που με έμπασε στο μαγαζί να ρωτάει, σαν σήκωσα τα μάτια από το μισοάδειο μου πιάτο.
Χαμογέλασα, χωρίς να απαντήσω και κοίταξα λαίμαργα το ούτι, περισσότερο και από το φαγητό που έτρωγα πριν.
-Μπορώ; ρώτησα απέναντί μου έναν, με μεγάλο μουστάκι και μακριά γκρίζα μαλλιά που το κράταγε. Αυτός μου το έδωσε χαμογελώντας.Το έπιασα λίγο ,το χάιδεψα ,το περιεργάστηκα και έκανα μία μικρή εισαγωγή. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ψίθυρος. Όλοι, περίμεναν το αποτέλεσμα... Ξεκίνησα με ένα ανατολίτικο ταξίμι. Άρχισε η ορχήστρα της καρδιάς μου να συμμετέχει και όλο μου το είναι, να βγάζει τα συναισθήματά του στο όργανο. Τα δάκτυλα, ζωγράφισαν τον κρυμμένο πόνο μου και τον έβγαλαν στο φως με μουσική. Έπαιξα το “Όσο βαρούν τα σίδερα”και άλλα ταμπαχανιώτικα που έπαιζε ο παππούς μου, μα και σκοπούς της ανατολής..
Σαν υπνωτισμένοι που τους πήγαινα ταξίδι, μου φάνηκαν όλοι. Σαν τελείωσε το μουσικό μου οδοιπορικό, όλοι σηκώθηκαν και χειροκρότησαν με θέρμη. Ο έχων το ούτι όμως, με τα μαλλιά και το μεγάλο μουστάκι, δεν αρκέστηκε σ’αυτό. Με πλησίασε και με αγκάλιασε θερμά, φιλώντας με σταυρωτά.Οι ερωτήσεις μετά τα δεύτερα σκουντρήματα της ρακής ,έπεφταν βροχή.
-Κι από που' σαι μπρε πατριώτη, που μας τρέζανες απόψε.
Δεν αρνήθηκα τις απαντήσεις.
-Καλά το’πες, πατριώτης.Οι πρόγονοί μου Κρητικοί . Εγώ από το Χαμιντιέ της πολύπαθης Συρίας. Ρουμ ορθοδόξ. Ήμουν νοικοκύρης, με οικογένεια στο Χαλέπι, μα τους έχασα όλους και τώρα περιφέρομαι πρόσφυγας και ξένος.
-Δεν είσαι ξένος, ξαναγύρισες, είπε με την γεμάτη ανθρωπιά αγριοφωνάρα του, αυτός που με έμπασε στο μαγαζί.
-Από αύριο θα'χεις δουλειά. Και μια μεγάλη οικογένεια. Όλους εμάς. Με μια μόνο υποχρέωση. Να’ρχεσαι παέ πότε πότε, να βγάνεις με το ούτι το ντέρτι σου.
- Τρελός λαός οι Έλληνες, είπα χαμογελώντας. Και άγιοι, πρόσθεσα σιγά και ένα μικρό δάκρυ κύλησε, χωρίς να προλάβω να το μαζέψω.Αισθάνθηκα τη φλόγα της ελπίδας να καίει στο στήθος μου. Μου είχε χαμογελάσει ξανά η ζωή!!..
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους και στα Αστερούσια όρη της Κρήτης. Είναι απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Έχει εκδώσει το 2015 την ποιητική συλλογή "Λιβυκόν" και το ίδιο έτος συλλογή με μαντινάδες του, με τίτλο" Του Λιβυκού". Υπό έκδοση είναι το μυθιστόρημά του με τίτλο" Μαθιός και Νεϊρμάν,στη Κρήτη των θρύλων,των αγίων,των ηρώων". Ποιήματα και διηγήματα δικά του, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και μη, καθώς και σε τόμους με συλλογές ποιημάτων λογοτεχνικών συλλόγων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.