Θα σας παρουσιάσω ένα καταπληκτικό διήγημα με φόντο το μέλλον της ζοφερής ψηφιακής δικτατορίας. Στο κρησφύγετο των "Αγγέλων" του Βασίλη Κυπριωτάκη! Υπάρχει φως στον ορίζοντα; Θα το δούμε...
Στο κρησφύγετο των “Αγγέλων” - ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
Αυτό που μέχρι τώρα με τριγύριζε ήμουν σίγουρος πως δεν ανήκε στην κατηγορία των εντόμων, μα κάποιον είχε στόχο. Είχε μηχανισμό και δεν διέφερε εξωτερικά από πραγματικό κουνούπι. Πληροφορίες ανίχνευε, μπορούσε όμως και να σκοτώσει. Είχα γίνει πολύ προσεκτικός. Ήξερα πως δεν ήμουν αρεστός στο σύστημα και ίσως να βρισκόμουν στις λίστες εξόντωσης των αντιπάλων του. Ευτυχώς που είχα προβλέψει την εξέλιξη και είχα ζητήσει την βοήθεια των “Αγγέλων”.
Καιρό πριν γίνω αντιπαθής στην εξουσία, είχα προσχωρήσει στις ομάδες τους, μαζί με πολλούς έμπιστους φοιτητές μου και δύο βοηθούς μου. Το δίχτυ προστασίας τους πολυσύνθετο, για να πολεμά την πολυπλοκότητα του συστήματος. Βοήθησα κι εγώ στην εξέλιξή του.
Έβγαλα το φακό και πάτησα το κουμπί. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα έφτασαν στο “κουνούπι”, που έπεσε βραχυκυκλωμένο καταγής. Μάλλον εμένα παρακολουθούσε. Ίσως έπρεπε να κρυφτώ. Είχα μέρες που δεν πήγαινα στο πανεπιστήμιο. Και όπως δείχνουν τα πράγματα, μάλλον θα ήμουν μόνιμα απών. Άλλωστε δεν υπήρχε τίποτα που να αξίζει πλέον να διδάξω. Οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους. Όλα είχαν καταρρεύσει μαζί με τις αξίες. Ένας ιστός είχε απλωθεί στον κόσμο και όλοι είχαν το στίγμα τους. Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων ήταν σαν κομμάτια ενός παζλ. Προδιαγεγραμμένα και προσχεδιασμένα για το αποτέλεσμα που βιώνουμε. Άρχισαν να ξηλώνουν το πουλόβερ που ζέσταινε τις ψυχές μας. Μία μία τις αξίες μας. Οικογένεια, έθνος, εκκλησία.
Τώρα πια δεν υπήρχαν κράτη, παρά μόνο ενότητες που συμπλήρωναν τον παγκόσμιο χάρτη. Κυβερνήτες υπάλληλοι του ενός. Και αυτός ο ένας στο σκοτάδι, χωρίς πρόσωπο. Ο λεγόμενος Επικεφαλής. Ο κυβερνήτης των κυβερνώντων. Ένα φάντασμα. Η απόλυτη τυραννία. Δεν τους φοβήθηκα ποτέ.
Η Μάγδα πάντα τους φοβόταν. Συνέχεια με παρατηρούσε για αυτό.
-Στέφανε μην ανοίγεσαι τόσο, δεν βλέπεις τι γίνεται; Θα σε εξοντώσουν να το ξέρεις. Όσα χρόνια ήμασταν μαζί,πάντα την θυμάμαι να προσέχει τα πάντα και να μου δίνει συμβουλές.
Πέθανε νωρίς πριν δει τα χειρότερα. Η νέα απειλή, ο νανοϊός, που ίσως ξεχύθηκε από κάποιο εργαστήριο, ήταν τόσο επιθετικός σε αυτήν ,που δεν άντεξε πάνω από μήνα. Πέρασαν τρία χρόνια από τότε που την έχασα και μόνος πια στη ζωή, βρήκα νόημα να ξυπνάω συνειδήσεις και να ξεσηκώνω τους φοιτητές μου για αντίσταση.
Βρήκα όμοιους με εμένα, που σκέφτονταν έξω από το κουτί και όχι από μέσα. Έκανα ομάδες δράσης, ομιλίες και συναντήσεις με ανθρώπους που δεν μπόρεσε το σύστημα να αλλοιώσει τις αξίες τους. Όλοι μας είχαμε ένα κοινό σημείο. Πίστη και ελπίδα στον Δημιουργό μας. Αυτό μας ένωνε και μας έδιωχνε το φόβο.
Ήμουν και εγώ στην αρχή, ένα γρανάζι αυτής της τεράστιας μηχανής. Δούλευα στις καινούργιες τεχνολογίες, χωρίς να φαντάζομαι τι θα ακολουθούσε. Πάντα έβρισκα τρόπους να δουλεύουν καλύτερα και ήμουν καλός σ' αυτό. Νόμιζα πως ο αυτοματισμός και η μετάβαση εξ' ολοκληρίας στην ψηφιακή εποχή θα ήταν η λύση σε όλα τα προβλήματα. Μέχρι που έγιναν όλα μηχανικά.
Τότε ήρθε η απόλυτη υποδούλωση. Ρήμαξαν τη γη, αφού πρώτα την δηλητηρίασαν και εξόντωσαν κάθε ζωή σε αυτήν. Η καημένη η γη μας, χρόνια φώναζε sos, μα ποιος την άκουγε. Κάποιοι γραφικοί, τρελοί ίσως, μα ήταν τόσοι λίγοι. Μιλούσαν για ψεκασμούς και τους κορόιδευαν.
Έσπειραν ιούς στους ανθρώπους, μα και στα ζώα και τα φυτά. Πουλούσαν φάρμακα για αντίδοτο και έφτιαξαν εμβόλια με νανοτεχνολογία, που αφού έμπαιναν στον οργανισμό τον καθιστούσαν κέντρο πληροφορίας στους ελεγκτές. Απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις των ανθρώπων για να μην κολλήσουν τον ιό που οι ίδιοι διέσπειραν. Έτσι έκλεισαν θέατρα, γήπεδα, αμφιθέατρα και πλατείες. Έπαψε κάθε κοινωνική ζωή μεταξύ των ανθρώπων. Άφησαν μόνο τα ηλεκτρονικά μέσα, όπου διοχέτευαν τις δικές τους ειδήσεις. Λίγες οι πλατφόρμες που ήταν εκτός συστήματος και είχαν κωδικοποιημένες πληροφορίες.
Απαγόρευσαν τους σπόρους. Μόνο εργαστήρια έκαναν πλέον φυτά. Μέχρι που έσβησαν το πράσινο όπως το ξέραμε και κάθε μικροζωή . Έτσι ήρθε το απόλυτο κακό. Μηχανές παντού. Όλα γίνανε μηχανές. Και οι άνθρωποι λίγο διαφέρουν από αυτές. Οι άνθρωποι πλέον αδυνατούν να αναπαραχθούν χωρίς μηχανική υποστήριξη. Και η τροφή σε εργαστήρια γίνεται. Μία τροφή πλαστική και άγευστη. Μόνο από τους “αγγέλους” μου προσφέρθηκε κανονικό φαγητό με την αρχέγονη γεύση, όταν βοηθούσα στην τεχνολογία προστασίας της ομάδας.
Έφυγα από την συνάντηση που είχαμε στην ψηφιακή βιβλιοθήκη της πόλης,με τους δύο βοηθούς μου και πήγα στο σπίτι με χίλιες προφυλάξεις. Έβαλα όσα θεώρησα απαραίτητα σε ένα σάκο. Έφυγα τρέχοντας σχεδόν για τον 3ο σταθμό του εναέριου τρένου, για να βγω από την Α1,την πόλη μου,την πάλαι ποτέ Αθήνα. Την πόλη του πολιτισμού και της δημοκρατίας. Εδώ δεν ήμουν πλέον ασφαλής.
Με ένα ταξί πήγα στον περιφερειακό τρίτο σταθμό, ανατολικά της πόλης. Ειδοποίησα τους συνδέσμους για την πρόθεσή μου να μεταβώ στο καταφύγιο και ζήτησα την προστασία τους. Αμέσως ήρθε συνεργείο με ένα καμουφλαρισμένο βαν που είχε εσωτερικό εργαστήριο και αφού μου έκαναν τους απαραίτητους ελέγχους, άλλαξαν το τσιπ που υπήρχε κάτω από το ψεύτικο δέρμα μου, βάζοντας άλλο, με διαφορετικά στοιχεία από τα κανονικά μου. Δεν θέλησα ποτέ να βάλω βιομετρικά στο σώμα μου και για αυτό ξεγελούσα τους ελεγκτές με ανώδυνα υποκατάστατα. Με μια ομάδα φοιτητών μου αναπτύξαμε αυτήν την παρατεχνολογία και την διαθέσαμε σε όσους αντιστέκονταν ακόμα.
Μου έδωσαν μια όμορφη συνοδό, την Μαρίν, για να κάνει την σύντροφό μου και να με οδηγήσει με ασφάλεια στο καταφύγιο. Στον οργανισμό αντίστασης ”των Αγγέλων”, περνούσαμε απαρατήρητοι, με μια σειρά εφευρέσεις που μπλόκαραν τις εφαρμογές παρακολούθησης του παγκόσμιου καθεστώτος, μα όχι πάντα, καθώς εκτός από τα έντομα ρομπότ, υπήρχαν και οι σπιούνοι του συστήματος. Και τα εκατομμύρια drones που πετούσαν στους ουρανούς του πλανήτη. Ήταν τόσα πολλά που πολλές φορές έκρυβαν το φως, γιατί τον ήλιο έτσι κι αλλιώς μας τον είχαν στερήσει, με μία πυκνότητα μόνιμων νεφών που είχαν σκορπίσει στον ουρανό. Έλεγαν πως ήταν επικίνδυνες οι ακτίνες του για το δέρμα μας. Άνθρωποι ρομπότ, που μόνο σαν μιλούσαν καταλάβαινες τι ήταν, μα και από τις κινήσεις τους, αν κάποιος τους παρατηρούσε πιο προσεκτικά. Συνήθως τους έβαζαν για ελέγχους σε εισόδους και εξόδους των πόλεων και σε μέσα μεταφοράς. Μπήκα στο βαγόνι μαζί με τη Μαρίν για την πόλη Α 324 που ήταν περίπου 324 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, αφού κοντά ήταν το πρώτο μεγάλο κρησφύγετο των "Αγγέλων". Μας έγινε ο έλεγχος από τον άνθρωπο ρομπότ που μας καλημέρισε ευγενικά, προσφωνώντας μας με τους αριθμούς μας. Βλέπετε όσοι έβαλαν βιομετρικά έγιναν αμέσως αριθμοί. Όσοι αντιστάθηκαν έχασαν τα πάντα. Έγιναν απόκληροι, ζητιάνοι, τρομοκράτες κατά τους κρατούντες.
Καθίσαμε στις μεσαίες θέσεις του μοναδικού βαγονιού, αφού πλέον δεν υπήρχαν συρμοί, αλλά μόνο μακριά βαγόνια σε σχήμα φυσαρμόνικας, που πετούσαν πάνω από τις ηλεκτρομαγνητικές ράγες. Κοίταξα την μεγάλη οθόνη που έλεγε διάφορες οδηγίες. Μόλις ξεκίνησε, έδειξε τον κυβερνήτη αυτής της κάποτε όμορφης χώρας, να ανακοινώνει πάλι νέα μέτρα προστασίας από τους τρομοκράτες, με καινούργιες τεχνολογίες και συστήματα αδιαπέραστα, από τους χάκερ εχθρούς, ώστε να μην φοβούνται οι πολίτες. Όλα γίνονταν για τον έλεγχο των ανθρώπων.
Η χώρα μου, που από Ελλάδα, έγινε περιφέρεια Ε 22, δηλαδή 22η περιφέρεια του ευρωπαϊκού τομέα, μας την παρουσίαζε, αυτός ο καθ' όλα άψογος του μεγάλου αφεντικού, σαν τον παράδεισο της Νέας Εποχής, αν και το μεροκάματο με το ζόρι έφτανε για ένα πιάτο φαγητό. Ακόμα και οι σκλάβοι της παλιάς εποχής εργαζόταν λιγότερο από τους σημερινούς ελεύθερους πολίτες και είχαν περισσότερη ελευθερία.
Ένας γνωστός μου φοιτητής με αναγνώρισε και με φώναξε από τα πρώτα καθίσματα. Προσπάθησα να χαμογελάσω για να μην δώσω υποψία και του κούνησα το χέρι μου. Δεν ήταν από τους δικούς μου, αλλά ούτε από τους σπιούνους του καθεστώτος. Ήταν ένα παιδί χαρά γεμάτο που δεν έβλεπε πέρα από το δάχτυλό του. Του άρεσε κάθε καινούργια καινοτομία εκσυγχρονισμού, που με ενθουσιασμό την υποστήριζε, χωρίς να βλέπει την επόμενη μέρα. Στην πρώτη στάση του τρένου ήρθε κοντά μου και με δυνατή φωνή πρόφερε την ιδιότητά μου, ενθυμούμενος περιστατικά από εμπειρίες και πειράματα του πανεπιστημίου μας, μα και την υποστήριξή μου σε όσους ήθελαν παραπάνω αέρα ελευθερίας.
Αρκετοί είχαν γυρίσει το κεφάλι και μας κοίταζαν. Είδα κάποιον να σηκώνεται και να πηγαίνει στον υπεύθυνο ασφαλείας. Δεν μου άρεσε αυτό. Αν περνούσα από έλεγχο ξανά, θα ανακάλυπταν πως έδωσα ψεύτικο προφίλ και ίσως θα κατέληγα στο χώρο ανακύκλωσης. Έναν χώρο που βάζουν νέα μνήμη κατά το δοκούν, κάνοντας πλύση εγκεφάλου και βάζοντας τα δεδομένα που αυτοί επιλέγουν. Φυλακές δεν υπάρχουν ούτως ή άλλως. Όποιον χαρακτηρίζουν εγκληματία ή τρομοκράτη, του κάνουν το ίδιο. Του δίνουν νέα ζωή, κάνοντάς τον κάτι άλλο, από αυτό που ήταν μέχρι τώρα. Όλοι αυτοί αποτελούν μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Μεμορινιοί ή καινομνημένοι, κατά το ελληνικότερον.
Εκεί πήγαιναν και εκείνοι που τους είχαν αφαιρέσει μονάδες από την ψηφιακή τους ταυτότητα. Σε κάθε παρανομία, όπως την έβλεπαν οι περιφερειακοί δικαστές, αφαιρούσαν μονάδες. Όταν τέλειωναν οι μονάδες τους, τους έβαζαν νέα μνήμη και αποκτούσαν καινούργια ψηφιακή ταυτότητα χωρίς να θυμούνται τίποτα από την προηγούμενη ζωή τους. Πολλές φορές δεν πήγαιναν τα πράγματα καλά ή ήταν επιλογή για το συμφέρον της κοινωνίας και αντί να αποκτήσουν νέα προσωπικότητα γινόταν άβουλα πλάσματα, περιφερόμενα σαν αγαθά ζόμπι, σε διαμορφωμένους χώρους ιδρύματα, χρησιμοποιούμενοι σε εργασίες κατώτερες των ανθρώπων ρομπότ.
Η ένδειξη για τον επόμενο σταθμό έλεγε δύο λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες καθώς πετάχτηκα προς την πόρτα που άνοιξε, πριν βγει από την είσοδο ασφαλείας ο υπεύθυνος. Μαζί μου και η Μαρίν που με είχε παροτρύνει να κατέβουμε, αμέσως μόλις είδε ότι με αναγνώρισε ο φοιτητής μου. Ακούστηκε μόλις περάσαμε την πόρτα, " μην κατεβαίνετε, λάθος σταθμός”, καθώς είχε καταγραφεί σε ποιον προορισμό πηγαίναμε, μα γρήγορα αναμιχθήκαμε με τον κόσμο και απομακρυνθήκαμε από τον χώρο. Θέλαμε να βρούμε ένα μέρος να απενεργοποιήσουμε το στίγμα μας. Αν το κάναμε μέσα στον κόσμο τότε θα προδίδαμε την παρουσία μας καθώς τα βιομετρικά μας θα ήταν νεκρά, ενώ θα φαίνονταν των υπολοίπων και αυτό θα τους έβαζε σε υποψία αναζήτησης. Στις οθόνες που υπήρχαν στα κτίρια ασφαλείας, μα και σε κάθε άνθρωπο ρομπότ,φαινόταν η εικόνα και τα στοιχεία όσων είχαν εμφύτευση βιομετρικού τσιπ, παρμένα από κάμερες κτιρίων , drones, ακόμα και δορυφόρων. Τα βιομετρικά φαινόταν, όταν η κάμερα παρακολούθησης ήταν σε μία απόσταση μέχρι 500 μέτρα, από μεγάλες αποστάσεις έβλεπαν άτομα χωρίς τα στοιχεία τους.
Τραβήξαμε βορειοανατολικά. Περάσαμε γρήγορα τα πρώτα οικήματα καλυπτόμενοι από τον όγκο τους και κρυμμένοι στην σκιά τους. Προσπάθησα να στείλω μήνυμα κινδύνου στην οργάνωση, αλλά δεν υπήρχε σήμα στο ρολόι μου, το οποίο έκανε και τη δουλειά τηλεφώνου. Ίσως να ήμασταν η αιτία που απενεργοποιήθηκε το σήμα ή ήταν λόγω περιοχής καθώς ήταν κοντά η ΜΚ1,η λεγόμενη και μαύρη κόλαση, περιοχή του περιθωρίου.
Η Μαρίν μου είπε πως έστειλε σήμα κινδύνου πριν βγούμε από το τραίνο, αλλά δεν ξέρει αν το πήραν στην οργάνωση. Η συνοδός μου αποδείχτηκε πολύτιμη καθώς ήξερε ακριβώς την περιοχή και φαινόταν πως ήταν γεννημένη για τα δύσκολα. Με είδε πως ήμουν πελαγωμένος και πήρε την πρωτοβουλία να μου προτείνει να επιβιβαστούμε στον επόμενο σταθμό, αν εν τω μεταξύ δεν μας αναζητούσαν οι “Άγγελοι”. Εκεί θα μπορέσουν να μας αλλάξουν πάλι τα βιομετρικά, όπως έκαναν στον προηγούμενο ή θα μας πάρουν σε χώρο δικό τους, μέχρι να βρουν τρόπο να μας στείλουν στον Οργανισμό των "Αγγέλων".
Και πίστεψέ με, μου είπε, έχουν τον τρόπο να κάνουν το αδύνατον, δυνατό. Άνθρωπος δικός τους δεν χάθηκε ποτέ. Και εσύ κύριε καθηγητά είσαι δικός τους, δηλαδή δικός μας, συμπλήρωσε.
Της χαμογέλασα και της είπα, μακάρι να πάνε όλα καλά.
Θα πάνε, μου είπε με σιγουριά.
Μου έδωσαν κουράγιο τα λόγια της και με αποφασιστικό βήμα προχωρήσαμε προς την κατεύθυνση που βρισκόταν ο επόμενος σταθμός. Μόλις περάσαμε και τα τελευταία κτίρια απενεργοποιήσαμε τα βιομετρικά δεδομένα μας, ώστε να μην μπορούν να μας διαβάσουν οι μηχανές του καθεστώτος. Προς το παρόν ήμασταν προφυλαγμένοι από το καθεστώς, αλλά εκτεθειμένοι σε άλλους, ίσως πιο χειρότερους κινδύνους. Περάσαμε γρήγορα μια συστοιχία από αφύσικα θεόρατα δέντρα και μπήκαμε σε ένα έρημο τοπίο που οδηγούσε στο κτιριακό συγκρότημα της περιοχής ΜΚ1.
Ήταν μία μεγάλη περιοχή που ήταν τα περασμένα χρόνια βιομηχανική ζώνη. Μία έκταση αρκετών χιλιομέτρων που αναγκαστικά έπρεπε να περάσουμε.
Είχα ακούσει διάφορα για αυτήν την περιοχή. Ότι υπήρχαν άνθρωποι του περιθωρίου που ζούσαν σαν τα ποντίκια. Εκεί δεν υπήρχε αυτοματισμός και το φαγητό ήταν είδος πολυτελείας. Ούτε ηλεκτρικό, ούτε μηχανές, αλλά όλα γινόταν χειρωνακτικά. Η γη δεν βοηθούσε, αφού ήταν άρρωστη και δεν υπήρχαν τρόφιμα, ούτε καν νερό. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί έτρωγαν ο ένας τον άλλον, σαν τα άγρια θηρία για να μην πεθάνουν. Εκεί μέσα έστελναν μόνο ανθρωποειδή ρομπότ, που πολλές φορές ούτε αυτά δεν γύριζαν. Υπήρχαν και άλλες εστίες αντίστασης, εκτός των “Αγγέλων", που κατέφευγαν σε τέτοια μέρη, είχα ακούσει. Κανείς δε ήξερε με σιγουριά. Ίσως ήρθε η ώρα να το μάθουμε. Σκεπτόμενος αυτά κοντοστάθηκα, κοιτάζοντας στο βάθος αυτήν την έρημη πόλη από μαύρα κτίρια.
Η Μαρίν σαν να διάβασε την σκέψη μου,με προέτρεψε να μπούμε με την φράση:
-Έχω, ξαναμπεί σε αυτήν την κόλαση Στέφανε.
Τώρα με προσφώνησε με το όνομά μου, δείχνοντάς μου περισσότερη οικειότητα. Φαίνεται πως το είχα ανάγκη. Αφού με είδε λίγο ξαφνιασμένο, συνέχισε: -Καλύτερα,να πεθάνουμε εδώ, παρά να χάσουμε τον εαυτό μας και την ψυχή μας στην άλλη κόλαση της ανακύκλωσης.
Έσφιξα τα δόντια και προχώρησα πίσω της. Μια μαύρη σκόνη σηκώθηκε μόλις πατήσαμε σ’ αυτήν τη γη. Μπήκαμε στα πρώτα κτίρια μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Θέλαμε περίπου ακόμα τρία χιλιόμετρα μέχρι τον επόμενο σταθμό. Είχα κουραστεί αρκετά αλλά δεν το έδειχνα. Πρότεινα να καθήσουμε λίγο σε ένα ξύλινο πεζοδρόμιο που δεν ήταν τόσο βρώμικο όπως τα άλλα. Ξεκουραστήκαμε για ένα πεντάλεπτο και ξεκινήσαμε πάλι. Δεν συναντήσαμε ανθρώπους, ούτε άλλη ψυχή μέχρι τώρα και αυτό μου έδινε θάρρος, πως θα τα καταφέρουμε τελικά να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ανοίξαμε το βήμα μας και σχεδόν τροχάδην προχωρούσαμε,ενώ οι ίσκιοι της νύχτας έκαναν την εμφάνισή τους. Είχαμε περάσει τα μισά αυτής της σκοτεινής και έρημης πόλης και μια αλλεργία άρχισε να με πιάνει από την πολλή σκόνη που σηκωνόταν στο κάθε μας βήμα. Άρχισα να βήχω και να μην μπορώ να αναπνεύσω. Η Μαρίν έτρεξε να μου φέρει νερό από το μικρό μπουκάλι που κρατούσε. Ήπια δύο γουλιές και σαν συνήλθα, ξεκινήσαμε πάλι. Ξαφνικά, ένα πυρακτωμένο βέλος καρφώθηκε στο χώμα λίγα μέτρα μπροστά μας.
- Τι γυρεύετε πατριώτες σ' αυτό το μέρος που μόνο δαίμονες κυκλοφορούν;
Πάγωσε το αίμα μου και κοίταξα την συνοδό μου,που φαινόταν πιο ψύχραιμη από μένα. Σαν με είδε πως δεν ήμουν σε θέση να μιλήσω απάντησε αυτή και είπε:
-Εσείς ποιοι είστε; Θέλουμε να πάμε στο σταθμό του τρένου που βρίσκεται βόρεια.
-Και από εδώ σκεφτήκατε να περάσετε; Δεν βάζατε καλύτερα μια θηλιά στον λαιμό σας.
Σε λίγο άρχισαν να μας κυκλώνουν σκιές που γρήγορα έγιναν άνθρωποι. Αυτός που μίλησε ήρθε κοντά και κοίταξε εξεταστικά την Μαρίν και εμένα. Δεν ήταν πολλοί, οκτώ άνθρωποι ρακένδυτοι, με όπλα τόξα και τσεκούρια και ένας με ρόπαλο.
- Εσύ μεγάλε δεν μιλάς; είπε αυτός που μίλησε πρώτος απευθυνόμενος σε μένα. Για να δούμε είσαι άνθρωπος ή ρομπότ;
-Άνθρωπος ψιθύρισα με τρεμάμενη φωνή, κάνοντάς τους να βάλουν τα γέλια.
-Ωραία ποιοι είστε,τι γυρεύετε σ' αυτό το μέρος; είπε πάλι αυτός που είχε μιλήσει πρώτος και που η γενειάδα του κατέβαινε μέχρι τα γόνατα.
-Πάμε στους “Αγγέλους” είπα, χωρίς να σκεφτώ, σαν από ένστικτο.Τους είδα που ψιθύρισαν κάτι μεταξύ τους. Δεν ήταν καθόλου εχθρικοί.
Τότε αυτός που μίλησε πρώτος και έμοιαζε να'ναι ο επικεφαλής ξαναείπε:
- Γιατί πάτε εκεί; Είστε στην οργάνωσή τους; Τι είστε; Παράνομοι, αντικαθεστωτικοί;
-Όπως το είπες,του φώναξα.
Κοίταξε τον διπλανό του και κάτι του ψιθύρισε. Εκείνος του έγνεψε καταφατικά.
-Τότε να σας βοηθήσουμε να βγείτε από εδώ, είπε. Αν προχωρήσετε μόνοι, δεν έχετε καμιά ελπίδα.
Μια κραυγή πονεμένη ακούστηκε από το στόμα του στα τελευταία λόγια,καθώς ένα τσεκούρι είχε καρφωθεί στην πλάτη του. Αλαλαγμοί ακούστηκαν σαν από κόλαση και εκατοντάδες δαιμονικές υπάρξεις ξεχύθηκαν βγαλμένοι από τα μαύρα σοκάκια του συγκροτήματος. Δεν ξέρω αν γλίτωσε κανείς από αυτούς που μας σταμάτησαν, γιατί αρχίσαμε να τρέχουμε προς την κατεύθυνση που είχαμε έλθει. Μάταια όμως. Άλλοι ξεπετάχτηκαν μπροστά μας. Σαν ζόμπι έμοιαζαν, τίποτα το ανθρώπινο δεν φαινόταν επάνω τους.
Άρχισαν να τραβάνε τα ρούχα της Μαρίν και να τα σκίζουν, μέχρις που την άφησαν εντελώς γυμνή. Πολλοί έβγαζαν την γλώσσα τους και δοκίμαζαν με κραυγές την γυμνή της σάρκα. Άλλοι την δάγκωναν, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Εγώ ήμουν σαν σε έκσταση. Έβλεπα αλλά από τον τρόμο δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω ούτε να τρέξω. Αφέθηκα στην μοίρα μου.
Τότε μια λάμψη μας τύλιξε. Κάτι φλεγόμενο σαν άμαξα, κατέβηκε από τον ουρανό και μας έμπασε μέσα, αφού ακινητοποίησε σαν κολώνες, τους ανθρώπους δαίμονες που μας είχαν κυκλώσει. Φύγαμε δεν ξέρω πως και βγήκαμε σε κάποιο μέρος που έμοιαζε σαν μεγάλη τεχνητή σπηλιά. Έντυσαν την Μαρίν και μας πήγαν στο δωμάτιο της υποδοχής. Ένας σεβάσμιος γέροντας,από το συμβούλιο των σοφών, γνώριμος σε μένα, μας καλωσόρισε.
-Καλώς, ήρθατε Στέφανε και Μαρίνα!
- Πού είμαστε; ψιθύρισα.
-Στους “Αγγέλους" παιδί μου.
-Και πώς; Τι ήταν αυτό που μας έσωσε; Χρονοκάψουλα;
Τι τεχνολογία έχετε ανακαλύψει;
-Δεν ήταν τεχνολογία Στέφανε.
-Τι,τι ήταν αυτό; είπα έκπληκτος.
Τότε μου έδειξε τον ουρανό χαμογελώντας και μου είπε:
- Δεν είναι όλα μηχανές.
Σαν κάτι να με φώτισε και είπα :
-Υπάρχει ακόμα ελπίδα!
Ήξερα τον τελικό νικητή.
Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Δημιουργό.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους και στα Αστερούσια όρη της Κρήτης. Είναι απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Έχει εκδώσει το 2015 την ποιητική συλλογή "Λιβυκόν" και το ίδιο έτος συλλογή με μαντινάδες του, με τίτλο" Του Λιβυκού". Υπό έκδοση είναι το μυθιστόρημά του με τίτλο" Μαθιός και Νεϊρμάν, στη Κρήτη των θρύλων, των αγίων, των ηρώων". Ποιήματα και διηγήματα δικά του, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και μη, καθώς και σε τόμους με συλλογές ποιημάτων λογοτεχνικών συλλόγων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.