Ένας τεμπελάκος ήλιος που το ρίχνει στον ύπνο! Η πλάση που περιμένει το άγγιγμά του για να χαμογελάσει. Θα δούμε τα καμώματά του στο παραμύθι "Ο ήλιος που άργησε να ξυπνήσει" της Θωμαής Τσιμερίκα!
Ο ήλιος που άργησε να ξυπνήσει-ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό ο ήλιος νύσταζε πολύ και άργησε να ξυπνήσει . « Μα τι γίνεται ;» ρωτούσαν τα πουλιά . Δεν θα ξημερώσει καμιά φορά ; σαν να αργεί η αυγή . Πότε επιτέλους θα ξημερώσει ; Πότε θα βγει ο ήλιος ;» .Ο ήλιος κοιμότανε βαθιά , έβλεπε όνειρα πολλά . Το φεγγάρι είχε κουραστεί , ήταν έτοιμο να κοιμηθεί , αλλά μάταια , περίμενε να δώσει την θέση του , στον ήλιο , άρχισαν να ανυσηχούν , άρχισαν να ρωτούν . « Πού είναι ο καλός μας ήλιος ; Πού κρύφτηκε σήμερα ;» . Σε λίγο κοιμήθηκε και το φεγγάρι . Είχε κουραστεί όλο το βράδυ . Μόνο τ ‘ αστέρια έμειναν , αλλά σκουντουφλούσαν και αυτά στον ουρανό ψηλά . Ο ήλιος ροχάλιζε για τα καλά . Ξαφνικά άκουσε να του χτυπούν την πόρτα .
« Μα ποιος είναι τέτοια ώρα , ποιος την πόρτα μου χτυπάει ; Αχ , τώρα που γύρισα πλευρό , τώρα που το στρώμα είναι ζεστό» . Ήταν η κυρά κουκουβάγια , που όλοι την φώναζαν Βάγια . Ο ήλιος σηκώθηκε από τον ύπνο τον βαθύ και άνοιξε την πόρτα . « Τι είναι κυρά Βάγια ;» . « Τι να είναι βρε ήλιε ; Ο ουρανός δεν λέει να ξημερώσει , είναι σκοτεινός , το φεγγάρι κοιμήθηκε και αυτό , τι άλλο να σου πω ;» . « Και τι φταίω εγώ» , απαντά ο ήλιος που ακόμα φορούσε τις πιτζάμες του .
« Αχ , ήλιε μου και εγώ που είμαι κουκουβάγια πόσο να μείνω ξύπνια ; Θέλω να κοιμηθώ . Κουράστηκα με τα μάτια ανοιχτά τόσο μεγάλη βραδιά» .
« Αχ , κυρά Βάγια μου , κυρά κουκουβάγια μου και εγώ τι να κάνω ; Δεν θέλω να σε πικράνω, αλλά να εχθές με είχε καλέσει ο αυγερινός. Άργησα στο σπίτι να έρθω . Έβαλα το ξυπνητήρι στις οχτώ» . Γυρνά και τι να δει ; δεν είχε πατήσει το κουμπί από το ξυπνητήρι . « Αχ , κυρά Βάγια συγνώμη , πάω να ντυθώ και στον ουρανό να βγω» , λέει « τι να φορέσω ; για να αρέσω ; Για να μην θυμώσουν τα ζώα , τα πουλιά , οι άνθρωποι , τα αστέρια , τα ωραία περιστέρια» .Ανοίγει την ντουλάπα του , το ένα ρούχο τον μύριζε , το άλλο τον ξύνιζε . Λέει « Θα βάλω το κίτρινο σορτσάκι και το κίτρινο μπλουζάκι, καλοκαιρινό σετάκι» .
Όλοι μικροί , μεγάλοι περίμεναν τον ήλιο τον λαμπρό . Ξαφνικά εκεί που όλοι ροχάλιζαν , βγαίνει ο ήλιος καμαρωτός πίσω από τα βουνά , αλλά του άρεσε ο υπνάκος και λέει « Ας , κάτσω πάνω στο βουνό , να ξεκουραστώ , να πω και στο φεγγάρι ένα μυστικό» . Το φεγγάρι κοιμόταν . « Φεγγάρι καλημέρα ! Έφερα την ημέρα , πάρε τα αστεράκια σου , παιδάκια σου και πήγαινε για ύπνο , θα προσέχω εγώ τον κόσμο , τα ζώα , τα πουλιά» . Το φεγγάρι τρύπωσε στο σπιτικό του , έβαλε την φωσφοριζέ πιτζάμα , καληνύχτισε τα αστέρια και αποκοιμήθηκε .
Ο ήλιος τεμπέλιαζε πάνω στο βουνό . Τους ανθρώπους τους ήρθε ξαφνικό . « Απότομα ξημέρωσε» έλεγαν . Έψαχναν και αυτοί τι να φορέσουν να πάνε στις δουλειές που είχαν αφήσει χθες μισές . Ο ήλιος κάθισε σταυροπόδι και περίμενε να περάσει η καρδερίνα να παραγγείλει καφέ , γιατί δεν πρόλαβε να πιει στο σπίτι . « Ααα , καλημέρα καρδερίνα σε περιμένω ώρα , θέλω καφεδάκι φτιαγμένο με μεράκι» . « Αχ , ήλιε μου , καλέ μου ήλιε , σε περιμένουμε πώς και πώς να μας δώσεις φως» ! Η καρδερίνα έτρεξε στον καφενέ των πουλιών , έφτιαξε το καφεδάκι και τον πήγε στον ήλιο , τον ηλιάτορα . Ο ήλιος ήπιε μια γουλιά και τότε όλα άλλαξαν ξαφνικά .
Απλώθηκαν οι αχτίδες του ήλιου σε όλα τα χωριά , σε γη και ουρανό , σε κάθε τόπο μακρινό . Η αχτίδα τρύπωσε στο παράθυρο του κυρ Μανούσου και τον σκούντηξε την πλάτη . « Μα τι έχω πάθει ; Τι έγινε γυναίκα ;» . « Τι να γίνει ; η ώρα πήγε 10 .Σήκω να πας στη δουλειά , σαν τον ήλιο και εσύ μες την τεμπελιά» . Ο ήλιος τους άκουγε και γελούσε μες τα κίτρινα ντυμένος . Χαμογελούσε στα πουλιά , χαμογελούσε στα λουλούδια , χαμογελάει στις καρδιές που είναι μοναχές , χαμογελάει στον κόσμο όλο και του λέει . « Όσο και να αργήσω πάλι να ξυπνήσω , πάλι θα φέρω φως , να λάμψουν οι καρδιές να γίνουν αληθινές !