Μια βασιλοπούλα που άθελά της παίρνει κάτι που ανήκει αλλού. Η τιμωρία της είναι η εξαφάνισή της! Θα καταφέρει κάποιος να τη βρει; Θα το διαβάσουμε στο όμορφο παραμύθι "Η χαμένη βασιλοπούλα" της Θωμαής Τσιμερίκα!
Η χαμένη βασιλοπούλα-ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο , ζούσε ένας Βασιλιάς με την μοναχοκόρη του . Όλα κυλούσαν όμορφα ώσπου μια μέρα ο Βασιλιάς αντιλήφθηκε ότι έλειπε ώρες η όμορφη βασιλοπούλα από το παλάτι . Έβαλε τους υπηκόους του , να την ψάξουν . Δεν την έβρισκαν πουθενά . Έψαξαν και την επόμενη μέρα και πάλι δεν την βρήκαν . Ο Βασιλιάς στεναχωρέθηκε και αναρρωτιόταν « πού να πήγε;» . Κάλεσε συμβούλιο . Οι συμβουλάτορές του πρότειναν να βρεθεί ένας ειδικός πράκτορας , ένας ντεντέκτιβ .
Έτσι και έγινε . Ο βασιλιάς έστειλε τους στρατιώτες του ,στις γύρω πολιτείες , να βρουν τον κατάλληλο ντεντέκτιβ για την ανεύρεση της Βασιλοπούλας . Ξαφνικά τους φώναξε ένα παλληκάρι με σγουρά , μαύρα μαλλιά , με φτωχικά ρούχα και ένα δισάκι στον ώμο « άκουσα ότι ο Βασιλιάς ζητάει Ντεντέκτιβ , για να βρει τη βασιλοπούλα ,εγώ είμαι ένας από αυτούς» . Οι στρατιώτες του απάντησαν « μα , εσύ είσαι ένας φτωχός χωρικός , δεν κοιτάχτηκες σήμερα στον καθρέφτη ;» και ξέσπασαν σε γέλια . Ο νέος τότε τους απάντησε:
« Είμαι ντυμένος φτωχικά για να μην γνωρίζουν την ταυτότητά μου , γιατί η δουλειά που κάνω κρύβει μυστικά , δεν πρέπει να κινώ υποψίες , για το ποιος είμαι» .
« Έχεις δίκιο» είπαν οι στρατιώτες . Τον έδωσαν ένα άλογο και τον οδήγησαν στο παλάτι . Ο Βασιλιάς του είπε « θέλω να βρεις την βασιλοπούλα , έχει μέρες που χάθηκε» . Ο νέος υποκλίθηκε στον Βασιλιά και ξεκίνησε τις έρευνες . Πήγε στο δωμάτιο της βασιλοπούλας και πάνω στο κρεβάτι της , βρήκε ένα άσπρο νούφαρο . Το πήρε στα δυο του χέρια , το περιεργάστηκε και είδε μέσα τη βασιλοπούλα , που ζητούσε βοήθεια . Άφησε το νούφαρο , έφτασε στη λίμνη . Κρύφτηκε , τότε είδε τα ψαράκια , έκαναν βουτιές και έλεγαν « η βασιλοπούλα πήρε το μαγικό νούφαρο , αλλά τώρα βρίσκεται μέσα σε κήπο με αγκάθια και δεν μπορεί να βγει» . Έψαξε στην τσέπη του , έβγαλε έναν τσαλακωμένο χάρτη και με τον μεγεθυντικό φακό άρχισε να ψάχνει και αυτό που έψαχνε το βρήκε .
Περπατούσε ώρες , ξαφνικά άκουσε πίσω του , ήχους παράξενους , κάποιος τον παρακολουθούσε . Γύρισε ξαφνικά και είδε μια γριούλα « πού πας παλληκάρι μου , προς τα κει ; Είναι ο φράχτης με τα αγκάθια , όποιος πάει εκεί δεν γυρνά» , του φώναξε και εξαφανίστηκε . Όμως ο νέος ντεντέκτιβ , είχε θάρρος , ήταν γενναίος .
Μετά από πολύ περπάτημα έφτασε στον φράχτη . Άκουσε τα παρακάλια της βασιλοπούλας . Το φόρεμά της γεμάτο αγκάθια , ήταν πληγωμένη . Τότε την απελευθέρωσε . Της είπε ποιος ήταν και επειδή μόλις την είδε την αγάπησε , την ζήτησε σε γάμο .Η βασιλοπούλα δέχτηκε και του είπε τι είχε συμβεί . « Είχα κατέβει στη λίμνη , είδα το νούφαρο , μου άρεσε, το πήρα στο παλάτι και καθώς το παρατηρούσα , χάθηκα , βρέθηκα σε αυτόν τον κήπο» .
Ο Ντεντέκτιβ , κατάλαβε ότι τα ψαράκια την πήγαν εκεί , γιατί τους έκλεψε την ομορφιά της λίμνης τους . Γύρισαν στο παλάτι . Ο Βασιλιάς , έτρεξε , αγκάλιασε την κόρη του . Ήταν τόσο ευτυχισμένος . Τότε ο νέος της είπε « φέρε το νούφαρο , να το πάμε εκεί που ανήκει , δεν πρέπει να παίρνουμε , ότι ανήκει σε άλλους» . Η βασιλοπούλα κατάλαβε το λάθος της . Πήρε το νούφαρο και μαζί με τον αγαπημένο της , το πήγαν στη λίμνη . Το άφησαν στην επιφάνειά της , τότε άνθισε ακόμα πιο πολύ . Τα ψαράκια άρχισαν να χοροπηδούν για το στολίδι τους . Οι δύο νέοι γύρισαν στο παλάτι . Έγινε ο γάμος με χαρές και πανηγύρια και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα .