Θα δούμε τη βιβλιοκριτική της λογοτέχνιδας Μαρίας Καρδάτου για την ποιητική συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου "Ο θυρωρός των ημερών" που δημοσιεύτηκε από τις Εκδόσεις Κέδρος τον Οκτώβριο του 2022!
Ο θυρωρός των ημερών της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου
γράφει η Μαρία Καρδάτου
«Αργός εκρήγνυται στο σώμα μου ο χρόνος»
Μπαίνοντας στο σύμπαν των λέξεων της ποίησης της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου στην αρχή νιώθεις ένα σφίξιμο στον λαιμό από την ποικιλία των θεμάτων, των αφηρημένων εννοιών που νομίζεις πως δεν θα μπορέσεις να συμπληρώσεις το παζλ των νοημάτων της.
Σιγά σιγά χαλαρώνεις και απολαμβάνεις τη μαγεία του κόσμου που έφτιαξε η ίδια άλλοτε παίζοντας και άλλοτε συμπάσχοντας και εκείνη με όσα αναφέρει για τους ήρωές της που μπορεί να είναι κάποια αγαπημένα πρόσωπα ή έργα σε ταινία, σε μουσική, ξεχωριστοί ποιητές και συγγραφείς.
Ξεκινά από την παιδική ηλικία «σαν να μην θέλει να φτάσει πουθενά».
Μετά μιλά για την τέχνη του θανάτου με τη θεατρική φυσικότητα.
«Ο πρώτος θάνατος συμβαίνει μες στη γλώσσα» καθώς περνούν τα χρόνια, θολώνουν τα μάτια και το μυαλό στο «άσυλο ανιάτων». Παρακαλεί με το ποίημα και τις λέξεις να ελευθερωθεί και από τον έρωτα.
«Από το σπίτι της παρόδου Κράσνη 18» και τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας μέχρι το σπίτι της που «επικρατεί συνωστισμός μες στην κουζίνα / μία κουζίνα Οδησσός» με τη μητρική φιγούρα να κυριαρχεί και η ίδια να προσπαθεί για εξέγερση χωρίς να τα καταφέρνει προς την ελευθερία παλεύοντας «να αποτινάξει το ψέμα».
Μέσα στον φυσικό χώρο της κουζίνας, της κυριαρχίας της μητέρας, παλεύουν ο Τσακάλωφ και ο Ρουμπλιώφ και η τεράστια μοναδική καμπάνα.
Πότε θα χτυπήσει από τα χέρια της, μπερδεύοντας τον χρόνο μέσα σε μια κουζίνα που τον φέρνει στο σήμερα;
Η ποιήτρια συνήθως κλεισμένη μέσα στο σαλόνι, καταλαβαίνει τα πάντα και αδιαφορεί, πρέπει να υποταχθεί, να γίνει το παιχνίδι του χρόνου, γιατί «θέλει κουράγιο και ευγένεια να υποδύεσαι τον υπηρέτη», όπως θα μας πει στο ποίημα «Οι ήρωες του Μπέκετ φορούσαν πάντοτε καπέλο».
Παρακάτω ο πρώτος Άνθρωπος, προφανώς ο Ιησούς, έρχεται κατά πάνω της με λέξεις και βήματα αργά, «όπως αιωνιότητα βαριεστημένη».
[…]
Δεν γνωριζόμασταν.
Ένα αγκάθι μάθαινε μες στα χέρια του
την ιστορία της πληγής.
Όχι αγκάθι, μα καρφί.
Με ξέρετε; τον ρώτησα.
Μοιράσαμε ποτέ στα δυο
μία χιονόμπαλα, ένα λάθος
ή έστω τα διαλυτικά στο γιώτα τού «χαϊδεύω»;
Κάποτε το απάτητο κυκλώνει την ομιλία με φως
απ’ τον μεσημβρινό της άνοιξης διακεκομμένο.
Πλησίασε κι ήταν αυτός
η τελική απάντηση στο αίνιγμα που ήμασταν
η απαλή σοφή αρχή πριν τη λεηλασία
η πρώτη μάχη η κερδισμένη.
Τον ξαναρώτησα:
Προβλέπεται να κρατήσει πολύ ο πυρετός;
Σεισμογενής ο αιώνας μας
κι η αποστασία ένα προμήνυμα γιορτής
διαρκώς αναβαλλόμενης
μα κι οι νοσούντες
την ίδια ομίχλη καταπίνουν με τους θεραπευτές
η ίδια φυσαλίδα διεκδικεί μαθητευόμενους και μύστες.
Με κοίταξε
με μιαν ιλιγγιώδη χαρακιά συγχώρεσης
σαν ξαφνική αποτέφρωση του παιδικού εφιάλτη
και ύστερα με βήματα φωσφορικά
διέσχισε τα φυλλώματα.
Επέστρεφε ή έφευγε
ξεκάθαρο δεν ήταν.
«Ecce Homo»
Στο ποίημα «Αθήνα με τη μέθοδο Μπράιγ» παρακολουθούμε μια περιήγηση στην Αθήνα όπου βλέπουμε «να λάμπει η βαθιά ρωγμή / γλυκύτερη κι απ’ τον σφυγμό του κόσμου». Η ποιήτρια γράφει για να κάνει τον κόσμο να υπάρξει. Μας παρουσιάζει ένα πρόσωπο υποβασταζόμενο να ανηφορίζει τον Λυκαβηττό αλλά και το θέατρο και την εκδρομή στο Σούνιο που δεν έγινε ποτέ, ακόμα και τον Εθνικό κήπο, όλα πίσω από έναν μαντρότοιχο ψηλό, να «σπάζουν επάνω του τα δάκρυα» όπως στον τοίχο των δακρύων. Μέσα στη νύχτα η γραφή διαβάζεται σαν παρτιτούρα. Όλα είναι δύσκολα με τη μυρωδιά της βενζίνης, της βιολέτας, των δακρυγόνων και των αναμνήσεων δίπλα στο άγαλμα του Παναγούλη.
Όταν όλα είναι «κείμενο αδίδακτο στο ορατό», ομίχλη και αίνιγμα, τότε τα διαβάζει με τη μέθοδο μπράιγ των τυφλών που πιο πολύ αισθάνονται παρά με την αφή καταλαβαίνουν.
[…]Μια μυρωδιά ανάμικτη καπνού, βενζίνης και βιολέτας
και βλέφαρα που πισωπατούν στα δακρυγόνα του ήχου
σαξόφωνο που αναλύεται σε παφλασμό
δίπλα στο άγαλμα του Παναγούλη.
Δεν σε εξημερώνω.
Κείμενο, αδίδακτο στο ορατό, θα μένεις απαστράπτον.
Με ομίχλη χειροποίητη λοιπόν
όπως οι χειρομάντες διαβάζουν την αφή
με ομίχλη χειροποίητη
πριν το αίνιγμα αναληφθεί
σημαιοστολισμένο.
«Αθήνα με τη μέθοδο Μπράιγ»
«Μετρά ο ωρολογοποιός με τη μεζούρα του ράφτη πια τον χρόνο» και ο μεγάλος θυρωρός, ελεγκτής των πάντων δεν ξεγελιέται. Η υδρόγειος προσπαθεί «με λίγη χρυσή κλωστή» να βγει από τον λαβύρινθο και να εξαγοράσει τη διάρκεια.
Με πλούτο εικόνων έντονων και λέξεων ζωγραφίζει μέσα από το σαλόνι και την κουζίνα του σπιτιού έναν ολόκληρο κόσμο. Όσα έχει η ίδια ζήσει, όσα έχει διαβάσει και όσα έχουν γνωρίσει άλλοι.
Τον λόγο της τον πλουτίζει με μουσική, το νανούρισμα του Κυπουργού, κάνει αναφορά στον «Κέλομαί σε Γογγύλα» την παρτιτούρα του Μάνου Χατζιδάκι στο Saloon. Παρακάτω στον Αντρέι Ταρκόφσκι και στην ταινία του για τον αγιογράφο Ρουμπλιώφ.
Αναφορές επίσης γίνονται στους ποιητές Ντίκινσον, Έλιοτ, Ρεμπό, Βαλερί, Αλέν Μποσκέ, Καρούζο, Ασλάνογλου, Κρυστάλλη. Συνομιλία με τον Τζον Άσμπερι και τα κολάζ του, αναφορά σε στίχο του Τίτου Πατρίκιου.
Αναφέρει με αγάπη, σπίτια, δρόμους, αντικείμενα, στοιχεία της φύσης, όνειρα, ονειρεμένους λόγους και φυσικά την απασχολεί ο χρόνος που περνάει και γράφει ανεξίτηλα τον πόνο των ανθρώπων και τον χαμό τους σε μια στιγμή από ένα περιστατικό υγείας ή από την πανδημία των περασμένων τριών χρόνων κάνοντας συγκεκριμένα μια αναφορά στο ποίημά της «Υψηλοί προσκεκλημένοι» στην απώλεια του Χιλιανού συγγραφέα Σεπούλβεδα.
Ακολουθεί ο τρόμος στο βλέμμα των μικρών προσφύγων στο αμφιθέατρο των πουλιών, όπου σπουδάζουν να ζουν να κοιμούνται έξω και να εκτίθενται μετά με ταμπελάκι στα μάτια των περαστικών θεατών της ζωής τους.
[…] Στην αρχή ήταν σαν ρόδα λούνα παρκ
με θέα στο ραγισμένο σύννεφο
μετά ενώναμε τις παλάμες
και ο Θεός της λιακάδας
άδειαζε μες στη σάκα μας μήλα των Εσπερίδων
ύστερα κάποιος μάς ανάγκαζε
ν’ αγγίζουμε βίαια τις πληγές
την ανάσα του ματωμένου ζώου
να κόβουμε σε φέτες
εμείς τραγουδούσαμε
«τη Λόλα απ’ τη φωτιά ποιος θα τη βγάλει;»
και παίζαμε στα ψέματα τους ευτυχισμένους.
Μεγαλώναμε κιόλας.
Μας γιόρταζαν και γενέθλια μες στον ύπνο μας.
Κάποιες παντρευόμασταν, εγώ όχι.
Εγώ σπούδαζα τη μισή μέρα
στο αμφιθέατρο των πουλιών
ενώ τα βράδια έκανα πως κοιμόμουν
ώσπου τα φλας διέκοπταν τα όνειρα
κι έβλεπα το σαμιαμίδι του φόβου
να τρέχει μες στα μάτια τους.
Έκτοτε, τρόμος αξιοθέατος, εκτίθεμαι
με ταμπελάκι και αριθμό σε αίθουσες ευρύχωρες.
Μες στην αιωνιότητα του κλικ
νεκρή ανεμώνη ανήλικη
βαλσαμωμένη διαβιώ ατρόμητη.
Λάμψη θανάτου και ριπή
διά παντός αθάνατη.
Πόσο απλά αραδιάζει τα πιο τραγικά γεγονότα των ημερών μας η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου και με το πιο αθώο παιδικό ύφος το οποίο έχει βαθιά μελετήσει και στις προηγούμενές της ποιητικές συλλογές.
Αλλά και στα δικά μας, των γονιών και των παππούδων μας τα πάθη εισέρχεται με μαεστρία σκηνοθέτη, τακτοποιεί τα πλάνα των δραματικών στιγμών της σφαγής του ’22 στα παράλια της Μικράς Ασίας με τα βαπόρια που έπαιρναν τον κόσμο τον τρομοκρατημένο που παρατούσε τον πλούτο και τη ζωή του εκεί.
Η τραγικά όμορφη εικόνα του ψαρά να βγάζει χρυσά κοσμήματα από την κοιλιά του ψαριού.
«Μη μας μνημονεύετε τα ψυχοσάββατα, / παράγγελναν οι τόποι / την περηφάνια μας μονάχα να θυμάστε» τονίζει η ποιήτρια, σκηνοθέτης, ζωγράφος και συμπάσχουσα των προσφύγων, καθώς πρόσφυγες και οι δικοί της, με αποτέλεσμα να γνωρίζει τη γεύση της πίκρας.
Αλλού μεταμορφώνεται σε γοργόνα εσωτερικού χώρου, χωρίς να δει τα πτερύγια να μετατρέπονται σε φτερά, οδηγημένη από τα βήματα του πατέρα στου οποίου τα πόδια πατάει χορεύοντας τανγκό «μήπως ψηλώσει η νεραϊδούλα λεμονιά / και μοιάσει της μητέρας».
Γνωρίζει η Λουκίδου όχι μόνο να χρησιμοποιεί τις λέξεις αλλά και να παίζει με αυτές, να αποκαλύπτει και να πληγώνει βαθιά χωρίς να γίνεται μελό.
Η συγκίνηση κρύβεται και χωρίς να γίνεται δάκρυ αναστατώνει τον ψυχισμό του αναγνώστη.
Φανερώνει κάποιες στιγμές αδυναμίας της γυναίκας που, ενώ θέλει να ξεφύγει και να δαμάσει τη ζωή, δεν έχει τη δύναμη ή τον τρόπο να δραπετεύσει από όσα της επέβαλε. Έτσι παίρνοντας στίχους του Κ. Κρυστάλλη παρακαλεί τον αετό να χαμηλώσει και να την πάρει μαζί του, γιατί «τα τάματα τον ποιητών σκουριάζουν στα βιβλία». Μόνο η αλεπού τα καταφέρνει να διαβεί ήσυχη στις λεωφόρους των πόλεων αλλά μένει στην άδεια αγκαλιά. Αυτό είναι το τίμημα της σκουριάς και της σιωπής. Όπως παρατηρεί «ο θυρωρός των ημερών» στο ποίημα: «Συνομιλία με ποιητή του απόκρημνου» στους κύκλους των λογοτεχνών υπάρχουν συνωμοσίες, «δήγματα λυσσώντων τρωκτικών».
[…]
– Κι απ’ τους ανθρώπους ποιον εκτιμάτε;
Αυτόν που πραγματοποιεί
ή αυτόν που ανανεώνει την υπόσχεση;
– Μα, φυσικά, τον δεύτερο.
Η αναμονή και η απόγνωση
σε μια αδιαμαρτύρητη συνωμοσία
μου εξασφαλίζει τον πυρετό τον επιούσιο
που αναλογεί σε κάθε μελλοθάνατο.
– Συνηθίζετε να πέφτετε συχνά;
– Τα απογεύματα, κυρίως, όταν περνώ απέναντι
αφήνοντας πίσω το περίπτερο.
Τα χαρτονομίσματα, ξέρετε, κάποτε μας προδίδουν.
Έχουν επάνω ζωγραφισμένο ένα δέντρο
κι ένα κλαδί αιώνιας αιώρησης.
Νομίζεις πως μπορείς
αδιαμφισβήτητα νομίζεις πως μπορείς, αλλά...
– Με δίχτυ ασφαλείας ή δεν το καταδέχεστε;
– Το μόνο δίχτυ ασφαλείας
είναι αυτό των μεγάλων ονομάτων
όμως ποτέ δεν το διέθετα, κι άλλωστε
βλέπετε εδώ στο μπράτσο και στην πλάτη μου
πως κάπου κάπου σουρουπώνει;
Δήγματα λυσσώντων τρωκτικών.
Ποιος να το φανταζόταν από πουλιά
ευγενικής καταγωγής, και μάλιστα ταλαντούχα!
– Υπάρχει οίκτος πριν τον φθόνο;
Ένα άλλοθι που δικαιολογεί και ερμηνεύει;
– Υπάρχει μόνο ο ψυχίατρος
και κάποια μάνα με κομμένα δάχτυλα.
Η μνήμη της αφής, αφήγηση ατέλειωτη
που βασανίζει τους ακροατές
τους καθηλώνει σε θέση αναπηρική.
– Θα λάβει τέλος η παράσταση αυτή;
Δεν απαντάτε;
«Συνομιλία με ποιητή του απόκρημνου»
Τότε η ποιήτρια που πιστεύει στην αθωότητα και ειδικά των μικρών παιδιών μάς φανερώνει πως η γλώσσα θα θριαμβεύσει των συνωμοσιών.
Όπως η καλοσύνη και η αγάπη πάνω από τα πνιγμένα βρέφη των μεταναστών.
Στο ποίημα «Υπέρ ευκρασίας των στίχων και σωτηρίας ψυχών των ομοτέχνων» με μότο τον στίχο του Νίκου Καρούζου: «Η τέχνη μας η φριχτότερη του εγώ μεταμφίεση» παρουσιάζει τους «ερημίτες ποιητές / των ελαχίστων αποστάσεων δρομείς / -τουτέστιν, απ’ το οικοπεδάκι του χαρτιού / μέχρι το μαύρο του πουλιού», στίχοι ωραίοι με τους οποίους η Λουκίδου δείχνει την ικανότητά της να διακρίνει το γνήσιο από το νοθευμένο, τους αληθινούς ποιητές από τους άλλους της αγοράς, της αυθάδειας και των αναρριχητικών.
Μιλά για όσους ύπουλα κινούνται όπως οχιές στη χλόη, για τους οποίους προβλέπει πως θα παραπατήσουν κάποια μέρα και χωρίς αυλή με το ίδιο το έργο τους θα καταποντιστούν.
Γιατί, όπως λέει, «η ποίηση είναι κατακλυσμός / - δεν είναι κιβωτός καλέ μου Νώε-» και ο ποιητής «πεταλούδα που καίγεται κάτω απ’ τους προβολείς».
Η Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου ξεκινά την πεζοπορία της με στίχους του Δ. Π. Παπαδίτσα: «Κι από μια συλλαβή σ’ ένα δάσος / κατεβαίνει κανείς στο τίποτα της ρίζας του» («Έμβρυο φως», Όπως ο Ενδυμίων, 1970)
Αναζητά το «ξένο σώμα», αυτό εμπιστεύεται όταν οι πλησίον αποχωρούν
«Για όλα αυτά / το ξένο σώμα υπολήπτομαι και υμνώ / σαν εισχωρεί αθόρυβα στους μαλακούς ιστούς / στην αναπνευστική και πεπτική οδό / στον κερατοειδή. / Μία λαβίδα μικροσκοπική τι να σου κάνει; / Αγκάθι ρόδου, αχινού / γυαλί ή πετραδάκι παραλίας / ή όνομα παλιό με υποκοριστικό / σκουπίδι-σκουπιδάκι μου / δεν σε αποχωρίζομαι. / Τα άλλα αντιστέκονται, αποχωρούν βιαίως. / Δεν σε αφαιρώ. // Ας είσαι εσύ αυτό / το ξένο σώμα / το μοναδικό / το πιο δικό μου.»
Η σχέση με τη μητέρα εμπεριέχει την «άνευ όρων παράδοση στον όλεθρο του ονόματος». Τη μητέρα που φέρνει το φως της σαν Πάσχα μέσα στο σπίτι, όσο για τα ταξίδια αναφέρεται στο ποίημα «Ρακοσυλλέκτες τελικά» σε εκείνα που γίνονται με τον νου σαν το Βιζυηνό, γι’ αυτό και οι ποιητές «ρακοσυλλέκτες της φήμης» προβλέπει ότι θα βρεθούν στο μέλλον κλεισμένοι σε μια βιβλιοθήκη ή «στην επικράτεια του συρταριού» «αφού πάντα θα αρκεί μια ψαλιδιά / και / χρατς θα κόβεται το ύφασμα / χρατς θα σκίζεται το χαρτί / χρατς πάει και η ζωή μας».
Έχει μια δύναμη ο λόγος της Λουκίδου αναφερόμενη ακόμα και στη συντριβή.
Καλεί αυτόχειρες ποιητές και ποιήτριες τη Σύλβια Πλαθ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Περικλή Γιαννόπουλο, την Κατερίνα Γώγου.
Ο ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Και κάπου εδώ, στο τέλος του παραμυθιού
σωριάζεται ο αιφνιδιασμός
και άλλο πια το φάντασμα
δεν συλλογιέται το καθήκον του
– τη θλιβερή αφαίρεση κλωστών
που συγκρατούσαν τις μορφές
μες στο περίγραμμά τους –
νέος θαλαμηπόλος ικανός
εκπαιδευμένος άριστα σαν άλλος αετός
αναλαμβάνει τον εντοπισμό
προσφέρει υπηρεσίες σοβαρές
ποικίλες ελαφρύνσεις
και με βηματισμούς εσπερινούς
το θήραμά του γυροφέρνει.
Σε χάνω, Σίλβια...
Το ωραίο σου κεφάλι
σαν βουρκωμένο σύννεφο
μέσα από την κουζίνα με κοιτά.
Βιρτζίνια, δεν ακούγεσαι...
Αχ, πόσο ρυθμικά, σχεδόν χορευτικά
οι φυσαλίδες ανεβαίνουν.
Σου έχω πετρούλες σαν ζαχαρωτά
στου κασμιρένιου σου παλτού τις τσέπες
λιώνεις εσύ θριαμβευτικά
μα εκείνες παραμένουν.
Στεφανωμένε καβαλάρη Περικλή
ατίθασή μου Κατερίνα
ένδοξες κι άδοξες σκιές της άγραφης σελίδας
πόσο απολαυστικά
τις τρυφερές προοπτικές σας γευματίζω.
Σας είμαι ευγνώμων, ταπεινά, για τη συνεργασία.
Ακούσια, θα μου πείτε
όμως κι εσείς δεν είδα ν’ αντιστέκεστε
κι αυτό, ειλικρινά, σας το αναγνωρίζω.
Όλα αμίλητα και φυσικά
εξόχως εξημερωμένα
διαλυμένα προβλεπόμενα
κατά τα ειωθότα.
Μετά αρχίζει πάλι το μυστήριο στη συνομιλία με τον Τζον Άσμπερι.
Αναφέρεται στα ανεπίδοτα γράμματα που μένουν στο γραμματοκιβώτιο του χρόνου που εξαφανίζει τις ειδοποιήσεις και τις επιστολές, επιχειρεί μια διαδρομή στην παιδική και εφηβική ηλικία «στο πρώτο του ποίημα στα οχτώ κοντά στη λίμνη Οντάριο». Το μυστήριο συνεχίζεται στο κολάζ.
«Κι ούτε να σας παραπλανά ο άντρας με τη ναυτική στολή στο επιτραπέζιο / [το κεφάλι του έχει αντικατασταθεί από ένα μπουκέτο άνθη] / ούτε «Ο Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ» του Καραβάτζιο / [το έσκασε από την Galleria Borghese και το Prado / και σε κατάλογο ανδρικών ενδυμάτων φιγουράρει] / θα έπρεπε να σας βάζει σε υποψίες το καρουζέλ που καίγεται / κι η άνιση μάχη των νιφάδων και των κουνελιών / στο πρώτο μου ποίημα στα οκτώ κοντά στη λίμνη Οντάριο.»[…]
Εξαιρετικές εικόνες που η τεχνίτρια του κολάζ Ε. Α. Λουκίδου μάς μεταφέρει.
Προχωρώντας κάνει τις διαδρομές της ζωής της όπως και της μητέρας της (Καντίκιοϊ – Μόναχο – Σαλονίκη – Αθήνα – Βόλος – Λεμεσός), «μια οικουμένη σύσσωμη σε ασφυξία» και βέβαια με τη βαλίτσα πάντα έτοιμη με ρούχα απλά αλλά και φορέματα «διάφανων ψευδαισθήσεων».
Αναφορά στο φόρεμα της κηδείας του αγαπημένου προσώπου που χώρεσε μαζί με τα δάκρυα στο μικρό μωβ σχήμα της βαλίτσας.
Και τα χρόνια περνούν, «καλπάζει ακίνητη η εποχή» και ο Βαρδάρης κινείται μόνο στα χαλάσματα, ενώ αλλού η Περσεφόνη, μικρό κορίτσι εμφανίζεται ψελλίζοντας «ήθελα μόνο να μάθω πώς να ζω».
Στη συνέχεια ο πόλεμος αποτελειώνει με βόμβες ακόμα και τα αστέρια, ενώ όλοι μαζί με ένα βαλσάκι παλιομοδίτικο βρίσκονται στην πλατεία, μπροστά στον ανδριάντα που στήθηκε για να τιμηθεί ο ηγέτης και, προκειμένου «να κλείσει η τελετή αρμονικά» καλούν «τη χορωδία του στρατού».
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Υψηλοί προσκεκλημένοι» τη συναντούμε να κάθεται και πάλι στο σαλόνι.
«Κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ, στην αγαπημένη μου γωνία. Σου την παραχωρούσα να μου διαβάσεις την τελική διόρθωση της συλλογής πριν το τυπογραφείο. Διαβάζω τώρα εγώ και με κοιτάς ασάλευτος μαζί με τον μπαμπά. Με κοιτάτε που διαβάζω. Με κοιτούν να τους διαβάζω. Περιμένουν τη σειρά τους υπομονετικά να διαβαστούν, μήπως και ξαναζήσουν. Κοίτα σε ποιον στηρίζουν τις ελπίδες τους... Χαμογελώ. Χαμογελάς κι εσύ που δεν χρειάστηκε να συνεννοηθείς στα ισπανικά. Η ρυθμική της γλώσσας μόλις ξεκίνησε ν’ απλώνεται απ’ το σαλόνι στα δωμάτια. Πιο μεταδοτική από κάθε πανδημία».
Αυτό που επικρατεί στην ποίηση της Λουκίδου είναι η αγάπη και «ο θυρωρός των ημερών» δεν θα τη σβήσει, θα θριαμβεύσει, θα είναι το μήνυμά της.
Μαρία Καρδάτου