Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τη λογοτέχνιδα Τέτη Θεοδώρου. Η καλεσμένη μου έχει σπουδάσει στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά και στο ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες και στον ηλεκτρονικό τύπο. Έχει διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, λυρική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι περίτεχνος, φυσικός, αρμονικός. Εμπνέεται από τα όνειρα, τις επιθυμίες, την κοινωνική παρατήρηση. Το πραγματικό και το φανταστικό στοιχείο μπλέκεται ευφυώς στο πεδίο δράσης των ηρώων της. Η γραφή της έχει ξεχωριστό χρώμα και προσωπικότητα. Θα δούμε πέντε άκρως ενδιαφέροντα ποιήματά της!
Τι εννοούσε ο ποιητής;
Τι εννοούσε ο ποιητής
πως την τέχνη τής γραφής είχε ξεχάσει;
Πώς είναι δυνατόν μια τέχνη τόσο απλή,
λιγάκι σαν παιχνίδι, να εξαερωθεί σαν να 'τανε καπνός;
Κι ύστερα έλεγε, στο ποίημα εκείνο, πως τάχα
μετά έχασε και την ικανότητα της ανάγνωσης!
Προσπάθησα να φανταστώ τον άνθρωπο αυτό που περίγραφε
κι εντύπωση ο στίχος μου είχε κάνει.
Πέρασαν χρόνια κι έβαλα γυαλιά ,
είδα τυφλούς να συλλαβίζουν με το δάχτυλο,
γέρους χαμένους στις αναμνήσεις να μαθαίνουν ανάγνωση απ’ τα εγγόνια τους
και πάλι δεν καταλάβαινα τι εννοούσε ο ποιητής
μα ο στίχος συχνά στο μυαλό μου ερχόταν.
Κάποτε με κοίταξαν γράμματα άγνωστα
που δεν μπορούσα να εκφωνήσω, αλλά πάλι
ζήτησα σε κάποιον άλλο να διαβάσει και ν’ ακούσω.
Και ήμουν πια σίγουρη πως κάτι τέτοιο θα εννοούσε ο ποιητής
και για την περιπέτεια της γραφής
έκανα σκέψεις όμορφες κι έφτιαχνα ιστορίες.
Τι αυταπάτη!
Σας έχει τύχει να ριγήσετε στο άκουσμα μιας προφητείας,
να διαβάσετε κάτι και να σκεφτείτε πως λιγάκι αυτό σας αφορά;
Κι αν σας συνέβη άραγε,
υποσχεθήκατε στον εαυτό σας πως εσείς
δεν θέλετε να ξέρετε,
γιατί δεν είστε ο μπάτσος που θα φάει την πέτρα στην γωνία
και ούτε σας λένε αφεντικό;
Τι αθωότης!
Όμως η γνώμη εκείνη που πουλήσαμε,
η ψήφος η ανώνυμη των επιθυμιών,
περισπώμενη για ένα απορροφητικό σκουπάκι,
πού βρίσκεται γραμμένη;
Ένα μικρό ποσοτικό δεδομένο ήτανε.
Κανείς δεν την ξαναδιαβάζει
μέσα στο ποίημα της διαφήμισης
και την ξεχνά.
Χάσαμε και την εποπτεία!
Εμείς τα δέντρα
Εμείς τα δέντρα είμαστε οι πραγματικοί κάτοικοι της γης,
αυτοί που κληρονόμησαν τους νόμους που όλοι πρέπει να σέβονται,
αλλά ποτέ δεν τους επιβάλαμε.
Εμείς τα δέντρα είμαστε οι άγγελοι
που κάθε κατασκευή μιμείται και προσπαθεί να μας μοιάσει,
είτε είναι μια φωλιά χελιδονιού, είτε μια προβλήτα σε λιμάνι.
Εμείς τα δέντρα περιμένουμε υπομονετικά και ακίνητα
να καταλάβετε πως παίζουμε κρυφτό
με το φύσημα των ανέμων που θολώνει τα μάτια με σκόνη
και έχουμε άπειρη υπομονή,
στις αρρώστιες,
στα παράσιτα,
στις χρήσεις,
στις καταχρήσεις,
στις μεταλλάξεις,
στις γεωργικές πολιτικές,
στις μεταναστεύσεις,
στην ευγονική,
στις διασταυρώσεις,
στις παρομοιώσεις,
στις καταστροφές,
στις φωτοσυνθέσεις,
στις ηλεκτρολύσεις,
στις σκιαγραφήσεις,
στην καρποφορία,
στην ακινησία,
στη σιωπή.
Η χώρα της Βερίνας
Χρειάζομαι τόσα πολλά και τίποτα,
ένα ταξίδι αναψυχής μέχρι τον πλανήτη Άρη
για να δω αν το πεπρωμένο ισχύει σε άλλο ουρανό,
μια καλή τυρόπιτα με κατσικίσιο τυρί
και βαριά μυρουδιά για τις αναμνήσεις,
ένα μέταλλο που να λυγίζει όλα του κόσμου τα σπαθιά
για την κουζίνα,
μια χύτρα που να μαγειρεύει μαγικά
για όλους τους πεινασμένους,
ένα ξύλο που δεν θα καίγεται ποτέ
και θα λαμπυρίζει στην εστία,
ένα πακέτο από τσιγάρα για να πνίγω τον θυμό,
μια τηλεόραση που να φωνάζει μέσα σ’ ένα άδειο σπίτι
κι ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή στην χώρα της Βερίνας.
Ο υποφέρων δίκαιος
Όταν ο Ιώβ θύμωσε με τον θεό,
γιατί είχε χάσει οικογένεια, περιουσία και πατρίδα,
προσπάθησε να διατηρήσει την πίστη στον εαυτό του.
Πήγε στην Φιλιππούπολη και έγινε λούστρος,
τα βράδια γινόταν σκνίπα παρέα μ’ έναν απόστρατο,
που οι κακές γλώσσες τον είχαν για φονιά.
Μα σύντομα το επάγγελμα τού στιλβωτή υποδημάτων εξέπεσε
εξαιτίας της ασφαλτόστρωσης των δρόμων.
Στα μέσα του επόμενου αιώνα
βρέθηκε να πλένει τζάμια αυτοκινήτων στα φανάρια.
Η μόνη του χαρά ήταν όταν του περίσσευαν λεφτά να αγοράσει γλειφιτζούρι,
κόκκινο με γεύση κανέλα.
Οι θεοί προτιμούσαν πάντα τα σανδάλια
και δεν είχαν ανάγκη από λούστρους,
ή περπατούσαν πάνω από τα κύματα.
Το φως τους απέραντο φώτιζε αενάως.
Στην πατρίδα του Ιώβ ο πόλεμος μαίνεται ακόμα.
10/1/2016
Σαράντα δύο πράγματα που έχασα
Τα δροσερά χείλη που άφηναν φιλιά από μύρο,
τα χάδια που ξεκούραζαν την ψυχή,
το βλέμμα που τρυπούσε την καρδιά και έκανε το κορμί να λιώνει,
τις απαλές απολήξεις από την ψίχα του ψωμιού που λάσπωναν κάτω από τις ρόγες των δακτύλων, την μυρουδιά από το καλοψημένο γλυκό και τις ξεροτηγανισμένες δίπλες,
την υγρή οσμή από τα φρέσκα τριαντάφυλλα και τις ανθισμένες νεραντζιές,
την ανάσα του χώματος κάτω από τα πεύκα μετά τη βροχή,
την πικρή αύρα που σκορπάει ο φρεσκοκομμένος δυόσμος,
το μέλι που διαλύεται στο στόμα αργά,
την σάρκα του ώριμου φρούτου και τον ήχο της δαγκωνιάς,
το τραγούδι των πουλιών την αυγή,
το χτύπημα των κλαδιών της βερικοκιάς πάνω στο παράθυρο της κουζίνας την άνοιξη,
την μυρουδιά της θάλασσας τα δειλινά,
το απαλό μουρμουρητό των κυμάτων στην παραλία,
το γάβγισμα του σκύλου στο σκοτάδι,
την ζέστη της φωτιάς και το χρώμα της πυρόξανθης φλόγας,
το γλίστρημα στα φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια και την βεβαιότητα του πρωινού,
τις σκιές των δέντρων το καλοκαίρι,
το σχήμα των σύννεφων στον ουρανό,
το κρύο του χιονιού,
τα πολύχρωμα φτερά της πεταλούδας,
τις φωνές των παιδιών στην πλατεία,
την κουβέντα στην ταβέρνα,
το τραγούδι του έρωτα από το διπλανό μπαλκόνι,
τα αλμυρά δάκρυα που θέλουν παρηγοριά,
τον ήχο του κρασιού που χύνεται στο ποτήρι,
τις κραυγές των νικητών στο γήπεδο,
το στριφογύρισμα της μπάλας στον αέρα,
τους χορούς στα πανηγύρια αλλά κι αυτούς της μοναξιάς,
τις οιμωγές της απόγνωσης μπροστά στο θάνατο,
την αναζήτηση της ελπίδας μέσα στο πλήθος,
το γρατσούνισμα του καλοξυσμένου μολυβιού στις καρτ-ποστάλ,
τον πανικό των άπλυτων πιάτων μετά το πάρτι,
την αντανάκλαση των καινούριων ρούχων στον καθρέφτη,
το κρυφάκουσμα ενός κουτσομπολιού πίσω από την πόρτα,
το τρομαγμένο αλάφιασμα της γάτας στη γωνία και το κυνηγητό του αδέσποτου ζώου,
την αγωνία του γλιστρήματος πάνω στα χαλίκια και το γλείψιμο του αίματος από την πληγή,
τον βαρύ ήχο των βημάτων,
την σκόνη που μπαίνει στα μάτια και το άφθονο νερό που τα πλένει,
το κόψιμο των νυχιών με τα δόντια και το ξύσιμο της πλάτης,
το γαργαλητό
και το μεταδοτικό γέλιο.
23/4/2013
Τέτη
Βιογραφικό σημείωμα
Η Τέτη Θεοδώρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά και στο ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Τα τελευταία δέκα χρόνια σκορπάει κείμενα στο διαδίκτυο και σε διάφορες ομαδικές συλλογές διηγημάτων και ποίησης. Έχει διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς που καλλιεργούν το μεράκι της ποίησης και την μαγεία των λέξεων. Το πρώτο της βιβλίο «Από τη σκόνη» (εκδόσεις Ars nocturna}είναι μια συλλογή δέκα διηγημάτων για τις αλλόκοτες δοξασίες που επιβιώνουν στο αστικό τοπίο. Το δεύτερο βιβλίο της «Άγριες Τελετές» (εκδόσεις Έναστρον) είναι ιστορίες τρόμου στην αρχαία Ελλάδα.