Δέκα ποιήματα του Γιώργου Ζαδέλλη

Δέκα ποιήματα του Γιώργου Ζαδέλλη

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" θα σας παρουσιάσω τον ποιητή Γιώργο Ζαδέλλη. Ο καλεσμένος μου σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θράκης και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Εργάζεται ως δικηγόρος. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, αλληγορική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, διεισδυτικός, πολύχρωμος, γλαφυρός. Οι εικόνες του είναι ολοζώντανες, κινηματογραφικές. Η ατμόσφαιρα των ποιημάτων του είναι ονειρική κι έντονα υποβλητική. Εμπνέεται από τις εσωτερικές αναζητήσεις, τις οικείες σχέσεις, τα προβλήματα του σύγχρονου ατόμου. Τα τοπία που κινούνται τα υποκείμενα των ιστοριών του είναι φανταστικά, αλλά μέσα από τις δράσεις των ηρώων του σκιαγραφούνται τα σημάδια της εποχής μας. Θα τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα εκπληκτικά ποιήματά του από την ποιητική του συλλογή "Τοπία και Σιωπές"!

Μικρή Τομή (XLIX)

Το μαχαίρι της κουζίνας δεν είναι στο συρτάρι,
και το χειρότερο
φοβάμαι πια να ψάξω στα χέρια σου.

Η Διάψευση

Εκείνη είχε μαρμαρώσει μ’ ένα λουλούδι στα μαλλιά και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στη βέβηλη, πολύβουη πολιτεία. Εκείνος με γυρισμένη την πλάτη χανόταν με βήματα αργά, μαρτυρικά στο δάσος που βρισκόταν πίσω της. Όμως στα δικά της αυτιά φτάνανε οι ήχοι των πουλιών και στα δικά του η βουή των ανθρώπων.

Φεύγω για πάντα, της είπε. Μη με περιμένεις.
Στα πόδια του ήδη με αργές περιστροφές κυλούσε μια υδρόγειος.
Η ζωή είναι μία ατέρμονη διάψευση.

Ο δρόμος

Οι πόλεις είναι ζωντανοί οργανισμοί σαν τα σκουλήκια. Εμείς μεταβολιζόμαστε ακατάσχετα. Κάποτε διαβάζαμε Μοντιανό στο μπαλκόνι και όταν περπατούσαμε στους συρμούς νομίζαμε πάντα πως θα γίνουμε μάρτυρες κάποιας απρόσμενης συνάντησης. Ο κόσμος όλος είναι μία πλεκτάνη ατέρμονων συμπτώσεων που κάποτε θα εκδηλωθούν. Κι όλο μου μιλούσες για χαμένες αγάπες. Θυμήσου. Εκείνα τα παλιά λιλιπούτεια εξαρχειώτικα καφέ με τη λεβάντα. Έχουν λέξεις δικές σου σκαλισμένες στα τραπεζάκια που βλέπουν στον δρόμο. Ήλπιζες πάντοτε για κάποια επιστροφή. Κάποιου αγνώστου που θα σου μιλήσει για γνώριμα μέρη. Δες τη νύχτα. Ξεδιπλώνει αργά την ιστορία μου σαν το μίτο της Αριάδνης. Η ίδια ζωή που σαν αρνητικό φιλμάκι περνά μπροστά από τα κλειστά μου βλέφαρα την ώρα του ύπνου. Ας μη ξυπνήσω, θέλω όλα να τα ζήσω από την αρχή. Βλέπω ακόμη τα μάτια σου να λάμπουν στο σκοτάδι των νυχτερινών κέντρων σαν έκπτωτα αστέρια, όπως τότε. Η σκάλα της εξόδου με ρουφάει σε μία εφιαλτική δίνη. Τα φαντάσματα αργούν πολύ να με πλησιάσουν. Η μοναξιά με προστατεύει από τέτοιες συναντήσεις. Ξέρω, έψαχνες το χαμένο σου αδερφό. Ο δρόμος σιωπηλός σου έκρυβε τις αιτίες. Σε καταλαβαίνω γιατί κι εγώ όπως κι εσύ είμαι περαστικός από αυτό το πλάνο.

Τα λεωφορεία τις νύχτες μ’ αφήνουν σε λάθος στάσεις. Το μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι μου ήταν πάντα μακρινό.

Μικρή Τομή (XXII)

Μη λες πως δε μας επηρέασε η πλαστογραφία της εποχής.
Πλέον χορεύουμε διακριτικώς μεθοδευμένα.

Η Πείνα

Ήταν τον καιρό που πεινασμένος παράδερνα στη Χριστιάνια, τη λαμπρή εκείνη πόλη που πριν την εγκαταλείψεις αφήνει πάνω σου το ανεξίτηλο σημάδι της για πάντα. Όμορφοι δρόμοι και μεγάλα όνειρα. Η καρδιά μου σφηνωμένη κάτω από το στρώμα του σκοτεινού δωματίου, και το σώμα χτικιάρικο και κακοριζωμένο να βολοδέρνει μάταια κάτω από το ημίφως της πανσελήνου, στα σοκάκια της πολιτείας. Και δεν ήταν που ’χα να βάλω στο στόμα μου ψωμί εδώ και μια βδομάδα. Πάντα οι ιδέες ατροφούσαν πρώτες, και αυτό ήταν το μεγάλο μου κρίμα τις δύσκολες ώρες. Θυμάμαι τη μικρή Υλαγιαλή σαν φάσμα να ημερεύει τη ψυχή μου, και το αργό βάδισμά της να παίρνει τώρα και πάντα το δρόμο για τον ουρανό. Εκείνο το βράδυ, είμαι σίγουρος πως χόρτασα με όνειρα. Ήταν και είναι τα μόνα που με κρατάνε ζωντανό μες τη χαβούζα των νυχτερινών λεωφόρων. Κι απ’ τα παράθυρα τα σπίτια συνέχιζαν το μοναχικό τραγούδι της ζωής μου, σα να ’μουν ήδη απών.

Μέρες

Μέρες.

Αποσπάσματα από τη ζωή μου σαν μονόπρακτα από θιάσους της πεντάρας. Σταθμός μες τη νύχτα και στην άκρη της εποχής όπου μεταβολιστήκαμε νομίμως και πεθάναμε.

Υπήρξαμε όμως νέοι και άπειροι.
Ευτυχήσαμε να λέμε παράξενες ιστορίες σε μυστήριους τόπους.
Μέρες μουντές. Φτηνές. Σε πανσιόν ή κάτω από τα αστέρια. Με την αιωνιότητα στο τσεπάκι ή χωρίς. Πάντα χωρίς.

Ένα βράδυ μου είπες να ανέβω στο μικρό σου διαμέρισμα για καφέ σκέτο και όνειρα. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο πια που να αξίζει. Τώρα και πάντα σαν πληρωμένος κατάσκοπος με ακολουθεί μόνο βροχή.

Μικρή Τομή (XXVII)

Μάζευες βροχή από τον ουρανό,
Γιατί στεγνώσανε επικίνδυνα τα ρούχα στην μπουγάδα
και τα λόγια.

Αποχαιρετισμός

Εκείνη την εποχή ζούσα σ' ένα αγροτόσπιτο που έβλεπε απέναντι από μια σιωπηλή οροσειρά. Κι είχα μια αγάπη που τη λέγανε Κατερίνα. Μέχρι πότε θα τραβήξει ο πόλεμος αναρωτιόμουν, κι ακόμη αναρωτιέμαι. Η ζωή μου στριμωχνόταν αιωνίως μέσα στο αλκοόλ και τις μεταμεσονύκτιες παραισθήσεις. Οβίδες κρότου και λάμψης στοίχειωναν τον ύπνο μου. Και ήταν περίεργο που μέσα σε τόσο φως ελλόχευε τέτοιο αδιαπέραστο σκοτάδι. Ξυπνούσα με το ένα πόδι στην κλίνη και με το άλλο μέσα στον τάφο. Και ξέκλεβα πού και πού κανένα όνειρο. Μάταιη συνήθεια μα απαραίτητη. Μια μέρα που άλλαζα βάρδια με έναν φρουρό του είπα πως σκοπεύω να παντρευτώ. Οι άνθρωποι συνταγματάρχα μαλώνουν ή πεθαίνουν, δεν παντρεύονται. Πίσω ακουγόταν η ομοβροντία από τα τουφέκια να σκίζει τη νύχτα στα δύο. Θυμάμαι την ώρα που έγινε η πρώτη επίθεση από τους Αυστριακούς έριχνε μια ασταμάτητη βροχή. Φοβάμαι τη βροχή μου ’λεγες κάποτε. Καμιά φορά με φαντάζομαι πεθαμένη μέσα σε αυτή. Είχα στείλει το θυρωρό να προλάβει ένα αμάξι και η πόλη παραδιδόταν στο μυστήριο. Πλάι στο μπουκάλι με το ουίσκι παραμόνευε μια γεμάτη καραμπίνα δίκαννη για το τέρμα της διαδρομής. Το μόνο που έμενε ήταν να τραβήξω την ασφάλεια. Πάμε να φύγουμε μου φώναξες και χάθηκες στην καταιγίδα. Άφησα τον ύστατο αποχαιρετισμό σ’ έναν πυροβολητή και λιποτάκτησα.

Στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Ένας χαμός ξαφνικός

Μου έλεγες δε σ’ αρέσει ο κόσμος κι όλο έπρεπε να τον αφήσεις και σε πήρε τελικά ένας ξαφνικός άνεμος και με άφησες μόνο να περιπλανιέμαι μέσα στην άδεια πόλη και να σε αναζητώ μες τα ποιήματα και τις γραφές.

Και γύρισες ύστερα μετά από χρόνια και μου έλεγες τα ίδια λόγια με άλλα ρούχα και κρατούσες και μια ομπρέλα δίχως βροχή καθώς οι καταιγίδες λες ξεκινούν τις νύχτες που όλοι σαν μικροί τυχοδιώκτες ζητάμε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

Μικρή Τομή (LIII)

Στο τέλος, θυμήσου, μόνο αυτό μας κάνει πραγματικά ανθρώπους,
Τα απρόσεκτα λόγια που μας ξέφυγαν μες στο σκοτάδι.

Βιογραφικό σημείωμα

Γιώργος Ζαδέλλης: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1995. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Paris II της Σορβόννης), όπου ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Δημόσιο Δίκαιο. Είναι δικηγόρος Πειραιώς. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ διηγήματά του έχουν βραβευτεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;