Σήμερα έχω προσκαλέσει για μια βουτιά "στα βαθιά" της ποίησης, τον λογοτέχνη Χρήστο Αρμάντο Γκέζο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Χιμάρα της Αλβανίας και μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας. Σπούδασε στη Σχολή Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, ένα μυθιστόρημα, μια συλλογή διηγημάτων και ένα βιβλίο για παιδιά. Μέσα στο 2021 θα κυκλοφορήσει το νέο του μυθιστόρημα. Για την ποιητική του συλλογή«Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013. Το μυθιστόρημά του «Η λάσπη» ήταν υποψήφιο για το Athens Prize for Literature 2015. To διήγημά του «Καρδιές για φάγωμα» γυρίστηκε σε ταινία μικρού μήκους. Έχει συμμετάσχει σε διεθνείς λογοτεχνικές συναντήσεις. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, προσωποκεντρική και κινείται στα μονοπάτια της σύγχρονης υπερρελεαστικής γραφής. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, με ισχυρό συναίσθημα, χτυπητές εικόνες κι εντυπωσιακές αλληγορίες. Ο ρυθμός δράσης είναι γρήγορος, γεγονός που ενισχύει τη συγκινησιακή φόρτιση. Την πένα του απασχολούν οι μνήμες, τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι απώλειες. Θ'απολαύσουμε εφτά ξεχωριστά ποιήματά του!
ΗΔΟΝΙΖΟΝΤΑΙ
Με ρωτούν στο δρόμο οι περαστικοί:
«Γιατί κρατάς τα φρύδια σου σφιχτά κατεβασμένα;»
Ηδονίζονται να το ακούν:
«Για να μην μου βγάλετε τα μάτια»
ΑΞΙΟΘΡΗΝΗΤΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Φτωχέ πατέρα σχώρα με
που δεν σου έξυσα την πλάτη,
που σε ρούφηξα και σε ξέρανα
και σε κρέμασα στον τοίχο
απ’ τον σβέρκο με τσιγκέλι
να σε δείχνω στους καλεσμένους μου
τα βαρετά τα βράδια του Σαββάτου,
που σε σημάδευα με το δάχτυλο όταν κάποιος
λιμοκοντόρος με κοστούμι με ρωτούσε
«κι εσύ, γιατί έτσι έχεις καταντήσει;»
Χειρότερα, πατέρα
σχώρα με
που το δέρμα σου στέγνωσα στον ήλιο
και πάνω του έγραψα
τα ποιήματά μου.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΨΗΛΑ
στη Σ.
Θα σου χτίσω ένα σπίτι ψηλά,
θα το δεις.
Θα σου χτίσω ένα σπίτι ψηλά
με πτώματα νεκρών κοριτσιών μες στου τοίχους
γερό να 'ναι πολύ να μην πέφτει,
θα δεις.
Θα σου χτίσω ένα σπίτι ψηλά
μ’ ένα μπάνιο λευκό αστραφτερό
απ’ τα οστά μου.
Θα σου αφήνω στην πόρτα πρωί
το κεφάλι μου γεμάτο με γάλα
να το πίνεις να γίνεις μεγάλη πολύ
να σου φαίνονται όλα τ’άλλα μικρά.
Θα το δεις.
Κι όταν φτάσει η μέρα που θα λιώσει ο ήλιος
και θα καίει τα βουνά,
οι άνθρωποι θα πέφτουν στους γκρεμούς
θα τους τρώνε οι φλόγες
αλλά εσύ θα ’σαι στο σπίτι το γερό
ασφαλής,
θα το δεις.
Θα μπορείς με την άνεσή σου
να κόβεις τις φλέβες σου στο μπάνιο
ή
να πεθαίνεις τέλος πάντων
όπως από μικρή ονειρευόσουν.
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΙΜΑ
Κοιμάμαι
Ξυπνώ
Ανασαίνω
Σπασμένο αίμα έχω στις φλέβες μου
Δεν κυλά
Μονάχα
κόβει
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΗΡΘΕ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
στη Σ.
Είχες τόσο θάνατο στα μάτια σου
που κάθε φορά που δάκρυζες
πέθαινε ένα περιστέρι.
Είχες τόσο θάνατο στα μάτια σου
που κάθε φορά που γέλαγες
γεννιόταν απ’ το στόμα σου
ένας κιτρινολαίμης.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Είμαστε όλοι μας παιδιά του χρόνου.
Αυτός μας θρέφει
αυτός μας σκεπάζει με σύννεφα το βράδυ
σε αυτόν λέμε τα μυστικά
τα όνειρά μας
και μας φιλά στο μέτωπο, χαμογελά,
λέει «όλα θα γίνουν, θα σας γεμίσω δώρα
θα σας πάρω αγάπες και φωτιές»
ύστερα μας φορτώνει στους ώμους του
και τρέχει για τον ήλιο.
Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι
μέσα στην αγκαλιά, πάνω στο στήθος του
γελάμε.
Ξεχνάμε
πως ο χρόνος τρώει τα παιδιά του.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Έχω δει τον κόσμο να καταστρέφεται
εκεί, καθισμένος σταυροπόδι στο μπαλκόνι μου
τρώγοντας παγωτό με το κουτάλι.
[Κιτρινολαίμηδες κουβαλούν με τις μύτες τους το σώμα μου
το αφήνουν απαλά στα σύννεφα
μέχρι να πιάσει να γίνεται νερό.
Ύστερα βρέχει
κι η γη λιώνει από κάτω
οι άνθρωποι κυλιούνται στη λάσπη
και λίγο πριν βουλιάξουν τεντώνουν το χέρι
για να ανταλλάξουν μια τελευταία χειραψία με τους αγαπημένους
Λίγο πιο πέρα ένα παιδί βουνό
τρώει κοράκια που πετάνε γύρω απ’ το κεφάλι του
κλαίει δίχως να βγάζει ήχο
βατράχια κυλούν από τα μάτια του.
Ο ουρανός αστράφτει κόκκινος
(όχι, κίτρινος
όχι, μπλε
όχι, βιολετής
όχι, κόκκινος
όχι, διαστημόπλοιο)
όσο τα μαλλιά της κυλούν
φύκια στο ποτάμι
Λίγο πριν βρει τη γη
και τη σκίσει με πάταγο στα δυο
ο μεγάλος κεραυνός στέκει αιώνια ακίνητος
η μύτη του μισό δάχτυλο απ’ το χώμα
Λίγο πριν βρει τη γη
την παίρνω στην παλάμη μου
τη φυσάω να φύγουνε οι σκόνες
περιμένω.]
Σας ζηλεύω όλους
που δεν είστε
μέσα
στο μυαλό μου.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χιμάρα της Αλβανίας το 1988 και μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013), το μυθιστόρημα «Η λάσπη» (υποψήφιο για το Athens Prize for Literature 2015) και τη συλλογή διηγημάτων «Τραμπάλα», από τις εκδόσεις Μελάνι. Τον Οκτώβριο του 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το πρώτο του βιβλίο για παιδιά «Το δέντρο που είχε μια μπάλα για κεφάλι», σε εικονογράφηση Βασίλη Γαλάνη, ενώ το 2021 θα κυκλοφορήσει το καινούργιο του μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο «Χάθηκε Βελόνι». To διήγημά του «Καρδιές για φάγωμα» γυρίστηκε σε ταινία μικρού μήκους. Το 2017 παρουσιάστηκε στην ΕΡΤ αφιέρωμα για τον συγγραφέα στο πλαίσιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Ες αύριον τα σπουδαία». Συμμετείχε στο European Youth Event 2018 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Στρασβούργου και στο διακρατικό πρόγραμμα φιλοξενίας-ανταλλαγής συγγραφέων «Το καταφύγιο του Οδυσσέα», μεταξύ Ελλάδας-Κροατίας-Σλοβενίας. Ζει στην Αθήνα.