Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" υποδέχομαι τον λογοτέχνη Διονύση Μαρίνο. Ο καλεσμένος μου είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης .Για τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων , στην κατηγορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα, δυο συλλογές διηγημάτων και δυο ποιητικές συλλογές, ενώ έχει συμμετάσχει σε πληθώρα συλλογικών έργων. Για το ποιητικό του έργο "Ποτέ πια εμείς", το 2020 τιμήθηκε με το βραβείο Public στην κατηγορία της ποίησης. Σύντομα θα κυκλοφορήσει το νέο του μυθιστόρημα με τον τίτλο "Μπλε Ήλιος". Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, προσωποκεντρική. Ο λόγος του είναι ζωντανός, διαυγής, στακάτος, με γλαφυρές εικόνες και κινηματογραφικό ρυθμό. Ρέει φυσικά και μαγνητίζει τον αναγνώστη που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη δράση. Οι ήρωές του συνήθως κινούνται σε ρεαλιστικά περιβάλλοντα κι όχι σε ονειρικά τοπία. Θ' απολαύσουμε εφτά ποιήματά του αφιερωμένα στα πρόσωπα γνωστών λογοτεχνών κι εμπνευσμένα από το επάγγελμά τους. Πρόκειται για υλικό μιας ανέκδοτης συλλογής. Μοναδικά!
Αστικό λεωφορείο
Στον Χρίστο Λάσκαρη
οι παλιές σακαράκες
που πια δεν τις αντέχουν
τις ανηφόρες
κι όλο φουσκώνει το στομάχι τους
από κόσμο,
την ώρα που σχολάει και τρέχει
στη ζέστη του σπιτιού του,
μοιάζουν με τους παλιούς εξόριστους
τους ναυαγισμένους
τους από χρόνια φυλακόβιους
που ξέμειναν στο κενοτάφιο
του παρελθόντος
περιμένοντας κάποιος
να τους αναστήσει
κι όταν συμβεί
είτε από τύχη
είτε με βία
τρέμουν το γκάζι-φρένο
του παρόντος
Ο ακτινολόγος
Στον Μανόλη Αναγνωστάκη
κι εσείς ο ακτινολόγος,
με τόσες καρδιές στο χαρτί
σπλάχνα κάρβουνο
οστά σαράβαλα
πνευμόνια σε ανάπαυση
τόσα και τόσα
που είδατε
αποφανθήκατε
κι υπονοήσατε
μπρος στον ασθενή
κρύβοντας την όψη
του θανάτου
ή με σκυμμένο το κεφάλι
χαιρετώντας το κακό,
τι τάχα μάθατε από την τέχνη
της πρόγνωσης
έτσι που η ζωή να μοιάζει
κάπως
με ζωή
δίχως να πάρει φως
και σβήσει τα σημάδια της;
κι εσείς ο ακτινολόγος,
ξέρετε δα πως πάντα
πρέπει μια εκδίκηση
σε εκείνους που είδαν
τους ανθρώπους
με τη φόδρα ανάποδα
και κλωστή-κλωστή
ξεκίνησαν να τους μαντάρουν
Ο βιβλιοθηκάριος
Στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου
πόσους Ρασκόλνικοφ
και πόσους Μίσκιν
πόσους Ριχάρδους
και πόσες Καρένινες
ταξινομήσατε, Πρίγκιπα
στα ράφια εκείνα
τα σκοτεινά
που η σκόνη τα έκανε
να μοιάζουν χώμα
απότιστο;
πώς δεν κατεδαφίστηκε
των λέξεων η πορσελάνη
μέσα σας
όταν σε κάθε χτύπο
της ημέρας
ο ήλιος έκαιγε
φύλλο το φύλλο τα βιβλία
που αγαπήσατε;
τώρα κι εσάς
σας βάζουν σ’ ένα ράφι
στη θέση την ευλαβική των ποιητών
Πρίγκιπα, σας γνέφουν οι νεότεροι
της πόλης οι κολυμβητές
της νύχτας οι υπήκοοι
κι αυτός ο ανίδεος βιβλιοθηκάριος
που βλέπει τη ράχη των βιβλίων σας να γέρνει
κι αδιαφορεί
να τη σηκώσει
κυλάει το αίμα σας αδιαλείπτως, Πρίγκιπα
Ο θεραπευτής
Στον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς
Μια άσπρη σκέψη που αργεί
να ξημερώσει
ο ασθενής πίσω από τη σκιά του
δίχως στήθος
κάποιος θάνατος που περπατάει
πάνω στα κίτρινα άνθη
του λεμονοθύμαρου
μια γυναίκα με το χρώμα της ανησυχίας
στα βλέφαρα
το θερμόμετρο που δεν πέφτει
το σύννεφο που ταλανίζει
δύο παράθυρα
Γιατρέ, εσείς που τον πόνο ξέρετε
σαν των χεριών σας τις γραμμές
σαν ποιο βοτάνι
βουβαίνει το τραγούδι του;
Ποιο έλος τους πόρους του
ρουφάει;
Οι βραδινές ειδήσεις
Στον Κώστα Ουράνη
Έρχονται αργά με τους ξενυχτισμένους
πάντα νωθρές με μιαν ελπίδα άξενη
πάντα κουτσές, χωρίς καμία καλοσύνη
μια φοιτήτρια που έπεσε στα κρύα του ποταμού νερά
ένας συνταξιούχος του ΤΕΒΕ που κάηκε με το τσιγάρο του
κάποια νοικοκυρά που πνίγηκε στην αφρισμένη γούρνα της
ένας ναυτικός που δεν πρόλαβε να δει λιμάνι
τις φέρνει ο κλητήρας βαριεστημένος
στο γραφείο σας τις αφήνει σαν άχθος περιττό
του κόσμου η θράκα η αναμμένη
του κόσμου η μοίρα άσκεπη
κι ίσως ο μόνος φόβος που σας έμεινε
απ' όλη την πανίδα του χαμού
ήταν μην τύχει και σε σας κάτι συμβεί
αυτές τις ώρες τις μικρές
και ποιος θα γράψει δύο λόγια
που δεν θα ’χουν του μελανιού το άρωμα
αλλά του κρύου πρωινού
το πικραμένο φως
Το σκοτεινό μουσείο
Στον Φρανκ Ο ’ Χάρα
Γυμνός σαν τους καμβάδες
με το φόβο του χρώματος
στα δόντια
κάποιο χειμώνα ανάλαφρο
προς του Μανχάταν την πλευρά,
εκεί που τα δέντρα λύγιζαν
όπως το χαρτί της χθεσινής
New York Post (ή μήπως των Times;)
ή σαν άλογο που στη μνήμη τριποδούσε.
Λοιπόν, Φρανκ
ίσως το τέλος δεν ήρθε
τόσο αργά
σε τούτο το σκοτεινό μουσείο
που τόσα χρόνια θέριεψε
η βροχή του κόσμου
τα φύλλα της τέχνης βρώσιμα
και μια ανιαρή μουσική
βημάτων
ίσως το τέλος
να μην ήρθε καν στην Mastic Beach
αλλά πιο κοντά
στου βλέμματος
το αγκαθωτό στεφάνι
Το μακρινό Λονδίνο
Στον Γιάννη Βαρβέρη
στη Βομβάη
σε κάποια αγορά της Ταγγέρης
ίσως στα βάθη του Ατλαντικού
ή κάποιο απόγευμα στο Μανχάταν
πόσα ταξίδια έχετε κάνει
από γραφείο σε γραφείο
μελετώντας χάρτες
κρυμμένους στο συρτάρι
κι άλλοτε περπατώντας
από δωμάτιο σε δωμάτιο
σε μιαν επικράτεια νεφών •
πόση βροχή στο ποίημα
πόση
οι συνάδελφοί σας με απορία:
«γυρίσατε; πώς ήτανε στα ξένα;»
κι εσείς βγάζοντας το παλτό
το σακάκι
το κασκόλ
-μόνο με το πουκάμισο-
τους δείχνατε
το μακρινό Λονδίνο
στο ύψος της καρδιάς
Βιογραφικό σημείωμα
O Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). Στις 14 Οκτωβρίου κυκλοφορεί το νέο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Μπλε Ήλιος» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.