Καλεσμένη μου σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά", είναι η λογοτέχνιδα Ρία Φελεκίδου. Έχει σπουδάσει Νομική, Δημοσιογραφία και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη Δημιουργική Γραφή. Στο παρελθόν εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος. Αυτή τη στιγμή υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, μια νουβέλα κι εννέα παιδικά βιβλία. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά βιβλία πεζών και ποιητικών κειμένων. Η γραφή της είναι πυκνή,προορισμένη για πολλές αναγνώσεις,που στην κάθε μία ανακαλύπτεις κι ένα φωτάκι, ένα κρυμμένο νόημα. Ο λόγος της είναι πολυδιάστατος και χειμαρρώδης. Ο ρυθμός που εναλλάσσονται οι εικόνες στα γραπτά της, είναι καταιγιστικός, σε παρασέρνει στον διάβα του. Μύριοι συμβολισμοί, ανεξάντλητα σχήματα λόγου, αναδεικνύουν τη μαγεία της γλώσσας. Πάνω απ'όλα όμως είναι μια ποίηση συναισθηματική, ανήσυχη, που ζωγραφίζει το ταξίδι της αγάπης, τη φιλία, τον κόσμο των παιδιών, τον πλανήτη των ιδεών, τον χρόνο που φεύγει κι όλα τα γήινα και τα καθημερινά με λεπτές γραμμές. Θα απολαύσουμε δώδεκα εκπληκτικά ποιήματά της!
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΕΝΟ
Ένα βήμα πριν το κενό
τακτοποιώ όμορφα τις δουλειές μου.
Ένα βήμα πριν το κενό
πλέκω ψιλοβελονιά τις υποχρεώσεις μου
και τις φορώ μαλακά στο λαιμό των ημερών μου.
Ένα βήμα πριν το κενό
κάθομαι σταυροπόδι επιμελώς ατημέλητα
και θαυμάζω τις δεμένες μου γάμπες.
Ένα βήμα πριν το κενό
μετρώ τα ποτήρια που δεν έσπασα
τους φίλους που δεν έκλαψα στον ώμο τους
τους δρόμους που παρέκαμψα
τις ώρες που δεν έπαιξα με τα παιδιά μου.
Ένα βήμα πριν το κενό
βλέπω όλα τα βραδινά προγράμματα στην τηλεόραση
κι έπειτα βυθίζομαι στον ύπνο
με την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία γύρω απ’ το κρεβάτι μου
να παγιδεύει τα ανήσυχα όνειρα
βουίζοντας τα τελευταία τηλεοπτικά νέα.
Ένα βήμα πριν το κενό
δουλεύω οκτάωρο
διασκεδάζω μια φορά την εβδομάδα
κάνω έρωτα άλλη μία
και βάφω τα νύχια μου κάθε μισή ώρα.
Θέλω να τα βλέπω λαμπερά.
Να καθρεφτίζω τα δόντια μου
στο κόκκινο της φωτιάς τους.
Ένα βήμα πριν το κενό
γνέφω στα παιδιά που ακόμη δε γέννησα να πλησιάσουν.
Ένα βήμα πριν το κενό
η ζωή μου μικραίνει, μικραίνει, μικραίνει.
Γίνεται μια σταλιά, τοσοδούλα ,
και χωρά στη χούφτα μου.
Της ψιθυρίζω νανουρίσματα
-ένα βήμα πριν το κενό-
για το μέλλον που σιγά σιγά κοιμάται.
ΚΑΛΙΠΑΡΗ
Η Καλιπάρη το δάσος κοιτάζει με αναστεναγμούς.
Τα χέρια της αγκαλιάζουν στοργικά το κορμί της.
Το μέτωπό της κοσμεί μητρικό χάδι,
βαρύ σα στέμμα αγκάθινο στεφάνι.
Ένα βήμα μπροστά κάνει στο γέμισμα του φεγγαριού.
Τρέμει όμως τον κορυδαλλό.
Επιστρέφει έτσι αλαφιασμένη
στα γενέθλια κάγκελα
όταν αρχίζει να μικραίνει η σελήνη.
Υπάρχουν ανάσες που φτάνουν στο σβέρκο της.
Και όνειρα που αρχίζουν με το όνομά της.
Υπάρχουν σκοινιά τεντωμένα που ικετεύουν το βήμα της.
Και σκηνές που περιμένουν τους μονολόγους της.
Με μια μυγοσκοτώστρα απωθεί το θερμό άνεμο.
Με ονειροπαγίδες αλλάζει όνομα στα όνειρα.
Χάνει τον ύπνο της τυλιγμένη με αόρατα σκοινιά
έτοιμη να πνιγεί πριν ξεκινήσει.
Ξεμακραίνουν έτσι τα σκοινιά
Φοβούνται το φόβο της.
Λαχανιάζει τόσο που τα λόγια της χάνονται.
Οι μονόλογοι μένουν σαν ένα αγκομαχητό
χωρίς λέξεις.
Οι σκηνές βουλιάζουν.
Πνίγεται σε μια κουταλιά νερό η Καλιπάρη
Και δείχνει πολύ να το απολαμβάνει.
Το κουτάλι κρατά η μητέρα της
και κάθε που λιγοστεύει το νερό
σκέφτεται λίγο και συμπληρώνει φτύνοντας.
Το μόνο που δεν πρόβλεψαν μάνα και κόρη,
είναι την πιθανότητα ένα ατιθάσευτο ράμφος
να μπει ανάμεσά τους.
ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
Ο αισθησιασμός μιας κοινής γυναίκας
είναι όπως η κατήφεια της σελήνης.
Τριμμένη και τετριμμένη η όψη της αλήθειας.
……………………………………………
Γράφουμε γι’ αυτά που λέμε και δεν πιστεύουμε.
Έτσι, οι πνιγμοί των λέξεων
μας περιμένουν στα διαστήματα των ουρανών.
…………………………………………………
Kannst du tanzen?
Can you dance?
Εγώ – Αψηφώ το θάνατο.
……………………………………………….
Κυνήγα με και πιάσε με χωρίς τίτλους.
Στην άκρη απ’ τις διδαχές.
Και στην αρμύρα της θάλασσας κάνε με δικιά σου
άμμο και όνειρα και νερά.
Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΝΙΨΙΑ
Χρησιμοποιώ ένα τραπέζι για να κοιμάμαι.
Ένα τρένο για να μαγειρεύω λιχουδιές.
Ένα κρεβάτι για να φυτεύω λουλούδια.
Μια σκούπα για να ταξιδεύω.
Ένα πανώριο φόρεμα για να ξεσκονίζω.
Ένα χαλί για να μετρώ.
Τα όνειρα για να ξεφλουδίζω τα φρούτα.
Την όσφρηση για να ζωγραφίζω λουλούδια.
Δε με πιστεύει κανένας.
Τελευταία μου μιλούν για ένα ξεχωριστό μέρος,
πόσο πολύ θα με προσέχουν
και τι ωραία θα μου πηγαίνει η άσπρη μου φορεσιά.
Μόνο η μικρή μου ανιψιά γελάει γάργαρα.
Τους κλείνει κοροϊδευτικά το μάτι
κι ανθίζει ολόγιομη στην αγκαλιά μου.
ΝΑ
Να μιλήσουμε γι’ αυτά που δεν ξέρουμε
και μας τρομάζουν με ανοίκειες σιωπές
Όχι γι’ αυτά που ξέρουμε
και μας τραγουδούν με πολυκαιρισμένα ρεφραίν.
Να προσπαθήσουμε γι’ αυτά που υποχθόνια γελούν
κάτω από γέφυρες και μέσα από σύννεφα
Όχι για τ’ άλλα
που αλλάζουν πεζοδρόμια κουβεντιαστά
και ψάχνουν για αριθμημένες θέσεις στα όνειρά μας.
Να προσκυνήσουμε στους φοβερούς θεούς των πλανητών
που παιδιά – κοχύλια γεννούν
κι αμέσως έπειτα τις θάλασσες αφαιμάσσουν
Όχι κατοικίδια λιβανωτά
κι αλληλούια που λιμνάζουν σε παλιά νεροπότηρα
που σπάζουν μετά το θάνατό μας.
Και τέλος-
Να χαμογελάσουμε –ναι γιατί όχι;-
Στη χαλύβδινη υπομονή της ανυπαρξίας
Που ξεκινά να έρχεται όταν φεύγουμε
Που βάζει στο τραπέζι μονά-ζυγά τα δικά της
Που μαχαιρώνει συλλαβές που ξέφυγαν
απ’ τα ανυπότακτα στόματα των τρελών και των ημίθεων
Που συμπεραίνει την ωραιότητα της ακινησίας
απ’ την έλλειψη αντιρρήσεων των νεκρών
Που ξημερώνει στο δάσος
Και την επόμενη μέρα περπατάμε
Σε πτώματα στοιχειών και σε απουσίες ξωτικών
Που πλένεται με φως
Και ραγίζει το πρόσωπο της μέρας
Που πλέκει κολιέδες από διαβόλους τριβόλους
Και τα φοράμε κατάστηθα.
Αφού το ξέρουμε πως είναι αλήθεια
Μονάχα από τριζόνια εκπαιδευμένα
Στην ίδια συλλαβή.
Ναι γιατί όχι;
Να χαμογελάσουμε στη χαλύβδινη υπομονή της ανυπαρξίας
Κι όχι στο τρυφερό σκίρτημα της άνοιξης
Που τάζει και ξετάζει
Λέει ξελέει
Γελά και ξεγελά.
Αυτά.
Και σ’ όποιον αρέσουνε τα παραμύθια και διαφωνεί
Ένα μονάχα να συλλογιστεί.
Τόσο ωραία είναι τα παραμύθια της ανυπαρξίας
Που μια φορά τ’ ακούς καλά
Και δεν ξυπνάς να ακούσεις κι άλλο
Γιατί ό,τι ήταν ξέγινε
Κι ό,τι δεν έγινε βασίλεψε χωρίς να γίνει.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ
Με ρωτάς για το ένα και το άλλο
Των λέξεων και των αισθημάτων
Και αν είναι ποίημα
Το πώς συνταιριάζονται
Πώς θωπεύονται με το χαρτί
Πώς γίνονται ένα
Εκείνο το μάγμα απ’ όλα τους
Το σχεδίασμα των υψηλών
-τουλάχιστον στόχων-
Το άκκισμα με τις επιγεύσεις των πραγμάτων
Εκείνος ο δαιμονικός χορός
Με το ολόπυρο μέσα μας
Ή το ξαπόστεμα των ματόκλαδων
Στις μικρές περιοχές σκιών
Μιας συλημένης ηλιοφάνειας
Δεν πιστεύεις στα ποιήματα λες
Και πολύ καλά κάνεις
Μόνο αυτό έχω να σου πω
Μόνο αυτό ξέρω
Γιατί αυτό που με ρωτάς
Δεν είναι ποίημα.
Είναι νερό στις στέγες
Που αναποφάσιστο δακρύζει
Είναι το παζλ των χρωμάτων στα μάτια σου
Όταν κοιτούν τις κεραίες
Και εξαφανίζονται τα πουλιά
Είναι ο ήλιος που γέννησα
Όσο μ’ αγαπούσες
Είναι η γεύση της τσίχλας
Όταν την ξεχνάς
Είναι η θάλασσα του νου
Πνιγμένη στο αλάτι
Είναι οι φίλοι μου
Δεμένοι με σκοινιά
Στα σπιτικά τους
Είναι ο κόσμος που ψυχομαχά
Κάτω από βαριές μπότες
Είναι η διαδρομή
Που αλλάζει τα σημεία
Το πάνω κάτω στο δρόμο
Το πέρα δώθε στις ράγες
Το λίκνισμά σου στο ρυθμό του ρολογιού
Κι εγώ να αναρωτιέμαι
Πότε τα βρήκες με τους δείχτες
Είναι η πόρτα βαριά στο ολαρία ολαρά
Μιας μέρας που ξέφυγε
Από ένα παλιό μπαούλο σε ένα υπόγειο
Και τρέχει αδέσποτη
Σε χρόνο που δεν της ανήκει.
Είναι το κυνήγι από πίσω της
Και εκεί που αγγίζεις τα κοτσίδια της
Κάνει μια έτσι
Γελάει κελαρυστά και αναλήπτεται
-ποιος είπε πως είναι λύση η ανάληψη-
Και εσύ να σχίζεις φύλλα με σχεδιάσματα από κοτσίδια
Είναι τοπία θανάτου
Ζωγραφισμένα από παιδιά
Είναι η ηχώ των απόντων
Που γυρνοβολά στον κόσμο
Είναι τα είδη της μουσικής
Οι τρόποι να ανακατεύουν
Τα διευθετημένα σχέδια
Τα τακτοποιημένα όνειρα
Είναι οι νότες που πυροβολούνε
Κάποτε εξ επαφής τις αποφάσεις
Και είναι και οι φόβοι
Και οι λόγοι
Και οι άλογοι
Και τα άλογα
Πράσινα και λοιπά
Όλων των δυνατών και αδύνατων χρωμάτων
Είναι εγώ κι εσύ
Τι θέλεις να σου πω;
Και κάποιες φορές
Κι εμείς κι εσείς απ’ την αρχή
Και τότε νομίζω μεγαλώνει
Αν και το εγώ και το εσύ επίσης
Όλους το ίδιο αφορά
Είναι όλα αυτά
Και τίποτα
Ένα τίποτα πηχτό
Που κόβεται με το μαχαίρι
Κι ακροβατούνε ψίχουλα
Λιμνάζει το αίμα
Πάντως ποίημα δεν είναι.
Να μείνεις ήσυχος.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΔΙΑ
Επειδή όλοι έχουν μιλήσει για όλα
Η ιστορία είναι πάντα ίδια
Εξελίσσεται αφήνει χνάρια
Καλούπια χαρμάνια
Πυρετούς απολιθώσεις
Εκρήξεις υπνώσεις
Λυγμούς γέλια ποταμούς
Καγχασμούς μορφασμούς
Σιωπές φονικά ντεσιμπέλ
Υπαινιγμούς γύμνιες
Φωτιές ακέραια δάση
Πρόσωπα απρόσωπες φιγούρες
Ημιτελής
Μετέωρη
Αμφισβητούμενη
Η ιστορία είναι πάντα ίδια
Κύκλοι κλείνουν και ανοίγουν
Εικάζουν οι πολλοί
Θα στηρίξω ένα όχι
Που ορθώνει το αβέβαιο ανάστημά του
Κάποτε το όχι σημαίνει περισσότερα από μια άρνηση
Όχι λοιπόν, οι κυκλικές τροχιές που επιβεβαιώνουν
Χαλάσματα θρύψαλα λέξεις
Παρωδία ίσως
Σαν πικρό γάβγισμα σκύλου νηστικού
Και μαθημένου σε όνειρα βουλιμικά
Επαληθεύονται τα δειλινά
Όταν γλύφει το αραχνιασμένο χέρι του άστεγου φίλου
Η ιστορία πάντοτε ίδια
Άτακτες επαναλήψεις παίζουν κρυφτό
Σαν ξεμαλλιασμένα αλητοκόριτσα
Σηκώνουν τα φουστάνια ψηλά
Γελάνε σκληρά
Πάντα οι ίδιες στιγμές ανακατεμένες
Στην πλατεία οι θεατές πότε χασμουριούνται
Πότε τρέχουν στη σκηνή
Κι εκείνοι να κρυφτούν
Και μόνο τότε
Μόνο τότε
Μόνο έτσι
Καταλαβαίνεις και τα γραμμάρια της πλέον ακινητοποιημένης σκέψης
Με αναφορά τις προηγούμενες εκδοχές
Όμως έξω από καθησυχαστικούς κύκλους
Μόνο έτσι
Μαντεύεις τους κυματισμούς της όταν ο καιρός φυσάει νέους νόμους
Τότε που αρχίζει πάλι το πανάρχαιο
Το γνωστό το χιλιοειπωμένο
Απ’ το στόμα ή ίσως ένα βουνό απάτητο στο πίσω μέρος του μυαλού
Από μια επιθετική γωνία που δεν τιθασεύεται
Από μια βούληση που κοιμάται ή καταστρέφει τον ύπνο
Από εκεί είναι
Δε θέλω να πω
Να μιλήσω να γράψω
Δε θα πεις
Ποτέ ξανά
Μην γράψεις σε θύελλες ραβασάκια
Σου γυρνάνε πίσω ζητιάνικες αλφαβήτες
Φορτωμένες προσδόκιμα τέχνης ανύπαρκτης
Υπαρκτής
Χιλιοειπωμένης
Πάντοτε ίδια η ιστορία
Πτώμα νεαρού θεού
Σπαρμένου ερωτήσεις σπαρμένου έρωτες
Που πίστεψες μόνο στα ακροδάχτυλά του
Ούτε μια πιθαμή αφίλητα από τον λαό του.
ΛΕΞΕΙΣ
Τις βλέπεις πανώριες, αδιάφορες ή δυσειδείς
Ράθυμα ξαπλωμένες στο λευκό
Άλλες φουριόζες ασταμάτητες
Φιγούρες δοκιμάζουν στον αέρα
Κάποιες αγκομαχούσες μερικές ημιθανείς
Κοντά στην ιδιοσυστασία όσο και μακριά.
Στήνω καρτέρι κρυμμένη από Θεούς
Αόρατη από ανθρώπους και δαιμόνια
Άλλοτε πάλι τρέχω στο κατόπι τους
Δεν ξετρυπώνεις εύκολα τους θησαυρούς που λαχταράς
Τις πιο πολλές φορές με φόρα τις αρπάζω
Τις σφίγγω απάνω μου παλιές αγαπημένες
Κάνω ένα έτσι να χαθώ στα πρόσωπά τους
Σίγουρη πως θα φωσφορίζουν στο σκοτάδι
Κι όταν τις δω είναι κακέκτυπα
Σαν παραμορφωμένοι μισθοφόροι
Τίποτα δε θυμίζουν απ’ το αγγελικό τους βλέμμα.
Πότε ήταν; Είδα καλά; Για μένα υπήρξαν;
Ό, τι κυνήγησα βούλιαξε σε μια βαλτώδη υπεκφυγή.
Ήταν μια χίμαιρα για ερασιτέχνες εραστές μονάχα.
Καλύτερα να τις άρπαζα απ’ τα μαλλιά
Κλειστά τα μάτια να κρατούσα
Έτσι μπορεί να νιώσεις και πουλί
Το’ χω για σίγουρο επειδή
Όταν ξυπνώ απ’ τα όνειρα το ξέρω
Μες τον καθρέφτη μελανιάζουνε οι σιγουριές του κόσμου
Δεν καταδέχομαι να κοιταχτώ
Ακουμπώ το μέτωπο στο νοτισμένο τζάμι
Ιδρώτας κι υγρασία μπλέκονται σε θάλασσα όπως το βλέπω
Και εκεί είναι απλωμένες οι φτερούγες μου οι καλές
Εκείνες που φοράω όταν γράφω…
ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ
Δε φοβάμαι να σου πω
Ποια ώρα κύλησε ο ήλιος απ’ τον ώμο σου
Και πριν σμίξει με τα λασπόνερα στα ρείθρα
Έγραψε φωτεινά ποιήματα για εξασκημένα μάτια
Στους περπατημένους δρόμους
Εκεί άφησες τα βήματά σου μια φορά
Κι εγώ στις χούφτες σου
Στα ματόκλαδα
Στα χείλη
Με έλεγες «μάννα»
Σου υποσχόμουν θαύματα
Έτσι είναι τα ζευγάρια
Όταν ξεκινούν τους μεγάλους δρόμους της ματαίωσης
Το σημείο εκκίνησης σπαρταρά θαύματα
Στη λήξη φωτεινά κουρέλια για τρελούς.
ΕΥΑ
Εκεί που τρύπωσες δε σε φτάνω.
Τόσο ανθεκτική η φωλιά σου
Προφυλάσσει το ορθωμένο σου τρίχωμα
Τη νωπή πληγή σου
Το δέρμα που ξεκολλάει
Τα λόγια που σέρνονται
Το στόμα σου κενό
Τα δόντια σκαπανείς του φόβου
Το σώμα που φρενιάζει
Τη νύχτα που μονήρης
Μηρυκάζει το χλωμό πλευρό σου
Τις κόρες σου που ανήκουν
Στη στιγμή της Μεγάλης Ήττας
Μας θα πω μη βρυχάσαι
Είναι Μας και ας ήταν στη μαλακή μου χούφτα
Θαμμένος ο γλυκός καρπός
Σφραγισμένος με τα ανυπόμονα δάχτυλα
Κι ας ήμουν η Κομίστρια
Δεν ήξερα για το Μέλλον Έξω Από Τον Κήπο
Δεν ήξερα για τον Παλμό της Μήτρας
Για τα Γεννήματα τίποτα δεν ήξερα
Δεν είχα ιδέα για το Άγνωστο
Για τον Πόνο τα Συμφραζόμενα τη Χαρά
Ήταν μόνο ένας ψίθυρος στο μυαλό μου
Που έλεγε για το Μήλο και τα Άλλα
Δεν έβγαζα τα λόγια
Όμως η φωνή ήταν η Φωνή σου
Γι’ αυτό μη λουφάζεις σα φοβισμένο αγρίμι
Μην αλυχτάς θυμωμένος
Μη δοκιμάζεις μακριά μου
Το δέρμα μου αχνίζει σα Νεογέννητη Φωτιά
Ήταν πάντα Εκεί
Το δέρμα σου είναι η Υπόσχεση του Νερού
Ήταν πάντα εκεί
Έλα κοντά μου
Δεν είναι Λάθος η Μόνη Επιλογή
(Ανέκδοτο, κατοχυρωμένο)
ΣΠΙΤΙΑ
Χρόνο το χρόνο
Γεμίζουμε τα σπίτια περισσότερο
Χωνόμαστε κάτω από τα κρεβάτια
Ταιριάζουν τα κορμιά μας στις απρόσιτες γωνίες
Τις αράχνες εκτοπίζουμε
Πιάνουμε κουβεντούλα με τα μόρια της σκόνης
Ένα γινόμαστε με κομοδίνα και ντουλάπες
Διαγωνίως έρπουμε στις επιφάνειες των γραφείων
Μες τα ντουλάπια της κουζίνας στήνουμε χορό
Και στα πατώματα εκμαυλίζουμε τις φτερωτές μας μέρες
Μια σκούπα, ένα φαράσι, του απορροφητήρα ο ηθμός
Συμφωνικός διάκοσμος ο κοχλασμός της κατσαρόλας
Τα μέλη του νεκρού πουλιού μες το βραστό νερό χοροπηδάνε
Στους πάγκους φλούδες κρεμμυδιών ξυπνάνε τις παλιές μας θλίψεις
Κι αν με ρωτήσεις
Θρύψαλα γίνηκε η κρυστάλλινή μου σφαίρα
Κάθε δωμάτιο βρίθει οδοδείκτες
Κι εμείς αδιάφορα με τα κουζινομάχαιρα σφάζουμε τις μέρες.
ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το ότι οι θέσεις από πάντα αριθμημένες
Έξω από τα θεωρεία όχλος πλήρης θράσους
Οχλαγωγεί για μια ιδέα αφηρημένη
«Δεν είναι για τα μούτρα σας το έργο»
Φτύνουνε τρεις φορές τον κόρφο οι προσκεκλημένοι
Προβάρουνε στα αυτιά κομψές ωτοασπίδες
«Τι θράσος οι ακομβίωτοι εκτός νυμφώνα»
Τι λένε, ποια ιδέα μες σε τόση αρχαία τάξη
Κι αν κάποια είχε κάποτε απ’ τη σκηνή ξεφύγει
Με έναν πυρετό τινάχτηκε για πίσω
Αφού τα θέλγητρά της ήταν μύθος
Των παρανοϊκών μίας ληγμένης νύχτας
Ήτανε κάποτε απόπειρα σημαιοστολισμένη
Τώρα οι εξώφθαλμοι υπαινιγμοί πνιγμένοι
Τα απρόοπτα θαύματα πάντοτε κινδυνεύουν
Στο μεταξύ η αυλαία σύρεται το έργο ξεκινάει
Χωρίς ανατροπές σενάριο κοινό και ηθοποιοί οι ίδιοι
Στην έναρξη ακούγονται να κουδουνίζουν τα βγαλμένα μάτια
Τα απρόοπτα θαύματα κέρματα ηττημένα μες τις τσέπες
Ωστόσο η κινητήριος δύναμη της ιστορίας πάντα
Η άκρη στον ποδόγυρο αρχίζει να ξηλώνει
Όταν το αβέβαιο συμβάν χάνει τον δρόμο άλλο
Κι ας είναι εξόχως υφασμένος ο μανδύας κι από γύρω
Οι ενδυματοκόλακες στρατός μεγάλος
«Το ότι οι θέσεις είναι από πάντα αριθμημένες»
Πάντοτε έξυπνα η παράσταση στημένη
Η ιδέα πνίγεται στο διηνεκές σε μία κουταλιά με γάλα
Είναι ζεστές οι τύψεις των αιώνων, ακόμα αχνίζουν
Πόσες φορές και πάντα πρωταγωνιστής το λάθος
«Φύλα τα», όμως δεν είναι όλα κρυφτό στο δάσος
Καμιά φορά τα δέντρα ανοίγουν διαδρόμους
Κερδίζει τότε αυτός που πρώτος φτύνει
Έναν κορμό, τον κόρφο, μια ιδέα
Κι επιτέλους, ας ανοίξουνε οι πόρτες
Είναι ολοφάνερο, το θέατρο χωράει κι άλλους
Βιογραφικό σημείωμα
Κατάγεται από την Κατερίνη και ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομική στο ΑΠΘ και Δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, του Μεταπτυχιακού ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ και ολοκλήρωσε το ετήσιο πρόγραμμα «Διαδρομές» του ΚΕΓ για τη διδασκαλία των ελληνικών ως ξένης/δεύτερης γλώσσας. Εργάστηκε ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε μέλος της Ομάδας Διαχείρισης, Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης Προσφύγων του Υπουργείου Παιδείας με αρμοδιότητα τον συντονισμό της ένταξης στην εκπαίδευση των προσφυγόπουλων σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Σήμερα δουλεύει ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε σχολεία και διοικητικές θέσεις. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ, ΑΥΤΑ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΔΙΑ, Εκδόσεις Γαβριηλίδη), μία νουβέλα (ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, Εκδόσεις Εντύποις) και εννιά παιδικά βιβλία. Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες πεζών ή ποιητικών λογοτεχνικών κειμένων αλλά και στην επιμέλεια δύο ποιητικών ανθολογιών. Τη γοητεύει η ιδέα επάλληλων προσεγγίσεων και αναγνώσεων της ποίησης και των κειμένων της μέσα από μουσική, εικόνα και αφήγηση.