Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Μάριο Αγαθοκλέους από την Κύπρο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και διαμένει στη Λεμεσό. Εργάστηκε ως παρατηρητής φυσικών φαινομένων. Ασχολήθηκε με την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Η ΑΜΑΞΑ και του καφεθεάτρου ΤΑ ΠΕΡΙΞ. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές κι έχει συμμετάσχει σε ανθολογία διηγήματος. Όλο το ποιητικό του έργο έχει κυκλοφορήσει σε έκδοση στα βουλγάρικα. Η ποίησή του είναι λυρική, προσωποκεντρική, συχνά εξομολογητική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, ζωντανός, πολύχρωμος, αισθαντικός. Ένας λεπτός σαρκασμός ξεπροβάλλει σαν παιχνιδιάρης ήλιος φωτίζοντας νοήματα και συναισθήματα. Τα ποιήματά του είναι μικρές ιστορίες με καταπληκτική σκηνοθεσία και παραστατικότητα στις περιγραφές. Ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του ό,τι διαβάζει. Θα δούμε δεκατρία πανέμορφα ποιήματά του. Ο ποιητής μού πρότεινε να διαλέξω δέκα, αλλά γιατί να επιλέξω; Τα λογοτεχνικά στολίδια δεν τα κρατώ για τον εαυτό μου.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Όταν είμαι μαζί σου νιώθω θαυμάσια.
Χωρίς να πιω καν την παγωμένη μου μπύρα
λύνεται η σφικτή μου γλώσσα
δραπέτης δειλίας εξελίσσομαι
κι αιχμάλωτη σου παραδίδω την κουζίνα
των μυστικών μου αισθημάτων.
ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Με ιστορίες διαστελλόμενες
μάχεται απεγνωσμένα
να αναρριχηθεί στο ενδιαφέρον
βαριεστημένων συνδαιτυμόνων.
Η υποψία της φθοράς τον πεισμώνει
και διηγούμενος οδηγείται
εκεί
όπου πια
δεν μπορεί
να υποχωρήσει με αξιοπρέπεια.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ
Η γυναίκα που έντυσα σαν αδερφή μου
κάθεται στα γόνατά μου.
Οι γοφοί της με πιέζουν να προχωρήσω.
Ακόμα δεν την έχω συνηθίσει.
Της χαϊδεύω τις ξυρισμένες της γάμπες
και στα μαλλιά της ανάβουν οι λάμπες
της χριστουγεννιάτικης θλίψης.
Όλοι έχουν φύγει για τα βουνά.
Στο μέτωπο τη φιλώ
κι αδέξια της ψιθυρίζω, «αδερφή μου».
Δυσφορεί που οι λέξεις παίζουν ακόμα
τον ρόλο του παγωμένου Χειμώνα.
Αυτή τρελαίνεται για ατέλειωτα
αμμουδερά καλοκαίρια
και η αδερφική εποχή με τα καμώματά της
είναι διαγραμμένη από τις χρονιαίες της επιλογές.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Τα φώτα που τρεμοσβήνουν στο βάθος
οπωσδήποτε δεν είναι η «Νήσος τις έστι»,
όπως θα την αναγνώριζαν αμέσως
οι ευφυείς φιλόλογοι
και οι ευτραφείς κτηματομεσίτες.
Όμως το παράπονο που επιπλέει
στις λίμνες των ματιών,
είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Γιατί δεν είναι μόνο τα συρτάρια
που έχουν γεμίσει μυστικά,
είναι και το σώμα που αλλάζει.
Όταν θα ξανασυναντηθούμε
στο τέλος αυτού του λειμώνα στο νησί,
η ανομβρία θα μου έχει σκληρύνει τις παλάμες
και θ’ αποφύγω να σε χαϊδέψω τρυφερά.
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΚΑΙ Η ΑΡΙΑΔΝΗ
Οι εκπλήξεις συντηρούν τη ζωή μου.
Δεν κλείνω
και περιμένω στη γραμμή.
Και να’ την που εμφανίζεται
στην άκρη του ανελκυστήρα
εκπληκτική σαν έκπληξη
να ανεβαίνει με την πίεσή μου.
Όμως
ένα αγκάθι ξεφουσκώνει
τον ουράνιο θόλο
και βρίσκομαι ακάλυπτος
στο άπειρο και σκοτεινό σύμπαν
Ας με οδηγήσει λοιπόν κοντά σου
Η μαγική σειρά των λέξεων.
ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ
Ένας ήρεμος ποταμός επιστρέφει.
Ανάλαφρο το μειδίαμα
σχηματίζεται κατά την ένωση.
Πάντα μια ένωση μπροστά στα μάτια μου
φασματοποιεί τα αντικείμενα που αγαπώ,
αποκαθηλώνει τα εξαίσιά τους χρώματα.
Το άρωμα των χρωμάτων με συνεπαίρνει
και ανέρχομαι ακολουθώντας τροχιά
αναθρώσκοντα μισοζαλισμένου καπνού.
Όμως δεν φταίω μόνο εγώ
για τις αποτυχίες μου.
Εκεί που ήμουν έτοιμος να ξανοιχτώ
σε ουράνια ρεύματα
παρασυρόμενος για πάντα μακριά,
ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες
μου συμπυκνώνουν τα συναισθήματα
μου στερεοποιούν τις εκλάμψεις,
και σαν ανύμφευτη νιφάδα ξαπλώνω
στα κατάλευκα στήθη των σκοτεινών ορέων.
Και πώς κατέρχομαι τώρα, σώος,
των απόκρημνων συναισθημάτων πόθου.
Αρπάζω το τηλεσκόπιο του πυροφύλακα
και ατενίζω με ζήλεια
και με κομμένη ανάσα ηδονοβλεψία,
μια θάλασσα στο βάθος
ν’ αγκαλιάζει έναν ήρεμο επιστρέφοντα ποταμό.
Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Καθώς σε τυλίγει ο ύπνος
εγώ ξαγρυπνώ.
Τα καταδυτικά μου σύνεργα επιθεωρώ
και είμαι πανέτοιμος.
Όταν στη σκαφανδρική μου οθόνη
εμφανιστεί το ονειρικό σου κήτος
περιφερόμενο ανήσυχο στο βυθό,
εγώ ταλαντεύομαι μόνο για μια στιγμή
κι αποφασίζω.
Εγκαταλείπω τα όπλα μου
και γυμνός
επιχειρώ κατάδυση εκπληκτική.
Τα χαμόγελά μου ανεβαίνουν
με τις φουσκαλίδες στην επιφάνεια,
γιατί εγώ θα είμαι πάλι ο νικητής.
Καταβροχθίζομαι
αμετακλήτως
από το κήτος.
και σαν Δούρειος Ίππος
εισέρχομαι
στο εγκλωβισμένο μου όνειρο
δια παντός.
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ
Κτίζεις αυθαίρετα
χωρίς όρια
το μυαλό μου.
Ανεντόπιστη στη μνήμη
ανεξιχνίαστη στο χάρτη.
Κι όμως υπάρχεις.
Οι ήχοι στο λουτρό σου
υπερχειλίζουν
και ως ιδρώτες πυρετού
διαμορφώνουν το σώμα μου.
Καταφθάνουν ειδικοί
να σε οριοθετήσουν
στα λευκά μου σύνορα.
Παταγωδώς αποτυγχάνουν
και εγώ απελπισμένος
τους φωνάζω,
«ανίκανοι,
την αφήνετε χωρίς όρια
να με τρομάζει τις νύχτες;»
Η ΑΝΕΛΕΗΤΗ
Στα πόδια σου
κατάθεσα τον εαυτό μου
και συ
αδικαίωτο με αφήνεις.
Η δικαιοσύνη σου
είναι σκληρή
και τιμωρεί
όποιον σε ποθεί
χωρίς την άδειά σου.
Στην κόλαση καταδικάζεται
του ανικανοποίητου
να γράφει
γελοίον κέρδος
ποιήματα
για σένα;
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟ
Στον Αντώνη Χαραλάμπους
Επίκαιρες λέξεις
με οδηγούν σε αδιέξοδο.
Αν είχα αυτιά
θα αφουγκραζόμουνα την απειλή.
«Ούτε η μάνα σου θα σε αναγνωρίζει»
Με υψωμένα χέρια
παλαμίζω στο σκοτάδι.
Ψηλαφώ ένα κολλώδες κόκκινο οβάλ
χωρίς μάτια
χωρίς μύτη
χωρίς στόμα.
Τώρα καμιάς γυναίκας ακροδάχτυλα
δεν θα νιώσω,
πάρεξ το ρίγος του θανάτου.
Κι αν δεν με αναγνωρίζετε από την όψη
είμαι εγώ
ο Αντώνης Χαραλάμπους,
αναφερόμενος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης
ως δέκατος τρίτος νεκρός,
άλλως,
ο Στρατιώτης χωρίς πρόσωπο.
11.7.11
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Κάτι αλλάζει εντός μου
αλλά επιμένω.
Κολλώ το αυτί μου στις λεπτομέρειες
και αφουγκράζομαι.
Νιώθω να πλησιάζει.
«Κανείς δεν θα μου πάρει
την αγάπη μου» φωνάζω
υποχωρώντας στο μεσαιωνικό κάστρο.
Αμπαρώνω τις πύλες
και ετοιμάζω τα βέλη μου.
Ξαφνικά το αντιλαμβάνομαι.
Είναι εντός.
«Ανόητε»
μου ψιθυρίζει περιφρονητικά
«ακόμα δεν κατάλαβες πως
ούτε τα ψηλά σου κάστρα
ούτε τα φαρμακερά σου βέλη
ούτε τα αήττητά σου τα λόγια είναι ικανά
να με εμποδίσουν να την πάρω,
γιατί εγώ
είμαι το τέλος
της αγάπης σου.»
ΛΕΥΚΑ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΑ
Στον Χρίστο Μελίδη
Σκεφτόμενος
τα παράλληλα δεν διασταυρώνονται
φυσικώς
νόμιζα πως
θα απέδιδα καλύτερα
σ΄ ένα παράλληλο σύμπαν.
Όμως πάντα υπάρχουν
οι διασταυρωτές
που γνωρίζουν εκ φύσεως
τα μυστικά περάσματα.
Για να τους αποφύγω
ντύνομαι μαραγκός
και καρφώνω πετάγματα.
Οι κραυγές μου δεν κυκλοφορούν
στο αναβαθμισμένο κέντρο της πόλης
ούτε καν έξω
απ’ το σκοτεινό μου δωμάτιο.
Κάποτε όμως
όταν ο πόνος είναι αβάστακτος
μένουν ανάγλυφα σημάδια
στους τoίχους.
Το πρωί
τα βάφω λευκά αγαλματίδια
και ξεγελώ τους τουρίστες.
Η ΒΟΥΚΕΜΒΙΛΙΑ
Στον Κυριάκο Αναγιωτό
Αφού καμιά βεβαιότητα
δεν έχει πόδια να σταθεί
και νέες συνεχώς αναδύονται
μελλοθάνατες
ψέμα λοιπόν
και η τεράστια πανέμορφη
Βουκεμβίλια
που κοιτάζω από τη βεράντα μου
πίνοντας μπύρες:
Κι αν αφαιρέσω
το «τεράστια» και «πανέμορφη»
και όλα τα υποκειμενικά επίθετα
αφαιρέσω ακόμη
και την μπύρα
από το θολωμένο μου μυαλό
και παραμένει η Βουκεμβίλια
κι εγώ να την κοιτάζω
ψέμα λοιπόν κι αυτό
και όχι μια μικρή, μικροσκοπική
βεβαιότητα
μέσα στην άπειρη σχετικότητα
του σύμπαντος
να συγκρατεί, «σαν σωματίδιο του Θεού»,
την εύθραυστη ζωή μου:
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μάριος Αγαθοκλέους γεννήθηκε το 1948 στη Λεμεσό. Εργάστηκε για σαράντα χρόνια ως παρατηρητής φυσικών φαινομένων. Τη δεκαετία του ογδόντα, μαζί με τους Κώστα Μακρίδη και Χρίστο Μελίδη έκδωσα το λογοτεχνικό περιοδικό Η ΑΜΑΞΑ και ίδρυσαν και λειτούργησαν το καφεθέατρο ΤΑ ΠΕΡΙΞ. Την δεκαετία του ενενήντα διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της ΕΘΑΛ [Εταιρία Θεατρικής Ανάπτυξη Λεμεσού].
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
1981 Λαμβάνει μέρος με τρία διηγήματα στις ΔΕΚΑ ΓΡΑΦΕΣ, κοινή έκδοση δέκα Λεμεσιανών δημιουργών, εκδόσεις Θεμέλιο.
1983 ΕΟΛΙΘΙΑ εκδόσεις Θεμέλιο, ποίηση.
1988 ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ εκδόσεις Θεμέλιο, ποίηση.
2003 Λαϊκό ανάγνωσμα, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ,
εκδόσεις Εκκρεμές, ποίηση.
2012 ΑΠΤΕΡΟΣ ΛΥΠΗ, εκδόσεις Γαβριηλίδη, ποίηση.
2018 ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΗ ΖΩΝΗ εκδόσεις Περί Λύχνων
Αφάς, ποίηση.
2019 ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ έκδοση στα Βουλγάρικα σε μετάφραση της Βασιλικής Χατζήπαπα, και περιλαμβάνει όλο το εκδομένο ποιητικό έργο του.
2019 ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΗ ΖΩΝΗ β. έκδοση, εκδόσεις Περί Λύχνων Αφάς.
Έννεπε Μούσα, Ιστότοπος ποίησης και μουσικής