Φιλοξενούμενός μου στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα ο ποιητής Χρήστος Δημούλας. Ο προσκεκλημένος μου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Ιστορία, Δημοσιογραφία, Κολάζ και Δραματοθεραπεία. Αυτή την εποχή εργάζεται κυρίως ως Δραματοθεραπευτής. Είναι συνιδρυτής του Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγ.Δημητρίου & Νοτίων Προαστίων, του Εργαστηρίου Φωτογραφίας ''ΦωτοΠρολετάριοι' της κοινωνικο-λογοτεχνικής ομάδας ''Απόδραση στον Λόγο &την Τέχνη''. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ έχει συμμετάσχει σε δύο λογοτεχνικές ανθολογίες. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, κοινωνική, στοχαστική. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, ευρηματικός, ευθύβολος, καίριος. Την πένα του απασχολούν η φτώχια,η αδικία,οι ταξικές ανισότητες,η πολιτική εξουσία, τ'αγκάθια του βίου. Θα βαδίσουμε μαζί του συντροφιά με δέκα υπέροχα ποιήματά του!
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Κατήφοροι-ανήφοροι,ζέστη-κρύο.Όπως όλη μας η ζωή καλή μου.Αμέτρητες φορές πάνω-κάτω οι ψαρότρατες μες στο γαλάζιο ουρανού και θάλασσας που χάνονται πέρα απ'τα άνυδρα βουνοτόπια που δεν λέει να φυτρώσει ούτε ένα δεντράκι.Τόση ηρεμία,τόση χαλαρότητα στο καθετί.
Λες κι ο χρόνος σταματά,λες κι όλα έχουν μια ελευθερία κινήσεων σε μια αισθητική συμφωνία των πάντων.Κάθε στιγμή,ολάκερος πόθος μιας ζωής. Ηλιόσπαρτο πρωί στα στενά σοκκάκια του νησιού κι όλα θυμίζουν σπαρμένη γη μαλάματα,με χίλιες αγκαλιές,χαρές που θέλεις να βάλεις στο τσεπάκι.
Δική σου η χώρα με τα καλντερίμια αντάμα,όαση φρουρούμενη έναντι των δοντιών του Τίποτα που είναι καλά ακονισμένα.Μήτε να χρωστάμε κανενός κι ούτε να'χουμε παρτίδες,με εικόνες του Ανούσιου,του Εφήμερου τις στράτες.Μήνυμα μου'στειλες:''γεύσου καλά εκεί την ηρεμία,εδώ γεμίσαμε βάρβαρους'',μα είναι που σ'αγαπώ πολύ για να σ'αφήσω μες στην αγκαλιά τους.
Πολλές φορές είναι-όπως τώρα- που'ρχεται εκείνη του φόβου η φωνή και βροντά ξανά την πόρτα της ψυχής μας.Πολλά τα ονόματά της.''Πρέπει''την λένε πιότεροι,''Ανάγκη''την λένε άλλοι,κάποιοι τρέχουν να ξεφύγουν κι άλλοι πάνε ίσια μες στην αγκαλιά της.
Κι ενώ η καρδιά ατρόμητη,φοβέρα δεν την πιάνει,λοξές ματιές πέρα δώθε στα κρυφά,πάντοτε τις κάνει. Ο Ήλιος τότε ντρέπεται κι ο Ουρανός δακρύζει,μα ευτυχώς κρατούν κι οι δυο καλά κι ο φόβος γη δεν πιάνει.Ρίγανη ευτυχώς μυρίζει το σπίτι μας ακόμη, βασιλικό,θυμάρι,σκορπίζοντας θανατικό στου Τάρταρου τα βάθη.
Γι'αυτό και συ αγαπημένη,τίποτα να μη φοβάσαι,θα'ναι ωραία η ζωή σαν γενεί σαν μια γριά μ'ένα τσεμπέρι που γητεύει κάθε απογόνους.Άκου πέρα απ'τα ψηλά πλατάνια που κλαίνε για νερό,μια φωνή τα ξεβασκαίνει τραγουδώντας τους τραγούδι αντίστασης.Και να,δώρα τους γεμίζει ο αγέρας και δυνατή,γιοματάρικη καρδιά ν'αντέχουν.Κι εσύ,όλο να λες να σηκωθείς και να σε βαστάνε κάτι πράματα,ολότελα δικά σου.Μια σειρά άτολμων βιβλίων στο γραφείο σου,μπουκάλια νερό που αδειάζεις να μην πονάνε τα νεφρά σου κι ένα κομματάκι πλαστικός σωλήνας που πλέκει τάχα μ'ελπίδα τα όνειρά σου.Είναι σκληρό να κοιτάμε αντιφατικές εικόνες,την μια το γέλιο να'ναι βασιλιάς στο έμπα της αυλής και την άλλη,η λύπη ξαφνική βροντή στα μάτια των γερόντων της υπαίθρου,όταν ξαναφεύγουν παιδιά κι εγγόνια για την πόλη.Τότε,οι αλληλέγγυες αγκαλιές μας διαφυγή,καταφύγιο και σκήτη,μια κουβέρτα που έδωσαν οι φύλακες,σ'εξόριστους παγωμένους.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΑΧΑ
Σε μπαράκια που πλέουνε νεκροζώντανα παιδιά,κάθονται και πίνουνε υγρά και χάπια,που ποτέ τους δεν γουστάρανε,μα τελικά αυτά,τα τουμπάρανε και τα κατεβάζουνε αβέρτα.
Για να διώξουνε τάχα τους φόβους τους,για νάχουν τάχα σωρό τα κίνητρα και τους στόχους,για να αντέξουν τον περίγυρο κι εντέλει τον ίδιο τους τον εαυτό,στο Τίποτα αφημένο.
Ρημάδια τρυπιούνται και χαπακώνονται στα στενά σοκκάκια, ενώ μετέπειτα,καταριούνται την ''μπαμπέσα κοινωνία'' που πριν από λίγο την έβαζαν στις φλέβες.
Ο ορίζοντας της ματιάς τους,περιλαμβάνει ό,τι ακριβώς τάχα χρειάζεται το σκηνικό της ζωής τους.
Μία πιάτσα εγγυημένη και φερέγγυα,μια παρέα ομοιοπαθούσα και μια δυνατή αντοχή για συνεχή εύρεση χρημάτων. Όλα όμως υπόκεινται στο νόμο της τάχα ελεύθερης αγοράς κι έτσι δεν μένει τίποτα σταθερό.Έτσι λοιπόν,τα παιδιά ''τα παίρνουν'' απ'όπου βρουν και κυρίως τρυπιούνται και χαπακώνονται με ό,τι βρουν,σε όποιο μέρος βρουν. Έξω απ'το εθνικό τυπογραφείο που τυπώνει αιτήσεις για μία τάχα καλύτερη ζωή,έξω απ'τα τυροπιτάδικα της Ομόνοιας σαν αυτοτιμωρία,επειδή λόγω χαπιών και πρέζας χάσανε την αίσθηση της γεύσης,έξω από μνημεία λαϊκής αντίστασης που λίγοι πια τα τιμούνε ουσιαστικά.
Κι ενώ έξω,όλα αυτά τα παιδιά τρυπιούνται και χαπακώνονται,μέσα στο σπίτι τους ο καπιταλισμός, συνεχίζει να προχωρεί ακάθεκτος,τρυπώντας μ'ένεση αλλοτρίωσης σχεδόν τα πάντα...
ΝΥΝ ΚΙ ΑΕΙ ΕΣΥ
Σαν σκόνη βαριά που κάθεται στα μάτια,η λύπη βαραίνει το βλέμμα που κοιτά ολούθε τα γύρω του τοπία. Μέρη κοινότοπα, καθημερινής, στάσιμης ροής, που διακόπτεται μονάχα από χαμόγελα χρονομετρημένα,γιορτινά μαζέματα υποθηκευμένα στην ανία και σε ανταμώματα που πριν να τα χορτάσεις, έρχεται η ώρα αναχώρησης και σου δίνει τικέτο αναμονής της επομένης στιγμιαίας ηδονής.Βαδίζοντας στ'άπειρα καγκέλια ουρανού και γης,ο χρόνος, σου δίνει τα ίδια όπως σ'όλους δώρα,φτάνει να περάσεις από φωτιά και σίδερο τις αντοχές σου σ'όλο το μήκος του δρόμου που λέγεται ''ζωή με ψηλά το κεφάλι''.
Κράτα γερά λοιπόν,είναι η πρόταση που μεταφέρεις με προσπάθεια χαμόγελου στους άλλους και με ελευθερόστομη κραυγή προς τον εαυτό σου.
Σε νύχτες με όνειρα-σκοπευτήρια σε βάζουνε στο σημάδι τα λάθη που'χεις άδολα διαπράξει,ενώ χορεύουν τσάμικο πάνω σου οι τύψεις,για κινήσεις μπούμερανγκ που έκανες με στόχο δήθεν το καλύτερο.
Ορφάνια του βαδίσματος αχνίζουνε τα πλακάκια που πατάς,όπως στην χώρα σου που πάει να πατηθεί κάθε ελπίδα που τείνει ν'απλώσει τα κλαριά της.Μήνυμα σου στέλνει το γλαρόπουλο,να μη κοιτάς όλο χάμω αν θες να βρίσκεις το κάθε αυριανό όραμα για να ζήσεις,ενώ η μελαγχολία του ανάπηρου παιδιού στο καροτσάκι που ζητιανεύει,σου θυμίζει μέσω ψυχικών θραυσμάτων,να μην πετάς ποτέ με ικάρεια φτερά,που εύκολα ο ήλιος θα κάψει το κερί τους,μαυρίζοντας για την απερισκεψεία σου αυτή.Νυν κι αεί εσύ.
ΠΑΝΩ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΤΡΕΝΟ
Οι ώρες μίσεψαν κι ο χρόνος χάθηκε,σε τούτες τις ράγες που κόβουνε στα δύο τα βουνά του νότου.
Θαρρείς γυναίκα η βουνίσια αυτή μορφή,που στέκεται πελώρια,μπροστά στο παραθύρι του τρένου,που σε επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, εκεί που σε καρτερούνε παιδικές φωνές,άμετρες αλάνες και ξυπόλητες βόλτες σ'ολάνθιστα χωράφια. Το βλέμμα που εξαντλήθηκε να γυρεύει ήλιο μέσα από τα πολυώροφα τέρατα,η δημιουργικότητα που διακορεύεται απ'την καθημερινότητα,το σύγκρυο που νιώθει ο μόνος όταν επισκέπτεται ένα σπίτι βουτηγμένο στην θαλπωρή,όλες αυτές κι άλλες τόσες μαζεμένες μέσα σου στημένες φάσεις, συνηγορούν στο ψάξιμο ενός αγκωναριού απούλητου,που είθε να ξεχάστηκε απ'τους καθημερινούς επιδρομείς του αίματός σου. Νερό φυλαγμένο σε θαμμένα ασκιά οι έγνοιές σου,που πάνε σε σκοτεινό δρόμο με χαμηλωμένα μάτια,για να μην χάσουν το μέρος,εκεί που τελειώνουν οι ράγες αυτού του τρένου...
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΓΟΝΕΙΣ
Θυμάρι,φασκόμηλο και ρίγανη,φύτεψες στον μικρό κηπάκο της αυλής σου και η ικανοποίησή σου που τα είδες ανθισμένα,ήρθε να σμίξει με την πρωτοείδωτη χαρά ν'αγγίξεις πριν λίγες μέρες ένα νεογέννητο πλασματάκι,το μικρό παιδί σου.
Οι μέρες μας,βάρβαρες και πονηρές,σκιάζονται κάθε φορά που το συνεχές χαμόγελό του,σχίζει το πέπλο που πάνε να φορέσουν στην πόλη και στην χώρα που γεννήθηκες και ζεις.
Λίγων ημερών καρδιά στα χέρια σου,αιώνια ευλογημένη αγωνία,τρισμέγιστη ευθύνη απέναντι στα μάτια των κακών καταστάσεων.Των δασκάλων που θα λείπουν απ'την τάξη του,των βιβλίων που δεν θα είναι στην σάκα του,της εθνικής παιδείας του που σαράκι ραγιαδισμού θα την τρώει.
Έτσι λοιπόν,ανάγκη μεγάλη ν'αρχίσει τα βηματάκια του στην ζωή,απ'τα απλά,άφθαρτα κι άφθαστα μαθήματα της απλής μα ουσιαστικής αγάπης που θα του δώσεις.
Της αγάπης στους συνανθρώπους του,στο βουνό της περιοχής του,στο μικρό πάρκο της γειτονιάς του,στον κηπάκο της αυλής του, στην εργασία των γονιών του,στην ειρήνη της οδού του και στον ιδρώτα της αλλαγής του κόσμου του,τοπικού και παγκοσμίου.
Ατελείωτα χιλιόμετρα από εδώ και πέρα οι έγνοιές σου,βρίσκουνε σύνορο για να κοπάσουνε λίγο στον βήχα του,στο χεράκι του που απλώνει στα δικά σου,στο βλέμμα του που ψάχνει τα δικά σας,στο μιας σταλιάς κορμάκι του που ζητά γονεϊκή φροντίδα και παιχνίδισμα.
Ζήσε λοιπόν αλύγιστα,μες στους γολγοθάδες των Ανθρώπων και στου χώματος την ευλογημένη περπατησιά,μες στου Εφιάλτη την προδοσία και στου Λαού τους ήρωες,που μόνη θέλησή τους το ψωμί,η απροσκύνητη στο άδικο ζωή και η ελεύθερη από γούσηδες πατρίδα.
Η ΠΡΟΣΦΥΓΟΜΑΝΑ
Ρίξε τις κατάρες σου & εδώ
κι εδώ σκοτώνουνε τα άμοιρα παιδιά σου
πόσο ντρέπομαι στα μάτια να σε δω
ν' αγγίξω το αίμα που τρέχει στην καρδιά σου.
Βάζουνε & εδώ το χέρι τους στον φόνο
γδαρμένη μάνα,σφαχτάρι στο τσιγκέλι
σου πνίξανε τον γιο & σε κερνάνε πόνο
σου κλείνουν την ελπίδα σε ΝΑΤΟϊκό βαρέλι.
Η Ένωση των Ευρωπαίων σε βομβαρδίζει διαρκώς
μουσική φρικιαστική,σονάτα είναι τρόμου
οι εκτελεστές σου,ενας θίασος σατανικός
σε παραστάσεις του θανάτου, καταμεσής του δρόμου.
Συρματοπλέγματα & τοίχοι όπου πας
μια ανάσα είσαι που διέξοδο γυρεύει
πόσο θ' αντέξεις ακόμα ν' αγαπάς
μια κοινωνία που την οργή σου την θεριεύει!
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Πόσο νοικιάζεται σήμερα το πνεύμα;
Πόσο κοστίζει απόψε η τιμή του;
Τι παράδες μας ζητά για να μας δώσει το ψωμί του;
Σήμερα;Πανάκριβα πουλιέται!
Αύριο;Κι άλλο θ' ακριβύνει!
Η ψεύτικη διανόηση,μια πόρνη που κουνιέται
με τα χείλια της στο γκρεμό μας ρίχνει.
Η δήθεν κουλτούρα σήμερα
παγώνει τους εργάτες
στον χαμό μας σπρώχνει
με λόγια και παρλάτες
μα δεν το ξέρει η βρώμα...
Έτσι γεννιούνται επαναστάτες!
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΟΥ
Μαστίγωμα στο βλέμμα,τα όσα συμβαίνουνε εδώ
κι όμως το κακόμοιρο, Μεσσία πώς γυρεύει!
Η κίνηση παραγωγής, άναρχη,χωρίς αιδώ...
Κι ο '' καρχαρίας '' που μας τρώει,κοίτα τον..Πώς θεριεύει!
Τώρα..Μελέτες & πλάνα & κονδύλια
δημιουργούνε δρόμο που στον γκρεμό πηγαίνει..
Τα δάκρυα πια ας σταματήσουνε στα χείλια
με το κλάμα ο Νους ποτέ μπροστά δεν βγαίνει.
Κι ένα εργατάκι που το μαχαιρώνει η Αδικία
φτιάχνει την αιτία που γεννιέται ένα σποράκι
κι όλα μες στην πνιγηρή & την αισχρή ησυχία
γίνονται καρπός και...νάτο το Δεντράκι.
Η ΜΕΓΓΕΝΗ ΤΗΣ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Σαν μέγγενη που συνθλίβει τις καρδιές
μοιάζουν όλα εδώ στην ετοιμοθάνατη Ευρώπη.
Μπαγιάτικοι αγέρηδες κατέλαβαν χρόνια τώρα
τ' ακροουράνια της
και νέα αστέρια που γεννιούνται
δεν προλαβαίνουν να εκπνεύσουν ούτε
την πρώτη ανάσα της ζωής.
Άδολα ζευγαράκια σμιλεύουν την θέλησή τους
για πρόοδο
πάνω στα βράχια των επιβαλλόμενων
προτύπων ομορφιάς
στις αναζητήσεις θέσεων εργασίας
στις εκδρομές που η χαλάρωση
της ψυχής περιπλανιέται
ανάμεσα σε διόδια που φυτρώνουνε σαν μανιτάρια
και σε δάση που κάθε καλοκαίρι καίγονται
το ένα μετά το άλλο.
Άπειρες γλώσσες καίγονται σ' ετούτο εδώ
το πολυπολιτισμικό ανθρωπομάνι
και καθεμιά ψηφίδα αγκομαχά να ριζωθεί
μέσω αίματος που ρέει
μεταναστευτικών μωρών που πνίγονται
και του έρωτα που του διώκουν την φυσική δομή.
Ό,τι φανάρι και να βρίσκουμε στους δρόμους
που διαλέγουμε δεν ξεφεύγει απ' την κοκκινάδα.
Πότε σε πρωτευουσιάνικες οδούς να ψάχνουμε
τι γίναν οι συλλογικότητες
πότε σε δρόμους βουλιαγμένους σε φανταχτερά εφέ
ψεύδη & λαμπιόνια
άλλοτε σε χωράφια που είναι άξιος
ο ανθρώπινος ιδρώτας
και τις περισσότερες φορές
σε φλεγόμενες λεωφόρους
που αντιμάχονται η λογική με την κενοδοξία.
Βερολίνο,Μόσχα,Ραμάλα,Ουάσιγκτον,Άγκυρα
Τελ-Αβίβ,Αθήνα
όπου και να γυρίσει ο φακός μας
παντού όμοια τα βλέπει όλα.
Τελικά όμως είναι τύχη που δεν περνάμε
με πράσινο απ' όπου & αν ταξιδεύουμε.
Λίγο η αναμονή κι η προσπάθεια
για ένα καλύτερο μέλλον
λίγο η αναζήτηση της αλήθειας
μας παγίωσαν την σκέψη κι εντέλει την πεποίθηση
το καθετί μέρος του όλου είναι
ένα γρανάζι της ίδιας πάντα κυλιόμενης σκάλας
που λέγεται Ζωή.
Ας την αλλάξουμε πια.Κι αυτήν &τα γρανάζια της.
ΜΑΧΗΤΗΣ
Εδώ στου όχλου την βουή
στου παζαριού το μέσο
πέτρα θα κάνω την ψυχή
και άγκυρα θα δέσω
κι ένα θα γίνω με τα αίματα
τις προσβολές,την χλεύη
που' ναι βουνά θεόρατα
μιας & η μάζα τα πιστεύει
κι η μάχη θα' ναι συνεχής
με ένταση γεμάτη
βρασμός της λογικής με το νου αντάρτη
σιδερένια την γροθιά,την αντοχή κατάρτι
και τα μάτια δυο πουλιά
μπόλιασμα ανδρειοσύνης
ρίζωμα Δικαίου σε χρόνια δουλοσύνης.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννημένος το 1977.Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Ιστορία, Δημοσιογραφία, Κολάζ, Δραματοθεραπεία. Αυτό το χρονικό διάστημα εργάζεται κυρίως ως Δραματοθεραπευτής. Συνιδρυτής του Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγ.Δημητρίου & Νοτίων Προαστίων, ο μετέπειτα Σύλλογος Εργατικής & Λαϊκής Επιμόρφωσης (2014). Εμπνευστής & συνιδρυτής του Εργαστηρίου Φωτογραφίας ''ΦωτοΠρολετάριοι'' (2016). Συνιδρυτής της κοινωνικο-λογοτεχνικής ομάδας ''Απόδραση στον Λόγο &την Τέχνη'' (2020).
Βιβλία του:
. ''Με λάδι του παρόντος ανάβουν του μέλλοντος καντήλια'' (2013).
. ''Οι λα'ι'κατζήδες'' (2014).
. ''Γιώργος Φαρσακίδης,ο ζωγράφος του Λαού'' (2015)
Συμμετοχές σε λογοτεχνικές ανθολογίες:
. ''Τα γράμματα της Ποίησης''(2020)
. ''Ιστορίες της πόλης''(2020)