Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γεώργιο Σπηλιωτόπουλο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και ολοκλήρωσε έναν μεταπτυχιακό τίτλο στην Αθήνα και δύο στη Νέα Υόρκη στον τομέα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας. Ζει την τελευταία πενταετία στη Νέα Υόρκη και είναι υποψήφιος διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας στο City University of New York . Είναι Λέκτορας Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Fordham της Νέας Υόρκης και η έρευνά του επικεντρώνεται στην Αρχαία Ελληνική τραγωδία. Έχει βραβευθεί για το φιλολογικό του έργο με υποτροφίες και επιχορηγήσεις σε Ελλάδα και Αμερική. Ασχολείται ενεργά με το σκάκι και είναι μέλος του Marshall Chess Club της Νέας Υόρκης. Το 2020 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο "Λευκάμπελος". Πρόκειται για ένα έργο που χωρίζεται σε τρία μέρη, την Ανάβαση, την Πτώση και την Κάθαρση. Κάθε κεφάλαιο αποτελείται από πεζό κείμενο, ποίημα ελεύθερης γραφής και χαϊκού. Στο τελευταίο υποκεφάλαιο παραθέτει ποιήματα σε καρκινική γραφή. Τα γράμματα του κάθε στίχου διαβάζονται με την κανονική κι ανάποδη φορά αποδίδοντας ακριβώς την ίδια φράση με το ίδιο νόημα. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, φιλοσοφική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, αβίαστος, μελωδικός, με ανάγλυφες εικόνες και ηχηρά συναισθήματα. Σ 'αυτή την πρώτη του εκδοτική απόπειρα διαπραγματεύεται διαχρονικά ζητήματα όπως ο έρωτας, ο εχθρός θάνατος, η πάλη του ανθρώπου να δώσει νόημα στη ζωή του και ν' αναστηθεί. Θα ταξιδέψουμε με δέκα απολαυστικά αποσπάσματα από την "Λευκάμπελο" και θα ευχηθώ στον νέο αυτό δημιουργό πολλά και όμορφα ταξίδια στον χώρο της γραφής!
Δέκα αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή "Λευκάμπελος" του Γεωργίου Σπηλιωτόπουλου (πεζό, ποίημα, χαϊκού,καρκινική γραφή)
Λευκάμπελος,
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την «Ανάβαση»: πεζό, ποίημα, χαϊκού.
Θαλασσινή Πορφύρα
Και κάπως έτσι αρχίζει το καλοκαίρι, με τελεία την πανσέληνο
μιας αυγουστιάτικης βραδιάς.
Ήξερα πως τα χρόνια της ψυχής μας μετριούνται στις καλοκαιριές. Μα λησμονούσα πως μακρύς κι αδιάβατος ήταν της μοναξιάς ο δρόμος, απ’ το μαράζι ξεκινούσε και στη δυστυχία τέλειωνε· άφηνε άδειες τις καρδιές και άψυχες όσων κινούσανε να τον ακολουθήσουν. Όταν την είδα, τόσους χρόνους μετά, τα δάκρυά της μαυροστάξανε και κάλεσε δικτάτορα τη μοναξιά.
Καθίσαμε μαζί και συζητήσαμε για κείνα που τ’ αχολογήματα γέλιων, φωνών σιγάσανε· σκεφτήκαμε το χάδι που μας έκαψε, ώρες και θάψαμε πολλές.
Αναπολήσαμε παλιές, καλές τις μέρες, τότε που βάφαμε τα μάτια της ψυχής στο δειλινό δυο χάντρες κόκκινες – γαλάζιες!
Το γνώριζα πως κύριο κτήμα της ζωής δεν ήταν τίποτε λιγότερο απ’ ό,τι αντέξαμε να χάσουμε, γιατί ο έρωτας δε θα μπορούσε να υπάρχει σ’ ένα νόημα ανεκπλήρωτο, ούτε να κόβει τη ζωή στη μέση λέγοντάς σου «Ή εγώ ή εσύ». Έτσι συχνά και το μυαλό πεθαίνει ζώντας, ενώ η καρδιά μας ζει πεθαίνοντας…
Ο έρωτας κι ο θάνατος μπορούν να μετρηθούν στο βάρος της καρδιάς του αγαπημένου. Μα η μικρότερη ήττα σε διδάσκει πολύ περισσότερα κι από τη μεγαλύτερη νίκη· γι’ αυτό: «Αγάπη μου» της έλεγα «αν είσαι αγάπη, πρέπει να ζούμε ο ένας με την καρδιά του άλλου να χτυπά στα στήθια. Όσο γεννιέται μέσα μας το φως, τόσο η ζωή μας θα αχνοφέγγει στο σκοτάδι».
Ο πόνος μας παρέμενε αφανής, όπως η λεία πέτρα της αμμουδιάς ήταν η μόνη ανάμνηση του βράχου που μαστίγωσαν τα κύματα… Κι αν ήμασταν μικρότεροι απ’ το φως, ήταν τα όνειρά μας πιο μεγάλα απ’ το σκοτάδι. Έτσι άντεχα να ξαναγεννηθώ, για όσα μου ’γνεφαν ποτέ να μην εγκαταλείψω τις υπέρμετρες θυσίες και προσπάθειες· μίας ζωής τα θαύματα.
Άγιος Ερωτοποιός
Κλείσε τα μάτια σου και κοίταξέ με.
Εάν μπορούσα να σ’ αφιερώσω
τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο μου
τώρα θα σώπαινα.
Ίσως να μας ανήκουν όσα δε ζητήσαμε,
σαν μια ανάσα στα χείλη· κι εγώ
αγάπησα μια λέξη μοναδική
μέσα σε λόγια χιλιοειπωμένα,
όπως ο ψίθυρος της φωτιάς
πάνω στη σάρκα του ξύλου.
Με φόβιζαν μόνο οι ζυγοί αριθμοί
και άνθρωποι κατ’ επιλογήν μόνοι,
εκεί που αρχίζει το σώμα
σαν λυγισμένη χορδή κιθάρας
να σωπαίνει το θάνατο
– βράδια σε κάποια παραλία ερημική με μια φωτιά,
βάρκα ναυαγισμένη στης ακρογιαλιάς τα βότσαλα.
Ο Έρωτας είναι το βάθος του πνιγμού
και στίχοι οι φυσαλίδες
που ανεβαίνουν στην επιφάνεια.
Το Πάθος είναι ο σπασμός του τοκετού,
αίμα που δίνει τη ζωή στον ιερό της πόνο
και μετατρέπει πάλι αυτόν τον πόνο,
μ’ αίμα, σε ζωή.
Μα η Αγάπη είναι το πανάρχαιο δράμα
του ανθρώπου
που υποδύθηκε στην πράξη το Θεό,
να μείνει αθάνατος,
και του Θεού
που υποδύθηκε τον άνθρωπο, για να πεθάνει.
Είχα, άλλωστε, χάσει τόσες πολλές φορές
το άλλο μου μισό
που θα μπορούσα πια να ξαναζήσω ολόκληρος.
Πέταλα Σταυρανθή (Χαϊκού)
Γράφω για σένα
ό,τι ποτέ δε σου ’πα·
κι όμως το ξέρεις.
Με ξεγελάει
η πυξίδα του πόθου·
παντού σε δείχνει.
Όσοι γύρεψαν
τα κλειδιά της αγάπης,
χάσαν την πόρτα.
Τ’ άλλο μισό σου
στον καθρέφτη ζητώντας
μισός θα μένεις.
Είν’ οι καρδιές μας
δυο γραμμές παραλλήλων
που συναντιούνται.
Νύχτες και νύχτες
o έρως αγρυπνώντας
έγινε μούσα.
Λευκάμπελος,
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την «Πτώση»: πεζό, ποίημα, χαϊκού.
Πανιά στην άβυσσο
Γκρίζο βασίλευε, μονάχος σαν περνούσα τα μικρά λιμάνια φέρνοντας στο νου δυο βάρκες και θαλασσοκάικα. Ήμουν στα πέρα μέρη των βροχοποιών και τόσο χόρευε στ’ αυτιά το νόημα της γήινης ζωής μου απ’ τις φωτιές: «Χαρά λέγεται, τελικά, κάθε θλίψη που δε σε γονάτισε…».
Έβλεπα συνεχώς πως βυθιζόμουν κάθετα στην ψυχρή καρδιά μιας μαύρης θάλασσας δίχως πυθμένα, νιώθοντας μόνο φυσαλίδες ν’ ανεβαίνουν απ’ τα χτυποκάρδια του πνιγμού. Χόρευαν στο μυαλό λησμονημένες αναμνήσεις· τα χαμένα καλοκαίρια, χρυσογάλανες ακρογιαλιές, νυχτερινά θαλασσινά μπαλκόνια π’ αντικρίζαμε καθρεφτισμένο το φεγγάρι σ’ ένα δάκρυ νοσταλγίας – για όλα κείνα που ποτέ δε ζήσαμε.
Ήτανε τόσο που ζητούσαμε τη γιατρειά, ώστε ξεχάσαμε πως δεν υπήρχε ασθένεια. Διαλέξαμε να προχωρήσουμε στα πιο μεγάλα μονοπάτια, που δεν οδηγούσαν πουθενά και γράφοντας αναζητούσαμε το φίλτρο της αθανασίας. Γιατί ο ύπνος μας ήταν για χρόνια πιο βαθύς απ’ το θάνατο κι η εμπειρία μας απέμενε σαν νόμισμα ανυπέρβλητης αξίας, για να μην εξαγοράζεις τίποτα.
«Αν δεν υπήρχε φως, δε θα ’βλεπες ούτε τη σκιά» σιγοψιθύρισε, κι εγώ σκυφτός, θαρρώ, τη ρώτησα πόσο κρατά η αθανασία. «Για πάντοτε, μα μόνο αφού πεθάνεις» είπε. «Όμως πώς άρχισε για μας ο θάνατος; Ποια η αρχή του κι από τι γεννήθηκε;». Και σιωπηλά στο μέτωπο χαϊδεύοντάς με: «Εγώ θα σ’ αποδείξω, πως χωρίς εκείνον δε θα υπήρχε η ζωή».
Ανεμοτάφια
Νύχτωσε η θάλασσα απόψε στα μάτια σου…
Δώσ’ μου μια γλώσσα να μπορώ να κλάψω
όσο να μην το καταλάβει ο θάνατος·
ήμουν εκεί, σαν πάντα πριν,
γιατί σου είπα πως
μόνον οι άγγελοι δακρύζουν τα ξημερώματα
για να ’ν’ τα χνάρια τους κεριά
στα μονοπάτια της φυγής.
Και τότε σκέφτηκα πως ίσως ήταν η ζωή μας αδειανή
αφού στο βάθος πάντα τα κατάρτια λυγίζουν·
ήτανε μαύρα τα κουπιά
και το σκαρί σου ακροπατούσε στο αίμα
ονειρεμένο ναυάγιο.
Άσε με μοναχά να γίνω αχτίδα
στου κελιού σου τα παραθυρόφυλλα
αφού και τα μαχαίρια στις βαθύτερες πληγές
γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα μας,
σαν αλήθειες απλές ή ψέματα σύνθετα.
Περασμένοι Φίλοι, αγγελικοί,
που έπλαθαν μες στην προσωπίδα
το δαιμονικό τους πρόσωπο.
Είναι γιατί εκείνοι αγάπησαν
όσα έπρεπε αμετάκλητα να θάψω,
αυτήν τη μαριονέτα με το χάρτινο χαμόγελο
ώσπου ν’ αλλάξει εκ βαθέων το δέρμα.
Ήταν οι μνήμες του άλλου ανθρώπου μέσα μας
ο ψίθυρος της προσευχής
που μετριέται σε σπαστές ανάσες,
με λίγο αίμα στ’ ακροδάχτυλα
να δείχνει πάντα προς το μέρος της καρδιάς
τα ξημερώματα που ο μεγάλος στεναγμός
έσβηνε μ’ ένα δάκρυ την πανσέληνο.
Αιώνιος ο πόλεμος του αγγέλου με το δαίμονα·
και πάντοτε κερδίζει ένας θεός.
Πέταλα Νυκτανθή (Χαϊκού)
Νερό στη χούφτα
της ζωής μας τα χρόνια
και συ διψούσες.
Αν είν’ η μνήμη
αφορμή να υπάρχεις
πώς να ξεχάσω;
Είναι η ζωή μας
μια στιγμούλα στο σύμπαν
κι όμως, μας φτάνει.
Ποιος έχει θάρρος
πριν αλλάξει τον κόσμο
ν’ αλλάξει ο ίδιος;
Μια λέξη αρκούσε
τη ζωή μας ν’ αλλάξει
και δεν τη βρήκες.
Δεν εκπληρώνουν
κάθ’ ευχή μας τ’ αστέρια
γι’ αυτό και πέφτουν.
Λευκάμπελος,
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την «Κάθαρση»: πεζό, ποίημα, χαϊκού.
Μίνυνθα Αεί (μίνυνθα αεί στα Αρχαία Ελληνικά σημαίνει «για λίγο, αιώνια»)
Άνοιξα ακόμη μια φορά τα μάτια, για να δω πως κατοικούσα στ’ όνειρο, τις καλοκαιρινές βραδιές που ευώδιαζε ως τ’ αστέρια η κληματίδα η λευκάμπελος. Μικρά κεριά πάνω στο κύμα ταξιδεύανε τα παιδικά μας χρόνια, καίγοντας το σκοτάδι σε μια θάλασσα νυχτερινή. Έτσι μαθαίναμε πως για την κάθε νιότη δεν υπάρχει δεύτερη ζωή και πως τα χρόνια της ψυχής του εφήβου μετριούνται στις καλοκαιριές.
Είχαμε μάθει, χρόνους πια, να χαιρετούμε τη χαρά με μάτια βουρκωμένα απ’ το χαμόγελο, γιατί ακόμη και στις πιο μεγάλες ευτυχίες υπήρχε πάντοτε ένα δάκρυ, για ν’ αφήνει την ψυχή μας αδειανή. Όπως ακόμη και στους μεγαλύτερους καημούς, βρισκόταν πάντοτε τ’ αγαπημένο χέρι, που θα ’ριχνε στη μνήμη μας χώμα λευκό, να θάψει τους ανθρώπινούς μας πόνους· κείνους που θ’ άξιζε να θυσιαστούμε, για να μην τους ζήσουμε…
Κάποτε, λες, θα φεύγαμε οριστικά για κάποιο καλοκαίρι δίχως γυρισμό σαν ναυαγοί σε αμμουδιές αδιάβατες, όπου έμελλε και πάλι να δοκιμαστεί η ψυχή στις τρεις μεγάλες ευτυχίες που καρατομούν το θάνατο: την πρώτη αγάπη μ’ ανταπόκριση κι αμοιβαιότητα, την εκπλήρωση του στόχου και την επαλήθευση του ονείρου, ως την απομυθοποίηση.
Ήταν αυτή η δυσκολότερη δοκιμασία, καθώς ο άνθρωπος συχνά αντέχει να ηττηθεί, μονάχα με την προσμονή της νίκης, μα είναι αδύναμος αφού νικήσει να εκτιμήσει πως η απώλεια δίνει την ίδια την αξία σ’ όσα κέρδισε. Στιγμές πιο ιερές κι απ’ όνειρο μικρού παιδιού, ξαναζωντάνευαν τις μνήμες σαν παλιές ζωγραφιές·
Μα «Έλα» μου λέει «να γνωρίσεις τη ζωή εκεί που η ιστορία σου πια δεν υπάρχει, σε όλα εκείνα που σ’ ανήκουν και ποτέ δε ζήτησες.
Πες μου γιατί η αρχή μας να ’χει μέσα της το τέλος, κι ο χρόνος την ανίκητη κλεψύδρα π’ ορίζει τη μοίρα μας;».
«Γιατί δε βλέπεις την καινούρια Αρχή μετά το Τέλος» της είπα και «Αυτό θα πει Θεός».
Λευκάμπελος
Ξεκίνησα να γράφω γιατί δεν υπάρχουν λόγια
να φωνάξεις τ’ όνομά σου,
μήπως πείσεις πως γεννήθηκες,
μ’ αρχίζω πάλι να μιλώ για σένα
που ποτέ δεν υπήρξες.
Το μυστικό της ευτυχίας είναι
να επιθυμήσουμε σφοδρά
εκείνο που δε μας λείπει.
«Να εξετάζεις τις τροχιές των άστρων
σαν να γυρίζεις κι εσύ μαζί τους»*
ή να σκαλίζεις στίχους προφητικούς
στην παλάμη της μοίρας.
Δώσ’ μου, λοιπόν, τρεις νύχτες
να σταυρώσω το κορμί σου
στον Τροπικό του Καρκίνου
και μόνο μια
να ζωγραφίσω στη σκιά των ματιών σου
το φως.
«Ξέρεις, δε σου ανήκει η ζωή
όταν διαλέγεις κάθε μέρα να πεθαίνεις
για επιφανείς μορφές πιο μακρινές
κι απ’ την εικόνα του προσώπου σου·
σαν καταδίκη σου, Φιλόλογε,
να υμνείς το παρελθόν
ωσότου γίνεις μέλος του».
Η φαντασία μας λοιπόν
λέγεται παραμορφωμένη μνήμη
που αλλάζει τα μέλλοντα
δίνοντας την απάντηση στο νόημα της ζωής.
Τώρα μιλώ σ’ εσένα, που ποτέ δεν υπήρξες
λέγοντάς σου –δείξε μου το κάτοπτρο της μιας Ψυχής,
αυτή τη λίμνη των δακρύων στ’ ουρανού το πρόσωπο
που καθρεφτίζεται ο θεός σου
και μόλις γίνηκε χίλια κομμάτια που σταυρώθηκαν
μ’ άνθη κι αγκάθια τ’ όνειρά μας–
κάθε κομμάτι, κι από ένας άνθρωπος…
Πέταλα Λευκανθή (Χαϊκού)
Ιούλη μήνα
σαν νιφάδες της νύχτας
οι γαλαξίες.
Ανθεί στην άμμο
η παιδική ψυχή μας
κρίνο θαλάσσης.
Άνω τελεία
το φεγγάρι τ’ Αυγούστου
στο καλοκαίρι.
Ο χρόνος είναι
άλλη όψη στο χρήμα
κι όμως τον χάνεις.
Κάθε βιβλίο
των στιγμών μας θα μένει
σελιδοδείκτης.
Χίλιες σιωπές
δε φτάνουν να θυμηθείς
έστω μια λέξη.
Λευκάμπελος,
Καρκινική γραφή
(κάθε στίχος διαβάζεται και ανάποδα με το ίδιο νόημα, γι’ αυτό τυπώνονται σε κεφαλαιογράμματη γραφή)
Η πρώτη Κρήνη
ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑΜΑ, ΤΟ ΜΟΝΟ ΝΟΜΟ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΝΕ.
ΕΤΣΙ ΕΙΣΤΕ,
ΣΕ ΔΙΠΛΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ
΄Ή ΤΕΡΑΣ ΄Ή Σ’ ΆΡΕΤΗ…
ΗΤΑΝ ΑΘΑΝΑΤΗ,
Η ΧΑΡΑ ΤΑΡΑΧΗ
ΣΑ ΜΟΝΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΑΣ
ΕΝΑ ΤΩΡΑ ΝΑ ΡΩΤΑΝΕ:
«Μ’ ΕΔΕΣΕΣ ΕΔΕΜ;»
ΑΡ’ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΕΡΑ
ΙΑΜΑ, ΜΥΘΕ, ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ…
ΟΤΑΝ ΑΘΩΡΗΤΟ ΤΗΡΩ ΘΑΝΑΤΟ
ΕΜΕΝΑ Π’ ΑΓΑΠΑΝΕ ΜΕ
ΕΝΑ ΚΑΤΑΡΤΙ ΤΡΑΤΑ ΚΑΝΕ
Ή ΛΥΕΣΑΙ ΔΡΑΚΕ, ΚΑΡΔΙΑ ΣΕ ΥΛΗ.
ΑΝΑΣΑ, ΒΑΡΗ ΠΗΡΑ ΒΑΣΑΝΑ…
ΟΛΑ ΚΑΝΕ, ΕΝΑ ΚΑΛΟ
Η ΝΟΤΑ ΑΤΟΝΗ
ΟΣΙΑ, ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ, ΠΑΡΕ ΤΗ Μ’ ΑΙΜΑ ΙΣΟ.
ΑΝΟΜΑ ΤΑ ΜΟΝΑ
ΑΙΝΕ ΤΑ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ.
Καρκινικά Χαϊκού
Μ’ ΕΔΕΣΕΣ ΕΔΕΜ
ΗΩ, ΖΗΤΩ ΤΗ ΖΩΗ
΄Ή ΦΟΝΩΝ ΟΦΗ.
Σ’ ΑΝΑΜΑ ΜΑΝΑΣ
ΕΝΑ ΛΕΜΕ ΜΕΛΑΝΕ:
ΑΣΕ ΜΕ ΜΕΣΑ.
ΣΕ ΛΑΘΗ ΘΑ ΛΕΣ
΄Ή ΤΕΡΑΣ ΄Ή Σ’ ΆΡΕΤΗ
ΑΓΙΑ Η ΑΊΓΑ.
ΑΤΟΝΗ ΝΟΤΑ
ΟΛΑ, ΚΑΝΕΝΑ ΚΑΛΟ
΄Ή ΚΙΝΩ ΝΙΚΗ.
Ω ΒΑΡΗ, ΡΑΒΩ
ΑΝΕΜΕΛΑ ΛΕΜΕ ΝΑ
ΗΡΕΜΑ ΜΕΡΗ.
ΣΑ ΡΕΜΑ ΜΕΡΑΣ
ΑΙΝΕ ΛΕΜΕ ΜΕΛΕΝΙΑ
ΣΑ ΔΟΜΑ ΜΟΔΑΣ.
Λίγα λόγια για το έργο:
Η Λευκάμπελος εκδόθηκε το 2020 από τις Εκδόσεις Ιωλκός και είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του συγγραφέα. Ένα έργο δέκα και πλέον ετών, περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά είδη γραφής όπως έμμετρη πρόζα, ποίηση σε ελεύθερο στίχο, Χαϊκού και Καρκινική γραφή. Το έργο απαρτίζεται από τρία ισομεγέθη τμήματα, την Ανάβαση, την Πτώση, την Κάθαρση. Κάθε τμήμα ξεκινάει με ένα έμμετρο πεζό, συνεχίζει με ένα ποίημα σε ελεύθερο στίχο και καταλήγει σε χαϊκού. Στο τελευταίο υποκεφάλαιο του έργου υπάρχει καρκινική γραφή, δηλαδή ποιήματα με στίχους που διαβάζονται γράμμα-γράμμα και ανάποδα, διατηρώντας το ίδιο ακριβώς νόημα.
Τα τρία μέρη του έργου:
Ξεκινώντας από την Ανάβαση, που αντιπροσωπεύει τη ζωή και τον έρωτα, το έργο συνεχίζεται με την Πτώση, η οποία αφορά την πάλη του ανθρώπου με το αίνιγμα του θανάτου και κατ' επέκταση με την παρακμή. Το τρίτο και τελευταίο τμήμα του έργου μιλάει για την Κάθαρση, η οποία εκφράζει την επιθυμία για ανάσταση, πνευματική και ψυχική ανάταση και εν τέλει όσα κάνουν τον άνθρωπο νικητή στον αγώνα της ζωής και δικαιώνουν-επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του. Στο τελευταίο υποκεφάλαιο του έργου, με τίτλο "Η πρώτη Κρήνη" περιλαμβάνονται στίχοι, ποιήματα και χαϊκού γραμμένα με Καρκινική γραφή. Κάθε στίχος αυτών διαβάζεται και ανάποδα, γράμμα-γράμμα, διατηρώντας ακριβώς το ίδιο νόημα, κατά την παράδοση της φράσης ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ που ήταν χαραγμένη πάνω σε μία κρήνη στον περίβολο της Αγίας Σοφίας. Η καρκινική γραφή είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο και σπάνιο ποιητικό εγχείρημα, καθώς ένας στίχος απαιτεί πολλές ώρες εργασίας για να επιτευχθεί.
Βιογραφικό σημείωμα
"Ο Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος γεννήθηκε το 1990 και μεγάλωσε στη Χαλκίδα Ευβοίας. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στην Αθήνα κι ολοκλήρωσε με άριστα τρεις μεταπτυχιακούς τίτλους στην Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, έναν στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και δύο στο City University της Νέας Υόρκης. Από το 2016 είναι υποψήφιος διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας στο City University of New York και ζει στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. Είναι Λέκτορας Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Fordham της Νέας Υόρκης και η έρευνά του επικεντρώνεται στην Αρχαία Ελληνική τραγωδία. Το φιλολογικό έργο του έχει βραβευτεί με υποτροφίες και επιχορηγήσεις σε Ελλάδα και Αμερική. Εκτός από ποιητής και φιλόλογος είναι και σκακιστής, μέλος του Marshall Chess Club της Νέας Υόρκης."
Βρείτε την ποιητική συλλογή "Λευκάμπελος" του Γεωργίου Σπηλιωτόπουλου στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://iolcos.gr