Σημερινός μου φιλοξενούμενος στη στήλη "Στα βαθιά" είναι ο ποιητής Παναγιώτης Νικολαΐδης από τη Λευκωσία. Ο καλεσμένος μου είναι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει πέντε προσωπικές ποιητικές συλλογές και μια συλλογική,δυο βιβλία - μελέτες και ένα με κριτικά κείμενα. Μαζί με τον ποιητή Γιώργο Χριστοδουλίδη εξέδωσαν την Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη και με το Βραβείο Jean Moreas για την καλύτερη ποιητική συλλογή στην Ελλάδα το 2019. Η ποίησή του είναι κατά κανόνα λυρική, αφηγηματική και συχνά βιωματική. Ζωγραφίζει με ευαισθησία και γλαφυρότητα τις μικροχαρές της ζωής,τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας,τις πληγές της κυπριακής τραγωδίας, τον πόλεμο,τ'αγκάθια της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο ποιητής γράφει άλλοτε στην κυπριακή διάλεκτο,άλλοτε στη νεοελληνική,δρέποντας τους εύγευστους καρπούς και των δύο. Με τόλμη και φροντίδα αξιοποιεί πολλαπλές ποιητικές φόρμες και πρωτότυπα ευρήματα. Ο λόγος του είναι πλούσιος,πολύχρωμος, χυμώδης,σάρκινος κι αιμάτινος. Είναι μια γραφή που προσωπικά μου μεταφέρει τη γνήσια συγκίνηση του δημιουργού. Ταυτόχρονα με ξαφνιάζει ευχάριστα με τα θαρραλέα ανοίγματά της.Θα μοιραστώ μαζί σας δέκα διαλεχτά ποιήματά του!
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ. 66 ΧΑΪΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΣΙΝ ΤΖΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗΝ (Λευκωσία 2014)
Ο ΟΙΝΟΣ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕΝ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗΝ ΤΖΑΙ ΣΥΝΤΥΧΑΝΝΟΥΝ
Οίνος
Η γη γυρίζει
Τζαι πιτσικλιάζει κρασίν
Την Αφροδίτην
Αντζέλισσά μου
‘Εγλεπε που παρπατάς
Πατάς σταφύλιν
Το δειν σου κόρη
Ραΐζει το ποτήριν
Πόθθεν να σε δω;
Ποίηση
Ξυπνάς τα πουλιά
Τζαι χαμηλοπετούσιν
Μες στο ποίημαν
Οίνος
Είσαι το κρασίν
Είσαι τζαι το ποίημαν
Εγιώ ποιος είμαι;
Ποίηση
Είσαι σύννεφον
Που το μέσα ποτάμιν
Στάξε μου κρασίν
Οίνος
Αγαπημένη
Κόψε μου έναν κνυζίν
Που τα μαλλιά σου
Δος μου το φως σου
Σκλερή μου πεταλλίνα
Να κάμω κρασίν
Ποίηση
Πον’ να μ’ αννοίξεις
Εν θα με καταλάβεις
Φίλα με ξανά
Οίνος
Έλα τζαι πόψε
Μαύρον πουλλίν της νύχτας
μες στο ποτήριν
Όποτ’ αννοίεις
Δακκάνω τα σείλη μου
Έσει τζαι Θεόν
Ποίηση
Πωρνόν και βράδυν
Μισεύγω πεθυμώντα
Κορμίν τζαι κρασίν
Οίνος
Μείνε πουλλίν μου
Μούζην να ’σει το κρασίν
Δίχα ποίημαν
Εν πάει κάτω
Άφηκες με μανιχόν
Δίχα φεγγάριν
Αν δεν μ’ αγαπάς
Να μεν ξαναπιείς κρασίν
Φως μου ποττέ σου
Ποίηση
Δέρνω τον νου μου
Έννεν κρίμαν τα πουλιά
Να μεν πίννουσιν;
Οίνος
Γλυκιά κυρά μου
Άνεμον αγκαλίζω
Με το μολύβιν
Έναν πηγάδιν
Δεν σώννω να γεμώσω
Δος μου θάνατον
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΛΟΓΗ (Gutenberg 2016)
ΠΑΡΑΛΟΓΗ Β΄
Παιδί κυνηγούσα πουλιά
Τ΄ άλλα παιδιά επεριπαίζαν με
Ρε ήρτεν ο ατζαμής
έτσι ελαλούσαν με τζι εχαχανίζασιν
Μιαν μέραν ενευρίασα
Ετέντωσα το λάστιχον
τζι έσυρα μιαν στον ουρανόν
με ούλλον μου το γαίμαν
Έππεσεν έναν άτυχον πουλλίν
τζι ενόμισα πως άνοιξεν η τύχη μου
Πρώτην φοράν είδα σελιόνιν
να με θωρεί μες στα μμάθκια
ολογαίματον
Έπια το μες τα σέρκα μου
τζι εβούρησα κλαμόντα έσσω
Ίντα ’σεις πουλλίν μου τζαι κλαίεις
ρωτά με η μάνα μου
ΠΑΡΑΛΟΓΗ Γ΄
Ήταν ένα παιδί κι ήθελε να πλαγιάζει με τα παπούτσια του Πρώτα περίμενε τη μάνα του να σβήσει το φως κι ύστερα χωρίς ν’ αφήνει πατημασιές στον ουρανό κλωτσούσε μια ζυμαρένια πέτρα στο φεγγάρι Κι όλος ο τόπος ίσα με τ’ άστρα ζεστός Κι εκείνο μ’ ένα χελιδονάκι στο χέρι μάζευε ένα ένα τα ψίχουλα
Ξάφνου μπήκε Χειμώνας στα μαλλιά Μια νύχτα στ’ όνειρο γκρεμίστηκε Το αίμα του τινάχτηκε στα πίσω βουνά κι η μάνα του το κοίταζε στα μάτια λυπημένα
Σήκω του λέει Ήταν ένα παιδί κι ήθελε να πλαγιάζει με τα παπούτσια του
ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΠΟΗΜΑ Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ (Σμίλη 2019)
Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ
α΄
Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν λαλεί η μάνα μου
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.
εβάσταν= κρατούσε, εβούραν= έτρεχε, είσεν= είχε, Εν= δεν, τζύρης= πατέρας
ζ΄
Πρώτη φορά γυρίσαμε την άλλη πλευρά
τον άλλο Πενταδάχτυλο.
Κι ούτε πως έκαιγε για μέρες το βουνό.
Τώρα
το φλογισμένο πράσινο ηχεί παντού
κι η αροδάφνη στέκει και μας χαιρετά
λευκή μαθήτρια
στις άκριες των δρόμων.
Τώρα
μες στην αόρατη δαντέλα του φωτός
νιώθω να πλέω
σε μια λεπτή φυσαλίδα νερού.
Κι όλο φυσά χωρίς γραμματική.
Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν
κι από το χέρι στο μυαλό.
Λες και γυρίζει ανάστροφα
κάποιος το κλειδί
στον αυχένα του χρόνου.
αροδάφνη= πικροδάφνη ή ροδοδάφνη
ι΄
Απ’ το μεγάλο τζάμι του λεωφορείου
προβάλλει τώρα το χωριό Καζάφανι,
μετά ο Άγιος Επίκτητος
ο Άγιος Αμβρόσιος
η Καλογραία
ο Δαυλός.
Θολά μισοσχηματισμένα δευτερόλεπτα.
Στην ξένη γλώσσα σπάνε δόντια και ρυθμό
σαν λεύκες καρφωμένες ολόισια
στη μέση των στίχων.
Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η ποίηση
όταν ο θάνατος σερβίρεται με μουσική
κι όταν μπορείς μονάχα μ’ ένα κλικ
να δεις ένα κομμένο κεφάλι
να κυλιέται στο χαλί σου;
Για να τεμαχίσω τον πόνο σε δόσεις
μασώ ένα μήλο
και κρύβομαι σ’ αυτό το μπλε.
Γίνομαι πάλι ένα μικρό ψάρι
μέσα στον ωκεανό
των λέξεων.
ιε΄
στον πατέρα μου
Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
Τω καιρώ εκείνω
τα τείχη των Φράγκων αλλάζανε χρώμα.
Πιο πίσω η θάλασσα και το λιμάνι
μια διαλεκτική ανθρώπου χρόνου
μέσα στο αναμμένο ηλιοβασίλεμα.
Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ΄ ένα βλέμμα κόρη
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΣΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ Η΄ΕΝΤΥΠΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
στον Γ. Καλοζώη
Ο φίλος μου ο βάτραχος ποιητής
καλή ζωή να ’χει
κάθε πρωί
ρίχνει τρία αυγά
και μπέικον στο τηγάνι
αλλά ποτέ δεν τα τρώει.
Ύστερα παίρνει τη δερμάτινη
τσάντα του
και τα σκαρπίνια του
και πάει
πηδώντας από τρένο σε τρένο
στο σχολείο του
εδώ και χρόνια
είναι διορισμένος μακριά
από λίμνες
(τα διαλείμματα
κρύβεται μέσα στη βλάστηση
για να κοάσει κοντά στο νερό).
Εκεί ό,τι αληθινό λέει
ακούγεται τρομακτικά ψεύτικο
γι’ αυτό κάθε φορά
που όλοι νομίζουν
ότι θα καταλήξει κάπου
απροσδιόριστα μικρά σωματίδια
κροταλίζουν στην τάξη
κι οι μαθητές του
πέφτουν αμέσως πρηνηδόν
υποταγμένοι σαν τούβλα
στη βαρύτητα.
Το μεσημέρι πριν επιστρέψει
στο σπίτι
πηγαίνει μόνος
σε φανταστικά λούνα παρκ.
Εκεί δεν παίζει
δεν πίνει
δεν τραγουδάει
μόνο αγοράζει πολλές καραμέλες
και κάμποσα άχρηστα μικροπράγματα.
Γι’ αυτό τον μαλώνει συνεχώς
η κυρά του
γιατί όλα αυτά
που φέρνει στο σπίτι
μπορούν ξαφνικά
να βγάλουν αγκάθια
και να τρυπήσουν
όλες τις κόκκινες λέξεις
στο βάθος της Άνοιξης.
Τα απογεύματα ο φίλος μου
κάνει μαθήματα ζούμπας
τεντώνοντας στήθος
πόδια και χέρια
με το κεφάλι ανάποδα.
Είναι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσεις
απ’ τους ιδανικούς αναγνώστες
μου ψιθυρίζει στ’ αυτί με τρόπο
εμείς που γράφουμε
στην εποχή του ατόμου
κινούμαστε σαν χάρτινος στόχος
μπροστά απ’ την κάννη τους.
Τις νύχτες μετά το δείπνο
πίνει μια πολωνέζικη βότκα
μιλώντας αργά σαν ποτάμι
μέσα από τη βαθιά κοίτη του.
Ύστερα
γράφει μεγάλα ποιήματα
που οι άνθρωποι
δεν ξέρουν πια τι να κάνουν
γι’ αυτό τα χρησιμοποιούν
σαν λευκά πετσετάκια
πάνω από κάτι
αφού τίποτα πια δεν έχει αξία
χωρίς ακριβή ποσοστά
λυρισμού
και στοχαστικότητας.
Ο φίλος μου ο βάτραχος ποιητής
καλή ζωή να ’χει
μεν μαραζώνεις μου λέει
δεν με πειράζει
δεν είναι εύκολο
να πιάσεις τον χρόνο.
Όσο ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο
η αγάπη για ένα παιδί
είναι ανώτερη
από οποιαδήποτε άλλη
είτε στη γη
είτε στη θάλασσα
είτε στον ουρανό.
ΠΩΣ Ν' ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Πώς ν’ αγαπήσεις ένα ποίημα
αφού το βαθύτερο νόημα
της ποίησης
δεν είναι χρήσιμο
ή μαγικό
κι ούτε κανένα ποίημα
που γράφτηκε ποτέ
είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο
σαν το νερό
για να το πιεις και να επιβιώσεις;
Πώς ν’ ακουμπήσεις με το χέρι
ένα βρέφος ποίημα
αφού η κάθε λέξη λειτουργεί
σαν μυστικός τόπος ταφής
όπου νεκροί
και ζωντανοί συνομιλούν
σαν δύο τρένα
που κινούνται αντίθετα
αλλά διασταυρώνονται
για μια στιγμή
καθώς τα γύρω δέντρα
στέκονται ακύμαντα.
Πώς να κοιτάξεις μες στα μάτια
ένα ποίημα παιδί
όταν τελειώνει τρομαγμένο
μες στον πόλεμο
ή σκοτεινιάζει εξαντλημένο
απ’ την πείνα σαν φτηνό χαρτί
καθώς τσιμπάς
μια παγωμένη μπίρα απ’ το ψυγείο
ή μια γυαλιστερή συσκευασία τσιπς
εγκλωβισμένος
μέσα στη ζεστή ροή
του ιδιωτικού σου χρόνου;
Πώς να μυρίσεις μες στον δρόμο
ένα μαύρο ποίημα ψωμί
όταν ο κάθε αστυΤσόβιν
συνθλίβει τον λαιμό του Φλόιντ
(ακριβώς μπροστά σου)
μ’ ένα γόνατο σφυρί
καθώς κινείσαι μες στο πλήθος
μόνος
κι οριζόντιος
σαν φυσαλίδα αδιάφορη
σ’ ένα κοινό αλφάδι;
Πώς να φιλήσεις
ένα ποίημα στα σσείλη
εν μέσω Covid-19
αν δεν ψεκάσεις πρώτα
κάθε στίχο με οινόπνευμα
(κάπου το έχω ξαναπεί αυτό)
κι αν δεν πεισθείς
ότι το στόμα κάθε ποιητή
δεν είναι τόπος χλοερός
αλλά και τόπος επικίνδυνος;
Πώς ν’ αγαπήσουμε στ’ αλήθεια
ένα ποίημα
όταν η πίεση του αέρα
που ενυπάρχει στο κεφάλι
δεν ομοιοκαταληκτεί
με τον αέρα που φυσάει
έξω απ’ αυτό
(στην ορατή επιδερμίδα της ζωής)
κι ίσως γι’ αυτό
είμαστε όλοι
στοργικοί με τους νεκρούς
καθώς
κοιτάζουμε τα πάντα
και το θηριώδες τίποτα.
ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΗ ΑΠΩΛΕΙΑ
Εμπρού Τιμτίκ
μόνο 42 ετών και 32 κιλά
για 238 μέρες
έσφιγγες σαν τανάλια τους γομφίους σου
ώσπου ο μολυβένιος ουρανός
της Τουρκίας να ραγίσει.
Με τη ματιά στραμμένη πάντα
σε κάτι αόρατο και μακρινό
στάθηκες όρθια
μες στις οργιές των σκοταδιών
που έρχονται
κι ύστερα σαν παιδί
που σφίγγει το καλό παιχνίδι
στο χεράκι του
έκλεισες το μεγάλο
κοντυλένιο στόμα σου
εξευτελίζοντας τις γαλβανισμένες μας ζωές
όπως σαρώνει όλες τις κούφιες στέγες
ένας αρχαίος άνεμος.
Τι είναι στ’ αλήθεια είπες μια ψυχή
μπροστά στο φως
μπροστά σ’ αυτό το διαρκές σιδέρωμα
των συνειδήσεων
πού είναι στ’ αλήθεια είπες
η αλήθεια κι η ελεύθερη ζωή
μέσα στις ατελείωτες λεωφόρους
των δακρύων;
Εμπρού Τιμτίκ
μες στα πλαστικοποιημένα μας ρουθούνια
εισέβαλες σαν άρωμα της μακρινής Ανατολής
σε φλογισμένο ορίζοντα
καθώς τ’ αποδημητικά
κι ανυποχώρητα πουλιά
της ματωμένης ράτσας σου
επέστρεφαν στα πράσινα κλαριά
κι η πικραμένη μάνα σου
βουτούσε το πικρό ψωμί της
μοναχή
σε λάδι ταγκεμένο.
Eμπρού Τιμτίκ
αγαπημένη κόρη του Κουρδιστάν
Eμπρού Τιμτίκ
μαρμάρινη σαν προτομή
σ’ έναν τρελό κόσμο
Εμπρού Τιμτίκ
εγώ
ένας ασήμαντος ποιητής
θα γράψω τ’ όνομά σου
στο ποτάμι.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974 και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Σαν ίαμβος καθρέφτης (Πλανόδιον, Αθήνα 2009, Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη)ˑ Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (Πλανόδιον, Αθήνα 2012)ˑ Οινοποίηση (ιδιωτική έκδοση, Κύπρος 2014)ˑ Παραλογή (Gutenberg, Αθήνα 2016)ˑ μαζί με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση (Θράκα, Αθήνα 2017) και τέλος το συνθετικό ποίημα Η νύφη του Ιούλη (Σμίλη 2019, Βραβείο Jean Moreas για την καλύτερη ποιητική συλλογή στην Ελλάδα το 2019). Έχει εκδώσει επίσης τις μελέτες Με λογισμό και μ’ όνειρο. Σκέψεις πάνω σε δύο ποιήματα και δύο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου (Ακτίς, Κύπρος 2016), Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα. Εισαγωγή στο έργο της (Διόραμα 2020), καθώς και τη συναγωγή κριτικών κειμένων Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας. 14 κριτικά κείμενα για τη σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ΄90 (Διόραμα, Κύπρος 2018). Επίσης, μαζί με τον Γιώργο Χριστοδουλίδη εξέδωσαν την Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018 (Κύμα 2018).