Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Νεκτάριο Μπέση. Ο καλεσμένος μου μεγάλωσε στην Αίγινα και μένει στην Αθήνα. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες και στον λογοτεχνικό τύπο. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Η τρίτη, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη, λέγεται "Ο Φύλακας Των Ανθισμένων Δέντρων". Η ποίησή του είναι εσωτερική, αλληγορική, υπαρξιακή. Ο λόγος του είναι λαξεμένος, ζωντανός, πολύχρωμος, συναισθηματικά βαθύς. Εκφράζεται με πρωτότυπα σχήματα λόγου και έναν καταιγισμό ζωηρών εικόνων. Εμπνέεται από τις επιθυμίες, τα όνειρα, τις παρορμήσεις, τα σκηνικά της καθημερινότητας. Είναι μια γραφή σαγηνευτική, με προσωπικό στίγμα. Θα ταξιδέψουμε με δέκα καταπληκτικά ποιήματά του!
Άκουσα μέσα μου πως πλησιάζεις
Σήμερα όλοι κρύβονται σαν παράθυρα,
ακόμα και εγώ,
στέκομαι όρθιος και κοιτάω,
μια δακρυσμένη αλήθεια στα μαύρα
και ένα μικρό κουτί που με περιμένει.
Μετράω λέξεις μέχρι να ξεκινήσω,
βάζω μια απόφαση πάνω στα χέρια.
Άκουσα μέσα μου πως πλησιάζεις
και πέταξαν τρομαγμένα τα πουλιά,
πάνω από τα βλέφαρά μου.
Δυο ορθάνοιχτα γυμνά μάτια.
Όχι, δεν σε κατηγορώ,
ποτέ δεν θα το έκανα αυτό.
Απλά ρωτάω με απορία,
Πώς μπορείς;
Να περιμένεις,
τόσα χρόνια με αγωνία;
Ο χρόνος και η Απόσταση
Όλα έχουν σταματήσει,
τα λουλούδια μιλούν μεταξύ τους,
τα σύννεφα συνέχεια κατεβαίνουν
και η πόλη κρύβεται μέσα σε ένα σπίτι.
Όλοι αρχίζουν να τρέμουν από φόβο,
ένα χωράφι με χαμηλούς λόφους
και ένας ταξιδιώτης,
που επιστρέφει ήρεμος χωρίς αποσκευές,
έτοιμος να κάνει ότι του πουν.
Έχει εμπλακεί σε ένα κυριακάτικο πρωινό,
Ανακατεύει με ένα κουτάλι,
τον χρόνο και την απόσταση,
Την βροχή και το χαλάζι,
υπενθυμίζοντας,
πως οι αυθόρμητες εκφράσεις
και η κατάλληλη στιγμή,
Ποτέ δεν έχουν συναντηθεί μέχρι τώρα.
Όνειρο
Σήμερα είδα στον ύπνο μου,
ένα νερό που συνέχεια τρέχει.
Εγώ ανέβηκα σε μια σκάλα
και όλα τα σύννεφα γύρω μου,
ήταν σταματημένα και περίμεναν.
Τότε βγήκε ένας κόκκινος καπνός
Και με κάλυψε μέχρι τον λαιμό,
Εγώ φοβήθηκα πως δεν θα ξυπνούσα ποτέ,
πήδηξα μέσα στο νερό,
κολυμπούσα με τα μάτια κλειστά,
μέχρι που κουράστηκα.
Κοίταξα πίσω μου
και είδα όλη την πόλη να καίγεται.
Νερό είχε καλύψει τις σκάλες
και τα κτίρια άρχισαν σιγά σιγά να πέφτουν.
Γύρισα το κεφάλι μου και σε είδα σε μία βάρκα,
έφυγες μακριά μου.
Είχα τρομάξει και εσύ μου φώναζες,
να μην ανησυχώ,
γιατί στο μέλλον, όλα θα είναι καλύτερα.
Όταν έσβησε το φεγγάρι
Πριν από πολλά χρόνια,
σε ένα ματωμένο φλιτζάνι,
φωτεινό σαν ευτυχισμένη αστραπή,
έκλαιγε ολόκληρος ο παράδεισος.
Έπεφταν τα φύλλα άσπρα,
από τα κλαδιά των δέντρων,
μέχρι που σκέπασαν τελείως,
το δειλό φεγγάρι.
Εγώ το πήρα και το έβαλα,
σε ένα κάστρο στην θάλασσα.
Το κρατούσα στην παλάμη μου,
μέχρι που έπεσε
και έσβησε στο πάτωμα.
Ξεψύχησε το φεγγάρι.
Τώρα κοιμάμαι μόνο στο σκοτάδι
και μέσα από τα δύο μου χέρια,
τα βράδια στους τοίχους,
λάμπει ολόγυρα ο θάνατος.
φαντάζομαι το μετά
Η πραγματικότητα έπεσε από πάνω μου,
έφυγε η πραγματικότητα.
Εγώ έμεινα εγκλωβισμένος,
σε τέσσερις διάφανους τοίχους,
βλέπω, ακούω, ονειρεύομαι.
Σχεδόν αγγίζω την φαντασία
και σύννεφα τρέχουν από πάνω μου.
θαυμάζω ένα τεράστιο γκρίζο,
που ολοένα και απλώνεται.
Τα πάντα γύρω μου κινούνται,
και εγώ φαντάζομαι το μετά.
Άλλα ενώνονται, άλλα χωρίζουν,
γκρεμίζονται κτίρια ολόκληρα,
χωρίς να ακουστεί, ούτε μια κραυγή.
Άνθρωποι υψώνονται,
με ανοιγμένα φτερά,
βλέμματα υψώνονται,
και κοιτάζουν με φόβο,
τον ήλιο που σβήνει στα σύννεφα,
και τα χρώματα που φεύγουν με τρόμο.
Εγώ θαυμάζω ένα τεράστιο γκρίζο,
που ολοένα και απλώνεται
και φαντάζομαι το μετά.
Στάχτες
Μια πόρτα κλείνει,
μια μέρα ξεκινάει,
ολόκληρη.
Κοιτάζω στον δρόμο,
μικρές φωτιές που πέφτουν
από τον ουρανό.
Οι περαστικοί τινάζουν στάχτες
από τους ώμους τους,
αλλά κανείς δεν δείχνει
να φοβάται.
Ένα λουλούδι γεμάτο σκόνη,
λυγίζει τα άνθη του,
σαν να θέλει να τα προφυλάξει.
Όλα γύρω έχουν αρχίσει να καίγονται
και οι περαστικοί τινάζουν στάχτες
από τους ώμους τους.
Όλα αρχίζουν να εξαφανίζονται
όμως κανείς δεν δείχνει να φοβάται.
Αυτός ο ουρανός είναι για εσένα
Κοίταξα ψηλά και είδα..
κόκκινο, πορτοκαλί, λίγο φως
και εσένα,
να βγάζεις πεταλούδες από τα δάκτυλα,
οι μεταμορφώσεις του χρόνου.
Όλα γίνονται πιο δύσκολα
και εγώ απλά θέλω,
ένα παγωτό χωνάκι σαν αυτά που..
να μην σας μελαγχολήσω καλύτερα.
Αυτό πoυ συμβαίνει σήμερα,
αυτός ο ουρανός είναι για εσένα,
ελπίζω εκεί να αρχίσεις μια νέα ζωή,
το λέω επειδή, ποτέ κανένας,
δεν μου έχει προσφέρει τόσο πολλά λόγια.
Σε ευχαριστώ, για την κατανόηση,
αυτά που μου έμαθες και για όλα αυτά,
που με οδήγησαν,
σε ένα αδιέξοδο προφανώς,
πού αλλού;
Όλα τελειώνουν σε λίγες ώρες
Όλα τελειώνουν,
Όλα.
Η μαγική τέχνη της απόκρυψης
Μια όμορφη φράση από το ημερολόγιο
και ένα περίεργο σύνθημα,
πάνω στα ώριμα φρούτα.
Εγώ εδώ και χρόνια σπουδάζω,
την μαγική τέχνη της απόκρυψης.
Κίτρινες βιαστικές σελίδες,
καταπλακώνουν σιωπηλά, τα μαύρα γράμματα.
Ξαφνικά εμφανίζεται,
μια ομοιομορφία,
μια σκιά που καλύπτει ένα αθώο κείμενο,
και εκχερσώνει βίαια τα σημεία στίξης.
Σκεπάζoντας τις τρομαγμένες λέξεις,
λογοκρίνοντας ζωές ολόκληρες.
Ένα δυναμικό ξεριζωμένο διάβασμα,
ένα τραγικά αδιάφορο κύκνειο άσμα,
ενός κουρασμένου ηθοποιού,
που ακόμα και μετά από πολλά χρόνια,
συνεχίζει να σπουδάζει με ευχαρίστηση,
την μαγική τέχνη της απόκρυψης.
Μια πόλη γεμάτη συναισθήματα
Ένας δρόμος γεμάτος παπούτσια,
μια πλατεία γεμάτη άδεια μπουκάλια,
μια πόλη γεμάτη αγάλματα.
Μια πόλη γεμάτη συναισθήματα,
αόρατα μουδιασμένα κίνητρα,
κρυμμένα στις τσέπες των περαστικών.
Τα δέντρα μπερδεμένα στα καλώδια
και τα καλώδια αινιγματικά σφιγμένα,
γύρω από τα γυάλινα κτίρια.
Ένας περιπλανώμενος διαλέγει τις γωνίες,
στέκεται στο ένα πόδι,
το άλλο πατάει σταθερά σε μια περιοδεία.
Όλοι περπατούν σιωπηλοί σαν περιστέρια,
προσπερνούν τον περιπλανώμενο,
προσπερνούν τα αγάλματα,
μια συγχρονισμένη παρέλαση μουγγών
και όταν χρησιμοποιούν τις λέξεις,
το κάνουν για να κρύψουν την πραγματικότητα,
σε μια δύσκολη προσπάθεια να κρύψουν,
κάτι που στην πραγματικότητα,
δεν υπάρχει.
Ο νευρικός αγγελιοφόρος
Σαν φωτογραφίες που κρατιούνται,
από έναν παροδικό βουλωμένο άνεμο,
πάνω σε στάσιμα νερά.
Ο νευρικός αγγελιοφόρος γύρισε πίσω,
ο νευρικός αγγελιοφόρος που δεν πρόλαβε,
να δώσει για τελευταία φορά,
ένα κλειστό άγριο γράμμα.
Εμείς τον περιμένουμε, σαν τον μεσσία,
κάτω από τα τραπέζια
και η βροχή πέφτει στα γόνατα.
Περιμένουμε τις καμέλιες και τα τριαντάφυλλα,
σαν τις σημαίες πάνω στα κοντάρια.
Ένα μήνυμα που τρύπησε την καρδιά μας,
ένα παράπονο που ξέβρασε η ψυχή μας
και μένει μόνο αυτή η πιθανότητα.
Ένα αστέρι που τρεμοσβήνει στα μάτια μας,
ένα μικρό φως που τώρα μεγαλώνει,
ένα λεπτό που κατάφερε να γυρίσει,
ότι δεν γύρισαν πίσω τα χρόνια
και είναι μόνο ότι βλέπουν τα χέρια σου,
χιλιάδες σχέδια, που έγιναν ένα.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μπέσης Νεκτάριος γεννήθηκε το 1977. Μεγάλωσε στην Αίγινα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία. Ποιήματά του και μικρά διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες ανθολογίες, περιοδικά ποίησης και εφημερίδες. Ο Φύλακας Των Ανθισμένων Δέντρων, μόλις κυκλοφόρησε και είναι η τρίτη ποιητική του συλλογή, από τις εκδόσεις Λιβάνη.