Σήμερα στη στήλη «Στα βαθιά» υποδέχομαι τον ποιητή και μελετητή Γιάννη Καρατζόγλου. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές σε Πανεπιστήμιο της Βρετανίας. Αυτή τη στιγμή εκπονεί το διδακτορικό του στις Πολιτικές Επιστήμες. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές και πέντε βιβλία με ιστορικές μελέτες. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και στο προσωπικό του ιστολόγιο. Κείμενα και μελέτες του έχουν φιλοξενηθεί σε έγκριτα περιοδικά. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, βιωματική, κοινωνιοκεντρική. Έχει το χάρισμα να καθρεφτίζει με απίστευτη συγκινησιακή εμβάθυνση κι αισθητική ευκρίνεια μορφές, στιγμές, γεγονότα, εποχές. Ο λόγος του είναι γλαφυρός και τόσο φυσικός που δεν περισσεύει τίποτα. Η πένα του συνομιλεί με τις αναμνήσεις, αναμετριέται με το παρόν, ατενίζει το μέλλον. Μετρά απώλειες, σπαράζει, νοσταλγεί, αυτοσαρκάζεται, ελπίζει. Ο αναγνώστης ζει έντονα όσα εξιστορούνται, ταυτίζεται, συμπάσχει. Θ’ απολαύσουμε δέκα ΘΑΥΜΑΣΙΑ ποιήματά του από την τελευταία του ποιητική συλλογή «Εγγραφές κλεισίματος»!
ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΩΜΟΠΛΑΤΗΣ
Όσο γερνάει κάνει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που υποδεικνύουν οι γιατροί.
Καπνίζει σαν φουγάρο, πίνει ούζα και τσίπουρα βουστροφηδόν
τραβάει τις νύχτες ως το χάραμα διαβάζοντας αδηφάγες διηγήσεις
δεν περπατάει το καθημερινό χιλιόμετρο, δεν ανεβαίνει σκάλες με τα πόδια
τους μετρητές χοληστερίνης, πίεσης , σακχάρου αγνοεί…
Όσο παλιώνει πράττει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που λέει η λογική.
Θυμάται τα πρόσφατα, δεν προσφεύγει στα παλιά, τα καλοκαίρια αγνοεί
απολαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τις λασπουριές και τους ανέμους
ακούει τραγούδια με γερασμένους τραγουδιστές της εποχής του
ξοδεύει άναρχα όσα του απομείνανε, οι καταθέσεις του τελειώνουν,
δεν ασχολείται με διαθήκες, ψιλές κυριότητες και επικαρπίες…
Όσο γερνάει καλυτερεύει η υγεία μέσα του, εκτός από κάτι πόνους,
στις κλειδώσεις της ωμοπλάτης, δεν είναι τίποτα του είπαν οι γιατροί,
είναι που φύονται φτερά, λιγάκι ακόμα θα πονάς μέχρι να μεγαλώσουν
αλλά τη μέρα εκείνη θα πετάξεις άνετα με μεγάλες απλωτές…
ΚΑΜΠΗ ΖΩΗΣ
Λίγο μετά την ανηφόρα σε μια στροφή του δρόμου φάνηκε η κίβδηλη πεδιάδα της ζωής του, όσα επιθύμησε, όσα έχασε, τα σφάλματα που διέπραξε, τα εκ γενετής και τα μετέπειτα, τα σκόπιμα τα συμπτωματικά και τ’ αθέλητα ως τα τώρα:
Λάθος η πόλη που γεννήθηκε, ατάραχη, βαριεστημένη και βουβή
Λάθος οι πρόγονοι που προήλθε εκ πατρός και εκ μητρός
(παππούδες που πτωχεύσαν στα κασμήρια οι δε άλλοι πιο πολύ ατυχήσαντες
στο εμπόριο υαλικών κι έκτοτε όλοι τους χωρίς στον ήλιο μοίρα)
Λάθος οι πλατείες που έπαιξε λάθος παιχνίδια
(πλατεία Δικαστηρίων σε πετροπόλεμο με την οδό Μητσαίων
χώμα πέτρες και κάλυκες πουλώντας τους μισή δραχμή στην Καρμπολά,
και όχι στην πλατεία της Κηφισιάς ή τη Δεξαμενή ή τη Διαγώνιο)
Λάθος τα σχολεία που πήγε, λάθος πανεπιστήμια, λάθος εποχή και στο στρατό, σε λάθος τόπο, Σώμα και Μονάδα. Λάθος οι φίλοι που έκανε, οι γειτονιές που έμεινε, η σύντροφος που διάλεξε, εκείνη η έρμη σταδιοδρομία, λάθος το κόμμα που ψήφιζε τόσα χρόνια, λάθος και η ομάδα του ακόμα, όλο στις ήττες και τα δανεικά, τα μέρη που ταξίδεψε, οι δρόμοι που διάβηκε, όλα λάθος.
Τώρα που οδεύει προς το μέγα σπήλαιο, λάθος μεσήλικας
λάθη κάνοντας ως το τέλος, μέχρι την ύστατη στιγμή της μεγάλης παιδιάς
ζητώντας τη χάρη, εκλιπαρώντας μέσα του, ικετεύοντας
να γίνονταν να ξαναζήσει απ’ την αρχή, να ξανακάνει απ’ το μηδέν
σε αργή επανάληψη απαράλλαχτα όλα, τα ίδια λάθη.
ΟΝΕΙΡΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Να βρίσκαμε λέει μια ήσυχη γωνιά, ένα αέρινο παγκάκι
στου πάρκου την ομίχλη να τυλιχτούμε όπως παλιά στην παραλία,
κοντά στην υγρασία της θάλασσας χειμώνα μήνα και γιορτές
πίσω απ’ τα βουβά αγάλματα ν’ αγκαλιαζόμαστε απ’ την πάχνη…
Να βρίσκαμε πάλι μιαν ήσυχη αμμουδιά, χρυσό κολπίσκο
να καίει απάνω μας ιδρώνοντας αχόρταγα το μεσημέρι
μες στα λευκά εκκλησάκια να προσεύχονταν αχόρταγα οι καρδιές
μια ημερήσια εκδρομή με σώματα γλυφά σαν αρμυρίκια…
Μετά να βρίσκαμε ήσυχα γρασίδια να πλαγιάσουμε ονειρογέννητοι
Απρίλη μήνα που αναστατώνονται ανθρώποι και θεοί
και Πάσχα ιλαρό να προσκυνούν τα σώματα την άνοιξη, το δείλι
Να βρίσκαμε στο τέλος, κάτι μεγάλες καστανιές να ξαποστάσουμε
τα χρόνια φύγαν στα βουνά και στις απάτητες κορφές
έστω και τώρα, μες τις φτέρες σιωπηλά να συνεχίσουμε
ότι αρχίσαμε δεκάδες χρόνια πριν, και που τελειώνει….
ΤΟ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΝ
Είμαι Βουδιστής επειδή πιστεύω στις αδυναμίες μου.
Χριστιανός, επειδή ομολογώ τις αδυναμίες μου.
Εβραίος, επειδή κοροϊδεύω τις αδυναμίες μου.
Μουσουλμάνος επειδή πολεμώ τις αδυναμίες μου.
Ατίκ Ραχίμι (Αφγανός συγγραφέας)
Ξέρω, το λογικό είναι να φύγω εγώ πρώτος.
Κάτι το της ζωής προσδόκιμον, κάτι η στατιστική,
οικογενειακά ιστορικά, οι σπατάλες της νεότητας, οι υπερβολές,
εκεί οδηγούν με ακρίβεια , εκεί θα καταλήξουν.
Όμως σε όνειρο, ευτυχώς μεσημεριάτικο, είδα πως εσύ έφυγες
κι εγώ είχα κατακλυστεί στο κλάμα και με δάκρυα ωκεανό
σε ξεπροβοδούσα.
Ξύπνησα κάθιδρος , κατάλαβα τι είχε γίνει, κι άρχισα να παρακαλάω
τον Βούδα στην αρχή, τον Γιαχβέ, ύστερα τον Χριστό,
κατόπιν τον Μωάμεθ, τον Δία τον νεφεληγερέτη, τις μάνες τους
και τις γυναίκες τους, κι ύστερα κάτι Αγίους της πατρίδας μου,
οσίους, μάρτυρες και νεομάρτυρες, ντερβίσηδες και σεβαστούς ραβίνους,
εγώ να φύγω πρώτος, όταν έρθει η ώρα, στιγμή μη μείνω με την απουσία σου
μετέωρος μη μείνω με την ανάσα σου να αιωρείται γύρω μου, τη ματιά σου
να με χαρακώνει όταν κάνω ζαβολιές, τη μνήμη σου που θυμάται
τα πάντα όταν σου λέω ιστορίες παλιές, μη μείνω τέλεια, απέραντα,
απόλυτα,
έρημος.
ΛΕΓΑΜΕ «ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ»
Γύρω στα μέσα Δεκεμβρίου περίμενα με λαχτάρα να έρθει η βραδιά με τα «καλά τα λόγια». Ήτανε τότε που με έπαιρνε ο πατέρας στα γόνατά του για να «τα πούμε», να μου διηγηθεί δηλαδή πώς θα ξεκινήσουμε το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων για να πάμε στον «Πετεινό», το κατάστημα με τα χρωματιστά παιδικά παιχνίδια για να διαλέξουμε το δώρο του Νέου Έτους. Δηλαδή, το δώρο μου. Σαν να λέμε, ένα ξύλινο αυτοκινητάκι, ή ένα ανατρεπόμενο, ή κάποιο αλογάκι. Όταν ερχόταν η παραμονή, κατεβαίναμε την Ίωνος Δραγούμη, φτάναμε στον «Πετεινό» κι εγώ εκστασιαζόμουνα απ’ το πλήθος και τη γκάμα των παιχνιδιών της βιτρίνας. Όταν μπαίναμε στο μαγαζί διάλεγα συνήθως κάτι εντυπωσιακό, ογκώδες και φασαριατζίδικο, άρα κάτι σχετικά ακριβό. Σε ένα μεγάλο κουτί, ο πατέρας το έκρυβε κάτω από το δεντράκι. Παραμονή πρωτοχρονιάς κοιμόμουνα νωρίς. Οι γονείς μου βγαίνανε για ρεβεγιόν στη Λέσχη Τραπεζικών και επέστρεφαν μετά τον καινούργιο χρόνο. Μόλις γύριζαν σπίτι, ο πατέρας έκανε το «ποδαρικό», έσπαγε στην πόρτα το ρόδι, έριχνε με δύναμη στο πάτωμα μια πέτρα κι έχυνε στην είσοδο νερό από ένα μπρούτζινο τάσι. Το πρωί ανοίγαμε τα δώρα. Απογοήτευση: το δώρο μου ήτανε συνήθως διαφορετικό από αυτό που είχα διαλέξει, ήτανε εκείνο που ανταποκρίνονταν στα ισχνά βαλάντια της οικογένειας. Το μεσημέρι πηγαίναμε επίσκεψη στη γιαγιά Μαργιορίτσα για να κόψουμε τη βασιλόπιτα και να φάμε τους λαχανοσαρμάδες του εθίμου. Στο δρόμο ο πατέρας αγόραζε τη «Μακεδονία» για να δει τους αριθμούς του Λαχείου Συντακτών που κερδίζανε. Ποτέ δεν κέρδισε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φαίνεται πως ήταν ηλιόλουστες οι Πρωτοχρονιές των χρόνων εκείνων, όμως πολύ κρύες, παγωμένες. Η καρδιά ζέσταινε κατά το τέλος του Γενάρη, όταν έρχονταν το δέμα του θείου Σαράντη απ’ την Αμερική με τα μεκανό ή τα κουρδιστά τανκς που βγάζανε φωτίτσες τα πυροβόλα τους και τα πλαστικά στρατιωτάκια με τους Ινδιάνους και τους καουμπόηδες. Έτσι ξεκίναγε ο νέος χρόνος κι η πόλη χλωμή, βουβή, κρυσταλλιασμένη περίμενε την άνοιξη κι εγώ το Πάσχα για καινούργια παπούτσια…
ΟΙ ΚΟΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
Γύρισα σκονισμένος από το χώμα της πατρίδας με το οπτικό νεύρο γεμάτο ατέλειωτες φυτείες με σύκα, καπνά και παπαρούνες και το σόι ανυπόμονα περίμενε να εμφανίσω τις έγχρωμες αποδείξεις του προσκυνήματος για να δουν πώς ήταν , χρόνια μετά τον χαλασμό, τα σπίτια που αφήσανε, τα μποστάνια, τα αμπέλια στα τσιφλίκια τους, οι μπαξέδες που πηγαίναν τσαΐράδα ως έφηβοι, οι μαχαλάδες όπου σεργιανούσανε παιδιά κι αργότερα κάνανε τσάρκες στο μεϊντάνι. Μαζεύτηκε όλο το σόι, να δει «τσι φωτογραφίες» και να εξηγήσω λεπτομερώς τι απεικονίζει η κάθε μια. Ήπιαμε καφέ, ακούσαμε στο πικάπ την Μπουρνοβαλιά οπότε εξαντλήθηκε η υπομονή τους και φώναξαν, έλα γιαβρί μου, έλα τζιέρι μου, άιντε πασά μου να μας τα πεις, μας μπαΐλντισες, δεν νταγιαντάμε πια. Λοιπόν, άρχισα να εξηγώ, εδώ είναι το κονάκι του τάδε, πίσω απ’ τον ψηλό αυτό μαντρότοιχο το σπίτι του δείνα, αυτό το σοκάκι οδηγεί καρσί στη φάμπρικα που έμεινε όρθιο μόνο το φουγάρο της, εδώ η πλατεία του χωριού, αυτά τα χαλάσματα το παλιό ταμπάκικο. Κι έπειτα πλάκωσαν οι ερωτήσεις: παίζουν ακόμα αμάδες τα παιδιά; το καρακόλι είναι ακόμα κοντά στην εκκλησιά; Φέρνουνε πάντα παιχνίδια στσι γιορτές; κι άλλες, κι άλλες… Ήτανε όλες οι θειες παρούσες κι απ’ τα μάτια τους έτρεχε συνεχώς κόκκινη λάβα: η θεία Δωροθέα, η Αυρηλία, η Ευανθία, η Μυρσάνθη, η Μαριάνθη, η Μυρσίνη, η Θελξιόπη, επτά γυναίκες, επτά χήρες. Πού ήταν οι άντρες τους; Ο θείος Σωκράτης, ο θείος Λάζαρος, ο θείος Δημοσθένης, ο αδερφός του ο Περικλής κι οι άλλοι; Σε ποιων ηπείρων και ποιων ουρανών τα καλντερίμια ταξίδευε η ψυχή τους;
Εξαίφνης στα κάγκελα του μπαλκονιού άρχισαν να έρχονται ένα-ένα κάτι αγριοπερίστερα. Άλλα ολόλευκα, άλλα μαυριδερά, άλλα με γκρι φτερούγες. Ζυγιάστηκαν στα κάγκελα κι ήταν σαν να παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη συγκέντρωση. Μας κοίταξαν με εμφανή περιέργεια αρκετή ώρα και ξαφνικά, σαν να τους δόθηκε σύνθημα αόρατο, πέταξαν και τα επτά όμορφα περιστέρια ψηλά στον ουρανό….
OI ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Κατακλύζουν οι πρόσφυγες τον Φαρδύ δρόμο,
από τη Βενιζέλου στο Διοικητήριο, τα Παλιατζίδικα και τη Χαλκέων.
Αλκαζάρ, Καραβάν Σεράι, Κολόμβου, Αντιγονιδών.
Συνεννοούνται με κάτι γλώσσες ακατάληπτες, κακόηχες,
στριμώχνονται στα τηλεφωνεία και στα μπακάλικά τους,
στέλνουν συνέχεια δέματα κι εμβάσματα στη μακρινή πατρίδα.
Στην κάτω πλατεία, δυο αστές κυρίες σχολίαζαν τη γλώσσα τους
το παχύ λάμδα, το χοντρό σίγμα, τις καταλήξεις τους
κι αναρωτιόνταν φωναχτά, γιατί δεν ομιλούν ελληνικά
τώρα που ήρθαν στην Ελλάδα, γιατί δεν γίνονται Έλληνες,
γιατί επιμένουν να διατηρούν δεσμούς
με εκείνες τις απαίσιες, αλαργινές, μαυριδερές πατρίδες…
Χρόνια για χρόνια όταν φτάσαμε ήμασταν αλλόγλωσσοι τουρκομερίτες,
στα ίδια μέρη: Βενιζέλου, Διοικητήριο, Παλιατζίδικα, Χαλκέων.
Αλκαζάρ, Καραβάν-Σεράι, Κολόμβου, Αντιγονιδών,
με κάτι γείτονες περίεργους που μίλαγαν ισπανικά.
Άλλοι μιλούσαμε τούρκικα, άλλοι τσερκέζικα, ρώσικα, ποντιακά,
Μικρασιάτες, Κιρκάσιοι, Λαζοί, Καραμανλήδες, Προυσαλήδες,
μαυριδεροί κι εμείς, με παχιά λάμδα και σίγμα χοντρό,
με μόνη διαφορά πως η δική μας πατρίδα ήτανε πια κατακτημένη
και όλοι οι συγγενείς με την ψυχή στο στόμα ήρθαν «οίκαδε»
οριστικά πια πρόσφυγες , αμετάκλητα, τελεσίδικα.
μόνο που εμείς δεν είχαμε πού να στείλουμε δέματα…
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
«Χάλασε η Κυψέλη, που ήταν η πιο αριστοκρατική γειτονιά της Αθήνας. Περπατάς στην Κερκύρας και την Επτανήσου και δεν βλέπεις παρά μόνον ξένους, Αλβανούς, Πολωνούς, και κυρίως έγχρωμους: από το Πακιστάν, από τη Γκάνα κι εγώ δεν ξέρω από που. Στην Πατησίων έστησαν οι μαύροι ολόκληρα μαγαζιά στα πεζοδρόμια, ούτε να περάσεις δεν μπορείς. Μένουνε δέκα-δέκα σε βρωμερά υπόγεια, φτιάξανε κάτι μικρά μπακαλικάκια με τρόφιμα της πατρίδος τους, μιλάνε με τις ώρες από τα δημόσια τηλέφωνα του ΟΤΕ, ποιος ξέρει με τι μαϊμού κάρτες. Την πλατεία Βικτωρίας την μαγαρίσανε. Πού είναι τα υπέροχα καφενεία της, ακόμα και το «Καφέ των ποιητών» χάλασε, μαζεύονται οι μετανάστες κατά δεκάδες και μιλάνε με τις ώρες, τι λένε άγνωστον. Όσο για τη Φωκίωνος Νέγρη, τι να πω… μόνον τα αραπάκια πλέον παίζουν στα παρτέρια της».
Ο κύριος Αβράσογλου με το καφέ κουστούμι και την ΕΣΤΙΑ στο χέρι είπε τον πόνο του και σηκώθηκε να φύγει. Είχε βραδιάσει πια, είχε πιει το καφεδάκι του και κατέβηκε στον σταθμό του Ηλεκτρικού. Στον τοίχο της καθόδου κάτι μαλλιάδες έγραφαν με γκράφιτι ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ. Τους κοίταξε με αποστροφή, αλλά δεν τόλμησε να τους κάνει παρατήρηση.
«Το ρέμα του Λεβίδη» του ήρθε ξαφνικά στον νου. Εκεί, κοντά στο ρέμα έχτισε ο πατέρας του με κάτι λαμαρίνες μια παράγκα. Η μάνα του ξενοδούλευε στο σπίτι του Καλιφρονά. Ο πατέρας κάθε πρωί στους Ποδαράδες με τα πόδια για ένα ψωρομεροκάματο κι οι αδερφές του εργάτριες στα υφαντουργεία του Λαναρά. Όταν γεννήθηκε εκείνος, η μνήμη της πατρίδας είχε σχεδόν ξεθωριάσει, η παράγκα είχε γίνει δίπατο και στο ισόγειο ο πατέρας του είχε το καλύτερο μπακάλικο της περιοχής. Πότε καλύφτηκε το ρέμα, πότε στα χνάρια του έγινε οδός η Φωκίωνος Νέγρη, πότε κτίστηκαν οι πολυκατοικίες, πότε φύγανε οι αστοί για άλλες γειτονιές, πώς πέρασαν τα χρόνια, ούτε που το κατάλαβε. «Τουλάχιστον εμείς ήρθαμε μετανάστες στην πατρίδα μας» είπε στον εαυτό του φωναχτά. Ο διπλανός του γύρισε και τον κοίταξε με απορία, δεν κατάλαβε. Κάτι ψιθύρισε στα αραβικά και συνέχισε να παίζει το κομπολόι του.
Ο ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ
Ήρθε μια Κυριακή βροχερή απόγευμα, τη δυσκολότερη ώρα της εβδομάδας, απρόκλητος όπως καταφθάνει παντού και πάντα και κάθισε στον άβολο καναπέ. Ο ζωγράφος πάλευε να δώσει πνοή και χρώματα αστραφτερά στον πίνακα που φιλοτεχνούσε με έμπνευση με θέμα την παγκόσμια οικονομική κρίση. Από τη μπαλκονόπορτα ακουγόταν φωνές παιδιών που έπαιζαν μπάλα στην πλατεία. Ο ζωγράφος δεν του έδωσε σημασία, δεν ξέρουμε αν τον πρόσεξε καν, βασανιζόταν για το ποια πινελιά του θα συμβόλιζε τη φτώχια, ποιο χρώμα την κατάπτωση των ηθικών αξιών, με πάθος έπαιρνε απ’ την παλέτα κύρια και δευτερεύοντα χρώματα για να αποδώσει την απαισιοδοξία, τη δυστυχία, την απογοήτευση, αναμίγνυε πινελιές με γραμμές ευθείες και καμπύλες για να υπαινιχθεί το χαμένο κουράγιο, το φόβο, την ανημποριά, τις συμφορές… Τότε εκείνος σηκώθηκε αμίλητος και έφυγε. Το άλλο πρωί, ο ζωγράφος βρήκε στον καναπέ απλωμένη τη μαύρη μπέρτα του απρόσκλητου, υποτίθεται ξεχασμένη κι ένα σημείωμα που έγραφε «δεν προλαβαίνεις να ικανοποιήσεις τις ψευδαισθήσεις σου, τέλος χρόνου».
Ο ΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Ωραία ξάπλωσε νωρίς απόψε που έχει ένα δαιμονισμένο κρύο και χιονόβροχο κι αμέσως τυλίχτηκε στο πάπλωμα μαζί με πολύχρωμα όνειρα… Έβλεπε ζεστά καλοκαίρια με καταρράκτες και χρωματιστά πουλιά να πετούν στις γύρω φτελιές και φλαμουριές, έναν ήλιο τεράστιο να δεσπόζει στο όνειρο κι εκείνος να ρεμβάζει… Έβλεπε τον εαυτό του να περιδιαβάζει σε στολισμένα βουλεβάρτα αμέριμνος, να θαυμάζει τις πλούσιες βιτρίνες και να αγοράζει δώρα αφειδώς... Έβλεπε να τρέχει με αγωνιστικό αυτοκίνητο σε οφιοειδείς δρόμους σε βουνά, πλαγιές και φαράγγια και να καταλήγει σε λευκά χωριουδάκια στην άκρη του ουρανού… Έβλεπε πως βρίσκονταν σε μικρό σαλέ με την αγαπημένη, μετά από ώρες κοπιαστικό σκι , να πίνουνε ποτά κοντά στο τζάκι περιμένοντας το λουκούλλειο γεύμα… Έβλεπε… τα ζούσε… χαίρονταν…
Μόλις ξύπνησε, ζωσμένος υπέροχη διάθεση, άκουσε το κουδούνι στην πόρτα. Είμαι ο Έφορος της περιοχής σας, του είπε η καμπαρντίνα που στέκονταν στην είσοδο. Με βάση τον Νόμο 8976 ήρθα να εισπράξω τον αναλογούντα φόρο επί των νυχτερινών ονείρων σας. Εκατό ευρώ. Και, με βάση το Άρθρο 4 του Νόμου, σε μετρητά παρακαλώ…
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιάννης Καρατζόγλου, γεννήθηκε από Μακεδόνα πατέρα και Μικρασιάτισα μάνα στην Θεσσαλονίκη το μακρινό 1946 και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην οδό Γκαρμπολά, στην πλατεία Δικαστηρίων, τώρα πλατεία Αρχαίας Αγοράς. Σπούδασε οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων στο Παν/μιο Μακεδονίας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (Μ.Β.Α.) στο Brunel University της Βρετανίας. Από το 2004 κατοικεί στην Αθήνα και από το 2018 εκπονεί Διδακτορικό στην έδρα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα στα 18 του χρόνια, εποχή που έκανε παρέα με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, από τον οποίο γνώρισε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, αυστηρούς κριτές των πρωτόλειων ποιημάτων του. Ωστόσο, την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», εξέδωσε μόλις το 1970, μετά την άρση της «απεργίας» των λογοτεχνών της χώρας λόγω της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, και αφού προηγήθηκε η έκδοση «18 Κείμενα» που επιμελήθηκε τότε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ίσως μερικοί να θυμούνται τους στίχους του από το ποίημα ΕΛΛΗ:
«Χέρι με χέρι γράφουν οι παράνομοι στους τοίχους/ Έλλη, Ελλήσποντος, Ελλάς, Ελευθερία».
Η επόμενη συλλογή του με τίτλο «Δέλτα-Ξι-Θήτα» που θύμιζε τον Νόμο |περί καταστάσεως πολιορκίας» με βάση τον οποίο κηρύχτηκε η δικτατορία του 1967, εκδόθηκε με επιμέλεια Χριστιανόπουλου και εξώφυλλο του ζωγράφου Παύλου Βασιλειάδη τον Ιανουάριο 1975, για να ακολουθήσει 7 χρόνια αργότερα η συλλογή του με τίτλο «ΠΡΑΤΗΡΙΟ ΚΑΥΣΙΜΩΝ» από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη με εξώφυλλο του Βασιλειάδη και πάλι (1982).
Το 1987 από τις εκδόσεις Διαγωνίου, με επιμέλεια πάλι του Χριστιανόπουλου και εξώφυλλο του Κάρολου Τσίζεκ, βγήκε η συλλογή του «ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ», που αποτελούσε μια δεύτερη ματιά στη μέχρι τότε δουλειά του και περιείχε ποιήματα, που αποτελούσαν μια αυστηρή επιλογή από τις προηγούμενες συλλογές και από την ως τότε ανέκδοτη συλλογή «Κομματική Εποχή».
Κατόπιν, σίγησε εκδοτικά, όχι όμως και ποιητικά. Έτσι, δημιούργησε το 2001 μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, (www.karatzoglou-poems.gr), για τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής «ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ» η οποία το 2006 ενσωματώθηκε στη συλλογή «Αποτελέσματα Χρήσεως». Η συλλογή «ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΕΩΣ» εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις «Ίκαρος» και περιείχε ποιήματα από τις συλλογές «Διαβατήριος Έρωτας», «Καταθέσεις Προθεσμίας» που είχαν δημοσιευτεί διαδικτυακά και τη νέα συλλογή, «Αποτελέσματα Χρήσεως». Η συλλογή αυτή βρέθηκε στη «στενή λίστα» των λογοτεχνικών βραβείων 2007 του περιοδικού «Διαβάζω».
Η επόμενη συλλογή του, με τίτλο «ΠΗΓΑΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ» εκδόθηκε επίσης από τις εκδόσεις «Ίκαρος» το 2009 και αποτελούσε μια ανθολόγηση από όλες τις προηγούμενες συλλογές, μαζί με ανέκδοτα και νέα ποιήματα . Η τελευταία χρονικά συλλογή του Καρατζόγλου, οι «ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ» από τις εκδόσεις ΡΩΜΗ (2017) είναι η 7η έντυπη παρουσία του στην ποίηση.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, αφιερώματα, περιοδικές εκδόσεις, εφημερίδες και αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Έχει συστηματικά δημοσιεύσει κείμενα λογοτεχνικής, πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης και κριτικής στα περιοδικά ΑΝΤΙ, Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, ΔΙΑΒΑΖΩ, ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ και άλλα, ενώ δημοσίευσε μελέτες για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Από το 2002 είναι τακτικός συνεργάτης του περιοδικού ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ, όπου έχουν δημοσιευτεί 20 μελέτες του γύρω από την Ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Στον τομέα της Ιστορίας, πέρα από τις μελέτες του που προαναφέρθηκαν, έχουν εκδοθεί και τα βιβλία του «Η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα στη Θεσσαλονίκη-Τα πρώτα 25 χρόνια (1864-1890)» από το Κέντρο Ερευνών της ομώνυμης τράπεζας το 2003, «Ο αφανισμός των Θεσσαλονικέων Εβραίων της Γαλλίας 1942-44» από το ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ το 2014 και η μελέτη του για τα 100 χρόνια του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ένας αιώνας δεσμοί εμπιστοσύνης – ΕΒΕΘ» το 2016 σε έκδοση του ΕΒΕΘ. Από το ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ επίσης, εκδόθηκαν τα βιβλία του «Ημερολόγιο Κατοχής του Βενιαμίν Καπόν 1941-1944» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο 2018 και η «ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ – Εθνοτικές και κοινωνικές μεταβολές της Θεσ/νίκης 1915-2019» που κυκλοφόρησε το 2019.
Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.