Η σημερινή μου φιλοξενούμενη στη στήλη "Στα βαθιά" είναι η ποιήτρια Λένα Καλλέργη. Η προσκεκλημένη μου έχει σπουδάσει Βιολογία και Γλωσσολογία. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές. Για το πρώτο της βιβλίο ποίησης, "Κήποι στην άμμο",τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή "Μαρία Πολυδούρη", 2011) και για το δεύτερο," Περισσεύει ένα πλοίο ",με το Βραβείο Κύκλου Ποιητών. Ασχολείται με τη μετάφραση ξένων ποιητών. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά της φιλοξενήθηκαν σε περιοδικά κι ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κέντρο της ποίησής της είναι ο άνθρωπος...τα όνειρά του,οι αναμνήσεις,οι ματαιώσεις, τα ταξίδια του,τα λιμάνια του.Το απόσταγμα της προσωπικής εμπειρίας καθρεφτίζεται στη γραφή της,χωρίς όμως αυτή να αποτελεί μια ημερολογιακή αφήγηση.Οι βίοι των ανθρώπων με ποικίλους τρόπους τέμνονται κι έχουν κοινούς τόπους, το εγώ μπορεί να γίνεται εμείς. Έτσι ο αναγνώστης δύναται να οδηγηθεί στην ταύτιση, κάτι που μπορεί να συμβεί εύκολα με τα έργα αυτής της δημιουργού. Η πένα της φλερτάρει με τον συμβολισμό, απεικονίζει με ξεχωριστά ενδύματα την πραγματικότητα.Ο λόγος της είναι πλούσιος,πολύχρωμος, με ισχυρή ευαισθησία. Θα περπατήσουμε μαζί της με δέκα μοναδικά ποιήματα!
Από το βιβλίο «Κήποι στην άμμο», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010
Διαλεκτική στον κήπο
Υπάρχει μια αρχαία πληγή
περνάει από χώμα σε χώμα.
Μια αβέβαιη μάχη
ένας θεός έτοιμος
δεν ξέρεις τι να του ζητήσεις
αναρωτιέσαι
τι επιτρέπεται.
Πόθος βαθύς για την ήττα
μητέρα τόσων τραυμάτων
έμπειρη προξενήτρα.
Υπάρχει ένα απόγευμα
αφημένο στην άκρη
διάστικτο μ’ αγκάθια.
Αυτό μου απαντά η σιωπή σας, λουλούδια.
Νοσταλγώντας τη μουσική
Αν ακούσεις πως χάθηκα σε άγνωστα δάση
κι έφαγα την κληρονομιά ταΐζοντας τσιγγάνους
πως πια κοιμάμαι στα νερά
και το φεγγάρι μόνο με γνωρίζει
μη φοβηθείς
θα τρέξω όσο κρατήσει
κι ας μην προλάβω να ενωθώ με τα φτερά.
Κι ας βρω μετά με χίλια ζόρια μια δουλειά γραφείου.
Εδώ όλοι τριγυρνούν βουβοί, μην και προσθέσουν
μια γκρίζα νότα στην παραφωνία
άλλο το πρόσωπό μου δεν αντέχει
την άγρια νηνεμία.
Εδώ μ’ αγγίζει ο ουρανός
μόνο όταν βρέχει.
Peugeot
Ποιήτρια, με εξαιρετική ευαισθησία, νοημοσύνη και ψυχή, με αντιμετωπίσιμη τάση προς τη μελαγχολία και με ανεπτυγμένη αίσθηση ευθύνης, αναζητεί εργασία πλήρους απασχόλησης που να τη βοηθά να ζει. Διαθέτει φαντασία, ενεργητικότητα,πολύχρονη προϋπηρεσία στις λέξεις πένθους, και σπάνιες καλοκαιρινές αναμνήσεις. Έχει παρακολουθήσει τον ήλιο να δύει, το φεγγάρι να ανατέλλει, κι αντίστροφα,ενώ ειδικεύεται εξίσου στα σκούρα και στα φωτεινά χρώματα. Έχει βραβευτεί για τις επιδόσεις της στη σύνθεση και εξισορρόπηση αόρατων υλικών σε διεθνές επίπεδο. Παρακαλώ μην επικοινωνήσετε για θέσεις εργασίας που απαιτούν επανάληψη ανούσιων κινήσεων σε υγρούς και κακοφωτισμένους χώρους όπου απαγορεύεται το κλάμα. Αφήστε τις δηλώσεις ενδιαφέροντος και τα στοιχεία σας στον πίσω υαλοκαθαριστήρα του πορτοκαλί Ι.Χ. που περνάει από τη γειτονιά σας τα απογεύματα. Θα επικοινωνήσει εκείνη μαζί σας.
Κόλπο
Θα στείλω τα λόγια μου σε ξένες χώρες
σε μακρινές κατασκηνώσεις το καλοκαίρι
να ντυθούν χρώμα πόλεων με αρχοντικά σκαλίσματα
στους αρμούς διατηρημένων σπιτιών
να παίξουν στη λάσπη γυμνά πέρα απ’ τον ισημερινό
να κυνηγήσουν τάρανδους και να μυρίζουν κέδρο
για να τα δεις πρώτη φορά κρυμμένα, μαγικά
κι ενώ οδηγείς, χαμογελώντας, να τα τραγουδάς
μαντεύοντας πως λένε κάτι ωραίο.
Γιατί έτσι που συνήθισες να μην τ’ ακούς
νομίζεις ότι μοιάζουν με όλα τ’ άλλα.
Γιατί όπως συντονίζεσαι στο οικείο
νιώθεις πως φεύγουν τα πουλιά
και τα προδίδεις.
Λειτούργημα
Πέρασα όλη μου τη ζωή
σ’ αυτό το ξενοδοχείο
περιμένοντας να έρθεις.
Χωρίς δικό μου σπίτι.
Χωρίς ένα συρτάρι για έναν φίλο.
Ακούγοντας τον βόμβο του καλοριφέρ
τρώγοντας στα κλεφτά, πίνοντας μπίρες.
Έρχονταν να με δουν, τους έλεγα όχι
μήπως τηλεφωνήσεις.
Κάθε στιγμή έτοιμος να φύγω
έτοιμος για τον ερχομό σου.
Πέρασα νύχτες σιωπηλός και σου μιλούσα.
Απ’ το να παίζω στο μυαλό το σμίξιμό μας
έγινα σκηνοθέτης ουρανών.
Η απουσία σου μόνο μ’ έκανε
ν’ αντέξω αυτή την ύπαρξη.
Τώρα στοχεύω με το βλέμμα ένα καρέ γαλάζιο.
Άδειο το θέλω από τυφώνες και πουλιά.
Αυτό το σύννεφο με κυνηγά όλη μέρα.
Από το βιβλίο «Περισσεύει ένα πλοίο», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016
Η καταγωγή ενός είδους
Δεν ξέρω τίποτε από πλοία.
Όταν τα βλέπω να περνούν κάτω απ’ τον ήλιο
κάτι βαθιά νυχτερινό με διαπερνά
μια γνώση από κλειστή καμπίνα
απ’ το σκοτάδι της θάλασσας.
Κι όταν πλησιάζουν μες στη νύχτα φωτισμένα
πάνω στους μαύρους όγκους του νερού
γίνονται ανάλαφρες γιορτές, θραύσματα ξένων κόσμων
που ακολουθώ για λίγο με το βλέμμα.
Ήμουν κι εγώ στην ξύλινη κοιλιά του πρώτου πλοίου
μαζί με τ’ άλλα ζωντανά,
έτσι λέει μια ιστορία.
Όμως δεν βρήκα σωτηρία ν’ αναπαράγω
μόνο ταξιδευτές με χίλιους μύθους
μια γλώσσα σε διαρκή μεταφορά.
Δεν ξέρω ένα σκαρί πώς το σχεδιάζουν
πώς το ονομάζουν, πώς το ρίχνουν στο νερό.
Κι αν επιλέχθηκα να ζήσω
δεν μου έμαθε κανείς ναυσιπλοΐα.
Καιρός να φτιάξω ένα πλωτό δικό μου.
Ούτε από μένα ξέρω.
Βαθύ παιδικό
Κάποτε
τα πιο τρομερά πράγματα στον κόσμο
ήταν η κουρτίνα και η ντουλάπα.
Έπεφτε η νύχτα στο μικρό δωμάτιο
κι άρχιζες να τρέμεις
δίπλα στα σκούρα ξύλα, στην πυκνή ύφανση,
σχέδια μιας εποχής οικόσιτα άγριας
που αγωνιούσε πως αν μεγαλώσει
απλώς θα μεγαλώσουν και οι σκιές.
Κάποτε αλλάζει η οπτική γωνία.
Μικραίνουν τα παράθυρα
μαζί με τα παλιά σου ρούχα.
Η ντουλάπα η ίδια αρχίζει να κονταίνει
να λεπταίνει, να έχει παιδιά κι αδελφές
καθόλου πιο τρομακτικές από μια οικογένεια
ενώ η κουρτίνα γίνεται αυλαία
για τις νυχτερινές σου παραστάσεις.
Αλλάζεις φόβους και σπίτια.
Κάποια σκοτάδια χάνονται, άλλα βαθαίνουν απότομα.
Κρυμμένες αυλές φανερώνονται
παιχνίδια που ξέχασες βρίσκονται πάλι
στα συρτάρια σου και σου δείχνουν τον δρόμο.
Είσαι πάντοτε ευαίσθητη με τις σκιές
και επιρρεπής στη νύχτα.
Ξέρεις όμως καλά να χειρίζεσαι ξύλα
και χοντρά υφασμένα πανιά.
Αν βουτήξεις στη μνήμη και βραχείς στους λυγμούς της
τα κάνεις προσάναμμα.
Αν θελήσεις να φύγεις,
υλικά για σχεδία.
Διαλέγοντας φίλους
Μες στ’ ανθισμένα δέντρα και στα κύματα
σε ασβεστωμένους δρόμους, περπατήσαμε.
Δίπλα στον Θάνατο δροσίστηκαν τ’ αγκάθια
σώπασαν τα τζιτζίκια του μεσημεριού.
Κόψαμε δρόμο από τον βράχο με τις σμέρνες
γελώντας με τα μυτερά τους δόντια,
μετρήσαμε τα ψάρια που πετούν.
Μου χάρισε ένα μαύρο φόρεμα.
Tου έδωσα μια φωτογραφία μου
να με βλέπει.
Του είπα να μείνει πλάι μου
να με κρατά στον κόσμο.
Αιώνες τώρα τον πονούν τα κόκαλα
οι τραχιές ανηφόρες, οι στάχτες, οι θρήνοι.
Νιώθει βαρύς γιατί είναι πανταχού παρών
και πάντα αγνοημένος.
Με ασφάλεια, δίπλα στον γκρεμό, βαδίσαμε μαζί,
εγώ στο χέρι του, εκείνος στο δικό μου.
Άλλον συνοδοιπόρο δεν νομίζω
τόσο πιστό να βρω.
Δεν θέλω αυτούς που φεύγουν πριν το τέλος
ούτε αυτούς που κοιμήθηκαν.
Αποχαιρετισμός στη γλώσσα
Φεύγουμε
αφήνοντας πίσω μας σώματα.
Ή φεύγουν τα σώματα πρώτα
αφήνοντας τα ίχνη μας
αν έτυχε να μας σκαλίσουν σε πέτρες.
Αν όχι, γινόμαστε
άλλη μια γλώσσα που σβήνει.
Αντίο λοιπόν σφυρίγματα
και παλλόμενα κλικ και φθόγγοι κλειστοί
και έλλειψη γένους κι αριθμού
και αφθονία ιστορικών χρωμάτων
και λέξη που σημαίνει: «αντικείμενο
απροσδιόριστου σχήματος που μόλις εμφανίστηκε στο όριο του οπτικού πεδίου»
και λέξη που απαντά: «αίσθηση βροχής σε νεογέννητο δέρμα».
Αντίο στον θρύλο των πολλών παιδιών του σαμάνου
που καθένα τιμωρήθηκε για την αμαρτία του άλλου
και στους μύθους για ζώα-προστάτες
που εξηγούσαν τον κόσμο κάθε αυγή με τα μάτια.
Αντίο γυναίκες με πλεγμένα δάχτυλα
πάνω σε κοιλιές που γεννάνε ιστορίες,
αντίο γυναίκες ελεύθερες με ρωμαλέα μαλλιά
που κανείς δεν σας είπε τι να κάνετε.
Αντίο άνδρες λιγνοί με ακατάληπτα αισθήματα
με δύναμη άτρωτη που μαζεύει λαό,
αντίο άντρες ιδιόρρυθμοι
ερμηνευτές των δικών σας χρησμών
ιδρυτές θηλυκών θρησκειών.
Αντίο άνθρωποι ενδιάμεσοι με κρυμμένους σκοπούς
που διαλέγετε αναγκαστικά ένα στρατόπεδο,
αλλά ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ
κι εσείς συνεχώς αλλάζετε θέση
γνωρίζετε όλα τα ξόρκια
μα δεν εμπιστεύεστε κανένα.
Ό,τι όμως χάνει τη σχεδία του
δεν παύει να υπάρχει.
Περιπλανιέται μέχρι να επινοηθεί ξανά
το σκεύος της μεταφοράς του.
Ό,τι παύει να υπάρχει δεν παίρνει μαζί
το κέλυφός του στην ανυπαρξία.
Το στέλνει να δέρνεται στα κύματα
να σχηματίζει αμμουδιές.
Κι όταν ψηλώσουν τα νερά
παράταιρα εμφανίζονται πλεούμενα
κι αρχίζει μια γλώσσα
να τεντώνει τα καινούρια της άκρα
και να απλώνει το αμφίβολο φως της στην όχθη.
Κανείς δεν θυμάται πώς αρχίζει να λάμπει.
Ούτε ξέρει κανείς πού γυρίζουν οι λέξεις
απ’ τις γλώσσες που χάθηκαν.
Σκαρί
Το κορμί
πάντα μπαίνει
σε μανίκια στενά
σε φόδρες αλύγιστες
σε κουμπιά που κοντεύουν να σπάσουν.
Δεν χωρά
στα δοσμένα μεγέθη να πάλλεται
και γυμνό δεν μπορεί να πηγαίνει.
Έτσι λέει η ιστορία του.
Τι να το έντυνα
ώστε όταν φυσάει
να μην μένουν επάνω του
οι εποχές και τα κρίματα.
Κι όταν βρέχει να στέκεται
να θυμάται τη δίψα του
να επιστρέφει στον ήλιο
με ολάνθιστο δέρμα.
Δεν έχω παρά
ένα σώμα φωνή
όλο αλάτι στην άρθρωση.
Αν όμως είχα
ένα πανί.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Λένα Καλλέργη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε βιολογία στην Πάτρα και γλωσσολογία στην Αθήνα και στο Λάνκαστερ της Αγγλίας. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Κήποι στην άμμο (Γαβριηλίδης, 2010 - Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή "Μαρία Πολυδούρη", 2011) και Περισσεύει ένα πλοίο (Γαβριηλίδης, 2016 - Βραβείο Κύκλου Ποιητών). Συμμετείχε στα συλλογικά πειραματικά βιβλία ποίησης Ομάδα Από Ποίηση (Γαβριηλίδης, 2010) και Ομάδα Από Ποίηση ΙΙ: Υπέρ Ονειρίας (Γαβριηλίδης, 2012). Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά της βρίσκονται σε περιοδικά και ανθολογίες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Έχει μεταφράσει ποίηση του Giacomo Leopardi (Η νύχτα απομένει, Γαβριηλίδης, 2013), ποιήματα των Άγγλων ρομαντικών ποιητών Keats, Coleridge, Wordsworth (Κέδρος, 2021 - υπό έκδοση), και άλλων (Luis Cernuda, Alfonsina Storni, Marianne Moore, Elizabeth Bishop κ.α.)