Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Ελένη Αράπη. Η καλεσμένη μου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή κι εργάζεται ως φιλόλογος. Κριτικές και ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, προσωποκεντρική, συμβολική. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, ζωντανός, τολμηρός, με ζωηρές εικόνες και πρωτότυπα σχήματα. Εμπνέεται από τη μυθολογία, την ιστορία, την ομορφιά της φύσης. Θα δούμε δέκα υπέροχα ποιήματά της από την πρόσφατη ποιητική της συλλογή "Μικρή μεθόριος" για την οποία εύχομαι ολόψυχα να είναι ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΗ!
Ιερό
Ήταν ιερό αυτό το καλοκαίρι
το δέντρο έτρεμε σύγκορμο
καθώς αποκοιμήθηκες
γυμνή στις βάθρες
έσταζε ηλεκτρισμένο ρετσίνι
η σάρκα σου πέτρα
ρίζα οι θηλές
αρχαίο άγαλμα
από μετεωρίτη
να μη φύγεις ποτέ.
Κι αυτό το τρεχούμενο
το καταρρακτώδες
να γλείφει τους αστραγάλους.
Αυτό κι αν ήταν ιερό.
Ασύρτικος
Έμαθα ν' αγναντεύω τη θάλασσα
ακόμα και φυλακισμένη
μεταξύ παραθύρου και σήτας.
Να παντρεύω το κίτρο με το νεκταρίνι
τη θηραϊκή γη με την καραμέλα βουτύρου
την τέφρα της μάνας με τ'άγριο κρίνο.
Να πατώ τα σταφύλια με πέλματα γυμνά
χέρια ορθάνοιχτα σε σχήμα υδρίας
να γεύομαι το αίμα απ'τη ρίζα.
Να σιωπώ όταν ο ουρανίσκος χορεύει
να χαϊδεύω με δέος το ξύλο
να αφουγκράζομαι την ιερότητα της συνουσίας.
Έμαθα ότι στο δρύινο βαρέλι
κυοφορείται ο χρησμός
της θνητότητας ο αδερφός.
Αντιπεπονθός
Σήμερα κολύμπησα
μέχρι τις όχθες του Αχέροντα.
Όλοι με νομίζουν νεκρή
κανείς δε με κοιτάει στα μάτια
μέχρι κι ο Κέρβερος τρέμει.
Λένε ότι με βρήκαν
στα βράχια-
απ'τη μήτρα
σέρνεται ακόμα
ο λώρος.
Στοιχηματίζω ότι
θα σου χαρίσω
δίδυμα σερνικά.
Μη φοβάσαι,αγάπη μου
εγώ δε θα σε αφήσω ποτέ.
Τώρα πια
μας ενώνει
ο τρόμος.
Femme fatale
Στάθηκε μπρος στον καθρέφτη
στόμα του Πάνθηρα
που λαχταρά για τη λεία
στα χείλη πιπέρι καγιέν
τσίλι τα στήθη
φετίχ το στιλέτο
όλα στη θέση τους
το σεργιάνι αρχίζει.
Διψά για το βλέμμα
σκορπά υποσχέσεις τροφής
άνασσες ψευδαισθήσεις.
Femme fatale
ταΐστρα στιγμών
συλλέκτης ματιών.
Επέστρεψε
χορτάτη και μόνη
τα λάφυρα τροφή
για τον Πάνθηρα.
Ό,τι αγαπώ
Στο Φρίντριχ Νίτσε
Ό,τι αγαπώ
τ' αγαπώ καλύτερα
το φθινόπωρο.
Αγαπώ
το θλιμμένο δέντρο
που φέρει το πρόσωπό σου.
Τον βράχο
που αντιστέκεται αιώνες
στ' άγγιγμα του καταρράκτη.
Το ζαρκάδι
σαν αφήνει την πνοή του
στα χείλη του κυνηγού.
Το κίτρινο
της καστανιάς θρασίμι
που πλάι στο αιώνιο έλατο
φυτρώνει.
Το σύννεφο-
ενώ κυνηγά την κορφή
ερωτοτροπεί με την πτώση.
Το χώμα
σαν ανοίγει διάπλατα
στόμα.
Τις μαύρες σταγόνες
όταν ραπίζουν αδίστακτα
τα σκουλήκια
φτύνουν κατάφατσα
τις αλήθειες.
Αγαπώ
τις λιονταρίσιες ψυχές
με τα μακριά ποδάρια
που ποθούν το γκρέμισμα
στην παλίρροια του Μεσημεριού.
Δεν ανήκουν στο σήμερα
τα παιδιά τους δέντρα του μέλλοντος
η σπορά τους σύντροφοι αρνητές.
Ό,τι αγαπώ
τ' αγαπώ καλύτερα
το φθινόπωρο.
Στο χνότο του ελάτου
νικιέται ο θάνατος.
Έρημο φως
Κινήσαμε στην ανηφοριά
μεταξύ κοιλάδων και βράχων
δίψα ανεξάντλητη
να συλλαβίσουμε
το φως.
Πιο πάνω
το μονοπάτι
μύρισε αίμα
οι κίονες δέντρα
πετρωμένα.
Αγκομαχούσε ο ναός
αλυσοδεμένη αρκούδα.
Παντού ρυτίδες
στο άγγιγμά μας
άτι νεκρό
το έρημο φως.
Βουβοί
κάψαμε τα χαρτιά
σπάσαμε τα μολύβια.
Αχός επώδυνος
Απόλλωνα, Απόλλωνα
και συ νεκρός;
Έτσι απλά
Πολύ πριν απ' το πριν
γεννήθηκε η ανάγκη.
Δίχως πρέπει
πόνους κι ωδίνες
κυοφορήθηκε ο κόσμος.
Η ύλη λαχτάρησε το σπέρμα
κι άνοιξε διάπλατα να βιαστεί
μες στη σιωπή.
Στη μήτρα
πολύ μετά απ' το μετά
μες στις κραυγές ο πόνος.
Ό,τι τον ανασκάπτει
ηδονικό φαντάζει.
Κι ο έρωτας σκιά
στην πιο αέρινη μορφή
ενθύμηση βυθού.
Εμείς βροτοί
Ζαγρείς, Ορφείς και Προμηθείς
ζητάμε τα δόντια
να υπάρξει η σάρκα
βυθισμένοι
βυθισμένοι
μα πάντα θεοί.
Ενάντια
Θα σας χτίσω μια πόλη
με κουρέλια
δίχως σχέδιο και τσιμέντο
πόλη
που δε θα καταστρέψετε ποτέ.
Θα στήσω θαυμαστά
και συντριπτικά φρούρια καμωμένα
αποκλειστικά από δονήσεις
ενάντια στα οποία, η μυριόχρονη
τάξη και γεωμετρία σας θα πέσει
σε ασημότητα και μικρολογία.
Θα χτίσω στην άμμο
δίχως λογική, κόσμε
λογικέ, στραγγαλισμένε.
Θα χτίσω ενάντια, ενάντια
με μόνη μου ηδονή, το γκρέμισμα.
Βεντέμα
Στην εκκλησιά του Αϊ-Γιώργη
κατρακυλούσαν φωτιές.
Η γριά
ασβέστωνε τις εκκλησιές
ξόρκιζε τους διαβόλους.
Η μαύρη πέτρα
της έκαψε τα σερνικά
τους έθαψε όλους στην Οία.
Οι τουρίστες
πλήρωναν όσο όσο
για τις καμπύλες
τους θόλους
τ' ασβεστωμένα
τάφους με θέα.
Πέρασαν χρόνια να καταλάβω
πως τα ηφαίστεια
τρέφονται με ψυχές.
Νοσταλγία
Χτες βράδυ σταυρώσαν τη μάνα
στάζει αίμα ο λώρος
ορφάνεψαν τα παιδιά.
Παντού εγκατάλειψη
εσώψυχα απλωμένα
κρανία στα κάδρα.
Οι αναπτήρες θυμίζουν
τη γη της σκουριάς
ούτε λόγος για σπίθα.
Η πόλη βρομάει παράδοση
η σιωπή τρυπά τους σοφάδες
οι χωματερές διψούν
το αρχαίο τεμάχιο.
Τα ποντίκια φάγαν τις μνήμες
προσφέρουν ανώδυνο θάνατο
με επιτύμβια στήλη
Ενθάδε κείται
η γη των δειλών.
Ένα κερί μοναχά
αντίστροφα μετρά
πίσω, πιο πίσω-
δε λέει να σβήσει.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ελένη Αράπη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Κριτικά σημειώματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Το 2016 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Με βράγχια ανασαίνω» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τον Απρίλιο του 2021 θα εκδοθεί η δεύτερη ποιητική της συλλογή "Μικρή μεθόριος" από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Βρείτε την ποιητική συλλογή της Ελένης Αράπη "Μικρή μεθόριος" στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://iolcos.gr