Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Αθηνά Τιτάκη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαιευτική. Ζει κι εργάζεται στην Τρίπολη. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο με αφηγήματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν συμπεριληφθεί σε πέντε ανθολογίες. Έργα της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή της κινείται στα μονοπάτια της σύγχρονης υπερρεαλιστικής γραφής. Ο λόγος της είναι πολύχρωμος, τολμηρός, με ολοζώντανες εικόνες κι ισχυρές αλληγορίες. Το βίωμα περνά στη γραφή της συμπλέοντας αρμονικά με μυθολογικά και φαντασιακά στοιχεία. Θ' απολαύσουμε δέκα υπέροχα ποιήματά της!
ΛΕΥΚΟ
Θέλω ένα ποίημα λευκό
χωρίς ραφές, μακρύ, εφαρμοστό
να μην καλύπτει τις ατέλειες.
Να 'ναι λινό ή βαμβακερό, με χαρακτήρα, ελεύθερο
στις δοκιμασίες ακέραιο
να πλένεται εύκολα χωρίς να ξεθωριάζει.
Σ' όλες τις περιστάσεις να φοριέται
στις πιο απλές, τις καθημερινές
αλλά ακόμα και σ’ αυτές
που κάποιος αναγκάζεται
κάτι πιο πάνω να φορά από ντροπή της γύμνιας.
Θέλω ένα ένδυμα λευκό, ν' αντανακλά τον ήλιο
τη νύχτα ευδιάκριτο για όσους βλέπουν δύσκολα
τους άλλους στο σκοτάδι.
Στο χρόνο ν' αντιστέκεται, κρουστό, μ' όμορφη πλέξη
τη μυρωδιά να ντύνεται εκείνου που διαβάζει.
Θέλω ένα φόρεμα λευκό κι ούτ' ένα δα ψεγάδι
ξεχωριστό δημιούργημα της πιο καλής μοδίστρας.
Κι όσο κι αν αντιστέκομαι στο νήμα, στη βελόνα
θέλω ένα ποίημα λευκό
θέλω, και τι δε θέλω…
CRAFTBOOK Ι - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2013
------------------------------------------------------------------------------------------------------
O ΜΑΓΟΣ
«Δένετε λάθος τα κορδόνια σας», είπε ο μάγος με το βαθύ καπέλο, και μετά χάθηκε μέσα στον φούρνο.
Για μέρες μύριζε καμένο, κι όλο πεταρίζαμε τα μάτια μας, γιατί το σπίτι μια χανόταν μια εμφανιζόταν, όμως κρατούσε πάντα την αυλή του και το δέντρο, την ανηφόρα, τα παρτέρια του.
Κάποιος μάς είπε πως έτσι γίνεται ύστερα από κάθε θυσία αθωότητας, κι αφού συλλυπηθήκαμε όλους τους λυπημένους της ξενιτιάς, έπειτα φάγαμε στο τραπέζι τους, ξαπλώσαμε γυμνοί στο κρεβάτι τους.
Κρατήσαμε τον φούρνο καθαρό πως θα έρθουν άλλοι μάγοι με δώρα, για να μας πουν ότι σωστά αγαπήσαμε.
Τρώγαμε έτοιμα δηλητηριώδη μήλα, τη σοκολατένια σκεπή και τις ζαχαρωτές σκάλες.
Τρίβαμε τα μπούτια μας με στάχτη, μας φιλούσαν στον ύπνο αγάλματα, οι νάνοι έμπαιναν στην κοιλιά μας.
Δώσαμε τη φωνή μας σε αυτόν που φώναζε
ΠΑΛΙΑ ΑΓΟΡΑΖΩ
Και δεν ξαναμαγειρέψαμε ποτέ.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Δεν έχω που να σταθώ, αγαπητέ, όμως αυτό δεν είναι διαβεβαίωση.
Η Μπάμπω μάς άφησε χρόνους, τέλειωσαν και τα καρύδια στο σακί. Λέω να φυλάξω τον Καρυοθραύστη στο κομό να κρατήσει επιτέλους κλειστό αυτό το στόμα, κι έτσι περιοδικά θα βουρτσίζω μονάχα τη στολή του.
Μου είπαν πως στα σπίτια του δάσους διατηρούν το μέλλον• αν μας αρέσουν τα κούμαρα, μπορεί και να ξεχνάμε, όμως δεν ξέρω αν επιθυμώ να μετοικίσω. Για το παρόν, λένε πως θερίζουν στους κάμπους, αλλά φοβάμαι τις θημωνιές, τους θυμούς και τα θύματα.
Εδώ που μένω οι καραμπίνες απασχολούν τους κυνηγούς, αύριο ακούγεται πως θα στήσουν καραούλι, κι αυτό συμβαίνει κάθε αύριο στο γυάλισμα να παίζουν το παιχνίδι του καθρέφτη.
Κι έχω αυτιά μόνο για την όραση, μάτια για την ακοή, πολλές δουλειές κι άπειρες φούντες, μία ντουζίνα νάνους για το ξεχορτάριασμα του κήπου – τον έβδομο τον χάνουμε καθημερινά στις ανασκαφές, κι όμως φυλάμε χρόνια ένα πιάτο στο τραπέζι.
Νομίζετε πως δεν έχω πού να σταθώ. Αγαπητέ, ακούστε! μεταξύ μας:
Στέκομαι πάνω στο κιονόκρανο, κι είναι γερά ριζωμένο σε πετρώδες έδαφος.
Από κάτω μουρμουρίζει η θάλασσα κι όταν βουτώ, η αλήθεια, λερώνομαι από μια λάσπη που μόνο στα βουνά ευδοκιμεί.
Τη διατηρώ σε πλεγμένα κοφίνια και την απλώνω στις πιο απόμακρες παραλίες, βρέξει χιονίσει, για να γερνά η διαφυγή, να βρίσκουν δρόμο κι οι σκιές τις ώρες που βατεύονται τα Όνειρα.
ΤΟΤΕΜ
Είναι εκείνες οι φορές που κάτι θέλω να πω, κι εκείνες που μένω στη σταγόνα μου, στη χαρά ενός πελάγους με το βαρκάκι τρύπιο.
Είναι κι εκείνο το δάσος με τις πυκνές κουμαριές, με το τοτέμ της αγάπης ριζωμένο, ενός παλιού φεγγαριού η ολόφρεσκη φέξη.
Είναι κι αυτές οι κολόνες σε μια πόλη δύστροπη, με τους απειλητικούς κάκτους στις πρασιές, τα μίζερα μαθηματικά και τα ευανάγνωστα κηδειόχαρτα.
Κι αυτή η Άγρια Φωνή στην άκρη ενός κόκκινου φτερού, στο έσχατο κάποιου ταπεινού ονείρου, που λέει απλά:
«Έλα, αργήσαμε...»
ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΣΦΥΓΜΟΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΚΟΡΕΚΤΟΡΑΣ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ 2019
----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΝΕΡΟ
Σε μια βάρκα έβαλα τα παιδιά μου
τους έδωσα και μια κόρα ψωμί στο χέρι
για να θυμούνται το σπίτι.
Έσπρωξα τη βάρκα στο ποτάμι
και δίπλα η ρίζα του πλατάνου σφίχτηκε.
Δε θα χαθούν...
Μια μέρα θα βρεθούν στη θάλασσα
κι εκεί το αλμυρό νερό δεν θα ‘ναι καταδίκη.
Ίδιο θα μοιάζει μ' ένα δάκρυ μου
κι έτσι θα νιώθουν πάλι σπίτι.
Παίρνω κι εγώ τη δική μου βάρκα
για ν' ανεβώ τον καταρράχτη.
Να λουστώ πρώτα στους αφρούς του
κι ύστερα, πνιγμένη στην περιδίνηση
μούσκεμα και με κόπο
λέω πως θα συναντήσω
όλους αυτούς που δραπετεύουν
απ' τη νωχελική βολή
των πολύτιμων θανάτων.
ΜΑΤΡΙΟΣΚΑ
Φαινόταν αδύνατο κι όμως ήταν δυνατό
να γράφει πάντα μ' εκείνο το τρίτο χέρι το αιρετικό
να βλέπει με το μάτι το θαμπό τις υπερβολές
και να οσμίζεται από το δέρμα τις ασχήμιες.
Είχε ένα σώμα παράξενο
από εκείνα που μέσα τους κατοικεί κι άλλος
ένας παραμορφωμένος, ευγενής κουασιμόδος
λάτρης συνεσταλμένων ήχων
τσιφλικάς κήπων γόνιμων
με σκαλιστήρι και φτυαράκι για τα σκληρά χώματα
περιπατητής ερωτικών παραλιών
με σουγιά εύθραυστο για τα σφιχτά στρείδια.
Δικαιολογούσε ακόμα και τις αποτρόπαιες γεύσεις
πάνω στη μυώδη γλώσσα του.
Λες και του άξιζαν.
Τιμωρίες μιας αδικαιολόγητης δυσμορφίας
τέτοιας που δεν επέλεξε.
Δώρο ενός Θεού σαρκαστή
που τον υποχρέωνε συχνά
να διαλέγει ανάμεσα σε δύο μοναξιές.
Αυτή των πολλών κι αυτή του κανένα.
ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Στο τεντωμένο σου σκοινί
καραδοκεί η λακκούβα ακροβάτη.
Ψαχουλευτά με το επιδέξιο πόδι σου
θα την αναγνωρίσεις.
Κι απαίδευτος δήθεν στις εκπλήξεις
θα βρεις μια λύση, οποιαδήποτε
αφού στις προδιαγραφές
υπάρχει ο όρος "Ασταμάτητος".
Να περπατάς στον αέρα πανεύκολο
με δίχτυ ασφαλείας τα σύννεφα.
Ποτέ δεν έπεσε κάποιος απ' αυτά.
Ψέμα, όλοι ήξεραν!
Στην άκρη της πορείας σου
η πύλη των αρχαίων αιτιών
με το γκισέ άδειο και σκοτάδι.
Εκεί στέρεο έδαφος και δισταγμός.
Μην περιμένεις στην ουρά…
Είσοδος ελεύθερη.
ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΥ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ 2014
----------------------------------------------------------------------------------
ΛΑΜΠΑ ΘΥΕΛΛΗΣ
Κι αφού τελείωσε το πάρτι
σβήσαμε τα πολύφωτα στο σαλόνι.
Μαζέψαμε στα γρήγορα μπουκάλια και πλαστικά
ψαχουλιστά, σκοντάφτοντας στο σκοτάδι
με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή
να φύγει η καπνιά και το βρωμισμένο μας χνώτο.
Φυλάξαμε τ' αποφάγια για την επόμενη
αναπηδήσαμε πάνω στο στρώμα πως είναι μαλακό
όπως το διαλέξαμε από παρόρμηση ευκολίας
και πέσαμε για ύπνο.
Δεν είναι πως ξεχάσαμε την παγωμένη ουρά των φαντασμάτων
αυτή που επισήμαινε την ολοκληρωτική κατάληψη
είναι πως τραβήξαμε την κουβέρτα ως επάνω, στα μάτια μας
χωρίς να σβήσουμε την λάμπα θυέλλης
κι έτσι απερίσκεπτα
αφήσαμε τα ανεστραμμένα τους είδωλα
να παίζουν τις σκιές μας καραγκιόζη
στους ξεφτισμένους, προτεταμένους μας τοίχους.
ΑΣΚΗΤΙΚΗ
Αφήνομαι αργά στη συμπύκνωση.
Όσο μεγαλύτερο το φορτίο
τόσο μικρότερος ο χώρος.
Προπόνηση στην ασκητική
ώσπου να φορέσω λευκά μαλλιά
να πετάξω και τα παπούτσια
να κρεμάσω τη φιλοσοφική λίθο στο ζεμπερέκι
και να πλύνω τα χέρια μου
πριν κατεβώ τον αμμόδρομο για την θάλασσα.
Αδέσποτη.
Ο ήλιος θολός
μέσα μου να βράζει ο τόπος.
ΠΑΝΔΗΜΙΚΑ
Πήραν βάγια οι άνθρωποι
και τα άναψαν για την εξασθένιση των σωμάτων τους.
Καμία Πυθία δεν τους λυπόταν
κι έδινε τους χρησμούς διφορούμενους
ανεξάρτητη από ελπίδες, γνώμες και θυμούς
πλάσματα φανταστικά των φόβων
γυμνούς σάλιαγκες των πόνων και του θρήνου.
Κι οδομαχούσαν οι άνθρωποι για τις ερμηνείες
στα σαλόνια και στα πεζοδρόμια
πάνω στους πάγκους της λαϊκής και στα έδρανα
σε παραλίες, καφέ και στασίδια.
Ωραία που ήταν!
Ξεχνούσαν τις Πυθίες, δαφνόφυλλα, τα τάματα
οι θεοί βούβαιναν ακυβέρνητοι
και τους κοιτούσαν να πνίγονται
μες στους πυκνούς καπνούς της ανάσας τους
στον πυρετό της κατηγόριας τους
και στα λήμματα μιας εκλεπτυσμένης ευθύνης.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ – 2021
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βιογραφικό σημείωμα
Η Αθηνά Τιτάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σπούδασε Μαιευτική, και από το 1990 ζει και εργάζεται στην Τρίπολη Αρκαδίας.
Συμμετοχές:
1. Σε δύο συλλογικούς τόμους της διαδικτυακής ομάδας CRAFT (CRAFTBOOK I Γαβριηλίδης 2013 / CRAFTBOOK II μικρές εκδόσεις 2015)
2. Στην ηλεκτρονική ανθολογία σύγχρονων ποιητών ΣυνΠοιείν 2017
3. Στην δίγλωσση συλλογική ανθολογία Θησαυροί της Άμμου-Ποίηση της Ελληνικής Κρίσης (εκδόσεις ΑΩ 2019)
4. Τα Ποιήματα του 2019 Ανθολογία (εκδόσεις 21ου Αιώνα)
5. Στην περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diPgeneration (Μανδραγόρας 2019 και 2020).
Εργογραφία:
1. Κατόπιν Αιφνιδιασμού (ποίηση, Μανδραγόρας, 2014)
2. Ερωτικά σαφές (αφηγήματα, Μανδραγόρας, 2016)
3. Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας (ποίηση, Μανδραγόρας, 2019)
Δημοσιεύει στο διαδίκτυο, ενώ συνεργασίες της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.