Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γιώργο Δυνέζη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Ποιήματα και μεταφράσεις του φιλοξενούνται στον έντυπο και στον ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και σε ανθολογίες. Κάποια ποιήματά του έχουν μεταφραστεί. Η ποίησή του κινείται στα μονοπάτια της σύγχρονης στοχαστικής γραφής. Ο λόγος του ζωντανός, στακάτος, αιφνιδιάζει ευχάριστα με τα καλοκεντημένα πέπλα των νοημάτων του. Ο ρυθμός του γοργός, ασθματικός, σε παίρνει μαζί του. Με οχήματα εκστατικές μεταφορές, κινηματογραφικές εικόνες που εναλλάσσονται διαρκώς, δημιουργεί ένα περιβάλλον υποβλητικής ατμόσφαιρας. .Θ' απολαύσουμε έξι ξεχωριστά ποιήματά του!
Πεζός ως την επούλωση
Ποίημα Σακάτικο
Εδώ χωριά να φλέγονται
και σπίθα από ’μας
να μην χωρά να ορθοποδήσει·
Κουμπέν Κραν-Κρεν1
τα λέγατε
αυτό το φλας μπορεί και να εξαρθρώσει
όπως συνέβη και με ’μας –
αργήσαμε να εξηγήσουμε την αστραπή
να ζήσουμε με τον εχθρό στο αίμα
και τώρα το πληρώνουμε
μένουμε άναυδοι – με μια παράλυση
που φτάνει στο σαγόνι
για λάμψεις που δεν εξημερώνονται
όσες φορές
και αν διασταυρωθούν·
κι όπως τα πλήθη
μπροστά στην πιστολιά –
γυρίζουμε τις πλάτες μας
μιαν αρμονία πίσω
(μα μην το εκλάβατε για οπισθοχώρηση
ή κάτι πιο δειλό)
μονάχα για να αποκαλύψουμε
κόμπο τον κόμπο
τη ραχοκοκαλιά
και το ανάπηρο μυστήριο
να σηκωθεί απ’ την καρέκλα
1 Κουμπέν Κραν-Κρεν: Μια πρωτόγονη φυλή ινδιάνικης καταγωγής στη Βραζιλία. Οι μητέρες πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα πεθάνουν αν φωτογραφηθούν.
To Ασυγχώρητο
Δεν με πειράζει
ο τύπος με το ακορντεόν που μπαίνει
και – κατά μία μελωδία – πιο φτωχός
να κατεβαίνει
(τα μεγάφωνα εξάλλου το 'χαν πει
προηγούμενη στάση νέος κόσμος)
μα τα αλλεπάλληλα σκουντήματα
συγγνώμη –
φέρουν εντός τους
μια κατ’ ανάγκην παρενόχληση
μια φαύλη εξοικείωση επιβατών
με το αναλογούν μερίδιο
στο πταίσμα
γι’ αυτό κι η μεταμέλεια
σπανίζει –
εφόσον δεν συντρέχει εμπρός
ο οριστικός σταθμός·
ίσως πιο γενικά – να είχαν
νόημα οι συγγνώμες
εάν περίμεναν
δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη
σε μόνιμα μεσάνυχτα
μια συγκατάνευση
μια θητεία μετά το λάθος
ένα ακόμη εισιτήριο·
οι μέρες σίγουρα δεν περιμένουν
έχουν κάτι το ασυγχώρητο
– κι ας λεν δεν τρέχει τίποτα –
πάντοτε κάτι τρέχει
Μνήμη Πολλαπλής Επιλογής
Ίσως και να 'ζησα ίσως και να 'γραψα ίσως και να 'μουνα
μάλλον το χθες μάλλον η μνήμη – ω ναι
η παλίμψηστος μνήμη
μάλλον το ανέμισμα τρύπιου ασκού μάλλον ο ένας
μάλλον ο άλλος ίσως απέναντι μέχρι αποδείξεως
μάλλον μαζί
ίσως τα βήματα μέσα στον κήπο ίσως ο ρόλος
κι ίσως ο γρίφος πλέον η μνήμη μιας πολλαπλής
επιλογής
μάλλον τα μάτια με ίσως γεμάτα πάντως ανόητο
όταν πεθάνω μάλλον η θλίψη που θα τηρήσει
μέρες σιγής
ίσως η νύχτα ίσως το θέρος πάντα η ποίηση
πρώτα ο έρως ίσως δεν ζω – μάλλον λανθάνω
σ’ άλλων τις μνήμες
όταν πεθάνω
ΡΑΝ (απόσπασμα)
Είδα όλα τα αύριο κρεμασμένα στην υποδοχή
με το καλωσόρισες
εδώ φτωχός εκεί φτωχός
και παρακάτω η μοίρα
όπου γραφή κι αδιέξοδο
που λένε
να προσποιείσαι πως ακούς φωνές
και να αλυσοδένεσαι για να τους
πείσεις
τέτοιο καρκίνωμα η λύπη
να διαβαστεί ανάποδα
και να διαβείς
μέσα στο σκήνωμά σου
με όλα τα τερτίπια σου
και κάπου εκεί – μες στα απορρίμματα
να κάμεις απ’ τον τσίγκο
αλουμινένια άνθη
για να τα δώσεις στη δασκάλα
με το γαλάζιο μπολερό που απαγγέλλει
Ουίτμαν – ανώφελο·
άλλα δεν είναι η οδύνη
που σε σταματά
ένα κλουβί μες το πουλί
όπου κι να πας
Μικρό και Γήινο
Σκηνές από έναν χαλασμένο μεντεσέ
σκηνή δεύτερη
«Δεν είμαι πίσω αλλά μπροστά από τον φράχτη» είπα
και τότε τρύπησε τ’ αφτί μου μια κούφια
καληνύχτα που βγάζει σ’ άλλη καληνύχτα
λες και η τύρβη της μητρόπολης αρέσκεται
να σκάβει άλλοθι
σε κάθε έγκλημα που μαρτυράς
όπως μετά την τελετή τσαγιού
όταν αποχωρούν οι καλεσμένοι
κι εξαφανίζεις τα φλιτζάνια·
μοιάζει με την παλιά σου πρόσκληση – θυμάσαι;
«θα βρίσκομαι προστατευμένη στα όρη Κιρισίμα»
– χωρίς υπόμνηση χρονολογίας –
σαν να προσμένεις να φανεί
στο επισκεπτήριο των οκτώ ο αδερφός σου
σ’ όλες τις λάθος φυλακές
με ρώτησαν: «Φοβάσαι;»
ό,τι μου δόθηκε σαν δώρο μια νύχτα γέννησε
Αχαιούς – και μου τα πήρε όλα
δεν ανακούφιζαν τους τοίχους απ ’τα τούβλα
οικοδομούσαν το Κενό
κι αυτό το ριφιφί μελαγχολίας
παντού το κουβαλάω
όπως τις συντεταγμένες της η σφήκα
στο μεσημεριανό τραπέζι, το δέρμα του καθώς ο Αφρικανός
σ’ ένα πορτοκαλί σουρούπωμα που να θυμίζει
τη φόρμα ισοβίτη
αλλά ακόμα κι έτσι σκέφτηκα
πολλά μπορούνε να συμβούν
από έναν χαλασμένο μεντεσέ σε μια σφηκοφωλιά
Ανθρώπινο Τσουνάμι
Είδα το κίτρινό μου τόπι να κάνει γκελ
στον εφιάλτη – να ξεψυχά στα κιγκλιδώματα
πίσω ν’ αφήνει Ιλιάδες· ανέβηκες πολύ ψηλά
Ερεσκιγκάλ, ανέβηκες σε λάθος μέρη
για δεν μπορεί στο αγαπητό μας πέλαγος εμείς
οι άκαρδοι λευκοί, εμείς τα σύνορά του
σ’ αυτό τ’ αμύθητο γαλάζιο δεν μπορεί
που κάποτε μιλούσε ξεσπώντας σε λιακάδες
να καταπίνει ανατολές και να ξερνά ορφάνια:
το κλάμα τους το κλάμα τους – ανέβηκες πολύ
ψηλά Ερεσκιγκάλ, εδώ δεν είναι μέρη
εδώ ο πόλεμος φοράει τα καλά του
ξυρίζεται τις Κυριακές αστράφτει και βροντά
με τα καθημαγμένα και λερά μανικετόκουμπά του
κι όταν σηκώνει τα μανίκια δεν είναι για δουλειά
η τελετή στραγγαλισμού τέχνη αιώνων είναι
και λάκτισμα κοσμογονίας, κίτρινου ήλιου
αναπήδησις και κλάμα σε λιακάδες
πίσω ν’ αφήνει Ιλιάδες μπροστά ν’ ανοίγει τάφο
σ’ έναν αγράμματο εμφύλιο όπου εμείς
όρθιες ράτσες είμαστε και σάρκας τύμπανά του
κι αυτό το κλάμα τους το κλάμα τους, συντακτικό
θανάτου· σε εποχές που ξεδιπλώνονται οι γερανοί
όταν το αίμα δίνει εντολή, χτυπάει προσοχή το χάος
το τόπι κίτρο γίνεται, φύση νεκρή επάνω στη γαλήνη
και η σοδειά αυτή – κι αυτή μόχθος αιώνων είναι
κανείς δεν εξαιρείται, ούτε αυτοί κίτρινου τ-
όπου το γκελ
κάνει
αισθητό τον εφιάλτη
και ξεψυχούν στα κιγκλιδώματα
πίσω ν’ αφήνουν Ιλιάδες, ανέβηκες πολύ ψηλά
Ερεσκιγκάλ, ανέβηκες σε λάθος μέρη
μονάχα ο πόλεμος τα σύνορά του δεν γνωρίζει
εμείς οι άκαρδοι λευκοί τις Κυριακές με τη φαλτσέτα
αποκτηνώνουμε την όψη στην άκρη τον αφρό
και κάνουμε πολιτική τον τάφο
κανείς δεν μας γνωρίζει πια – ανέβηκες πολύ ψηλά –
και καταντήσαμε εργάτες που κοιτάνε
μέσα απ’ το αίμα τη δουλειά τους
να φταις εσύ Ερεσκιγκάλ; Όμως εδώ δεν είναι μέρη
τον θάνατο αναγνωρίζουμε απ’ τα μανικετόκουμπά του
κι αυτό το κλάμα τους το κλάμα τους το κλάμα τους·
το πρωτοπέλαγός μας δεν μπορεί, σας λέω δεν μπορεί
ο αμφιβληστροειδής μας ν’ αδρανεί – καθώς εμείς
κοιτάμε τη δουλειά μας
κάποιο τσουνάμι ακονίζεται στα δίκαια νερά του
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιώργος Δυνέζης γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1984 στην Αθήνα όπου και διαμένει. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2019 με τον τίτλο "Πεζός ως την επούλωση" και το δεύτερο τον Σεπτέμβριο του 2022 με τον τίτλο "Μικρό και Γήινο" από τις εκδόσεις Πανοπτικόν. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε ηλεκτρονικά, έντυπα περιοδικά κι ανθολογίες (Νεο Πλανόδιον, ΦΡΜΚ, Καρυοθραύστις, Βόρεια Βορειοανατολικά) καθώς και μεταφράσεις ξένων ποιητών και ποιητριών. Επίσης, κάποια ποιήματά του έχουν μεταφραστεί.