Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τη λογοτέχνιδα Γλύκα Γκίκα. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε και ζει στο Μεσολόγγι. Ασχολείται με τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Καταπιάστηκε με την ποίηση και τη ζωγραφική από τα δώδεκά της χρόνια. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και εφτά ποιητικές συλλογές. Η ποίησή της είναι λυρική, υπαρξιακή, στοχαστική. Ο λόγος της είναι περίτεχνος,μεστός,χρωματιστός, με εμπνευσμένα σχήματα και γνήσια συγκίνηση. Την πένα της απασχολούν η συνομιλία με τον βαθύτερο εαυτό,οι σχέσεις,η ευαίσθητη καταγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας. Θα ταξιδέψουμε με έντεκα θαυμάσια ποιήματά της!
ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ 13/3/05 Κρυονέρι
Είσαι υπόλογη…
Πρώτον: * Για τυφλούς και μονόφθαλμους ήλιους.
Δεύτερον: * Για του φεγγαριού τη χλωμάδα.
Τρίτον: * Για τον άνεμο που κοιμάται.
Τέταρτο: * Για τη βροχή που σταμάτησε να
Δακρύζει.
Πέμπτον: * Για τα ποτάμια που δειλιάσανε κι
Έκαναν πίσω.
Έκτον: * Για τον αετό που πρόδωσε τα ύψη.
Έβδομον: * Για το χελιδόνι που έχασε το
Δρόμο του.
Όγδοον: * Για την ακυμαντότητα της
Θάλασσας.
Ένατον: * Για το λιοντάρι που ξύπνησε.
Δέκατον: * Για τις κορυφές που γονάτισαν.
Ενδέκατον: * Για την ιδιοτέλεια που στέφτηκε
Βασίλισσα.
Δωδέκατον: * Για την αθωότητα που πεθαίνει.
Δέκατο τρίτον: * Για το χαμόγελο που στέρεψε.
Δέκατο τέταρτον: * Για το φυλακισμένο όνειρο.
Δέκατο πέμπτον: * Για τα συρματοπλέγματα που
Αιμορραγούν.
Δέκατον έκτο: * Για τη σιωπή που κραυγάζει.
Δέκατο έβδομον: * Για την υπερκόπωση του
Ηφαίστου.
Δέκατον όγδοον: * Για το ξενύχτι του Άρη.
Δέκατον ένατον: * Για τον ιδρώτα των όπλων.
Εικοστόν: * Για το μαχαίρι που κρατάς και
Μ’αυτό το κορμί σου τεμαχίζεις.
Εικοστόν πρώτον: * Για την ικεσία στα μάτια των
Παιδιών που ο φόβος τα τρανεύει.
…Είπαν.
Δηλώνω
Ένοχη.
ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ
Ας κάνουμε μιαν εξαίρεση.
Να μη χρεώσουμε τίποτα
Αυτή τη μέρα.
Δεν βλέπετε πως γέρνει
Φορτωμένη με τόσα σύννεφα.
ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΟΝ
Στη φωτογραφία σου ψιχαλίζει
Απουσία. Επιβεβαιώνεται με τη στάσιμη
Επιμονή σου να χαμογελάς στο ραγισμένο
Καθρέφτη απέναντί σου.
Αισθάνομαι την ανάσα σου
Κομμένη από μιαν άκαιρη δίψα
Εκεί, σε μιαν αραιότητα πυκνή,
Που υποθάλπει απροσδόκητους χαμούς.
Σε μια συνάντηση συντροφική
Παραλειπόμενων συστάσεων μηδενικής
Σημασίας, ράθυμων ταξιδευτών
Του ονείρου.
Και γω εδώ. Στοιχειοθετώ την παράνοια,
τη μοναξιά απωλειών, αντίβαρον
μακροημερεύουσας θλίψης.
ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ 1/6/05 Κρυονέρι
Το πάρκο στη γειτονιά μου με την ανάσα μου
Κάθε μέρα το μετράω.
Οι θαμώνες του σε μιαν επίγεια στοίχιση
Συνύπαρξης ακροβατούν στα δεδομένα.
Υπονομευτής το αδιάφορο μιας αλλαγής,
Έστω περαστικής, περιχαρακώνει
Τη λίμνη, που ξαπλωμένη πάντα βρίσκεται
Στην ίδια θέση και στο κορμί της πάνω
Διάχυτη καθρεφτίζεται η μοναξιά μου.
«Ολόκληρο πάρκο κι ούτε
Ένα άγαλμα να μιλήσω».
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΥΣΙΕΣ 5/05 Κρυονέρι
Τώρα θα κοιτάζεις την τελεία γη,
Σημείο στίξης εν μέσω των αστέρων.
Σημείο αναφοράς πεπερασμένων,
Πεπραγμένων παρενθέσεων.
Σ’αναζητώ σε μνήμες
Που κρατούν κεριά αναμμένα.
Κάποιοι αέρηδες βάλθηκαν
Να καταπιούν τις φλόγες
Να χάσω τα ίχνη σου.
Ο καιρός είναι αίθριος εκεί;
Εδώ βρέχει ασταμάτητα.
Η πεπατημένη μεγάλων απουσιών
Έκλεισε τον ορίζοντα.
Μούσκεψαν μέχρι το κόκκαλο
Ριγούν τα αισθήματα. Κρυώνεις;
Κάτσε. Θα ρίξω καυτά δάκρυα
Να σε ζεστάνω.
ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ’ΡΘΕΙΣ
Απόψε θ’αφήσω ξεκλείδωτη την πόρτα,
Μήπως περάσεις και μπεις.
Σπρώξε την αργά, γιατί σκουριάσανε
Οι μεντεσέδες κι ίσως τρομάξει η σιωπή.
Χρόνια τώρα την εκπαιδεύω στην αφωνία.
Αν ξέχασες τη διαρρύθμιση του σπιτιού,
Θα δεις στο χωλ μπροστά σου
Έναν καθρέφτη μ’ ένα αναμμένο κερί.
Περιφρόνησέ τον.
Πάντα ψεύτικα είδωλα δείχνει.
Στο σαλόνι υπάρχουν δυο κεριά σβηστά.
Το σούρουπο τα σβήνω, προκαλούν
Υπερθέρμανση.
Την κουζίνα απόφυγέ την. Υπάρχει
Συνωστισμός σφραγισμένων φωνών.
Στο απόλυτο βάθος με τα πολλά
Φλεγόμενα κεριά κατευθύνσου,
Περπατώντας στις μύτες των ποδιών σου,
Έτσι που η παρουσία σου να γίνει πιο αισθητή
Στης αθανασίας την ψευδαίσθηση.
Κι αν κάποιος επώνυμος κόκκος
Της πυκνοκατοικημένης ανώνυμης σκόνης
Καθίσει στα μάτια σου, μη δακρύσεις.
Θα πνιγούν τα κεριά.
Και πώς θα γίνουν οι συστάσεις.
Απρίλιος 2007
ΜΕΓΑΛΗ ΣΠΑΤΑΛΗ
Σπάταλα που καίγεται της προσωρινότητας
Το φυτίλι. Τσιρίζοντας απεγνωσμένα η φλόγα,
Μάρτυρας δεδικασμένων υποτάσσεται
Στο πεπρωμένον.
Κρυονέρι
Κυριακή 7/8/11 ώρα 12:56΄
ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΤΕ
Ατσάλινες σιωπές, σφιχτοδεμένες πέτρες
Άκαμπτες παραμένετε
Στις παρακλήσεις των λέξεων ,
Των ήχων φοβούμενες το ευμετάβλητον.
Αθρόα συσσώρευση συμπαγών αισθημάτων,
Φυγάδων φθαρτών σωμάτων.
Κι η απουσία λεηλατεί τα προσδοκώμενα
Για ανάσταση νεκρών.
Η βάρκα γονάτισε στον Αχέροντα απ΄το πήγαινε-έλα.
Λύγισε κι ο βαρκάρης απ’τις υπερωρίες.
Πείτε κάτι . Κι οι απουσίες μιλούν.
Πετάξτε κάτι. Θα το πιάσουμε.
Ένα νεύμα, μια λέξη που να μην αρχίζει από άλφα.
Η στέρηση είναι κακό σημάδι, σε σπρώχνει κατευθείαν
Στην αοριστία του οριστικού, στην αβεβαιότητα του βέβαιου.
Πείτε «Δρόμος» που ανοίγει ορίζοντες, μαζεύει υποσχέσεις.
Μην πείτε τη λέξη «Αλήθεια», είναι διπρόσωπη.
Προτιμότερο το «Γυμνό», δεν καμουφλάρεται.
Αποφύγετε το «Στόχο», πάντα υπάρχει κυνηγός.
Μόνο βιαστείτε, ο χρόνος κονταίνει κι η ακαμψία ψηλώνει.
Πείτε «Εδώ», θ’ανάψει φως.
Δηλώστε «Παρουσία» και θ’ακούσουμε την απουσία σας.
Μια λέξη μόνο, για να μη λησμονηθείτε.
Κρυονέρι
Τετάρτη 17/2/09 ώρα 2:25π.μ
ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Αγαπημένε! Κοίταξε το ματωμένο φεγγάρι
Πώς κρέμεται σαν ουτοπία!
Ζήσε το μάταιον με ψευδαισθήσεις καμωμένο.
Μίλα με την αιωνιότητα, κανείς δεν παρεξηγεί
Το άπιαστο.
Τα χέρια σου άπλωσε ν’αγγίξουν τα δικά μου.
Κρύβομαι στη φωταψία του φεγγαριού,
Πίσω απ’το βλέμμα των θεών.
Ας κρατήσουμε αυτήν την απόσταση.
Έτσι ευδοκιμεί η νοσταλγία.
Μείνε εκεί αγαπημένε!
Θ’ανοίξω παράθυρο να περνά η ανάσα σου
Να χαϊδεύει το πρόσωπό μου,
Να τυλίγει το κορμί μου.
Δυο κόσμους - με το βλέμμα μου – θα γεφυρώσω.
Μην την γέφυρα βιαστείς , για να περάσεις.
Ζήσε το μάταιον και ρίξε των δακρύων σου
Βότσαλα πολύχρωμα – για να στολίζω τα μαλλιά μου –
Στην ακροθαλασσιά.
Κρυονέρι Κυριακή 27/1/19
Ώρα 6:45΄μ.μ
ΞΕΧΑΣΤΗΚΑ
Σηκώθηκε, άνοιξε το παράθυρο
Για να περάσει το φεγγάρι,
Φόρεσε το καπέλο του κι έφυγε.
Πίστευα πως ήταν όνειρο.
Κι άγρυπνη τον περίμενα
Στα φεγγάρια γαντζωμένη.
Μέσα μου βαθιά, το’ξερα πως δε θα’ρθει.
Κοίταξα στον καθρέφτη που έμενε
Αδιαμαρτύρητα στον τοίχο καρφωμένος
Κι είδα το ηλιοβασίλεμα πάνω μου
Κατάσαρκα φορεμένο.
Πώς ξεχάστηκα με τα φεγγάρια!
Κρυονέρι
Σάββατο 2/2/19
Ώρα 8:15 μ.μ.
ΠΑΛΛΕΥΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ Στο Δημήτρη Δουγένη
Μην πείτε σ’αυτούς που καρτερούν,
Πως θα’ρθω.
Δεν έχω τίποτ’άλλο.
Τίποτε πλιότερο να δώσω.
Στο κίτρινο των Νάρκισσων ξόδεψα τη ζωή μου.
Στου φεγγαριού – μισόλογα εμβόλισα – τη χάση.
Της ΔηΪάνειρας το σώμα μου ντύθηκε φαρμάκι.
Εναγκαλίστηκα στην έρημο
Ακανθοφόρους κάκτους.
Άστρα φωτεινά κρέμασα στην ομίχλη,
Για μια ψευδαίσθηση, για μια μαρμαρυγή.
Ό,τι περίσσευμα , στης θάλασσας
Το πήγανε – έλα το’ριξα
Στον ήλιο ν’αργαστεί.
Μόνο τους χτύπους της καρδιάς μου
-Να μ’αφυπνίζουν – κράτησα
Κι ένα λευκό- πάλλευκο τριαντάφυλλο
Για μιαν αλήθεια.
Παρασκευή 8/2/19
Ώρα 11:50΄π.μ.
Κρυονέρι
Γλύκα Γκίκα - Βιογραφικό Σημείωμα
Εισαγωγή
Η κα. Γλύκα Γκίκα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ευηνοχώρι Μεσολογγίου. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Ι.Π. Μεσολογγίου. Είναι παντρεμένη με το οικονομολόγο Κωνσταντίνο Γκίκα και έχει 2 υιούς, τους Δημήτρη και Μάριο. Προερχόμενη από μια δραστήρια οικογένεια στον χώρο των επιχειρήσεων και του εμπορίου, στράφηκε στις εμπορικές δραστηριότητες σε πολύ μικρή ηλικία όπου και απασχολήθηκε επαγγελματικά. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, ασχολήθηκε και με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις τις οποίες και διατηρεί έως σήμερα. Όντας μια έντονα δραστήρια και πολυδιάστατη προσωπικότητα, σε ηλικία 12 ετών έκανε τα πρώτα της βήματα στην ποίηση και στην ζωγραφική. Έκτοτε, έχει συγγράψει μια σειρά ποιητικών συλλογών και μυθιστορημάτων.
Έργα
Το 1999, κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο μυθιστόρημα, από τον εκδοτικό οίκο
Μπαρμπουνάκης το με τίτλο « ΤΟ ΑΝΤΙΤΙΜΟ».
Το 2002, εξέδωσε την ποιητική συλλογή «ΗΧΟΙ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ».
Το 2003, εξέδωσε την ποιητική συλλογή «ΑΓΟΥΡΑ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ».
Το 2004, εξέδωσε την ποιητική συλλογή «ΑΚΑΙΡΕΣ ΑΠΟΥΣΙΕΣ».
Το 2005, εξέδωσε την ποιητική συλλογή «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»