11 Δεκεμβρίου. Παγκόσμια ημέρα βουνού. Θα δούμε πώς το ύμνησαν οι ποιητές στα βάθη του χρόνου!
Το τραγούδι των βουνών-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά γυμνά, βουνά πρασινισμένα,
μικρός αν είμαι, αισθήματα τρανά γεννάτε μέσα μου και ταιριασμένα!
Μιας εποχής πανάρχαιης, μιας χρυσής, σβηστής, με τρώγ’η ενθύμηση κ’η ελπίδα
μου φαίνεται, βουνά, πως είστε εσείς η πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα.
Θαρρώ, σε τέτοια σκοτεινή εποχή, κρυμμένη σε καιρών αγνώστων βάθη,
κατέβ’η ονειρεμένη μου ψυχή και φώλιασε στα ύψη σας κ’εστάθη.
Κ’εστάθη κ’έζησε με τους αϊτούς,με της γης τους πρωτόλουβους ανθρώπους,
με τους αγρίους και με τους δυνατούς, σ’απάτητα λαγκάδια, σ’άλλους τόπους.
Γι’αυτό καημοί δέρνουν εμέ κρυφοί, και στα πλευρά σας και στα μονοπάτια,
σε καθεμιά σας ρίζα και κορφή καθώς υψώνω προς εσάς τα μάτια.
Κι αν είναι αλήθεια αυτό,και δεν πλανά κανένα μάγον όνειρον εμένα,-
βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά πρασινωπά, γαλάζια, μαυρισμένα,
Βουνά,παιδιά γιγάντια της Γης, βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια,
που έχετε τη λαμπράδα της αυγής για χαμογέλιο, για στολή τα χιόνια,
που χύνετε θυμό σας φλογερό την αστραπή, το μαύρο νέφος θλίψη,
και μίλημά σας το γοργό νερό που με βοή κατρακυλά απ’τα ύψη,
που έχετε χίλιες γνώμες και καρδιές κι αγάπη και χαρά και περηφάνια,
σαν τους ίσκιους σας και τις ευωδιές, σαν τα πουλιά, τ’αγρίμια, τα βοτάνια,
που έχετε τη δική μας τη ζωή και τα δικά μας έχετε πρωτάτα,
και μοναχά σας λείπουν, κ’είστε θεοί, τα γεράματα πάντα είστε με νιάτα!
Βουνά των ξένων τόπων σκοτεινά που γλυκοχαιρετίζεστε με τ’άστρα,
κρυφτά στην καταχνιά παντοτινά, άσωστα, απάτητα, άπαρτα σαν κάστρα,
Βουνά της γης αυτής ελληνικά, διάφανα, καθαρά, πελεκημένα
από τεχνίτη χέρια γνωστικά σα μετρημένα αγάλματα ένα ένα,
που κρύβετε τα μάρμαρα λευκά και μοσχομυρισμένα τα λουλούδια,
και πιο γερά απ’τις πέτρες, πιό γλυκά κι απ’τους ανθούς τα κλέφτικα τραγούδια,
κι από τα χαύνα πλήθη εσείς μακριά,σε χρόνια σκλαβωμένα, θαμπά, κρύα,
θρέψατε εσείς του Γένους τη Θεά, την αιθεροπλασμένη Ελευθερία!
Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά με δύναμες γιομάτα και με κάλλη
ώ! δώστε μου απ’τη χάρη σας ξανά, και κάμετέ με όμοιον μ’εσάς και πάλι!
Καθώς η πρώτη ακτίνα του ουρανού φωτίζει εσάς πριν φωτιστούν οι κάμποι,
θέλω κ’εγώ μεσ’στο δικό μου νου το φως το αληθινό να πρωτολάμπει.
Από τα ύψη θέλω μαγικό τον κόσμο και οι ματιές μου ν’ αντικρίζουν,
του κόσμου τη βοή να μη γροικώ, και τανάξια πάθη να μη μ’εγγίζουν.
Και θέλω οι στοχασμοί μου καθαροί να μένουν, σαν τα χιόνια στην κορφή σας,
και να θυμάται πάντα η θλιβερή ψυχή μου πως επλάστηκε αδερφή σας.
Γιατί κλειστή η ψυχή μου σε κορμί μισό, σκυφτό, σ’έν’άρρωστο κουφάρι,
κ’έχασε την ακράτητην ορμή, την ορμή που είχε απ’το βοριά σας πάρει.
Και σαν αϊτός που του έκοψαν κακοί και οι άνθρωποι τα δυο πλατιά φτερά του
και σέρνεται και πέφτει εδώ κ’εκεί και δείχνεται περίγελο άνω κάτου,
έτσι πολλές φορές κ’η ανθρωπινή ψυχή, κι αν ζει κι αν χάνεται εδώ πέρα
και άπραγη και δειλή και ταπεινή, είναι γιατί τον έχασε τον αέρα
τον πρώτο, γιατί ξέχασε κι αυτή από ποιο μέρος έφτασε, ποιο χέρι
την ωδήγησε πρώτο, είναι γιατί πού θα ξαναγυρίσει δεν το ξέρει.
Ώ! καν εσείς, βουνά ψηλά, βουνά που μια φορά τον ήλιο επρωτοείδα
κάμετ’εσείς, να μη σας λησμονά ποτέ η ψυχή μου, ω πρώτη μου πατρίδα!
Και κάμετε η θωριά σας να γεννά αισθήματα μεγάλα, ταιριασμένα,
σ’εμένα το μικρό, ψηλά βουνά, με γιούλια και με ρόδα πλουμισμένα.
Και κάμετε να ελπίζω πως θα ρθω, μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μου
στα ύψη σας, να ξανανταμωθώ μ’εσάς, πατρίδα αληθινή δική μου!
Πηγή: Τα μάτια της ψυχής μου
(Από το άξιον εστί)-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν
οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
[…] Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις στη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Πηγή: Άξιον Εστί
Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού -ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (Απόσπασμα)
(Στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ένα παλιό μισοερειπωμένο αρχοντικό. Φθινοπωριάτικο βράδυ. Σ’ ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού, η μεγάλη ανύπαντρη κόρη, κάπου 70 χρονώ, μιλάει στην παλιά τροφό της. Η Τροφός θα ’ναι περισσότερο από 100 χρονώ, ίσως και 200. Μοιάζει με μια ταριχευμένη αιωνιότητα, απόλυτα σιωπηλή, υπομονετική, αινιγματική, σαν ζυμωμένη με χώμα που, απ’ τον παλιό καιρό, έχει σκάσει ο πηλός τόπους τόπους. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο. Το υπόλοιπο σπίτι φαίνεται ακατοίκητο. Μια νυχτερίδα χτύπησε στο τζάμι. Πότε πότε, η φωνή μιας κουκουβάγιας ακούγεται απ’ το βουνό, ανάμεσα στα λόγια της αιώνιας παρθένου):
Νένα, μη σβήσεις ακόμη το φως. Κάθισε λίγο μαζί μου.
Σαν σβήνει το φως, δεν έχω πια πού να μείνω,
χάνω τον ορισμένο χώρο, τον σχεδόν δικό μου. Νιώθω τότε
την κυριαρχία του πελώριου βουνού πάνω στη μοίρα μας· — αυτό το βουνό
όρθιο μπροστά στο παράθυρο, κλείνοντας το παράθυρο,
κολλημένο στο σπίτι — δεν αφήνει το σπίτι ν’ ανασάνει,
ιδίως απ’ το μέρος του γυναικωνίτη. Μ’ ένα κομμάτι βράχο,
φραγμένο το παράθυρο. Από παιδί το φοβόμουν. Τ’ απογεύματα
έπεφτε ο ίσκιος του νωρίς, βούλιαζε ολόκληρο στο σπίτι·
μόνο το υδραγωγείο, σκαμμένο μέσα στο βουνό,
είχε μια κάποιαν ανεξαρτησία, μια φωνή δική του,
σαν έντερο τεράστιο, μαλακό, που τρυπούσε την πέτρα
και λειτουργούσε μόνο του με το νερό, με σκοπό και με θέληση
κάπου να πάει, κάτι να κάνει, αψηφώντας
το βουνό και τον ίσκιο του βουνού.
Στα παιδικά μου χρόνια,
τις νύχτες, στο κρεβάτι, όταν σβήναν οι λυχνίες
κι η κάπνα γαλάνιζε μες στο σκοτάδι, πριν απ’ τον ύπνο,
άκουγα το πελώριο πέλμα του βουνού να σηκώνεται
για να πατήσει μες στην κάμαρα, και τότε
αυτό το υδραγωγείο σκεφτόμουνα για να πάρω κουράγιο,
αυτό μονάχα με υπεράσπιζε·
και μια μικρή αντιφεγγιά στο ασημένιο καντηλέρι
ήταν σαν ένα χέρι λιγνό που ’χε επιζήσει απ’ τον ίσκιο του βουνού,
ένα χέρι που κρατούσε κι εμένα στην επιφάνεια
κι έτσι μπορούσα κάπως να κοιμηθώ, ξέροντας
πως πάνω μου υπάρχει ένα άνοιγμα ή ένας μικρός γάντζος
απ’ όπου, το πρωί, θα μπορούσα να πιαστώ, να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.
Απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού
ήταν ο μέγας κάμπος ανοιχτός (λέω: ήταν,
σα να μην είναι πια το σπίτι μας, σαν να μην είμαστε)·
όμως κι εκεί σκοτείνιαζε μεμιάς μέσα στο δείλι
κι ήταν αόριστη η έκταση, επίβουλη η θέα, —
μόνο ένα σύννεφο, κάποτε, τρυφερό, βιολετί,
αρμένιζε μοναχικό μες στο θολό ουρανό, πάνω απ’ την κατασκότεινη πεδιάδα,
σαν ένας μικρός, ξεριζωμένος κήπος
ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη
από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας
φωτισμένης από μέσα έτσι που να προβάλλονται
οι ρόδινες σκιές των πλεούμενων στον αέρα του λυκόφωτος.
Με τρόμαζε κι αυτό, ίσως πιότερο
κι απ’ το βουνό, σα να ’ταν κάτι να μας πάρουν
ή κάτι να μας φέρουν κι είμαστε απροετοίμαστοι —
γι’ αυτό σου ’λεγα τότε ν’ ανάψεις τις λάμπες
να λήξει αυτή η αναμονή κι η αβεβαιότητα
να μείνει ολόκληρη η απόφαση της νύχτας
και το επικυρωμένο, το παραδεγμένο βάρος της
μαζί με την αιώνια προαίσθηση πως μετά τα μεσάνυχτα
δώδεκα προσωπιδοφόροι θ’ αποκεφαλίζανε
τα δυο πέτρινα λιοντάρια της πύλης, — όπως κι έγινε.
Αν έμενα κάποιες φορές ώς αργά στο προαύλιο,
δεν ήταν για να υποδεχτώ τη φίλη μου τη νύχτα (γιατί φίλη μου;)
να μου δανείσει το σκοτεινό της ένδυμα, να μ’ εξοικειώσει
μ’ αυτό το μόνιμο φόρεμα του πένθους, άβγαλτο από πάνω μου
απ’ τα δέκα μου χρόνια, σα να ’ταν το πετσί μου, — όχι,
ήταν να δω τις τελευταίες ανταύγειες του ηλιογέρματος
στα τζάμια των σπιτιών, κάτω στον κάμπο,
σαν σινιάλα φωτιάς άγρυπνων, μυστικών φυλάκων
από λόφο σε λόφο, από προάστιο σε προάστιο,
για κάτι άλλο επιτέλους· ώσπου ν’ ανάψουν τ’ άστρα και τα φώτα
πίσω απ’ τα παράθυρα, κι όλη η ρευστότητα του απόβραδου
να γίνει ένα μπράτσο ορισμένο, ένα μπράτσο κατάστικτο, — το μπράτσο
ενός φυλακισμένου που δεν είναι παρά φυλακισμένος.
Δεν ξέρω, απόψε νιώθω την ανάγκη να μιλήσω, — τώρα
που τίποτα πια δε σημαίνει να μιλήσω ή όχι. Τούτο το απόγευμα
ήτανε τόσο μακρινό κι αδιάφορο που σου άφηνε κάποια ελευθερία.
Θυμάσαι κείνα τ’ απογεύματα; — είχαν μια γκρίζα εχθρότητα
μες στην ευγενική τάχα χλωμάδα τους· άκουγα τους ίσκιους
να πέφτουν από τις γερμένες στέγες στάλα στάλα,
μια αόρατη, άηχη βροχή — προπάντων τα λούκια
σαν κουρασμένα λαρύγγια μπουκωμένα σιωπή,
κι η σκιά στρογγύλευε μέσα τους και κόβονταν
σε σκοτεινά, ανεξαργύρωτα νομίσματα που πέφταν απ’ το στόμιο
στο χώμα χαμηλά κι αφομοιώνονταν απ’ το χώμα. Τί να μιλήσω
μια κι ο χρόνος έχει περάσει πια για μένα, και σε τίποτα
δε με ωφελεί η εξομολόγηση κι ούτε κανέναν άλλον
κι ούτε έχω διάθεση να σκέφτομαι ωφέλειες και χρέη —
Κάτι τέτοια ποτέ δε μ’ απασχόλησαν —πολύ λιγότερο τώρα—
μα ίσως και να τα σκέφτηκα —δε θυμάμαι, δεν ξέρω—
κι ίσως και τώρα ακόμη κάτι να ζητώ να καρπωθώ
κι ίσως μάλιστα και κάποιον να ωφελήσω —ποιόν;— δε θέλω να ρωτιέμαι,
δε θέλω πια να παρακολουθούμαι. Αρκεί. Μονάχοι μας φθειρόμαστε
πιότερο απ’ όσο μας φθείρουν τα γεγονότα κι ο χρόνος.
Νένα, πώς απομείναμε έτσι οι δυο μας; — εσύ η πιο γριούλα
κι εγώ η πιο κουρασμένη, — εσύ μονάχα να θυμάσαι
κι εγώ να σκέφτομαι και να ξεχνάω — οι δυο μας
σ’ ένα σημείο απόλυτο καθένας μιας δικής του ματαιότητας —
εσύ ίσως όχι· βλέπω πάντα τα χέρια σου να τρέμουν
όταν ανάβουν κάθε βράδυ το σπίρτο — μήπως τάχα
απ’ τη συγκίνηση που εργάζονται ακόμη
ή μήπως απ’ το φόβο γι’ αυτά που εξαφανίζονται απ’ το φως
ή για κείνα που δείχνονται στο φως; Πώς έχουμε ζήσει;
Και τούτο το βουνό πώς τ’ αντέξαμε; — μια πέτρινη παλάμη
μαύρη, βαριά, πάνω στο στήθος μας, απ’ το χάραμα κιόλας
όταν ελάχιστα αστέρια μουδιασμένα, σα στάλες
από άσπρο κερί σ’ ένα στιλπνό σανίδι, αυτοδιαλύονταν
σαν αποσιωπήσεις του δικού μας ύπνου, αποφεύγοντας
να πουν για τις τέσσερις λαμπάδες που έλιωσαν
στις τέσσερις γωνιές ενός μεγάλου φερέτρου.
Πηγή: Ποιήματα ΣΤ΄, Κέδρος
Επιστροφή στο βουνό-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Δε θα ξανάρθω πια κοντά σου
να μην ακούσεις το ποτάμι
που μες στο στήθος μου κυλά.
Αν δεις τον ήλιο να σου γνέφει
τον έσπερο να σε ρωτά,
βάλε τα σπάρτα τα μαλλιά σου
τις μυγδαλιὲς στην αγκαλιά σου
κι᾿ έβγα νυφούλα στα βουνὰ.
Έβγα νυφούλα στα βουνά,
κι᾿ αν σε ρωτήσουνε τ᾿ αλάφια,
αν σε ρωτήσουν τα πουλιά,
πες τους, θα βγω με το φεγγάρι,
με τρεις αγγέλους συντροφιά.
Διπλὸ γαρούφαλο στ᾿ αφτί μου,
η μάνα μου και τ᾿ άλογό μου,
ο Ιησούς Χριστὸς κ᾿ εφτὰ παιδιά!
Πηγή: Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου
Φρονίμεψαν οι βουνοκορφές -ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Φρονίμεψαν οι βουνοκορφές
Απ' την πολλή μοναξιά
Αετός τις εγκατέλειψε
Κι έτσι μοιάζουν αμάλαγη
Σπηλιά
Που χόρτασε τον ήλιο
Προτού ανθήσει ο ήλιος στη σκιά.
Πηγή: Βικιθήκη
Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά -ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά
Κάποτε
Με καρδιές γεμάτες σαν τουφέκια
Να σηκωθούμε πάνω από τα δάση
Να χαιρετήσουμε την αυγή
Με μαντήλια και κρίνους
Να πέσουμε πάνω στους αγρούς
Σαν να είμαστε κορυδαλλοί
Σαν να είμαστε πάνω απ' τη χλόη
Οι μεγιστάνες τ' ουρανού
Οι αγγελιαφόροι της χαράς
Του σιταριού οι αφέντες.
Πηγή: Βικιθήκη
Βουνά γλυκά σαν πρόσωπα -ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Βουνά γλυκά σαν πρόσωπα
Κοιτάξανε τη λίμνη
Εδείρανε τα δέντρα
Εμέστωσαν με χάδια τα πουλιά
Τραγούδησαν σκοπούς αγγελικούς
Διασκεδάζοντας τον ήλιο
Ξυπνώντας τη σιωπή μες στον αιθέρα
Και τα λουλούδια φέρνοντας ψηλά
Φωνές που περπατούσανε σαν μνήμη
Σαν άλλη χλόη μες στον ουρανό
Πηγή: Βικιθήκη
Ζεστή ανάσα του βουνού-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Ζεστή ανάσα του βουνού
Κάθομ' εδώ που κελαηδούν τ'αστέρια
Κι έχει το χώμα μια περίεργη ιδέα
Σα να θέλει να γλιστρήσει κάτου
Σα να μη θέλει να με αφήσει μόνο.
Με τον πρώτο χτύπο της καμπάνας
Τόσα νιάτα φεύγουν
Τόσα νιάτα φτάνουν
Απ' τη φωλιά του ύπνου.
Πηγή: Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου
Πεντέλη- ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
Να' ξερες, όμορφο βουνό,
τι ενθύμησες μου φέρνουν
τ' απάτητα τα βάθητα
της μαύρης λαγκαδιάς σου.
Να 'ξερες, πώς η άβυσσο
και το τρανό της χάος
λησμονημένα και παλιά
κρυφά μου αποσκεπάζουν.
Να 'ξερες, όμορφο βουνό,
τι κελαηδεί σ' εμένα
της βρύσης σου το γάργαρο
και δροσερό νεράκι.
Να'ξερες, πως κι η πλιπ μικρή
γλυκειά σταλαματιά σου
μέσ' την καρδιά μου αρίφνητα
μου ξανανιώνει μάγια.
Να'ξερες όμορφο βουνό,
τι πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός
με τη μοσχοβολιά του.
Να'ξερες, πώς κ' η μυρουδιά
του χόρτου σου, του βάτου,
ονειροβότανου ακριβού
για εμένα μυρουδιά είναι!
Γι' αυτό βουνό μου, σ' αγαπώ
περίσσ' απ' όλα τ'άλλα
γι' αυτό μέσα στ' ανέγνωρα
και μυστικά μου βάθεια
τόσο κρυφά, τόσ' άστοχα
θερμή έχεις γένει αγάπη.
Πηγή: Άπαντα Κώστα Κρυστάλλη
Βουνά για χαμηλώσετε-ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
Βουνά, για χαμηλώσετε, κορφές, για τραβηχτείτε,
να ιδούμε κάμπους πράσινους, πλαγιές λουλουδιασμένες,
λιβάδια με τα πρόβατα, γιαλούς με τα καράβια΄
και τραβηχτήκαν οι κορφές, τα όρη χαμηλώσαν
κι είδαμε κάμπους με σταυρούς, πλαγιές με σκοτωμένους,
ανταριασμένες θάλασσες που ξέβραζαν κουφάρια
και τα κοράκια σύγνεφα και τα σκυλιά κοπάδια.
Πηγή: Τραγούδια
Βουνά-ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
Βουνά χλοερά περίγιαλα λούζονται και λιαζόνται
και μες στα βάθια του γιαλού κρεμάσαν τις κορφές τους ΄
μια ψαροπούλα από τη μια στην άλλη φτερουγίζει
και στέκει μεσοπέλαγα κι αδειάζει τους καημούς της,
να τους ρουφήξει η θάλασσα, να βγάλει ανθούς και μόσχους.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Αποχαιρετισμός του βουνού- ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ
Στο σπίτι μου ξαναγυρνώ
πάρ' το φιλί μου το στερνό,
δασάκι στη βουνοπλαγιά,
ωραίο βουνό σ' αφήνω γεια.
Πηγούλες που σας τραγουδώ,
πότε ξανά θε να σας δω,
να 'ρθω να σκύψω με χαρά
να πιω απ' τα κρύα σας νερά.
Ώρα καλή γλυκά πουλιά
κι εσείς θ' αφήστε τη φωλιά,
όμως η αγάπη μας θα ζει,
θα' ρθούμε πάλι εδώ μαζί.
Ώρα καλή στο καθετί,
κρινάκια μου που απ' το στρατί
σας έφερνα στην Παναγιά,
ωραίο βουνό σ'αφήνω γεια.
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα, δασκάλας
Ζωή στο βουνό - ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ
Στις στάνες των βουνών και στα λημέρια
μιαν όμορφη ζωήη καλοπερνώ.
Σαν κάτι παίρνει ο νους μου απ' το βουνό
και προσευχή το πάει ψηλά στ'αστέρια.
Ξυπνώ με την αυγή τη μυρωμένη,
το μύρο απ' τα πεύκα περισσό.
Και βλέπω από τη θάλασσα χρυσό,
περήφανο τον ήλιο ν'ανεβαίνει.
Στα φύλλα είναι διαμάντι η δροσοστάλα
Τ'αγέρι δυναμώνει το κορμί.
Και χαίρομαι το μαύρο το ψωμί
να τρώγουν με μυζήθρα και με γάλα.
Συχνά με τους βοσκούς πηγαίνω ως πέρα,
στην πράσινη χαρά κάποιας πλαγιάς,
που στο ξωκλήσι πάει της Παναγιάς.
Τους τραγουδώ κι αυτοί βαρούν φλογέρα.
Οι νύκτες μαγεμένες ΄ μου φωτίζουν
μικρές πυγολαμπίδες. Σιγαλιά.
Γαυγίζουν μόνο κάπου τα σκυλιά,
μουλάρια μακριά σαν κουδουνίζουν.
Ω! ας ζούσα πάντα εδώ, να' χα κονάκι
μια ολόφτωχη καλύβα από κλαδιά,
να πίνω από του βράχου την καρδιά
το κρύσταλλο, το αθάνατο νεράκι.
Πηγή: Μεγάλη Σχολική Ποιητική Ανθολογία Σταύρου Ζήγου,Εκδόσεις "Μητρέλη",Πάτραι
Τραγούδι του βουνού -(Ποίηση: Λ.Παπαδήμα, μουσική: Ι.Νούσια)
Ψηλά στη ράχη του βουνού
στο βοσκοτόπι πέρα,
τ' αρνάκια ροβολήσανε,
γλυκοχαράζ ' η μέρα.
Να, κι ο τσομπάνος παρακεί
που παίζει τη φλογέρα,
του θυμαριού σκορπίστηκε
το μύρο στον αγέρα.
Σε λίγο ο ήλιος που θα βγει
χρυσάφι θα σκορπίσει,
με τις λαμπρές αχτίδες του
γιορτάζει όλ' η φύση.
Μοσχοβολούν οι ρεματιές,
οι κάμποι πρασινίζουν
και τα πουλιά χαρούμενα,
τραγούδια χίλια αρχίζουν.
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα, δασκάλας
Τα ελληνικά βουνά - Ι. ΝΙΩΡΑΣ
Βουνά γεμάτα λεβεντιά,
δόξα τρανή γεμάτα,
δε σας τρομάξανε ποτέ
βαρβαρικά φουσάτα.
Στεκόσαστε περήφανα
κι αγέρωχα αιώνια
αμόλυντα κι ανέγγιχτα
απ' τα φευγάτα χρόνια.
Στις αψηλές σας τις κορφές,
που τις σκεπάζουν χιόνια,
γιγάντων πύργους και θεών
εχτίσανε τα χρόνια.
Σεις των Ελλήνων τρέφετε
τ' αγέραστα τα νιάτα,
βουνά γεμάτα λεβεντιά,
δόξα τρανή γεμάτα.
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα, δασκάλας
Για δες χαράζει στο βουνό- Ι.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Για δες χαράζει στο βουνό
η νύχτα,χαιρετάει,
κοντεύουν τ' άστρα να σβηστούν
κι ο ουρανός γελάει.
Γλυκιά η φλογέρα του βοσκού
από τη ράχη πέρα,
στέλνει γλυκούς χαιρετισμούς
στο φως και στην ημέρα.
Άκου τραγούδι αηδονιού
μιλεί με τη φλογέρα!
Τι συναυλίες είν' αυτές
γεμίζουν τον αέρα!
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα, δασκάλας
Στης Μάνης μας τ' απάτητα βουνά (Χορός της Μάνης)
Στης Μάνης μας τ' απάτητα βουνά,
που η Δόξα βασιλεύει
και στον Ταΰγετο ψηλά
το θρόνο έχει η Λευτεριά.
Στις ράχες του Πολυάραβου
και στου Διρού ακρογιάλι,
στης Βέργας τ' αλμυρά νερά
τρόπαια έχει η Μάνη.
Ελευθεριά ή Θάνατος
είναι το έμβλημά μας
κι η Ιστορία με χρυσά
θα γράψει τ' όνομά μας.
Επωδός
Μανιάτες και Μανιάτισσες
για μια ένδοξη Πατρίδα,
κι αίμα μας θα χάσουμε
ως τη στερνή ρανίδα.
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα, δασκάλας
Να χαμηλώναν τα βουνά (Χορός των Κυθήρων)
Να χαμηλώναν τα βουνά
να' βλεπα το Τσιρίγο,
που' χει κορίτσια όμορφα
και κόκκινα σαν μήλο.
Στην άκρη στον Καβο-Μαλιά
πιο πάνω από την Κρήτη,
και στο Τσιρίγο,τ ' όμορφο
γεννήθη η Αφροδίτη.
Δεν πάω πια στον Ποταμό,
γιατί μ'αναγελούνε,
μόν' πάω στο Μυλοπόταμο,
που με παρακαλούνε.
Ω Παναγιά μου, Καστρινιά
κι εσύ Αγία Μάνη,
να μην αφήσεις κοπελιά
δω στο Τσιρίγο μόνη.
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα, δασκάλας
Το βουνό (Ποίηση: Κ.Πασσαγιάννη-μουσική: Μ.Παπασταθοπούλου)
Λαμπρός πανώριος κόσμος
ο κόσμος του βουνού,
στα γαλανά ανεβαίνει
παλάτια τ' ουρανού.
Εμπρός! Με στέριο πόδι,
ας ανεβούμε εκεί,
που μας προσμένει ωραία
ζωή μαγευτική.
Οι γάργαρες βρυσούλες,
τα κρούσταλλα νερά
κι οι γελαστές βοσκούλες
σ'απόσκια δροσερά.
Οι πέρδικες στα πλάγια
κι όπου δροσιές πηγές,
γλυκολαλούν τ' αηδόνια
ουράνιες μελωδιές.
Εμπρός! Ας ανεβούμε
με στέριο πόδι εκεί,
παιδιά, που μας προσμένει
ζωή μαγευτική.
Λαμπρός πανώριος κόσμος
ο κόσμος του βουνού
που την ψυχή ανεβάζει
στα ύψη του ουρανού.
Πηγή: Τα τραγούδια του σχολείου, Α. Γιώτη,Σμυρνιωτάκης
Βουνά- ΟΡΦΕΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Βουνά με τα καταπράσινα δέντρα
τα πουλιά και τις λαγκαδιές,
θέλω να ανέβω σε εσάς
να σας αγγίξω
αχ,βουνά.
Χειμώνας έφτασε, χιόνι γεμίσατε
παιδιά με σκουφιά, κασκόλ και γάντια.
Χιονάνθρωποι έλατα.
Αχ,βουνά,
είστε τόσο όμορφα τη νύχτα με το φεγγάρι!
Πηγή: Το χιόνι χορεύει,Εκδόσεις Εύμαρος,2016
Θαλασσινά βουνά- ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΚΕΛΗΣ
Στήνει ο Αίολος χορός και με τον Ποσειδώνα,
καταμεσής στο πέλαγος
έστειλαν τον κυκλώνα.
Βουνό στην πλώρη υψώνεται το αγριεμένο κύμα,
το πλοίο να ρίξει προσπαθεί
στης θάλασσας το μνήμα.
Μα στ'αφρισμένα τα βουνά το πλοίο ανεβαίνει
και πάλι,απότομα,ξανά
με σάλτο κατεβαίνει.
Στο βογκητό του κύματος στην πλώρη σαν κτυπάει,
σου σβήνει την αναπνοή
το πλοίο σαν βουτάει,
Τα σωθικά της θάλασσας να θέλει να ξεσκίσει
σαν γέρνει πάλι η κουπαστή
το κύμα να φιλήσει.
Έτσι φυτρώνουν πάντοτε οι τρομεροί κυκλώνες,
μα σαν θα σβήσουν βγαίνουνε
σειρήνες και γοργόνες.
Τον Αϊ-Νικόλα έχουμε
εις την καρδιά πυξίδα,
δεν μας τρομάζουν οι καιροί
η άγρια καταιγίδα.
Πηγή: 360 Θαλασσινές Πορείες,Αθήνα 2018
Τα βουνά της Μάνης- ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΕΑΣ
Στις ακτές της τρώνε παγωτά
Δημοκρατικοί και όργανα των εθνικιστών
Τρώω και εγώ ένα διπλό παγωτό
Καϊμάκι με φράουλα
Ελληνική συνταγή
Δημοκρατική
Η πόλη κοντά στις πλαγιές
Απολαμϐάνει καθημερινά τη θέα
Με τρεις τόνους καϊμάκι
Τα βουνά της Μάνης γεμάτα απὸ πιτσιρίκια
Τα παγωτά δημιουργούνται επιτόπου όπως πάντα
Γάλα σε σκόνη και πολλά πολλά χρώματα
Σπουδαία χρώματα
Σπουδαίες πλαγιές
Πηγή: Αφροδίτη στα μπλε, Το ροδακιό, 2019
Στο βουνό των επτά χρωμάτων-ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΛΑ
Μετά την καταιγίδα, μπορεί κανείς να δει τα ορυκτά που
αιώνες τώρα μένουν κρυμμένα, κάτω από στρώματα πάγου,
σαν ανοιγμένες φλέβες, τα χρώματα να ξεπηδούν και ν'αλλάζουν
το βουνό, βάφοντας τις χαράδρες, τις κορυφές, τα κύματα και
τους κορμούς των δέντρων.
Τοπίο φαντασμαγορικό, απόκοσμα ωραίο, μόνο τότε μπορεί
κανείς να καταλάβει τον λόγο που οι τουρίστες συρρέουν
κι εμένα που γράφω γι'αυτό το γεωλογικό φαινόμενο.
Πηγή: Ταξιδιωτικές οδηγίες, Σμίλη,2020
Πέτρινα βουνά- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εκείνο το άσπρο που την όψη δεν θα χάσει
μες στου βουνού την τόσο κρύα ζεστασιά,
την ομορφιά που απομακρύνεται απ' τη σκέψη,
απ' της ψυχής, του συναισθήματος τη λάβα
αποζητώ νοητά, χαράζοντας τη μέρα
ουράνια τόξα κι αερόστατα μεγάλα
για ν'αποδράσω όχι στο άπειρο ψηλά,
μα σ'ένα πέτρινο παράδεισο μονάχα,
κάπου που λένε ότι είναι ίσως κοντά.
Άλλης διάστασης προσέγγιση ομοιάζει...
Τώρα...
Μονάχα...
Πια...
Πηγή: Ανάσες χάριτος, Οσελότος,2021
Ό,τι σε σένα ήταν βουνό-ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Ό,τι σε σένα ήταν βουνό
το ισοπέδωσαν
και σκέπασαν
την κοιλάδα σου.
Από πάνω σου περνάει τώρα
ένας δρόμος άνετος.
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Πηγή: Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Επιλογές από ελληνικές μεταφράσεις, Μαρία Λαϊνά, Ελληνικά Γράμματα, 2007
Το Τραγούδι του Βουνού- ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΕΒΑ
Ανάθημα
Σκιρτάς και το βουνό σκιρτά!
Ψυχή μου εσύ κι ω, πόνε,
Πόνε μου, δως μου, να μπορώ
να τραγουδήσω το βουνό.
Δε θα του φράξω τις ρωγμές-
-εδώ κι εμπρός χαρά καμιά.
Δως μου, ω, πόνε τις πληγές
να τραγουδήσω από ψηλά.
Ι
Ήταν εκείνο το βουνό
χωρίς δεντρά και θάμνους
ξαρμάτωτο στήθος γυμνό
χείλια παρθενικά εποθούσε
ήθελε γάμους.
Το απαιτούσε από ψηλά.
-Και στο κοχύλι των αυτιών
ξάφνου ο ψίθυρος ξεσπά
σ'ένα: ουρά!
Το απαιτούσε το βουνό
αγωνιζότανε σκληρά.
Το νιώθαμε σαν κεραυνό.
Πώς να παλέψεις τους τιτάνες;
(Ήταν το σπίτι-το θυμάσαι;-
-το τελευταίο στα περίχωρα
προς το βουνό.)
Κ' ήτανε κόσμοι το βουνό
ερωτικοί μες στην καρδιά μας.
(Σημαδεμένε απ' το Θεό
και χτυπημένε έρωτά μας.)
ΙΙ
Δεν ήταν όρος του Σινά
δεν ήταν ούτε Παρνασσός.
Ο λόφος ήταν ο γυμνός
για τα γυμνάσια.
Κι άκουγες μόνο προσταγές:
-"Επί σκοπόν!"- φωνάζαν- "Πυρ!"
Οχτώβρης ήταν,το θυμάσαι;
Δεν ήταν Μάης, μα γιατί
ήταν παράδεισος εκεί;
ΙΙΙ
Σαν σε παλάμη σου προσφέρεται ο παράδεισος
μη φυλαχτείς κι ας συμβουλεύει ο νους.
Κάτω απ' τα πόδια σου ξανοίγεται μιαν άβυσσος
και μάγια σε τραβάνε στους γκρεμούς.
Χέρια τιτάνα χνουδωτά σ'αρπάζουνε
ξερόκλαδα, πευκοβελόνες δάσου
με χίλια στόματα σε κράζουνε
και σε προστάζουν: Στάσου!
Ω,των απλών ανθρώπων όνειρο
παράδεισε των αγραμμάτων!
Εδώ μας ρίχνει το βουνό ανάσκελα
και μας φωνάζει: Κάτω.
Χαμένοι,αδύναμοι απ'τον πόθο μας
και πως να δούμε το βυθό,
σαν το βουνό μας οδηγεί αδίσταχτα
ιέρεια- μαστρωπός: Εδώ...
IV
Σπόροι της Περσεφόνης ρόδινοι
δε σας ξεχνώ μες στο χειμώνα.
Χείλια, κοχύλια άνοιχτα
μες στο δικό μου στόμα.
Ω Περσεφόνη αφανισμένη απ' τη σπορά
και των χειλιών κόκκινο κάστρο
κι εσύ με τα ματόκλαδα χρυσά
και το χρυσό σου άστρο...
Μετάφραση: Μίλια Ροζίδη
Πηγή: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι
Αρνούμαι - ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ
Μαύρο βουνό
και μου' κρυψες το φως
Καιρός-καιρός-καιρός
να επιστρέψω το εισιτήριο
στο Δημιουργό.
Αρνούμαι
να ζήσω στο Μπέντλαμ
των μη ανθρώπων.
Αρνούμαι
στις πλατείες των λύκων
να ουρλιάζω
Με καρχαρίες πεδιάδων
αρνούμαι
να συμπλεύσω
σε ρεύμα
προς τα πίσω.
Δε θέλω ούτε τις τρύπες
τ'αυτιά μου και τα μάτια.
Στον κόσμο τον τρελό σου
η απάντησή μου μία:
Αρνούμαι.
Μετάφραση: Μίλια Ροζίδη
Πηγή: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι
Ειδύλλιο στο βουνό-ΕΡΡΙΚΟΣ ΧΑΪΝΕ
Με τα χλωρά τα δάχτυλα το ελάτι
το χαμηλό παράθυρο χτυπά,
και το φεγγάρι σιωπηλό που κρυφακούει
το χρυσοφώς του μέσαθε σκορπά.
Ανάλαφρα πατέρας, μάνα ροχαλίζουν
στην καμαρούλα δίπλα πλαγιασμένοι΄
όμως εμείς οι δυο μας ξαγρυπνούμε
φλυαρώντας μες στη νύχτα ευτυχισμένοι.
Ευλαβικά πως προσευχήθηκες ποτέ σου
να το πιστέψω καν ούτε μπορώ,
εκείνος ο σπασμός των δυο χειλιών σου
δε μοιάζει να ' ναι προσευχής, θαρρώ.
Ο κρύος άσχημος σπασμός εκείνος
κάθε φορά,καλέ μου,με παγώνει,
όμως το πράο φως, τα μάτια σου που στάζουν,
το σκοτεινό μου τρόμο τον μερώνει.
Ακόμη,πως πιστεύεις αμφιβάλλω
σ'αυτόν που ως Πίστη αληθινά θωράν
"Στο Θεό Πατέρα αλήθεια στον Υιό του
στο Πνεύμα το Άγιο,πες,πιστεύεις καν;"
Αχ όταν ήμουνα μικρός,παιδί μου,
κ' η μάνα μου στον κόρφο με κρατούσε,
στο Θεό Πατέρα πίστευα,τον κόσμο
που πράος, δυνατός τον κυβερνούσε.
Σ'Αυτόν,την ώρια γη μας που'χει πλάσει
κι επά σ'αυτή τους ωραίους θνητούς,
και χάραξε των Άστρων,της Σελήνης,
του Ήλιου τους δρόμους τους παντοτινούς.
Κατόπι σαν μεγάλωσα, παιδί μου,
κ' οι στοχασμοί μου θρέψανε τη γνώμη
και γνώρισα καλύτερα τον κόσμο
στον Καλό του Υιό πίστεψα ακόμη.
Στον Υιό, που τους ανθρώπους αγαπώντας
την Αγάπη αποκάλυψε στη γη,
και που το αγροίκο πλήθος για αμοιβή του
στον Γολγοθά τον σταύρωσε μια αυγή.
Και τώρα πια που ωρίμασα, έγινα άντρας
κι έχω πολύ διαβάσει, ταξιδέψει,
και την καρδιά μου αναταράζουν τρικυμίες
με πάθος στο Άγιο Πνεύμα έχω πιστέψει.
Αυτό περίσσια θαύματα έχει κάνει
μέλλει να δράσει ακόμα πιο πολύ΄
των σκλάβων τα δεσμά συντρίβει, σπάζει
τα Κάστρα των Τυράννων καταλεί.
Πληγές θανάσιμες γιατρεύει, κλείνει
Νέους Θεσμούς και Δίκαιο Αυτό χαράζει΄
μια ευγενική ανθρωπότητα, όλο λάμψη,
με ισότιμους ανθρώπους ετοιμάζει.
Τις άρρωστες ομίχλες αποδιώχνει
σκορπίζει τα φαντάσματα του νου
που πνίγουν τη Χαρά και την Αγάπη,
το δρόμο της ζωής που τυραννούν.
Περήφανους ιππότες τ' Άγιο Πνεύμα
χίλιους έχει διαλέξει αρματωμένους,
πιστά το θέλημά του να εκτελέσουν
με φλόγα ιερή τους έχει ψυχωμένους.
Λάμπουν, αστράφτουν τ'ακριβά σπαθιά τους,
τα φλάμπουρά τους ανεμίζουνε,θροούν!
Ε! τα μάτια σου, ωραία μου μικρούλα
δε θεν τέτοιους ιππότες να χαρούν;
Τότε λοιπόν με θάρρος κοίταξέ με
κι ένα φιλί τα χείλη μου ας γευτούνε ΄
είμαι κι εγώ από κείνους τους ιππότες
που πιστά το Άγιο Πνεύμα υπηρετούνε.
Μετάφραση: Βασ.Ι.Λαζανάς
Πηγή: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι
Φωνή από το βουνό- ΕΡΡΙΚΟΣ ΧΑΪΝΕ
Ι
Περνά ένας καβαλάρης το βουνό
με αργό, θλιμμένο βήμα:
"Αχ, πάω τώρα στην κόρη που αγαπώ,
ή πάω στο μαύρο μνήμα;"
Κι ο αντίλαλος του λέει απ' το βουνό:
"Στο μαύρο μνήμα!"
Ο καβαλάρης πιο μακριά τραβά
και βαριαναστενάζει:
"Τόσο νωρίς στον τάφο; Πιο καλά,
η θλίψη εκεί ησυχάζει!"
Κι η απόκριση ήρθε πάλι απ'το βουνό.
"Εκεί ησυχάζει!"
Του καβαλάρη τότε ένα πικρό
δάκρυ στο μάγουλο κυλά:
"Βαθιά στον τάφο αν ησυχία βρω,
στον τάφο πιο καλά".
Κι η απόκριση ήρθε πάλι απ' το βουνό:
"Στον τάφο πιο καλά!"
II
Σέλωσε, δούλε, γλήγορα
κι απέ καβάλα το άτι,
τρέξε σε λόγγους, σε δρυμούς
στου Ντόγκαν το παλάτι.
Στο σταύλο εκεί ξεπέζεψε
και το σταυλίτη ρώτα
στου Ντόγκαν ποια παντρεύεται
απ' τις δύο κόρες πρώτα.
Κι αν πει πως είναι η καστανή,
τρέξε να το μηνύσεις.
Μ'αν η ξανθή παντρεύεται,
τότε μπορεί ν' αργήσεις.
Στο μάστορη άμε κι έπαρε
σκοινί που να μ'αντέξει
και γύρνα αργά και δώσ' μου το,
δίχως να βγάλεις λέξη.
Μετάφραση: Λέων Κουκούλας
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Η νύχτα και το βουνό -ΤΟΜΠΙΑΣ ΜΠΕΡΓΚΕΝ
(Η φωνή του ταξιδιώτη:)
Πίσω βλέποντας
και σιωπηλή
έρχεται η νύχτα
Κρυώνει η άμμος
Λαίμαργα σύννεφα σκύβουν πάνω από τη θάλασσα
Στο Βουνό ανάβουν σχισμές και σπηλιές
Κατά κει τραβώ τώρα
Κατά το Βουνό
Είναι μπροστά μου τώρα, ασύλληπτο, άυλο
σα στάχτη στο σκοτάδι ή αέριο
Μια συγκατάθεση, ένα είδος
άχρηστου συναισθήματος
Μπορώ να χώσω το χέρι ίσια μέσα του
Και τότε ήταν που λες κι ο αέρας πτυχώθηκε για μια στιγμή...
κυματίζει σαν από ψυχοφάρμακα σε υπερβολική δόση
(Τραγούδι έξωθεν:)
"Αυτό το πουλί
που πέταξε έξω απ' αυτό λες και η μέρα
ποτέ δεν υπήρξε
εναποθέτει στις φωλιές της νύχτας
υδρόγειους πυρετού, όπου οι άνθρωποι φωνάζουν εγκλωβισμένοι
ανάμεσα στις νεροτίγρεις..."
(Η φωνή του ταξιδιώτη:)
Κατά κάποιο τρόπο το Βουνό δεν υπάρχει πουθενά
Και η πτώση απ'αυτό ίσως προκαλείται
από ονειρεμένη διάσταση
που διαρκώς ξυπνά σ'ένα όνειρο όπου πέφτει...
Σαν ένας ορίζοντας που βγαίνει απ' τον κάθετο τοίχο
του νυχτερινού σκότους...
Μέσα από το Βουνό ψιθυρίζουν όντα
βραχνά αόρατα, μόλις
που φαίνονται, τα ασπράδια των ματιών τρεμοφέγγουν σαν γοργές
κοιλιές ψαριών
όπως τις νύχτες που συγκεντρωμένος
και σιωπηλός ψαρεύει κανείς με ρόπαλο
Μια μυρωδιά χλωρίου
εξαερωμένου αλκοόλ από βιολετί στόματα
που περνούν πεταρίζοντας και φλυαρώντας χωρίς να ακούγονται
Τραβιέμαι προς τα μέσα
Εισέρχομαι στο βουνό.
(Τραγούδι έξωθεν:)
"Τι ξέρει η βαριά γη που κινείται
δια μέσου της κρύας της θύελλας
διά μέσου κενής κόρης πουλίσιου ματιού...;
Ο άνθρωπος είναι αόρατος για τη γη
Τι ξέρει η βαριά γη..."
Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου
Πηγή: Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Επιλογές από ελληνικές μεταφράσεις,Μαρία Λαϊνά,Ελληνικά Γράμματα, 2007
Aπό το βουνό Τσουνγκ-Ναν στα μαξιλάρια και την κούπα του καλού Χιου-Σούου -LI TAΪPO
Κατηφόριζα το Γαλάζιο Βουνό
το σούρουπο,
με τη γνώριμη συντροφιά του φεγγαριού.
Πίσω μου ξετυλίγονταν το μονοπάτι
και χάνονταν μέσα στους ίσκιους.
Περνώντας απ' το χτήμα κάποιου φίλου μου,
άκουσα τα παιδιά να με καλούν
απ' την αγκαθωτήν αυλόπορτα.
Χοροπηδώντας μ' οδήγησαν
μέσ' από σμαραγδένια μπαμπού,
κι εκεί τ' αμπέλια φιλοξένησαν
τα σκονισμένα μου ρούχα.
Η χαρά με πλημμύριζε,
μια κι ήτανε να ξαποστάσω
και να τα πιούμε λίγο με τ' αφεντικό.
Τραγουδήσαμε τον ίδιο σκοπό
με τον άνεμο μέσα στα πεύκα
και σιγοσβήσαν τα τραγούδια μας
με το χαμήλωμα των αστεριών.
Τότε, σαν μέθυσα κι εγώ,
και κολυμπούσε ο φίλος μου στην ευτυχία,
ανάμεσά μας για λίγο ξεχάστηκε
ο κύκλος της ζωής.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: κινέζικη ποίηση,Πλέθρον ,Λογοτεχνία-ποίηση,1982
Διάλογος στο βουνό-LI TAΪPO
Με ρωτούν γιατί κρύβομαι στο πράσινο βουνό.
Μ'αναπαμένη την καρδιά χαμογελώ και σωπαίνω.
Όταν τα λουλούδια πέφτουνε και το νερό περνά,
ο κόσμος μου δεν είναι ο κόσμος των ανθρώπων.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: κινέζικη ποίηση,Πλέθρον ,Λογοτεχνία-ποίηση,1982
Η νεράιδα του βουνού- CHU YUAN
Ποιος είν' εκεί λοιπόν στην πλαγιά του βουνού
μες στις κολοκυθιές και τ' αμπέλια;
Ένα βλέμμα χαμένο,
ένα γλυκό χαμόγελο:
-Εγώ είμαι κείνη που ζητάς γυρεύοντας τη μοναξιά.
Τη λεοπάρδαλη και τους αγριόγατους θα ζέψω
στ' άρμα της φλαμουριάς με λάβαρα τις κανελιές.
Θα φορέσω ένα πέπλο από χειμώνανθους,
μια ζώνη από βουνίσια κούμαρα
και θα κόψω ένα λεπτό μυρωμένο κλαρί
ν'ακουμπήσω πάνω του τη σκέψη μου.
Παλάτι μου των μπαμπού τ' ατέλειωτο δάσος,
που κρύβει ολότελα τον ουρανό.
Δύσκολος δρόμος, κι εγώ φτάνω μονάχη.
Πιο κάτω απ' την κορφή του βουνού,
σιωπηλά γυροφέρνουν τα σύννεφα.
Εδώ η σκοτεινιά θυμίζει τη νύχτα.
Τ'αγέρι της ανατολής καλεί τη βροχή.
Θέλω να σε κρατήσω κοντά μου,
μα πρέπει να ξεχάσεις αδίσταχτα
το δρόμο του γυρισμού.
Γιατί σαν έρθει πιο νωρίς η άνοιξη,
ποιος θα 'ρθει να με ράνει με λουλούδια;
Όταν θα κόβω τα βότανα στις σπηλιές του βουνού,
εκεί που τρίζουν τα χαλίκια μες στις αγριάδες,
δε θέλω να δω τον πόνο στα μάτια σου
που ξέχασες του γυρισμού το δρόμο.
Αν θα δώσεις σε μένα τη σκέψη σου,
πρέπει να τη δώσεις για πάντα.
Αυτοί που ζουν στα βουνά, έχουν της κουμαριάς το άρωμα,
πίνουν το δροσερό νερό της πηγής
κι έχουν τα έλατα για σκέπη.
Με συλλογιέσαι πολύ
μα ο δισταγμός πηδά στην καρδιά σου.
- Ο κεραυνός βροντά, η βροχή καλεί το σκοτάδι,
οι μαϊμούδες στενάζουνε θλιβερά μες στη νύχτα,
ο άνεμος στριφογυρνά, τα κλαδιά σφυρίζουν.
Σε συλλογίζομαι,
μέσα στη θλίψη μου μονάχη.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση, Πλέθρον,1982
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Η αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).