Ο χειμώνας μπήκε για τα καλά κι εγώ έφτιαξα το βιβλίο των ποιημάτων της λατρεμένης εποχής με έργα του μακρινού παρελθόντος, αλλά και σημερινά! Ας το ξεφυλλίσουμε μαζί!
Τοπίο χειμωνιάτικο-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Έν'αλλόκοτο φεγγάρι,σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μες στη μέση του πελάγου,
μια βουβή μεγάλη ξέρα,πιο γυμνή κι από παλάμη,
μ' ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι,
κι ένας ίσκιος-ένα κάτι, που δεν ξέρω τι έχει χάσει,
κι από τότες φέρνει γύρα μη μπορώντας να ησυχάσει,
-παγωμένο,το χαμένο κι όλο φως εκείνο τρίτο,
σιωπούσε,κι αγρυπνούσε μες τη νύχτα, μες στο κρύο...
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης,Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Χειμώνας-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Απόψε η νύχτα είναι βαριά, κι η μνήμη μου,κι αυτή βαριά,
και κάποια θύμηση πικρή,μου τυραννεί τη σκέψη,
καθώς είν'όλα σκοτεινά,κι ακούω τη λύσσα του βοριά,
που μες στον κήπο πλάκωσε,για να τον καταστρέψει...
Δεν έχει μείνει τίποτα,μέσα και γύρω μου,γερό,
κανένα φως,ούτε μικρό,να με κρατεί στην πλάση,
-μόνο το μίσος του βοριά, σαν ένα χέρι παγερό,
που μες στη νύχτα προσπαθεί τα πάντα να χαλάσει...
Κι έτσι,μ'ανάστατο μυαλό,γυρίζω,πάλι στα παλιά,
ζητώντας απ'το "κάποτε", μια λησμονιά του "τώρα",
-μα όλες οι τότε μου χαρές,ήταν αδέσποτα πουλιά,
γοργά κι αγύριστα πουλιά,χαμένα μες στην μπόρα...
Μόνο μια θύμηση πικρή,δεν παύει να με τυραννεί,
καθώς προβάλλει,μακρινή, μες απ'τα περασμένα,
-κι αυτή,παλιά πληγή νεκρή,κι ωστόσο πάντα ζωντανή,
δεν είναι για να μαθευτεί,ποτέ,κι από κανένα.
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης,Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Χειμωνιάτικα Δέντρα-ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
Tα σκοτεινά φυλλώματα τα πεύκα αργοσαλεύουν,
σα ρασοφόροι στο βουνό που μάχονται ν' ανέβουν,
κι ο θλιβερός τους ο ψαλμός στ' άδεια βογγάει λαγκάδια
σα μουσικός αντίλαλος από βαθιά πηγάδια.
Mαζί τους κάτι ολόγυμνα κλαριά δεν αποσταίνουν
τρελά μια χειμωνιάτικη καμπάνα να σημαίνουν,
όπου τα γέρνει ο άνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
απ' το βουβό τους σήμαντρο ποτέ να βγαίνει ο ήχος.
Kαι στον καθρέφτη του νερού, που σαν την καταχνιά,
κάποτε -τ' ανοιξιάτικο το λέει το παραμύθι-
τον κήπο της Nεράιδας εστρώναν τα κλωνιά
τίποτε τώρα στα θολά δεν απομένει βύθη.
Σε ραγισμένους γύρω αυλούς οι καλαμιές φυσούνε
τα νυφικά μαλλάκια τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,
τον κήπο της Nεράιδας σβημένο νοσταλγούνε
και κλαιν τις ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές,
Ω! κι όλο σκύβουν στα νεκρά νερά τα βουρκωμένα,
ω! κι όλο σειούνται κι έχουνε μες στον πικρό βοριά
τα ίδια τα κινήματα, τ' αργά κι απελπισμένα,
που 'χομε μες στη λύπη μας κι εμείς την πιο βαριά.
Πηγή: Μεγάλη Σχολική Ποιητική Ανθολογία Σταύρου Ζήγου,Εκδόσεις Μητρέλη,Αθήναι
Χειμώνα μοσκομυρίζει-ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
Χειμωνιά μοσκομυρίζει...
Συννεφιάζει,ψιχαλίζει
κι άκου μες στα δάση
τι βουή έχει πιάσει!
Κρεμαστά από τ'αγκωνάρια
καίνε τα έρημα φανάρια .
κι οι ίσκιοι, όσο αλαργεύουν
στα ζερβά λοξεύουν.
Ίσια πάνω,στην αράδα,
μια σκεπή,μια καμινάδα,
τούφες άσπρες σπέρνει
κι ο νοτιάς τις παίρνει.
Κι ο παππούς που διακονεύει
στο πεζούλι,ούτε σαλεύει.
κι είναι σαν η εικόνα
του ίδιου του Χειμώνα.
Πηγή: Καθημερινές
Χειμώνας-ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Μαύροι δρόμοι του χειμώνα
στη γυμνή την εξοχή΄
του αμαξιού τα φώτα μόνα
τρέχουν μέσα στη βροχή.
Μέσα στην ανεμοζάλη
πρώτη ερωτική βραδιά !
Τέτοιαν άνοιξη και πάλι
που περίμενε η καρδιά;
Δυο κεφάλια πλάι - πλάι
το ένα φθινοπωρινό,
το άλλο δώρο από το Μάη,
δεν είν' είκοσι χρονώ.
- Πού σε βρήκα; Πού σε βρήκα,
άνθος της αμυγδαλιάς;
Τα μαλλιά σου έχουν τη γλύκα
μιας χελιδονοφωλιάς.
Και τα μάτια, όπως τα κλείνεις
στο φιλί, μοιάζουν κι αυτά
με τα μάτια της Σελήνης
που κοιτούν πάντα κλειστά.
Είσαι η νύχτα κι είσαι η μέρα,
είσαι ο πόνος κι η χαρά !
Γύρω μας, μες τον αέρα ,
κυματίζουνε φτερά:
Περιστέρια έχουνε φτάσει
από τόπους μακρινούς΄
φέρνουν ανθισμένα δάση
και γαλάζιους ουρανούς.
... Και τ' αμάξι, τρέχει, τρέχει
στην ασφαλτωμένη οδό.
Έξω από τα τζάμια βρέχει
κι ο χειμώνας είν' εδώ...
Πηγή: Νέα Εστία,1936
Χειμωνιάτικο τραγούδι- ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
A! τι πάλεμ’ απόψε οι ανέμοι,
πως αχούνε δεντρά και νερά,
το κρυμμένο σπιτάκι πως τρέμει,
το σκυλί στο σκοτάδι αλυχτά,
το τσακάλι στο λόγγο κι’ ουρλιάζει,
πως οσμίζεται ο λύκος μακριά,
κρύον ίδρωτα τ’ άλογο στάζει,
μάτια, αυτιά και ρουθούνια, στυλά.
Σπαθωτές αστραπές στην ασβόλη
της νυχτός, κι’ άλλες μπρος στη φωτιά,
σειέται η πόρτα να πέσει, περβόλι
τ’ ανοιγμένο σου στήθος γελά, —
στο κεφάλι αχ !ας μ’ εύρει ένα βόλι,
για κατάκαρδα μια μαχαιριά…
Πηγή:Ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Λειψία
Χειμώνας -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
Καλώς τα πρωτοβρόχια, καλώς τον τον χειμώνα
Με τις βροντές, το κρύο, το χιόνι, τη βροχή,
Θε να τραβούμε ύπνο, που θα πηγαίνει γόνα,
Χωρίς κοριός ή ψύλλος να μας ανησυχεί.
Αντίο, καλοκαίρι και σκόνη βρωμερή...
Πλακώνει ο χειμώνας με φόρεμα βαρύ.
Τι όμορφα που είναι να βρέχει, να χιονίζει,
Και συ εις το κρεβάτι κατακουκουλωμένος
Ν' ακούεις τον αέρα τον κρύο να σφυρίζει,
Και μάλιστα να είσαι κι απογυναικωμένος.
Ω! συγχωρήσατέ με, κυρίες ευγενείς,
Και την αδιαντροπιά μου δεν πέρασε κανείς.
Αλλά θαρρώ πως τούτο και σεις το λαχταράτε,
Κι αν το γλυκό σας στόμα ποτέ δεν το προφέρει,
Πιστεύω τον χειμώνα πως όλες αγαπάτε
Με πιο ζεστή αγάπη από το καλοκαίρι.
Μα μη, σεμνές κυρίες, εντρέπεσθε και τόσο,
Και τα χρηστά σας ήθη εγώ δεν θα λερώσω.
Πρέπει να λέμε κάτι για να περνά η ώρα,
Μας φθάνει τόση λίμα για την πολιτική.
Το μέλλον της πατρίδος πάει εμπρός, και τώρα
Ας κάμουμε κουβέντα διαφορετική.
Ας πούμε για το κρύο και άλλα εξυπνάδες,
Κι ας κάμουμε, κυρίες, και λίγους χωρατάδες.
Μας φθάνει πια η τόσο μεγάλη σοβαρότης,
Είναι καιρός να πούμε και λίγα χωρατά.
Ωσάν πουλί διαβαίνει η ομορφιά της νιότης,
Και τότε εις το στρώμα ο έρως δεν πετά.
Μας φθάνει του πολέμου το τόσο νταραβέρι,
Δεν έχουμε πια φόβο, τα πήραμε τα μέρη.
Δεν θα 'χουμε και πάλι καμιά επιστρατεία,
Κανείς δεν θα φοβάται να γίνει στρατιώτης,
Θα ησυχάσει ο Βλάχος και η διπλωματία,
Και θα 'ρθουμε στα νιάτα της λεβεντιάς της πρώτης.
Λίγο κρασί ή μπύρα, κανένα γλυκό μάτι,
καμία εσπερίδα, και έπειτα... κρεβάτι
Ψυχή μου τι ωραία!.. να! να! ακούω μπρος μου
Τους φίλους επιστράτους με νέα ρεδιγκότα
Στις Λαύρες τους να λένε "ψυχή μου, ήλιε, φως μου"
Ακέραιοι και σώοι κι αφράτοι καθώς πρώτα.
Εις το κορμί δεν έχει κανείς λαβωματιά,
Μα έχει λαύρα μέσα και φλόγα στη ματιά.
Πηδούν και τρέχουν όλοι γι' αγάπη διψασμένοι,
Και μες στη μυρωδάτη κοπέλας αγκαλιά
Τις ώρες του πολέμου θυμούνται οι καημένοι,
Και σβήνουν τη φωτιά τους με χάδια και φιλιά.
Τον πόλεμο, το κράνος, τον σάκο βλαστημούν,
Και δως του μ' ένα κι άλλο φουστάνι πολεμούν.
Ειρήνη κι ησυχία, με κάστανα, με μήλα,
Με τσάι, μ' εσπερίδες, με πιάνα, με χορούς...
Πιο γρήγορα, λεβέντη χειμώνα, κατρακύλα,
Και δεν θε να μας εύρεις σας πέρσι σοβαρούς.
Τουφέκι πια δεν έχει σε τούτο τον καιρό,
Μόνο κρασί, γυναίκα, μεθύσι και χορό.
..........................................................
Δεν θέμε πολεμάρχους να έχουμε κοντά μας,
Εμείς ζητούμε ανθρώπους ήσυχους και γλεντζέδες,
Να μη μας ξεκουφαίνουν με πόλεμο τ' αυτιά μας,
Και να μας λεν τραγούδια ειρήνης κι αμανέδες.
Εφέτος ησυχία, ύπνος βαρύς, γαλήνη,
Κι ο Μπούμπουλης, αν θέλει, πολεμικός ας μείνει.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό «Μη Χάνεσαι" ,Σεπτέμβριος 1881.
Ο χειμών- ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
Φύσησε πάλι ο βοριάς με θυμό
Κι ο γέρος μας ήλθε ψυχρός ο χειμών.
Τ' αηδόνι τη φύση ως πριν δεν υμνεί,
Η γη μας αστόλιστος μένει γυμνή.
Κελάηδημ αφήνει ο κόραξ τραχύ,
Κι ο βράχος με πένθος το κρακ αντηχεί.
Τα ρόδα, τα άνθη, τα φύλλα στην γη
Ωχρά τα σκεπάζει φθορά και σιγή.
Παντού ερημία, παντού σιωπή!
Η φύση κοιμάται ωχρά σκυθρωπή!
Πώς μοιάζει, Θεέ μου, ο μαύρος χειμών
Την υστερινή ώρα, το τέλος ημών!
Πηγή:http://ola-ta-kala.blogspot.com
117-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.
Πηγή: Ο κύκλος των τετράστιχων
ΧΕΙΜΩΝΑΣ- ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
(Από το Λεύκωμα της Μυριέλλας - Μοιρίτας)
Τα πάντα κρύα και μαύρα και δαρμένα,
γέρο χειμώνα, σέρνεσαι και κλαις.
Μα να! βουβά τραγούδια οι μενεξέδες,
ανθούνε γαληνές οι μυγδαλιές.
Γοργόνειρο η ζωή σας, μενεξέδες,
η πνοή σας αθάνατο νερό.
Μυγδαλιές, θα σας κάψει τ' αγριοκαίρι,
το γέλιο σας δροσάτο, ευγενικό.
Παρηγορήστε τους δυστυχισμένους,
μπάλσαμο ελάτε στις λαβωματιές,
βουβά, βαθιά τραγούδια, ω μενεξέδες,
νυφούλες γαληνές, ω μυγδαλιές
Πηγή:http://ola-ta-kala.blogspot.com
Χειμώνας -ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Και στ’ άσπρα νέφη τώρα μολυβένια,
στη μολυβένια γης πό `γινεν άσπρη
τηράω ενός πολέμου σκληρήν έννοια,
μα θα ’ρθει της ανοίξεως χρυσό τ’ άστρι,
το πάντοτε για την καρδιά μου ξένο,
που θα’ βρει το μυαλό μου αναλυμένο!
Πηγή: stixoi/info
Χειμερινή διαύγεια – ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ’ ή επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό,
μες στην ασφυκτική διαφάνεια
Το σπίτι του συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ’ το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι της τραπεζαρίας —
κ’ οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, πού χάσανε τη δύναμή τους και το
χρώμα τους
και λίγο – λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους —
“Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τί να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;
“Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα —
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα της άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα – στρώμα με
παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ’ είναι μια λύπη να το θάβεις — μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως της άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως του καλοκαιριού κ’ η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φως κ’ οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ’ αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ’ αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.
Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια- ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
ή σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία του φθινοπώρου.
Κ’ έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, ή άλλη μέθη, της περισυλλογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ' τ' απωλεσμένα — κι όχι να εκβιάζεις
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ’ ήταν πάλι ανθισμένες -
ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.
Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος,
περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ’ τα ωχρά χωράφια της φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ’ ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα ‘χεις
είναι σχεδόν σα να τα ‘χεις, -τα ‘χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ’ ίσως με ειλικρίνεια.
Πηγή: Χειμερινή διαύγεια,1982
Χειμωνιάτικη βραδιά – ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Η βραδιά, μια Παναγιά
μ’ ασημένια κρίνα,
αχ, καημένη μου καρδιά,
πάνε τώρα εκείνα.
Η βδομάδα μας χλωμή,
πατημένο γιούλι,
το πικρό, πικρό ψωμί
και το μεροδούλι,
το πικρό, πικρό ψωμί
και το μεροδούλι.
Σαν φτωχό, φτωχό πουλί
που κουτσαίνει λίγο,
με πονάει η βραδιά πολύ,
ώρα πια να φύγω.
Πηγή:11 Λαϊκά Τραγούδια Του Γιάννη Ρίτσου
Χειμώνας-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Τί ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τί τέλεια που μαραθήκαν
και αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλες της
τα κάστανα θα τη ζηλέψουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές
Πηγή: Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο,1958
Χειμερινά σταφύλια-ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της.
Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνει.
Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια
εσπάθισαν τη φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε.
Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύσει κατά των υπερπόντιων καρχαριών
που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μύγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη.
Κ’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται
από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
Πηγή: Υψικάμινος,1935
Το κορίτσι του χειμώνα- Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Αγρυπνούν τα παιδιά μες απ’ τα χρόνια,
τα παιδιά που είμαστε άλλοτε και μεις,
εραστές της αμέριμνης στιγμής,
και γεμίζουν τον όρθρο χελιδόνια.
Το κορίτσι διαβάζει ένα βιβλίο:
ξεχειλίζει απ’ το φύλλο υγρή ματιά–
–χειμωνιά του Γενάρη: ωχρή αντηλιά
μες στο σπίτι, στο δρόμο άκαρδο κρύο.
Το κορίτσι ονειρεύεται: ένα χέρι
τον ελάχιστο αδράχνει άσπρο καρπό.
Σ’ ένα χείλος ανθεί το «σ’ αγαπώ»
κι είναι ακόμα μεσημέρι!
Το κορίτσι ονειρεύεται το βράδι,
το δρομάκι τ'απόμερο εκεί δα,
που το ζήσαμε με άστατη καρδιά,
το δρομάκι όλο δίψα και σκοτάδι.
Τα παιδιά συλλογιούνται τώρα μόνα,
τα παιδιά, που είμαστε άλλοτε και μεις:
αίθρια μνήμη –σα ρόδο της αυγής–
το κορίτσι του αγύριστου χειμώνα.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Χειμώνας 1942-ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.
Εφτά μέρες
Η μια πάνω απ’ την άλλη
Δεμένες
Ολόιδιες
Σα χάντρες κατάμαυρες
Κομπολογιών του Σεμινάριου.
Μια, τέσσερις, πενηνταδυό.
Έξι μέρες όλες για μια
Έξι μέρες αναμονή
Έξι μέρες σκέψη
Για μια μέρα
Μόνο για μια μέρα
Μόνο για μιαν ώρα.
Απόγευμα κι ήλιος.
Ώρες
Ταυτισμένες
Χωρίς συνείδηση
Προσπαθώντας μια λάμψη
Σε φόντο σελίδων
Με πένθιμο χρώμα.
Μια μέρα αμφίβολης χαράς
Ίσως μόνο μιαν ώρα
Λίγες στιγμές.
Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό
..................................................................
Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.
Ένα κίτρινο χιονόνερο.
Πηγή: Εποχές, 1945
Χειμώνας - ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλιώτικα
το πέρασες το καλοκαίρι.
Δε χρειάζεται μεγάλα πράματα
κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσεις,
μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
ένα καλοκαιράκι του Θεού.
Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνει
που νάτος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
και μήνυσε πως έρχεται;
Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
για να περάσεις τον χειμώνα.
Και δεν την έχεις τη χαρά αυτήν εσύ.
Πηγή: Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής,1954
Νύχτα χειμώνος-ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ
Ω, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή,
μια τέτοια νύχτα-σαν κι απόψε-του χειμώνος,
να βρίσκεσαι σε μια επαρχία μακρινή,
πλάι σ'ένα τζάκι: αγροτικό...και να'σαι μόνος!...
Να'χεις στα χέρια τη μασιά,κι αργά μ'αυτήν,
ώρες,ασκόπως,τη φωτιά να συνδαυλίζεις΄
να'ναι στις φλόγες καρφωμένο αχνό το βλέμμα σου
και διαρκώς...το ίδιο μοτίβο να σφυρίζεις!...
Κι εκεί,σ'αυτή τη στάσιν, ήσυχα-ήσυχα,
-χωρίς να χαίρεσαι και δίχως να λυπάσαι-
τα περασμένα που για πάντα πια περάσανε,
τα περασμένα σου όλα να θυμάσαι!...
Κι ακόμα εκεί,με μια φιλοσοφίαν απλή,
τη ματαιότητα της ζωής να διαπιστώνεις΄
να νιώθεις το άσκοπο του όποιου και να'ναι αγώνα σου
και κάθε πόθο σου...γαλήνια να σκοτώνεις!...
Κι ω! δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή,
τη νύχτα αυτήν,όταν στο τέλος αποκάνεις,
γλυκά τα μάτια να σφαλίσεις και να κοι-
μηθείς ...κι αν σου'ναι δυνατόν και να πεθάνεις!
Πηγή: Το Φιλμ της Ζωής,1934
Ήρθε ο χειμώνας...-ΜΙΧΑΗΛ ΑΚΥΛΑΣ
Ήρθε ο χειμώνας κι άπλωσε την πάχνη της σιγής.
Τα τελευταία λουλούδια έχουν πεθάνει.
Στέρεψε της ζωής το συντριβάνι,το γέλιο της πηγής.
Μέσα μου ζει ο αντίλαλος μιας τελευταίας στιγμής.
Πού'ναι ο βοριάς τα φύλλα να σαρώσει;
Τ'άσπρα φτερούγια έχουν ματώσει΄
δεν θα περάσει πια κανείς.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Χειμώνιασε-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΝΑΣ
Χειμώνιασε,μήνας Σποριάς. Κάθε ημερούλα τώρα
ένα ζυμάρι απ'τα βουνά της Θεσσαλίας τριγύρω,
το χιόνι κατεβαίνοντας,σκεπάζει και το ασπρίζει.
Στα δίστρατα βροντοκοπάν οι κύπροι απ'τα μουλάρια
που ξεκαμπάν αραδιαστά κι αγάλια-αγάλια πάνε.
Καθώς οι βλάχοι ροβολάν κάτω στα ριζοχώρια,
στο Μαυρομάτι,στο Καππά,στην Πόρτα,στο Μουζάκι,
κι οδεύουνε κοπαδιαστά κάτω προς του Φαρσάλου
τον κάμπο. Κι όταν φεύγουνε κι όταν αδειάζει ο τόπος,
στης Λαζαρίνας το χωριό,έξω μακριά απ'τα σπίτια,
σαν καλογιάννος που έμεινε ερημίτης μες στη χώρα
ο γελαδάρης τη βαριά την κάπα σέρνει ως κάτω
και σαλαγάει κατακαμπίς το βουκολιό όλη ' μέρα.
Στάζει από πάνω το νερό κι η λασπουριά ως το γόνα.
Μια πέτσινη απ'την τσέπη του καπνοσακούλα βγάνει
κι ένα καλαμποκόφυλλο,να στρίψει ένα τσιγάρο΄
Κι είναι τα χέρια ανήμπορα,παράλυτα απ'το κρύο.
Μες στην καλύβα τη μικρή την αχεροφκιαγμένη,
που είναι σαν κόρφος γουβωτή και κλει μες στο κορμί της
τη φτώχεια,την κακομοιριά,γυρίζει αργά το βράδυ
βρεμένος ως το κόκκαλο,σκιαγμένος απ'το κρύο,
λίγο ψωμί μπομπότινο και λίγες λαχανίδες
δείπνο για να εύρει κι άρρωστο παιδί γυρτό στο τζάκι.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Χειμώνας-ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ
Οι λεύκες γυμνές στον εξοχικό δράμα.
Οι καρέκλες του καφενείου στο προάστιο
η μια σφιγμένη πλάι στην άλλη.
Σα να κρυώνουν
τα τραπεζάκια διπλωμένα.
Πλάι στη μολυβένια λουρίδα της άσφαλτος
η καστανή τρυφερότητα της γης.
Κοίταξε στη στροφή
το σιωπηλό βήμα της νύχτας που ζυγώνει.
Πηγή: Ποιητική ανθολογία της νέας ελληνικής γενιάς άγκυρας,1971
Χειμωνιάτικη λιακάδα-ΑΛΚΗΣΤΙΣ Κ.ΔΙΚΑΙΑΚΟΥ
Ο ήλιος γελάει. Χρυσές ηλιαχτίδες
στα ολόγυμνα κλώνια γλιστρούνε με χάρη.
Στο χάδι τ'αγέρα, ανοιξιάτικη ελπίδα,
κουνιέται χλωρό δροσισμένο χορτάρι.
Δειλές μαργαρίτες φυτρώνουν στο χώμα,
που φύλλα απ'τα δέντρα σκεπάζουν πεσμένα
κι αστράφτουν χρυσένια στου γέρο-χειμώνα
τα δάκρυα που στάξαν βαθιά μουσκεμένα.
Μ'αγάπη την πλάση το φως αγκαλιάζει.
Τους γκρίζους κορμούς δίπλα στ'άγριο το ρέμα,
το υγρό μονοπάτι, τα πλάγια απ'αντίκρυ,
πανέμορφα κάτω απ'τ'ολόθερμο βλέμμα
του ήλιου,π'αγγίζει απαλά την ψυχή σου
κι απλώνει μια τέτοια χαρά και γαλήνη,
σα νιώθεις μικρούλι αφημένο πουλάκι,
σα νιώθεις τη θλίψη βαθιά σου να σβήνει.
Πηγή: Μπουγαρίνι,Βιβλιοπωλείον Βασιλείου,Αθήναι
Χειμώνιασε- ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (Απόσπασμα)
Η άνοιξη επέρασε,
το καλοκαίρι γέρασε,
χειμώνιασε,και πάει!
Και τώρα απελπισμένα
τα πρώην ανθισμένα
το χιόνι τα χτυπάει΄
Τα χόρτα εξεράθηκαν
και τ'άνθη εμαράθηκαν,
γυμνώθηκαν η γη...
Πηγή: Τα ποιήματά μου,Μιχάλη Περάνθη,Εκδόσεις Κένταυρος,1962
Ο Χειμώνας (Ποίηση:Λ.Παπαδήμα -Μουσική: Σ.Καψάσκη)
Ο Χειμώνας ήρθε πάλι
κι όλοι γύρω στο μαγκάλι
έχουν μαζευτεί.
Ρίχτε κάστανα στη θράκα,
παραμύθια η γιαγιάκα
θα'ρθει να μας πει.
Έξω πέφτει το χαλάζι
και την πόρτα μας τραντάζει
τώρα ο βοριάς.
Μες στην κρύα ανατριχίλα,
σκορπιστήκανε τα φύλλα
της κληματαριάς.
Με την άγρια τούτη μπόρα,
τρομαγμένα πάνε τώρα
όλα τα πουλιά,
λίγη ζέστη για να βρούνε
τσίου,τσίου,να χωθούνε
στη μικρή φωλιά.
Πηγή: Τα ποιήματα & Τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα,δασκάλας
Χειμώνας- ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ
Στα δέντρα,αγέρα, που' σμιγαν και φύλαγαν κρυμμένο
του δάσους το Θεό,
μ' άνοιξες πόρτες να περνώ και δρόμους να διαβαίνω
στον άγιο σου ναό.
Σ'ακούω να τρέχεις τις νυχτιές στ' άτι σου καβαλάρης,
κάτω από τα κλαδιά,
σ'ακούω στο μύλο να ζητάς μια λέξη να του πάρεις
απ' τη νεκρή καρδιά.
Κι αν καβαλάρη κουραστείς, δένεις στο δέντρο τ'άτι
κι αποκοιμιέσαι πια,
τότε όσα δε μπορείς να πεις- κραυγή θυμούς γιομάτη-
τ'ακούω στη σιγαλιά.
Ακούω κι αυτή τη σιγαλιά,το φύλλο,που πεθαίνει,
του εντόμου τη βοή.
Κι ακόμ' ακούω την Άνοιξη βαθιά στης γης να υφαίνει
ανθούς για τη ζωή...
Πηγή: Μεγάλη Σχολική Ποιητική Ανθολογία Σταύρου Ζήγου,Εκδόσεις Μητρέλη,Αθήναι
Χειμώνας στο χωριό-ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΣΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Στο χωριό με τ'άσπρα σπίτια
ήρθε η χειμωνιά.
Μαζευτήκαν τα σπουργίτια
και ζητούν ζεστή γωνιά.
Έξω απ' του χωριού τα σπίτια
ήρθε η χειμωνιά.
Τα κλαριά δεν έχουν φύλλα,
σπόρος πουθενά.
Μες στο τζάκι ανάψαν ξύλα
κι έξω το πουλί πεινά
τα κλαριά γυμνά από φύλλα,
σπόρος πουθενά.
Το καλό παιδί θ' ανοίξει
τότε,τι χαρά!
και τα ψίχουλα θα ρίξει
στα πουλάκια τα μικρά.
Το θολό τζάμι θ' ανοίξει
τότε,τι χαρά!
Μια και δυο θα φτερουγίσουν
μέσα στην αυλή,
την κοιλιά τους να γεμίσουν,
και χαρούμενα πολύ
για τα ξένα θα κινήσουν
-ώρα τους καλή!
Πηγή: Μεγάλη Σχολική Ποιητική Ανθολογία Σταύρου Ζήγου,Εκδόσεις Μητρέλη,Αθήναι
Χειμωνιάτικη βραδιά- ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΗΓΟΣ
Στεγνό σκοτάδι απλώνεται τριγύρω
κι όλα σα νεκρωμένα από την παγωνιά.
Μόν' ο βοριάς τρέχ' οργισμένος
και τρίζει η ξερή βελανιδιά.
Ψηλά στον ουρανό, με ξαστεριά,
τρέμουν σα φοβισμένα λίγ' αστέρια
και το νερό παράπονο σκορπά,
καθώς κυλά ανήσυχο στο ρέμα.
Και μες στη χειμωνιάτικη βραδιά
τα χιονισμένα απέναντι βουνά,
στέκουν ατάραχα και στέλλουν,
χάδι τους κρύο την αντιφεγγιά.
Πηγή: Μεγάλη Σχολική Ποιητική Ανθολογία Σταύρου Ζήγου,Εκδόσεις Μητρέλη,Αθήναι
Χειμερινό ηλιοστάσιο- ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ
Βαθύ το πηγάδι
Ο χρόνος κατοικεί στις λέξεις, κρυφά
Οι άγιοι στα υπερώα
και η άνοιξη
στις φλέβες του χειμώνα
Πηγή: Το σοφό σαλιγκάρι,1980
Χειμών δριμύς επέρχεται – ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
Τοπίο γυμνό
πετρώδες
κάνει κρύο
φυσάει βοριάς
αόρατη γυναίκα
θα ξεπαγιάσεις έτσι
ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν’ ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς.
Κοιτάζω γύρω
δέντρο κανένα μόνο
μαύρες πέτρες
και πού κλαδιά και πώς
φωτιά ν’ ανάψω
κι ο τόπος σκοτεινιάζει και
κρυώνω
κλείνω τα μάτια βλέπω
περιστέρια
κι ακούω φωνές και γέλια και
σαλεύουν
πολύφυλλα κλαδιά στο μέτωπό μου
και λάμπει διάφανο στο φως
και λάμνει
σε βαθύ σκιά νερά γυμνό κορίτσι
κι αγέρας χλιαρός αναστατώνει
τ’ αρσενικά μου κύτταρα
κι ακούω
φιλιά κι ανάσες και
καλός ο πόθος
καλό το δάκρυ το
φιλί κι η σάρκα
και πιο βαθιά δεν έχει ο κόσμος λένε
κι η βάρκα με λικνίζει και
ποιος είμαι
και πού πηγαίνω σκέφτομαι
και σβήνει
το φωτεινό κορίτσι και
κρυώνω
και να `μαι πάλι κουρελής και μόνος
οδοιπορώντας έρημα τοπία
κι αόρατη γυναίκα ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν’ ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
που ξεπαγιάζουν.
Πηγή: Ο ληξίαρχος, εκδόσεις Αστρολάβος -Ευθύνη, Αθήνα, 1989
Χειμώνας -ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
Κάθε νιφάδα και μια ψυχή κοριτσιού
που ευτύχησε με τον άγγελο να χορέψει.
Πηγή: Φωτηλασία, Λευκωσία, 1999
Ο χειμώνας δάσκαλος-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Άλλη κίνηση δε θα κάμω πια
γιατί ο Χειμώνας δάσκαλος
ποτέ του δε με κοίταξε ακίνητος
τόσο βαθιά
με το ένα μάτι γκρίζο και τ'άλλο άσπρο
σαν της γάτας.
Στέκομαι επιτέλους΄
το μέλλον αλλάζει πόδι μουδιασμένο
τ'άλλα μου μέλη
απλές υποθήκες θανάτου.
Κοίτα,η κάμαρα
πάλι μεταμορφώθηκε σε νύχτα
κι η νύχτα σε κάμαρα.
Έξω το τίποτα λάμπει
σε άσπρη δόξα.
Πηγή: Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης,1977
Οι αποκαλύψεις του χειμώνα-ΚΑΤΕΡΙΝΑ-ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Στο αειθαλές καταφεύγει η κρύα μέρα,
η παγωνιά λάμπει στις άκρες των φύλλων
κι ό,τι ζεστό είναι ν΄ανθίσει στο μέλλον
περιμένει σκυφτό κάτω απ' το χώμα.
Προς το βράδυ η φύση βρίσκει τρόπο
κι ανάβει τη σκοτεινιά της
όπως τα ζώα που μες στις γούνες τους
κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό :
Πώς να πολεμούν το ξεροβόρι
με τη θαλπωρή της αθωότητάς τους.
Εδώ εγώ τι κάνω; Κοιτάω μεσ' απ' τα χρονοφαγωμένα
παράθυρα τους ανέμους
ερωτικούς ν' αγκαλιάζουν τη βλάστηση
και φαντάζομαι επεισόδια απ' τη ζωή μου,
σκηνές του θανάτου μου να παίζονται
στην ερημωμένη βεράντα
με πρωταγωνιστή τον εγωπαθή χρόνο.
Βγήκε ένας ήλιος σκληρός σαν τιμωρία
και τα παιδιά της γειτονιάς ,μπόγοι
μες στα κουμπωμένα παλτά τους, στο μουγκό χωράφι
ξαναβρίσκουν τις κρυψώνες της αιθρίας.
Μέσα μου σιωπή όπως στο παλιό κλειστό σαλόνι...
Τι έργα και τι ημέρες... Το σάρκινο σπίτι μου
με ξαφνιάζει με την αντοχή του στα τόσα πάθη
κι άλλοτε πάλι ετοιμόρροπο
μου φαίνεται μες στη νωθρή του ασάφεια.
Ίσως τίποτα δεν ήθελα να πω ποτέ
και για κανέναν΄
να 'μουνα μόνο ο απόηχος των ιαχών του ωραίου,
μια ευαίσθητη πλάκα
που πάνω της δοκιμαζόταν η σαγήνη...
Αλλά να, η ελιά ολόκληρη ξεστηθώνεται
μπρος στη θάλασσα
ξεκινά κι αυτή όπως όλα τα ριζωμένα όντα
απ' το άφατο
κι όπως υψώνεται μαθαίνει
να μιλά μιαν άλλη γλώσσα.
Αν είναι έτσι, δεν έχασα ποτέ
παρά το χρόνο μου΄
όλα όσα μοιάζουν με απώλειες
είχαν έρθει απ'έξω.
Κι έπειτα δε μου 'χαν πει τίποτα
γι' αυτές τις στιγμές που θά 'μουνα σαν τη φύση :
άδεια.
Και δε μου 'χαν πει τίποτα γι' αυτό το άδειο :
πολύλαλο.
Πηγή: Άδεια φύση,1993
χειμωνιάτικος ήλιος, 1- ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
[ Ελεύθερος σκοπευτής ]
έλαμψε ξαφνικά ο ήλιος
σαν ένα ξεχασμένο νόμισμα
στην τσέπη του παλιού πανωφοριού
έλουσε το μπαλκόνι, τα παράθυρα
τη γάτα που μισόκλεισε τα μάτια
με στιγμιαία απέραντη ηδονή
Πηγή: Με τη φωτιά στα μάτια, 1982
Χειμωνιάτικος ήλιος, 2- ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
[ Ελεύθερος σκοπευτής ]
όπως ψηλά οι γκρίζες στέγες των σπιτιών
φωτίζονται νοσταλγικά
από τον ήλιο του χειμώνα
ακόμα βουτηγμένες στη βροχή
όπως το μακρινό βουνό
υψώνεται και αιωρείται πάνω στη θάλασσα
σχεδόν αγγίζει την ακτή
μέσα στη διαφάνεια του πρωινού αέρα
όπως τα μάτια της γάτας
ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα
έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει
ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο
είσαι ένα φύλλο πράσινο
με φλέβες νοτισμένες από τη βραδινή δροσιά
μια κίνηση ανάλαφρη που ζωντανεύει τη χαρά
ένα γλυκό του κουταλιού
ένα νερό στο δίσκο της γιαγιάς
μέσα στην κάτασπρη αυλή της συνοικίας
Πηγή: Με τη φωτιά στα μάτια ,1982
χειμωνιάτικος ήλιος, 4- ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
[ Ελεύθερος σκοπευτής ]
χωρίς καμιά περιστροφή
απλά σαν το ξημέρωμα
ακούμπησες τα μάτια
ένα μικρό χαμόγελο στο στήθος μου
η αγάπη έτσι δίνεται
έτσι ξαναγυρίζει στη φυσική πηγή της
εκεί που ζουν και τρυφερά ανασαίνουν
τα πιο παράλογα όνειρα
απλά σαν ένα παιδικό τραγούδι
που μακριά ακούγεται να πλησιάζει
και ξαφνικά τυλίγεται στους ώμους σου
Πηγή: Με τη φωτιά στα μάτια ,1982
Ο χειμώνας περίλαμπρος-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Ο χειμώνας περίλαμπρος
Απλώνεται εδώ χάμου
Σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα
Σα μια λάμπα που φωτίζει
Ολοσκότεινους δρόμους όπου γυαλίζουν
Αποτυπώματα παγωμένα
Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν
Όλα περίτρομα φτερουγίζουν
Κι απομένει πάνω στους ώμους μας
Ένας μανδύας από χιόνι
Κι απομένει πάνω στα χείλη μας
Μια λάμψη φιλντισένια
Πηγή: Όμως το χιόνι πάντα μένει ,2002
Χειμωνιάτικη νύχτα-ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΠΕΛΑΣ
Η σκέψη σου
με βασανίζει
δε χωράς
σε κανένα ποίημα
μα δεν μπορώ έτσι άστεγη
απόψε
που κάνει τόσο κρύο
να σ’ αφήσω.
Πηγή: Ηλιοτόπια , 2001
Ο κήπος-ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Χειμώνας
Δίνε μου κάθε μέρα
τον στίχο μου τον επιούσιο
να τον κάνω πρόσφορο για μετάληψη.
Αυτό που θέλω τόσο να σου πω
σε ποιο στίχο χωράει;
Σε ποια νότα ζωής;
Έτσι μιλάς πάντα, γι’ αυτό κι εγώ
γεμίζω σιωπή στο μισοσκόταδο και ωριμάζω.
Αν τόσες ώρες χαϊδεύω το κορμί σου,
είναι γιατί πρέπει να ζυμωθεί καλά η σάρκα σου
όπως ζυμώνεται ένα ποίημα.
Ο έρωτας σε βρίσκει, δεν τον βρίσκεις,
γι’ αυτό κι ανοίγουν οι δρόμοι σου προς τ’ άπειρο
κι ανθίζει ένα δέντρο δίπλα στη σκιά σου.
Και θάνατο που να ’ναι ζεστός ποτέ δεν είδα,
όμως αμέτρητες φορές τον ένιωσα
να οδηγεί στον παράδεισο γυμνό το σώμα.
Πηγή:Και στρεβλές ρίμες, 2006
Χειμώνας-ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
[Τα μεγάλα ψέματα]
Είχαν τα πάντα σταματήσει,
άφωνα τα ραδιόφωνα και παγωμένες οι σειρήνες,
στο αεροδρόμιο το χιόνι
σκέπαζε το διάδρομο προσγείωσης,
δεν ήταν κανένας να φανεί,
κανείς δεν περίμενε κανέναν.
Στις αίθουσες αναμονής αυτοί που θα ταξίδευαν
δεν θυμούνταν πια τον προορισμό τους,
σβησμένα τα γράμματα στα εισιτήρια,
αράχνες σκέπαζαν τους πίνακες των πτήσεων,
τα γένια τους είχαν μεγαλώσει και σέρνονταν στο πάτωμα,
στα εστιατόρια και τα μπαρ
το προσωπικό κοιμόταν πάνω στις καρέκλες.
Το πρόσωπο της Ωραίας Κοιμωμένης
είχε χάσει πια το χρώμα του,
θάμπωσε το αλάβαστρο της νιότης της
κι εκείνη δεν θα μάθαινε ποτέ
πως το βασιλόπουλο ήταν εδώ και χρόνια πεθαμένο.
Εφημερίδες μιας άλλης εποχής
κιτρίνιζαν απούλητες στα κιόσκια
με πρώτο θέμα το θάνατο κάποιου λαοφιλούς δικτάτορα
που τον εκτέλεσαν οι συγγενείς του.
Τα λεωφορεία και τα τρένα
σκούριαζαν παρατημένα στους σταθμούς,
κάργιες είχαν στήσει τις φωλιές τους στα παράθυρα
και στο μαυσωλείο της πρωτεύουσας
με παγωμένα μάτια πίσω από τις προθήκες
τα ερπετά της αυτοκρατορίας.
Πηγή:Τα ρόδα της Αχερουσίας ,2008
Χειμώνας – ανάμνηση- ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΙΑΒΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ημέρα λευκή
απαλό το χιόνι.
Ζωντανεύω
την παιδική μου ηλικία αναλογίζομαι.
Ο χιονάνθρωπος
παγωμένη συντροφιά.
Πηγή: έγκλειστες συναντήσεις ,ποιήματα ανήλικων κρατούμενων στις δικαστικές φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης, 2008
Χειμερινό-ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ
Τόπος λευκός, τρισδιάστατος
συνέχεια να βάζεις χρώματα
και με τα δυο σου χέρια
και αυτά να πέφτουν, να γλιστρούν
να εξαφανίζονται.
Το μόνο που ακούγεται η φθορά
που συνεχώς ανανεώνεται.
Σπάτουλες τα άκρα σου
εν τέλει συντηρούν το λευκό.
Πηγή: Η μνήμη του χαρτιού ,2009
Ο κύκλος των εποχών-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΔΗΡΑ
ΙΧειμερινό ηλιοστάσιο]
Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία
Σκέψου πως διανύσαμε
την πιο μεγάλη νύχτα.
Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα
πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε
μες στο πηχτό σκοτάδι
ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως
τόσων και τόσων ημερών κατοπινών
να ματαιώσει.
Κι εμείς φαντάσου
πώς στριμωχτήκαμε
σε μια ζωούλα τόση δα
ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει
η αέναη διάρκεια
Η απειλή; Η υπόσχεση;
της πιο μεγάλης νύχτας.
Πηγή: Αμφίδρομη έλξη, εκδόσεις Διάττων, 2010
Χειμώνας-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Οι μέρες περνούν
χωρίς τίποτα να συμβαίνει
εγώ συνεχίζω να πενθώ
ελπίζοντας πως κάποτε τη λύπη
θα ξορκίσω
Το ξόρκι είναι σκληρό:
«Τρεις φορές να φωνάξω πως εσύ δεν αξίζεις
και αμέσως η λύπη εμένα θ’ αφήσει»
Απ’ το πρωί είμαι εδώ
προσπαθώ να ξορκίσω τη θλίψη
αλλά μπερδεύω τα λόγια μου
κι ολοένα λέω «αξίζεις».
************************
Πότε θα ’ρθει ο ύπνος
κι εμένα να πάρει;
δοκίμασα τα πάντα
ακόμα και στο μυαλό μου
να σε σκοτώσω
με μια χούφτα χάπια λήθης
αλλά συνεχίζω
όλο το βράδυ τους τοίχους να φυλάω
και ξανά την εικόνα σου να φιλάω.
************************
Εδώ και λίγους μήνες
πονά ασταμάτητα το κεφάλι μου
Μια φίλη είπε τρομαγμένα:
«Να πας να κάνεις τομογραφία εγκεφάλου
να δούμε τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου»
Δε βαριέσαι.
Ξέρω από τώρα πως
η τομογραφία θα τυπώσει
τη φωτογραφία σου.
************************
Κάποτε δέχομαι αναπάντεχες νυχτερινές επισκέψεις
από φαντάσματα
τρομάζω
μιας και δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή
Ευτυχώς με διαβεβαιώνουν
ότι έρχονται από το παρελθόν.
************************
Ένα λεπτό πριν το ξημέρωμα
ορκίζομαι
πως δεν έχω ξαναδεί πιο σκοτεινό σκοτάδι
Μαύρη τρύπα
απειλεί να με ρουφήξει
μέσα απ’ όλα τα παράθυρα.
************************
Το παρελθόν μου
κάθε μέρα μεγαλώνει
κι εγώ το κουβαλώ
πάνω στους ώμους μου
τουλάχιστον ο Σίσυφος
είχε συνεχώς την ίδια πέτρα να κουβαλάει
ενώ το δικό μου βάρος
μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
************************
Μέρες ολόκληρες
κάθομαι άπραγος
περιμένοντας να γεννήσω
αυτό το ποίημα
Αντί να σπάζουν τα νερά
νερά μπάζουν από παντού
και βυθίζομαι
Μέρα με τη μέρα
γνωρίζω καλύτερα το ποίημα αυτό
αλλά δεν τίκτεται
Κι ούτε τήκεται
Αναρωτιέμαι ποιος βιαστής
φύτεψε αυτό τον σπόρο μέσα μου
Ίσως στο τέλος να μη γεννήσω ένα ποίημα
αλλά εγώ ο ίδιος να εξαχνωθώ σε ποιητατμούς.
Πηγή: Οι πέντε εποχές, 2012
Χειμερινό ηλιοστάσιο-ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ
Εδώ,
στου χρόνου την κλειστή καμπύλη
θα αποταμιεύομαι,
ισχνό περίσσευμα μιας ύπαρξης
που φτώχυνε σε ελπίδες
και πλούτισε σε διαψεύσεις.
Μια κουρασμένη υδρόγειος
που όλο επιβραδύνει
την εγωκεντρική περιστροφή της.
Μια νύχτα ανυπέρβλητη
που εισέρχεται οριστικά
στο χειμερινό της
ηλιοστάσιο.
Πηγή: Ερώματα,Μανδραγόρας,2012
Χειμώνας στο Τρόοδος –ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Τα βουνά απλώνουν τα χέρια και με καλούν.
Χιονίζει στο Τρόοδος.
Το νησί είναι αιχμάλωτο μες στην ομίχλη και τη βροχή
περικυκλωμένο από μνήμες.
Επιθετικές σταγόνες πέφτουν αδέξια στα τζάμια.
Ανοίγω την εξώπορτα και βρίσκομαι
στην απόλυτη κυριαρχία του χειμώνα.
Με δυσκολία το φως του ήλιου θρυμματίζει τα πυκνά σύννεφα,
αγκαλιάζει το δάσος στιγμές ξαναμμένο, στιγμές μελαγχολικό
όπως τα σώματα μετά την ερωτική λειτουργία το προσκύνημα.
Χιονίζει στο Τρόοδος
πάνω από ένα ξέσκεπο, μοιρασμένο νησί.
Μα η ομίχλη κι η βροχή
δεν αναγνωρίζουν διαχωριστικές γραμμές.
Το κατέχουν ολόκληρο.
Πηγή: Αρένα, 2014
Χειμώνας - ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
«Ο καιρός δείχνει τα δόντια του» –
χαμογελώντας άραγε χαιρέκακα
ή μήπως
με κάποιον δυσφορίας μορφασμό;
Τ’ αποδημητικά πουλιά
συμφώνως τω νόμω
απελαύνονται.
Αδιάντροπα τα δέντρα
περιφέρονται γυμνά
σε τοπία εξοχικά
ενώ οι ένοικοι
του μηνός Δεκεμβρίου
κλεισμένοι στα κελιά τους
κρατούν ομπρέλες ανοιχτές
για τις ιδιωτικές τους βροχοπτώσεις
επαιτώντας γοερά
λίγες ρανίδες θαλάσσης
να δροσίσουν τον πυρετό τους
κάποια άνθη να στολίσουν
τα επιτάφια όνειρα.
Λένε ότι
εφέτος
το αγγελτήριο της άνοιξης
άρπαξε θηριώδης άνεμος
με παγωμένα χέρια
και με σπουδή
το έκρυψε στον κόρφο του
κανείς να μην το δει.
Πηγή: Το εργοτάξιο,2016
Χειμώνας -ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
Ο καιρός άλλαξε.
Έβαλε κρύο.
Κι εμείς δεν προλάβαμε να ετοιμαστούμε στο σπίτι.
Βέβαια δεν ήμαστε μόνοι.
Κι αυτό μας ζέσταινε.
Όταν όμως πλάκωσε η βαρυχειμωνιά
ο καθένας βυθίστηκε μες στο παλτό του.
Προσπάθησε να κοιμηθεί για να μη σκέφτεται.
Το πρωί μας βρήκε χωριστά
ν’ αναζητούμε ποιος λείπει ανάμεσά μας.
Κανείς δεν είδε.
Μα όλοι είμαστε γνώστες της ενοχής μας.
Πηγή: Η γούρνα με τα περιστέρια, 2016
Χειμώνας-ΣΟΦΙΑ ΠΟΤΑΡΗ
[Ποιήματα]
Οι σπόροι της τριανταφυλλιάς νεκροί
στο παγωμένο χώμα
στα φύλλα η σιωπή βουρκώνει
και δίχτυα η ερημιά απλώνει
τα δένδρα, κοκαλιάρικα κορμιά
μακριά στο σκούρο λόφο
μια καπνοδόχος ανασαίνει
ό,τι από ουρανό απομένει
χιμάει η νύχτα στην κληματαριά
το αίμα ξεθωριάζει
σκληρά το φως χτικιάζει τώρα
του θάνατου είναι η ώρα.
Πηγή:Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι, 2017
Χειμώνας-ΘΩΜΑΗ Δ.ΖΟΡΜΠΑΚΗ
Ήρεμα πέφτει η νιφάδα,
φορά μονάχα απόχρωση ημέρας.
41 χαϊκού σε τέσσερις εποχές,24 Γράμματα,2017
Χειμερινή παραλία-ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ
Ο ήλιος
ένα κέρμα, κορόνα ή γράμματα
στα φορτωμένα σύννεφα
Ο ήλιος
ασημένια κοιλιά ψαριού
σε μαύρο ουρανό
Κι η θάλασσα
μια γκρίζα γάτα
που ανασαίνει
στο σαλόνι
«Σαν φοβηθείς
Πίσω μην κοιτάξεις
Η νοσταλγία
Θα σου βγάλει τα μάτια
Και θα σου φορέσει
Τα δικά της»,
Σού `παν τα κύματα
εκείνο το πρωί.
Πηγή: Ο κύριος ιππόκαμπος, 2018,Φίλντισι
Χειμωνιάτικο – ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΣΟΥΛΑ
Παραδόξως η λάμψη είναι κόκκινη
κι ας πέφτει συνεχώς
πάνω σε γκρίζο.
Του τελείωσε η παλέτα του χειμώνα
μόνον κάτι γαλάζια, πολύ άσπρο, λίγο μαύρο
- τι να κάνεις, τέλος εποχής -
κι αυτό το λαμπρό κόκκινο
που αντανακλά
την ησυχία του απογεύματος
τα φτερά της βροχής
τον μανδύα της θάλασσας
πυροδοτεί τη στάχτη
Πηγή: stixoi/info
Τις Κυριακές του χειμώνα-ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα
απ'τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται δοχείο διαδρομής,
μοτίβα διαλεκτών υαλικών.
Παραδίδεται
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά το παρελθόν του.
Τις Δευτέρες ,ως διά μαγείας,
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς.
Μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
το χατίρι της άνοιξης.
Πηγή: Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ,Παράκεντρο Λεμύθου,Κύπρος,2019
Χειμερινό ηλιοστάσιο - ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
Μικρή μέρα
χωρίς τις εξάρσεις
του άστατου καιρού
μιας μνήμης μακρινής.
Δεμένα υλικά
δεμάτια στάχυα ευφυολογούν
στις περαστικές
του κόσμου αντανακλάσεις.
Υπομένουν κουβαλούν.
Η φωνή τους πνίγεται:
Άνθρωποι είναι
και τρωτοί.
Πηγή:Επιμένω να είμαι το σκοινί που λύνει το πλοίο στο λιμάνι,Γαβριηλίδης, 2019
Χειμώνας στην αυλή μου – ΠΟΛΑ ΒΑΚΙΡΛΗ
Δε θέλω άλλο χειμώνα στην αυλή μου
παγωμένα χέρια που ζητούν ελεημοσύνη
παγωμένα δάχτυλα που υψώνονται
σαν προσευχή στο χάος
παγωμένα χαμόγελα που δεν ανθούν
στα χείλη.
Δε θέλω άλλες θεωρίες μίσους
ούτε πορίσματα οικονομολόγων
για τη μεσαία τάξη.
Δεν ακούω πια τις ζαριές των ξένων funds
που παίζουν στον ξύλινο ήχο τους
τις ζωές των παιδιών μου.
Δεν ακουμπάω τις κρύες επιφάνειες
των πολυτελών τραπεζών τους,
αγγίζω μόνο τις ακυρωμένες περγαμηνές
των δικών μας παιδιών, τ’ ακυρωμένα τους όνειρα
για μια θέση στον ήλιο.
Δοκιμάζω απ’ το ποτήρι της πίκρας
του νέου ή της νέας
που μούσκεψε με τα δάκρυα το πτυχίο του
μια επένδυση στο χαρτοφυλάκιο της ανεργίας
σαν τη μόνη προίκα που ακολουθεί
τα οργισμένα του βήματα.
Ενώνω την αγωνία μου για την τύχη τους
με το μαράζι της απραξίας.
μοιάζουν με καινούργια ακινητοποιημένα οχήματα
σε παγωμένες λεωφόρους
που περιμένουν την αποχιόνιση
για να ξεκινήσουν.
Με τα χέρια μου γκρεμίζω
τους γκρίζους όγκους του χιονιού
που τους κλείνουν το δρόμο.
Όχι, λέω, το χιόνι είναι λευκό
μόνο όταν φωτίζει το δικό τους όνειρο.
Πηγή: stixoi/info
Άφωνος χειμώνας-ΠΑΝΟΣ ΝΙΑΒΗΣ
Ένα αχνό φως κυλούσε στα ρούχα σου
μπήκες πάλι στην κουζίνα αργοκίνητη.
Άφωνος Χειμώνας ήταν στο όνειρο
μου έφερες, λέει,τσάι στο κρεβάτι.
Είχε γεύση παλιών αισθημάτων.
-Τι κάνεις βρε μάνα,σου είπα,
αυτά δεν τα έκανες όταν ήμουν παιδί!
Στον αέρα του δωματίου ένα ξερό ραβδί
κινούσε τα χρόνια σαν κοπάδι για βοσκή
στα λιβάδια της απέραντης Λήθης.
-Εξάλλου,εγώ γέρασα και το πρωί πίνω καφέ,
ενώ εσύ είσαι νεκρή δέκα χρόνια τώρα.
Δε μίλησε, άφησε το τσάι να αχνίζει αναμνήσεις
και χωνεύτηκε από την γαλήνια απόγνωση
ή την αυθαίρετη ρευστότητα των ονείρων...
Πηγή: Η Τριγωνομετρία των Παθών,Μελάνι,2019
Χειμώνας-ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ.ΤΣΙΑΗΛΗΣ
Δεν σκέφτηκα πολύ
τον τίτλο που θα σου 'δινα
και να σε γράψω άργησα
δύσκολο ήταν να σ'αγαπήσω
κι από μικρό με μά[θαν]ε
με χίλιους τρόπους μακριά να σε κρατώ
να σε θαυμάζω μα να κρύβομαι
να σε ποθώ να σαν τον διάβολο να σ'απωθώ
στο διάβα σου να περπατώ ασύμμετρα
να σκίζω αδυσώπητα το απέραντο κορμί σου
με κάθε λογής σκαρφίσματα να γίνομαι εχθρός σου.
Δεν είναι για το κρύο
αμείλικτό σου γάλα
που αποπνικτικά πιέζει.
Δεν είναι ούτε για το άπλαχνο
αόρατο ράπισμά σου
που σε απειλεί στην πλάτη.
Τα δάχτυλά μου-αλήθεια-
διόλου δεν νοιάζομαι που παραλύουν
όταν στον ώμο σε χτυπώ
για να γυρίσεις να με δεις
να δεις πως δεν φοβάμαι.
Τίποτα απ' όλα αυτά
δεν με πτοεί μ'εσένα
στη ζωή μου έτσι επανερχόμενος
μόνιμος και περαστικός
σε παλινδρόμηση
σαν το χρυσό εκκρεμές στο Π[άνθ]εο
που έκλαψα αντικρίζοντάς το
Δεκέμβριο,χωρίς να ξέρω ακόμη το γιατί.
Όχι τίποτα απ'αυτά.
Είναι αυτή σου η υπόσχεση
του απέραντου λευκού
που όλο φεύγει κι έρχεται
λιώνει με την ανάσα μου
σκληραίνει,όταν κοιμάμαι.
Είναι που ξέρω μια μέρα οριστικά
γυμνός στην αγκαλιά σου θ'αφεθώ
λευκό απ'το λευκό σου να ντυθώ
χειμώνας εγώ ο ίδιος
για έναν άλλο σαν εμένα δειλό
που άργησε να σε δεχτεί
ως ενδεχόμενο.
Πηγή: ΣυμΠτώματα,Ποίηση,Εκδόσεις Γκοβόστη,Ιανουάριος 2021
Χειμώνας-ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
Λευκοντυμένος πορεύεται ο χειμώνας.
Ξανθή φωτιά στο τζάκι ανάβει η καρδιά.
Θύμηση ξετυλίγεται σ'έναστρη βραδιά
αλλοτινής και τρυφερής του νου εικόνας.
Ξάφνου,λήθη σκορπίζεται σαν παγετώνας,
σα μια απροσδόκητη στιγμής τρικλοποδιά.
Λευκοντυμένος πορεύεται ο χειμώνας.
Ξανθή φωτιά στο τζάκι ανάβει η καρδιά.
Τώρα η λησμονιά ορθώνεται αιώνας
κι αδύναμα της μνήμης, πια,τ'άγουρα δαδιά.
Αφήνονται λυμένα σ'έρημα χειμαδιά.
Γυρτή μαραίνει η σκιά μιας πολυθρόνας.
Λευκοντυμένος πορεύεται ο χειμώνας.
Πηγή: Ροντέλα 4 εποχών,άλφα πι,Χίος 2021
Χειμώνας – ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΝΑΤΟΣ
Κι έπεσε πάλι κρύο δριμύ.
Αυτό το κρύο που ναρκώνει την πόλη,
όταν το γέλιο των ενστίκτων
ζωγραφίζει η αδιαφορία.
Χειμώνας.
Η εποχή όπου σταματούν
να διαφημίζουν τους εαυτούς τους,
να `χουν χρόνο να σφαχτούν
με τις αναμνήσεις.
Κι εκείνον τον Φλεβάρη
που για το γινάτι του πολιτισμού να οριοθετεί
έχασε την άνοιξη,
ποιος θα τον παρηγορήσει;
αυτός την ζει την κόλασή του, απομονωμένος,
κι εμείς τον φωνάζουμε κουτσό.
Χειμώνας.
Ευκαιρία για θέωση, γι’ αγάπη, για συμπόνια.
Κι εμείς μνημονεύουμε ένδοξα το καλοκαίρι
στηριζόμενοι στο πύρινο άστρο
που ούτε τα μάτια μας
δεν αντέχουν να κοιτάξουν.
Αυτοί είμαστε...
Πηγή: https://scholeio.blogspot.com
Του χειμώνα τα χρώματα- ΛΙΛΙΑΝ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Όλος ο κόσμος αυτός
Μία αρμύρα.
Της θάλασσας, του καλοκαιριού,
της επιτηδευμένης ανεμελιάς.
Του ακατάπαυστου γλεντιού,
του ασταμάτητου γέλιου που πονάει.
Μια καλοπέραση που έχει επιβληθεί,
τρέχουν οι άνθρωποι να τη φτάσουν,
παίρνουν άδειες να προλάβουν
όσα έχασαν από τον αμείλικτο χρόνο.
Δε μου αρέσει ετούτη η ξεγνοιασιά,
την αποκρούω με όλο μου το είναι.
Γιατί είναι κάλπικη, φτιαχτή,
Αέρας περαστικός.
Δεν αναπνέω μέσα στην τεχνητή ευτυχία
μιας ουτοπίας ταξικής.
Δεν αισθάνομαι της αληθινής υπαρξιακής αύρας
τ’αεράκι να γαργαλάει τη ραχοκοκκαλιά μου.
Δεν αδημονώ να σηκωθώ σ' έναν αβάσταχτο ήλιο
που λάμπει χωρίς φως.
Δε μετουσιώνεται το είναι μου σε χρόνο κενό,
που ελευθέρωσαν άλλοι για εμέ,
προύχοντες της άρχουσας τάξης.
Μόνο ο Χειμώνας με απαλύνει,
Μόνο εκείνος ξέρει τους θησαυρούς που κρύβει
η ψυχρή μας μοναξιά.
Οι απρόσμενες ημέρες που εισβάλλουν
στο δωμάτιο ισχνά,
σαν ηλιαχτίδα φωτός
που ξέχασε να λάμψει.
Σαν παγερό αεράκι
που ποτέ του δε βρήκε ένα φίλο
να μοιραστεί το πολύχρωμο ψύχος του.
Μονάχα ο Χειμώνας με λυτρώνει,
δεν περιμένει τίποτα από εμέ.
Στέκει στο φόντο της ζωής μου,
Κρύος, να μου ζεσταίνει την Αλήθεια.
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr
Συνέβη χειμώνα-ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Δεν υπήρχε κανείς σ'εκείνο το σπίτι.
Εγώ ήμουν προσκαλεσμένος. Και μπήκα.
Με είχε προσκαλέσει κάποια φήμη,
κάποιος προσκυνητής χωρίς παρουσία,
και το σαλόνι ήταν άδειο
και με κοίταζαν με οίκτο
οι τρύπες του χαλιού.
Τα ράφια ήταν σπασμένα.
Ήταν το φθινόπωρο των βιβλίων
που πετούσαν φύλλο-φύλλο.
Στη λυπημένη κουζίνα
γυροφέρνανε πράματα σταχτιά,
κιτρινισμένα παλιά χαρτιά,
φτερά νεκρών κρεμμυδιών.
Κάποια καρέκλα μ' ακολούθησε
σα δύστυχο κουτσό άλογο
που δεν έχει πια ούτε χαίτη ούτε ουρά,
μα τρία μοναδικά θλιβερά ποδάρια
και στο τραπέζι έκλινα το κεφάλι
γιατί εκεί είχε ζήσει η χαρά,
το ψωμί, το κρασί, το στιφάδο,
οι συζητήσεις μ' επίσημο ένδυμα,
με αδιάφορα επαγγέλματα,
με ευγενικούς γάμους:
μα ήταν βουβό το τραπέζι
σαν να μην είχε γλώσσα.
Τα υπνοδωμάτια τρομάξαν
όταν έσπασα τη σιωπή.
Εξώκειλαν εκεί μαζί
με τις δυστυχίες και τα όνειρά τους
γιατί μπορεί εκείνοι που κοιμούνταν
να είχαν απομείνει εκεί ξύπνιοι:
από κει θα μπήκαν στον Άδη
και ξεστρώθηκαν τα κρεβάτια
και πεθάναν τα υπνοδωμάτια
σαν ναυάγιο καραβιού.
Κάθισα στο περιβόλι που μούσκευε,
από τα χοντρά λούκια του χειμώνα,
και μου φαινόταν αδύνατο
πως κάτω απ' τη θλίψη,
και τη μουχλιασμένη μοναξιά,
θα δούλευαν ακόμη οι ρίζες
χωρίς να τους δίνει κουράγιο κανείς.
Όμως ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά
και αποκόμματα βρώμικου γύψου
θα έσκαγε ένα λουλούδι:
δεν παραιτείται,επειδή μπορεί να γελάνε
με το πάθος της, η άνοιξη.
Όταν βγήκα, έτριξε μια πόρτα
και τιναγμένα απ' τον άνεμο
χρεμετίσανε κάποια παράθυρα
σα να' θελαν να φύγουν
σε άλλη δημοκρατία,
σε άλλο χειμώνα,
που το φως και οι κουρτίνες
να' χουν το χρώμα της μπίρας.
Έβιασα λοιπόν και γω τα παπούτσια μου
γιατί αν αποκοιμιόμουνα
και με σκεπάζαν τέτοια πράγματα
δεν θα ήξερα τι να μην κάνω
και το 'σκασα σαν κλέφτης
που είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει
Γι'αυτό δεν είπα σε κανέναν τίποτα
για τούτη την επίσκεψη που δεν έκανα:
ούτε το σπίτι αυτό υπάρχει,
και δεν ξέρω εκείνους τους ανθρώπους,
και δεν υπάρχει αλήθεια σ'αυτό το μύθο:
Είναι μελαγχολίες του χειμώνα.
Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995
Χειμωνιάτικο βράδυ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΟΥΣΚΙΝ
Τον ουρανό η μπόρα σκοτεινιάζει
το χιόνι στην αυλή κλωθογυρνά
και πότε σα θεριό αγριοφωνάζει
και πότε σιγοκλαίει σαν τα μωρά.
Στην αχυρένια στέγη μας βουίζει
την άγρια της μανία ξεφυσά
ή σαν ξεστρατισμένος πεζοπόρος
στο τζάμι της καλύβας μας χτυπά.
Του κήπου μας τα γέρικα δεντράκια
απόψε είναι θλιμμένα και μουγκά.
Γιατί κι εσύ, γριούλα μου,σωπαίνεις
στο σκοτεινό παράθυρο μπροστά;
Η μπόρα μη σε κούρασε ,καλή μου,
ή μήπως σε νανούρισε απαλά
το βουητό απ'τη γέρική σου ανέμη
και γέρνεις το κεφάλι σιωπηλά.
Ας πιούμε,αγαπημένη συντροφιά μου
της έρημης της νιότης μου εσύ,
Φέρ'το ποτήρι,ξόρκισε τη θλίψη
και βρες μου τη χαρά μες στο κρασί.
Πες μου τραγούδια,πες μου παραμύθια
απ'τον παλιό,καλό σου τον καιρό
για μαγικά πουλιά και για νεράιδες
που φύλαγαν τ'αθάνατο νερό.
Τον ουρανό η μπόρα σκοτεινιάζει
το χιόνι στην αυλή κλωθογυρνά
και πότε σα θεριό αγριοφωνάζει
και πότε σιγοκλαίει σαν τα μωρά.
Ας πιούμε αγαπημένη αυντροφιά μου
της έρημης της νιότης μου εσύ,
Φέρ'το ποτήρι,ξόρκισε τη θλίψη
και βρες μου τη μαρά μες στο κρασί.
Μετάφραση: Μίλια Ροζίδη
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά
Σκυθικός χειμώνας-ΒΑΣΙΛΕ ΒΟΪΚΟΥΛΕΣΚΟΥ
Στα χωράφια άσπρο θηρίο
ο χειμώνας έχει βγει
κι ο βοριάς γδέρνει με κρύο,
που'χει νύχτα,όλη τη γη.
Ρέματα,βουνά και δάση
παγωμένα,όλα νεκρά.
Κι έχει ο Δούναβης σωπάσει,
πήξαν πάγοι και νερά.
Τα χωριά μες στην απόχη
του χιονιού βογγούν και να
κι ο καπνός στην καπνοδόχη
σκιάζεται,μέσα γυρνά.
Από τα μαλλιά περνάνε
θύελλες ως τις συννεφιές
και στα μάγουλα πατάνε
του πελάγου ξυραφιές.
Χώνεται κρύο στις τρύπες
και στους βράχους βουερά
φτάνουν κύματα σαν γύπες
νεκροφόρες στη σειρά.
Κάστρο άπαρτο έχει γίνει
η άγρια θάλασσα και στο
μαύρο σούρουπό της γδύνει
έναν άσπρο σκελετό.
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά
Χειμωνιάτικη νύχτα--ΒΑΣΙΛΕ ΒΟΪΚΟΥΛΕΣΚΟΥ
Είναι η νύχτα πνιγμένη στο χιόνι
κι όλη η γη ναρκωμένη,σκεβρή.
Ένας λύκος ουρλιάζει,τεντώνει
το λαιμό του τροφή για να βρει.
Κι όλο τ'άσπρο στρωμένο σεντόνι
από πείνα να σχίσει μπορεί.
Ψηλά τρέμει έν'άστρο,παγώνει
και στη γη πέτρα πέφτει νεκρή.
Πόσο αδιάφορα όλα έχουν γίνει...
Κ'είναι τόση ερημιά κι απονιά
που απόκληρη κ'η ίδια η σελήνη
στ'ανοιχτά του ουράνιου πελάγου
χωρίς ρότα και μοίρα καμιά
αρμενίζει κομμάτι ενός πάγου.
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά
Χειμωνιάτικος ήλιος- ΝΕΤΖΑΤΙ ΤΖΟΥΜΑΛΙ
Αγαπώ το χειμωνιάτικο ήλιο σε ώρα ανάπαυσης
Καθισμένος στην άκρη του τοίχου στο στρατώνα
Σκέφτομαι κι ονειροπολώ.
Να τώρα είμαι στο Ανατολικό μέτωπο
Σ'ένα χαράκωμα μαζί με φαντάρους
Νιώθω τη ζεστασιά του ήλιου στην πλάτη μου
Δεν κρυώνουν πια τα χέρια μου.
Ακούγονται ακόμα μακριάθε κανονιές,πολυβόλα
Κοντά σε μια ρεματιά
Το λιώσιμο των πάγων.
Κι όσο προχωρούν οι χυμοί των δέντρων
Στις άκρες των κλαριών
Σκέφτομαι την καινούρια ζωή που αρχίζει.
Και βλέποντας τα λουλούδια απορώ
Μα και τόσοι σκοτώνονται άνθρωποι
Πως γίνεται και τίποτα δεν αλλάζει
Μετάφραση: Έρμος Αργαίος
Πηγή: Ανθολογία Τούρκικης Προοδευτικής Ποίησης,αλφειός,1981
XL-MICHEL DUCOBU
Η ίριδα του χειμώνα
το χείλι του Απρίλη
η μύτη του καλοκαιριού
το αυτί του Οκτώβρη
ο πάγος στο μάτι
η μέλισσα στο στόμα
η χόβολη στην όσφρηση
η δύση στην ακτή
τα τέσσερα στοιχεία
στον πυρήνα του σώματος
τρεμούλας τρίγωνο
σε βάθρο σιωπής.
Πηγή: Σύγχρονη γαλλική ποίηση του Βελγίου,Σωτήρης Γ.Τσαμπηράς,Εκδόσεις Πρόσπερος,1991
Σοφότερος του χειμώνα- O.P.BHAGAT
Γιατί οχταπόδαρε αρπαχτικέ σκορπιέ
Με το κεντρί το καλοτροχισμένο
Σπανίζεις τον χειμώνα;
Γιατί;
Το καλωσόρισμα
Που οι άνθρωποί μου κάνουνε
Στα σπίτια,στις καλύβες τους
Σαν ο καιρός είναι ζεστός
Με δίδαξε
Να μη μένω ακόμα
Σαν φτάσουνε οι πιο ψυχρές ημέρες
Πηγή: Σύγχρονη ινδική ποίηση,Βασίλη Γ.Βιτσαξή,Βιβλιοπωλείον της "Εστίας"
Χειμερινό τοπίο –ΤΖΕΟΡΤΖΕ ΜΠΑΚΟΒΙΑ
Προς τα σφαγεία, στον κάμπο, πέφτει χιόνι
κι αίμα ζεστό κυλάει στον οχετό
στο χιόνι αχνίζει αίμα ζωικό,
κι έναν σκιέρ το χιόνι σαβανώνει...
Επάνω στ’ άσπρο, το αίμα άλικο βράζει.
Μέσ’ στα αίματα, κοράκια βαδίζουν και ρουφούν.
Μα έγινε πια αργά, κι οι κόρακες αποχωρούν
προς τα σφαγεία, στον κάμπο, σκοτεινιάζει.
Χιονίζει μέσ’ στη νύχτα χωρίς σταματημό...
Και τώρα, που στα τζάμια ανάβουν φώτα κρύα,
σπεύδουν οι λύκοι εκεί, προς τα σφαγεία.
– Στην παγωμένη πόρτα σου, αγάπη μου, είμαι εγώ...
Μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
Πηγή: stixoi/info
Χειμώνας -ΣΙΚΙ ΜΑΣΑΟΚΑ
Ένα αγοράκι κάτω των δέκα ετών
Πρόκειται να παραδοθεί στον ναό:
Βάναυσο κρύο!
Η ερείπωση του χειμώνα.
Διασχίζοντας ένα χωριουδάκι,
Γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο αέρας είναι κρύος.
Έσφιξα τη μικρή πάνω μου,
Είναι τόσο όμορφη.
Η πρώτη χιονόπτωση.
Στην άλλη άκρη της θάλασσας
Τι βουνά είναι εκείνα;
Χειμερινή απόσυρση.
Είναι κάτι που θα μου άρεσε να ρωτήσω
Τον Σακυαμούνι.
Μαραμένα χρυσάνθεμα.
Κάλτσες στεγνώνουν πλησίον.
Μια μέρα με ήλιο.
Χωρίς να κάνει το παραμικρό
Ο θαλάσσιος γυμνοσάλιαγκας έζησε
Δεκαοχτώ χιλιάδες χρόνια.
Πηγή: stixoi/info
Χειμωνιάτικη νύχτα-ΡΑΦΑΕΛ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΑΡΙΕΤΑ
Νύχτα του Γενάρη,σιωπηλή και φωτερή,
δίπλα στο ποτάμι,ανάμεσα στις πέτρες στο πλευρό σου,
με την καρδιά μου ώριμη
για τη γητειά και για το θαύμα.
Αν πέσει έν'αστέρι,
θ'απλώσω το χέρι μου...
Μετάφραση: Β.
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Χειμωνιάτικος ήλιος-Μ.Α. ΑΣΤΟΥΡΙΑΣ
Του σπιτιού ξαναγύρισε ο καλός ο φίλος.
Πώς να σου το πω,δεν ξέρω, πως τώρα είσαι δική μου.
Ήλιε, μουσκίδι,που κρυφοκοιτάς τα πρώτα αυλάκια
της σποράς,χειμωνιάτικέ μας ήλιε,μάθε
το νέο της χρονιάς : δώσαμε αρραβώνα.
Στη μυρωδάτη γη ένας πόθος ανυπομονεί
να ωριμάσει ο σπόρος. Μια λαχτάρα ζωής
αχολογεί στην αθάνατη της πλάσης συμφωνία.
Μέλι ετοιμάζουν τα λουλούδια.
Ξανθά μελίσσια υφαίνουν στις κυψέλες
ένα πλεμάτι μουσικό
από κερί κι αστέρια.
Αναδίνουν οι ορυζώνες ανυπόμονα μύρα,
παραπλανητικά,που ξελιγώνουν τα δέντρα,
τα καρπερά ζαχαροκάλαμα και τα λιβάδια.
Μου φάνηκε πως βούλιαζες! Ήτανε κρύα η χαραυγή,
γιατί έβρεξε πολύ,όπως την κάθε μέρα.
Στ'αυλάκια κινδυνέψανε οι βλαστοί . μα τώρα
με την πετσέτα που η αγάπη μου στεγνώνει τα μαλλιά της
σφούγγισε το κεφάλι σου, σφούγγισε και τα χέρια...
Σαν τα σκυλιά τα δέντρα ξετινάζουν
τις βροχοστάλες΄ της δροσιάς τα κρύσταλλα σπιθίζουν
στους μουσκεμένους σβώλους.
Σκουπίζουν στα βουνά τα σύννεφα την καταχνιά
και καθαρίζει ο ουρανός σαν το πλυμένο αβάκιο.
Γιορτάζει το ποτάμι.
Στα ευτυχισμένα περιβόλια τα καρπερά κλωνιά
το πατρικό σου χάδι περιμένουν,και στα μικρά χεράκια
των φύλλων και των φρούτων ύμνους για να σε διαβάζω.
Χειμωνιάτικε ήλιε!
Με την αγάπη της κι αυτή, με τα γλυκά της φίλτρα,
-σου μοιάζει, καθώς έρχεσαι να ξυπνήσεις ορέξεις,
και πόθους να φουντώσεις-, κι όπως και συ αδύναμη,
μες στη ζωή μου θα διαβεί σαν τις χλιαρές τις μέρες,
όταν πληθαίνουν οι χαρές κ'η μουσική στο σπίτι
και τα τζάμια γιορτάζουν,ζωγραφισμέν' απ' τη βροχή,
κι ακούγονται γαργαρισμοί
που τουρτουρίζουν μες στις στέρνες
μ'ένα καθάριο ριν τιν τιν, γλυκόλαλο και φίλο.
Μετάφραση: Γ.Δ. Χουρμουζιάδη
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Χειμωνιάτικο τραγούδι- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΦΟΝ ΠΛΑΤΕΝ
Υπομονή,μικρό μου μπουμπουκάκι,
που στο βουβό το δάσος καρτερείς.
Είναι μεγάλη η παγωνιά κι ακόμα
να μου'βγεις έξω, φως μου,δεν μπορείς.
Σε προσπερνώ και σήμερα, μικρό μου,
μα που βαστείς, στο νου μου το κρατώ.
Με τη γλυκιά την άνοιξη θε να'ρθω,
με σένα μόνο πια να στολιστώ!
Μετάφραση: Δημ.Λάμψα
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Η αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).