8 Απριλίου, Παγκόσμια ημέρα του Έθνους των Ρομά,της πολύπαθης φυλής,που πουθενά δε βρίσκει μια πατρίδα. Οι ποιητές έγραψαν για τους μουσικούς,για τους σιδεράδες, για τις χαρτορίχτρες, για τα καραβάνια, για τα τσαντίρια....για τον πολύχρωμο και τυραγνισμένο κόσμο τους. Για να δούμε πώς τους ύμνησαν!
Ο δωδεκάλογος του γύφτου (απόσπασμα)- ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Λαμπαδιάζει το καμίνι .
με του αγέρα τα φτερά
Λάμια αχόρταγη ξεσπάει
και λυσσομανά η φωτιά.
Κι άδραξε το σίδερο η φωτιά
κι απ'τα δόντια της θα βγει
σα λιοντάρι δαμασμένο
από ξωτικού βουλή.
Και τ'ασάλευτο τ'αμόνι
και τ'ολόγοργο σφυρί
βροντερή μια μάχη αρχίζουν
κι είναι πλάστης το σφυρί.
Σφυροκόπα τις καδένες,
ω πιο λεύτερα κι απ'το τριγύρισμα
του φτερού,
σφυροκόπα τις καδένες και τα σίδερα
του κακού,
και για τον προφήτη σφυροκόπα
τα καρφιά του σταυρωμού.
Και του γάμου κάμε το κρεβάτι
ω εσύ τη χλόη που κάνεις
της αγάπης της ελεύτερης κλινάρι.
και του γάμου το κρεβάτι, και το δρέπανο
που θερίζει το σιτάρι.
Γύφτε,σιδεροπελέκα,
που έζησες ερημικά
σε ύψη γαληνά απλησίαστα,
Γύφτε σιδεροπελέκα,
στη φωτιά για τη φωτιά
τα κοντάρια,τα σκουτάρια
τα σπαθιά...
Πηγή: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά
Τσιγγάνικο-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Βάρα γερὰ τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσὲ ζουρνά σου!
Φλουρὶ κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιὰ κι ο κόρφος σου πετάει
τα μπρούντζινα γιορτάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
Παίζει το μαύρο μάτι σου μαργιόλικο, μεγάλο
και φέρνει ο λάγνος σου χορός την πεθυμιὰ της νύχτας!..
Κρασὶ ας μη παύσουν τάταχτα μουστάκια μας να στάζουν!..
Ε συ, πατέρα! Η κόρη σου πόψε το παραμύθι
θα μου είπη το τσιγγάνικο πά στο προσκέφαλό μου!
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Μπρούτζινος γύφτος - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα!
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα
και που 'χει τη γυναίκα του
χτήμα του και βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα!
δίνει κλοτσιά στον ήλιο!
Πηγή: Στροφές,Νηπενθή
Το τραγούδι του γύφτου-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Με το βαρειό, με το βαρειό
ξυπνά ο γύφτος το χωριό.
Το χωριό, το χωριό.
τραλαλά, λαρό, λαρό...
Για το σφυρί, για το σφυρί,
τρελαίνεται κι η λυγερή.
Λυγερή, λυγερή,
τραλαλά, λαρή, λαρή...
Μες στη φωτιά, μες στη φωτιά,
παίζει ο γύφτος τη ματιά.
Τη ματιά, τη ματιά,
τραλαλά, λατρά, λατά...
Πηγή:Νεοελληνική ποιητική ανθολογία Παπύρου,Δύο Αιώνες Νεοελληνικής Ποίησης,1995
Ποιητής ΡΟΜΑ –ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΝΟΥ
Υπάρχουν στιγμές όπου,
μέσα στον καλπασμό της ζωής,
μέσα στη καθημερινότητα,
παραμονεύει μια φέτα ευτυχίας…
αν προσέξεις τα κουκούτσια
μπορεί και να μη πνιγείς.
Άλλωστε και τα καρπούζια έχουν καρδιά.
Πηγή: Ενότητα : «Τσιγγάνικη ποίηση»,Ποιητική συλλογή: Ηθικές αναλγησίες
Το πεπρωμένο -ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΝΟΥ
Αχ ανθρωπάκο!
Μήπως βρήκες τις κατευθύνσεις σου
στα αναγνωστικά σου;
Ένας κόκκος από καφέ το πεπρωμένο
μέσα στο φλιτζάνι της ζωής
που μόνο η γριά-μάνα μου
ξέρει να διαβάζει.
Πηγή: Ενότητα : «Τσιγγάνικη ποίηση»,Ποιητική συλλογή: Ηθικές αναλγησίες
Η Σάννα -ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ
Σάννα! Παράξενος σκοπός, 'πό μέσα μου ανεβαίνεις
τραγούδι αλαφροφτέρουγο και μοιρολόγι αντάμα.
Με το ρυθμό, με το χορό, με το βουβό το κλάμα
κι από του μύθου τα βαθιά τα μυστικά μου κρένεις.
Τσιγγάνας γέννα απόμεινες από σπορά βουνίσια
να σελαγάς τα πρόβατα στο σκάρο αλλοπαρμένη.
Κι άλλοι σε λέγανε ξωθιά, νεραϊδογεννημένη
να σελαγάς τους πόθους σου σε βράδια φεγγαρίσια.
Με ποια πλανεύτρα ο κύρης σου μια νύχτα να 'χει σμίξει;
—Άλλης φυλής κι άλλης σειράς φλέβα ξεχειλισμένη—
Εκεί στον κακοτράχαλο τον τόπο ορφανεμένη
ποιας περιπαίχτρας η βουλή μοίρας να σ’ είχε ρίξει;
Παίζανε, λεν, τα παγανά στη λαγκαδιά ένα βράδυ
κι αγκάλιασε ο τρελός βοσκός την ξωτικιά την πρώτη.
Κι άλλοι... με κάποια γύφτισσα... ποιος την κρατάει τη νιότη;
Κι ο πιστικός σε τράνεψε μαζί με το κοπάδι.
Μεγάλωσες και μέστωσες μέσα στην άγρια πλάση
με κεια τα στήθη τα στητά, τ’ αστραφτερό το βλέμμα.
Λαφίνα σ’ άβατο δρυμό, ζωή σ’ άκρατο ρέμα
με τα στοιχειά, με τα νερά, με τα πουλιά στα δάση.
Πλούσια τον πόθο εβύζαξες απ’ της ζωής τη ρώγα.
Σκλάβες να σέρνεις τις καρδιές, χαρά σου και παιχνίδια.
Στις ρούγες μαχαιρώματα, φωτιά στα πανηγύρια.
Ποια κόλαση στα μάτια σου και στην καρδιά ποια φλόγα;
Χίλια να τάζουν τάματα, φλουριά να δίνουν χίλια...
Κι έστειλε και σε γύρεψε του τσέλιγκα τ’ αγόρι.
Νυφούλα σε στολίσανε κι εκεί στο μεσοχώρι
με τα καλοτυχίσματα και την τυφλή τη ζήλεια
κουφόβραζε η καταλαλιά, μαύρο καυτό κατράμι,
ο θρύλος να τυλίγεται μυριόπλουμο ζωναρι
... και συ να γνέφεις, να τηράς, το γύφτο το λυράρη
να βρει η πηγή το δρόμο της να σμίξει το ποτάμι.
Κι εκεί στην κοίτη την κρυφή, στου λυτρωμού την ώρα
—ω της ακράταγης οργής κι άστοχης μοίρας χέρι—
της ηπειρώτικης τιμής ν’ αστράψει το μαχαίρι
κι ολάνθιστη να σωριαστείς στη μανιασμένη μπόρα.
... Στον τόπο εκεί του φονικού —βροντή κι αστροπελέκι—
φύτρωσε λένε μια ροδιά κι ανθίζει και καρπίζει
ρόδια με κόκκινα σπυριά σαν αίμα ν’ αναβλύζει
κι όποιος τα φάει μαγεύεται και στην αγάπη μπλέκει.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Οι γύφτοι-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Χτες αργά το σούρουπο κάτω στις ελιές
ήρθαν οι τσιγγάνοι-γύφτοι και γυφτόπουλα,
γυφτοκοπελιές,καραβάνι.
Τα τσαντήρια στήσανε κι άναψαν φωτιές
γύρω-γύρω χάμου.Τα τραγούδια αρχίσανε
κι άναψαν καημούς στην καρδιά μου.
Να'χα ρούχο γύφτικο,χρώμα μελαψό,
να'ρθω στη φυλή σου...Να ρουφώ,γυφτούλα μου,
και να ξεδιψώ το φιλί σου!
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Γύφτοι-ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΤΟΣ
Στο αμόνι ολημερίς ιδρωκοπάμε
σκυφτοί μέσα στον μαύρο κουρνιαχτό,
λες κάθε μέρα κι'ήτανε γραφτό
τα πυρωμένα σίδερα να σπάμε...
Μα δε σκεφτήκαμε ούτε μια φορά,
τα κάγκελα,που εδώ την πόρτα κλειούνε
του μαγαζιού,να σπάσουμε,να μπούνε
η Άνοιξη με τη λιόφωτη χαρά!
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,1979
Ο γύφτος -ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Ο γύφτος άφησε τα φυσερά του, τις τσιμπίδες του,
το βαρύ αμόνι, τη βαριά, και πηγαινοέρχεται
ανάμεσα στα πέταλα και τις αξίνες,
ενώ γύρω του, πριν γίνουν στάχτη,
οι σπίθες τινάζονται και χωνεύει η φωτιά.
Γιατί, λέει ο γύφτος, το κορίτσι του
έχει ένα βλέμμα σκοτεινό
που ανάβει στην απέναντι παράγκα.
Όλα τα έχω πια εγκαταλείψει,
τους στίχους και τα σύνεργα της τεχνικής,
και βηματίζω μες στον ίδιο χώρο
αντίκρυ στο μουντό παράθυρο
που καιρό τώρα δεν ανάβει.
Πηγή: Δειγματοληψία Α' ,1981
Οι γύφτοι-Χ.Δ.ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Οι γύφτοι είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουμε
γιατί τρυπάν τις εποχές
και φέρνουν τους ανέμους στις αυλές μας.
Είναι οι άνθρωποι που μας κλέβουν τα πορτοκάλια
και αφήνουν τα δέντρα να μεγαλώσουν.
Οι γύφτοι είναι κάτι που δεν αγαπάμε
γιατί είναι απάτριδες και γεννιούνται
χωρίς αύξοντα αριθμό ανάμεσα στα μάτια.
Όσοι μεταμεληθούν βγαίνουν στην όχθη
και φυτεύονται ανάμεσά μας.
Μόνο που κάθε βράδυ στα όνειρά τους,
ξεκινούν πάλι για κάποια χώρα των Μακάρων.
Οι γύφτοι είναι κάτι που δεν συμπαθούμε,
γιατί είναι άθεοι και είρωνες.
Όσοι βαπτισθούν βάζουν τους Αγίους τους πίσω στην καρότσα
και τους φορούν για φωτοστέφανο μια παλιά ζάντα από Ντάτσουν.
Τις αυγές σκαρφαλώνουν στις ταράτσες κλέβουν τα μανταλάκια
της νοικοκυράς και αφήνουν τα εσώρουχα μας να στεγνώσουν.
Οι γύφτοι είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουμε,
γιατί πεθαίνουν πάντα τον Απρίλη με μάτια καθαρά και μαύρα∙
πιο καθαρά από τη νύχτα∙ παίρνουν μαζί τους ένα κλαδί χασισόδεντρου
και μια πυγολαμπίδα καλά κρυμμένα στο εσώρουχο.
Οι γύφτοι σε παίρνουν πάντα όταν κάνεις ωτοστόπ∙
δεν σου λένε παλιές ιστορίες
ούτε τη μοίρα σου.
Μόνο τα κορίτσια τους σου πλένουν τα χείλη
και σε κοιτούν όλοι κατάματα, μήπως έχεις να τους πεις νέα
για το μεγάλο καραβάνι που χάθηκε...
Πηγή:"Κίνναμος",Εκδόσεις Νέα Πορεία,Θεσσαλονίκη, 1987
Γυφτοπούλα στο χαμάμ -ΓΙΩΡΓΟΣ Λ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Τα μεγάφωνα σκορπούν το τραγούδι
σ’ όλους τους εγκλείστους.
Είναι Κυριακή
έξω από το εκκλησάκι
του Αγίου Αντωνίου
ένα σκουρόχρωμο κορίτσι χορεύει.
Αν προσέξετε καλά την εικόνα
κάπου θα πάρει
το μάτι σας
και μένα
να σβήνω τις μέρες μου.
Πηγή: Ένα με τη σκόνη, 2017
Μπρούτζινος γύφτος -ΓΙΩΡΓΟΣ Λ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Όλες μου οι λέξεις
μια κραυγή
είμαι κι εγώ εδώ!
ρωτήστε πώς με λένε
τίνος παιδί είμαι
αφήστε με να σας πω
για το μέρος που γεννήθηκα
κι ύστερα
πάρτε με μαζί σας
να πλέκω καρέκλες
κατσαρόλες να γανώνω
και τα βράδια γύρω απ’ τη φωτιά
στο τραγούδι σας να καίγομαι
Πηγή: για το Άλφα της στέρησης, 2019
Τσιγγάνος-ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΑΛΑΚΟΓΛΟΥ
Πριν σε γνωρίσω ήμουν τσιγγάνος,
με την καρδιά μου σαν δισάκι κρεμασμένη,
στους πέντε ανέμους απλωμένη.
Τη φύσαγε από δω ο νοτιάς
και τη χτυπούσε άσπλαχνα ο σιρόκος,
αγάπες που τις στοίχειωσε όρκος.
Κι είπα κοντά σου ν ‘αποστάσω
και νόμισα πως θα έβρισκα γαλήνη,
μ’ αρνήθηκες όπως κι εκείνη.
Εμπρός φτωχή καρδιά ξεκίνα τώρα,
μας περιμένουνε ατελείωτοι οι δρόμοι,
πίκρες πολλές θα πιούμε ακόμη.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Love is-ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ
Ο καθένας έχει τη θεωρία του επ’ αυτού:
Ποιητές, πωλήτριες, φιλόσοφοι, ταξιτζήδες...
Οι καλύτεροι ήταν οι χίπηδες,
αγαπούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και ξεμπέρδευαν.
Λοιπόν, για να το λήξουμε:
Αγάπη είναι
ο γύφτος και η γύφτισσα στην καρότσα του αγροτικού
με τα τσιφτετέλια στη διαπασών,
πέντε βρόμικα πιτσιρίκια και ένας εξίσου βρόμικος σκύλος.
Τρώνε δε, όλοι μαζί σουβλάκια
και μουντζώνουν
όσους διαμαρτύρονται για την ηχορύπανση.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Meg Merrilies -ΤΖΟΝ ΚΙΤΣ
Η γριούλα Μεγκ ήταν τσιγγάνα,
ζούσε στους βάλτους ζωή φτωχή,
είχε για στρώμα της δεμάτια ρείκια,
και για καλύβι της όλη τη γη.
Ξυνά βατόμουρα, μήλα της ήταν
το σπαρτοκάρπι, μαύρη σταφίδα
του άγριου ρόδου η δροσιά, κρασί της
και κάθε μνήμα, βιβλίου σελίδα.
Πεύκα ολομύριστα, γκρεμοί και λόφοι
ήταν αδέλφια της, η φαμελιά της.
μ’ αυτά μιλούσεν όλη τη μέρα
και τ’ αγαπούσε με την καρδιά της.
Μέρες πολλές νηστικές περνούσε
κι όταν το βραδινό της δεν είχε πάρει,
τα μάτια στήλωνε στον ουρανό,
για να χορτάσει με το φεγγάρι.
Μα σα λιοφώτιζεν, η Μεγκ στεφάνι
απ’ αγιοκλήματα πάντα φορούσε
δροσολουσμένα, και κάθε βράδυ
τις βέργες έπλεκε και τραγουδούσε.
Ψαθιά από βούρλα φτιάχναν με τέχνη
γέρικα δάχτυλα που είχαν ροζιάσει .
ψαθιά από βούρλα που τα πουλούσε
στα καλυβόσπιτα μέσα στα δάση.
Σα μια βασίλισσα ήταν γενναία,
σαν αμαζόνα ήταν ψηλή,
κόκκινη κάπα χοντρή φορούσε
και στο κεφάλι χοντρό ψαθί.
Γέρικα κόκκαλα πάνε πια χρόνια
που στην αγκάλη της έκλεισε η γη.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους-ΜΑΡΤΙΝ ΝΙΜΕΛΕΡ
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει.
* Αυτό το ποίημα από λάθος αποδίδεται στον Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Πηγή: https://www.ellinikahoaxes.gr/
Η καλόγρια η τσιγγάνα- ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
Βουνά και σύγνεφα μακριά
σ’ όλα τα γύρω σιγαλιά
Κάμποι και δέντρα μες στη ζέστη
και τα τοιχία μες στον ασβέστη
Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
Άχου τι όμορφα κεντάει
το χεράκι της πως πάει
Βάνει πουλιά βάνει δεντρά
βάνει και τ’ άστρα τα χρυσά
Βάνει στις τέσσερις τις κόχες
τέσσερις αγριομολόχες
Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
Μα κάθε τόσο αναστενάζει
και κάτι με το νου της βάζει
Λίγο το χέρι σταματά
μες στον αέρα και κοιτά
Στα μάτια της που ανοιγοκλειούν
δυο καβαλάρηδες περνούν
Κι υστέρα πάλι στο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
Τι ποτάμια! Τι χορτάρια!
Τι λιοτρόπια! Τι φεγγάρια!
Πλάσματα της αρεσιάς της
της ονειροφαντασιάς της.
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Πηγή: https://www.stixoi.info
Η γριά τσιγγάνα-ΡΟΖΕ ΑΟΥΣΛΕΝΤΕΡ
Η γριά τσιγγάνα πέθανε
μου υποσχέθηκε τη ζωή
συρματοπλέγματα ταξίδια αγώνες με τις λέξεις
Στα μαύρα μάτια της
ταξίδευαν
δύο ανήσυχοι ήλιοι
τα λόγια της με πήγαν
στην Αμερική
και πάλι πίσω στην Ευρώπη
Στο όνειρο
τη συνόδευσα
στο σκοτεινό ποτάμι
μετά ξεχύθηκα πίσω
στον πυρετό της ιστορίας μου
Μετάφραση: Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ
Πηγή: https://frear.gr
Τα τραγούδια των Τσιγγάνων -ΖΑΝ ΡΙΣΠΕΝ
Για βάφτιση νεογέννητου
Μες στο νερό, που ατέλειωτα κυλάει
μες στο νεράκι που άσκοπα όλο πάει
σε βάφτισα και σένα
δίχως σκοπό κανένα.
Όπως κι αυτό, ποτέ μη σταματήσεις
Κ'εδώ στη γη, ποτέ φωλιά μη χτίσεις.
Γοργά...γοργά πέρνα! τη γης
να καταλείς... να καταλείς.
Παρόμοιος με τ' αγνό νεράκι γίνε.
Και πες... και πες πατρίδα σου πως είναι
το σύγνεφο που το γεννά
το σύγνεφο που πάει ξανά.
Όπως εκείνο απ' όλα θα διαβαίνεις.
Θα περνάς, θα στραγγίζεις, και θα βγαίνεις.
Γιατί έχεις κλήρα σου παλιά
τη λευτεριά... τη λευτεριά!
Σου είπε κ' η Μοίρα " Σαν κι αυτό γεννούν
απ' τη σχισμάδα του ψηλού βουνού
που σύγνεφο κάποιαν ημέρα
το σφιχταγκάλιασε εκεί πέρα.
Θα μάθεις σαν κι αυτό να τραγουδείς.
Γι' άκουσε το τραγούδι του να δεις
τι λέει ο δροσερός αφρός;
Πάντοτε εμπρός... πάντοτ' εμπρός!
Στη ρεματιά θα μάθεις να γυρνάς.
Σαν παίζει η γκούζλα, η γκάιδα, ο ζουρνάς.
Με τα γυρίσματα τ' αφράτα
σου λέει "μακριά, κι όλο περπάτα!"
Κι όταν πεθάνεις, έτσι όπως κι αυτή
θα βγεις σε κάποια θάλασσα ανοιχτή
κι απ' την πλατειά της την αγκάλη
ο Ήλιος θα σε πάρει πάλι.
Αφιέρωση του νεογέννητου στον Ήλιο
Ήλιε πυρρέ μου, Ήλιε χρυσέ μου, Ήλιε αιματένιε!
Ήλιε που λάμπεις και φλογίζεις. Διαμαντένιε!
που τη ζωή σπέρνεις και τρέφεις εδώ κάτου.
Το ζωντανό μου αυτό χρυσάφι: χάρισμά σου!
Το διαμαντένιο αυτό κορμί πάρε αγκαλιά σου.
Σου τάζω το αίμα του: Σταλιά δικού μου αιμάτου.
Ήλιε μου: ας πάρει απ΄το χρυσάφι σου η θωριά του.
Ήλιε μου: ας πάρει απ' τα διαμάντια σου η ματιά του.
Ήλιε μου: το αίμα σου ας χυθεί μες στην καρδιά του.
Ήλιε χρυσέ μου ΄ ήλιε λαμπρέ μου ΄ ήλιε αιματένιε.
Μετάφραση: Ν.Πετμεζάς- Λαύρας
Πηγές: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη- Ν.Παππά, Διόσκουροι
Ο γύφτος του χωριού- ΧΕΝΡΙ ΛΟΝΓΚΦΕΛΟΟΥ
Κάτω από φουντωμένη καστανιά
στημένο είναι το γύφτικο του φτωχικού χωριού.
Του γύφτου ρόζιασαν τα χέρια απ'τη δουλειά,
κι ως σιδερένια φαίνονται τα χέρια του λουριά,
τα μπράτσα του που τα'φησεν η φλόγα του ηλιού.
Έχει μακριά κι ολόσγουρα μαλλιά,
και στάζει τίμιος ιδρώτας απ'το μέτωπό του.
Τον κόσμο όλο κατάματα κοιτά,τι δε χρωστά
πεντάρα σε κανένα,και σκύβει στη δουλειά
ολημερίς το μπρούντζινο το πρόσωπό του.
Αρχίζει και δουλεύει απ'την αυγή,
κι όταν ακόμα βράζει το λιοπύρι,
το φυσερό του ακούς και το σφυρί,
που ως ρυθμική καμπάνα,αργό,βαρύ
χτυπά ώσπου ο ήλιος πια να γείρει.
Γυρνώντας τα παιδιά από το σχολειό
στέκονται όξω απ'την πόρτα και κοιτούνε.
Θαυμάζουν το καμίνι το πυρό
του φυσερού του ακούν το μουγκρητό
και πιάνουνε τις σπίθες που πετούνε.
Στην εκκλησιά τραβά την Κυριακή,
και κάθεται μαζί με τα παιδιά του.
Ακούει τον παπά και τις φωνές
της κόρης του που ψέλνει ευλαβική
μ'άλλες μαζί και χαίρεται η καρδιά του.
Σάμπως να ψέλνει απ'το ουράνιο δώμα
η μάνα της,κι ακούγεται ως εδώ...
Τη συλλογάται,την πονάει ακόμα
που κείτεται μονάχη της στο χώμα
και δάκρυ ένα του ξεφεύγει κρυφό.
Πάντα στο δρόμο της ζωής βαδίζει
με τη χαρά,τον πόνο,τη δουλειά.
Κάτι καινούργιο κάθε αυγήν αρχίζει
το βράδυ τελειωμένο τ'αντικρίζει,
κι αποκοιμάται ησυχασμένος πια.
Τέλος ο άξιος γύφτος ο τρανός,
τι μάθημα περίφημο μας δίνει!
Έτσι σφυροκοπιέται η μοίρα καθενός,
η πράξη έτσι δουλεύεται κι ο λογισμός,
στο φλογισμένο της ζωής καμίνι.
Μετάφραση: Μυρτιώτισσα
Πηγή:Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι,1976
Περί φήμης-ΤΖΟΝ ΚΙΤΣ
Η Φήμη, σαν ένα ιδιότροπο κορίτσι, θα εξακολουθεί να είναι ντροπαλή
Σε όσους την κορτάρουν πολύ δουλικά γονυπετείς,
Αλλά παραδίδεται σε κάποιο απερίσκεπτο αγόρι,
Και ξεμωραίνεται περισσότερο από μια ήσυχη καρδιά.
Είναι μια γύφτισσα, - δε θα μιλήσω σ’ αυτούς
Που δεν έχουν μάθει να είναι ευχαριστημένοι χωρίς αυτήν.
Μια κοκέτα άπιστη, της οποίας το αυτί δεν ψιθύρισε κανείς ποτέ από κοντά,
Ποιος νομίζει ότι την σκανδαλίζουν αυτοί που μιλούν γι `αυτήν.
Είναι πολύ γύφτισσα αυτή, γεννημένη στο Νείλο,
Ετεροθαλής αδελφή του ζηλιάρη Πετεφρή.
Εσείς με ερωτική επιθυμία Βάρδοι! ανταποδώστε την περιφρόνηση της με περιφρόνηση.
Εσείς Καλλιτέχνες ερωτευμένοι χωρίς ανταπόκριση! τρελοί που είστε!
Κάντε την καλύτερη υπόκλισή σας σ’ αυτήν και πέστε της αντίο,
Στη συνέχεια, αν της αρέσει, θα σας ακολουθήσει.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Έννεπε Μούσα, Ιστότοπος ποίησης και μουσικής