Βαδίζουμε στα μισά του Απριλίου, στην καρδιά της άνοιξης. Για να δούμε πώς ήχησαν οι ποιητικές λύρες για τον γλυκό Απρίλη! Τι είπαν οι ποιητές;
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι -ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΑΠΟ ΤΟ Β' ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
II
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
................................................................................
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο•
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη•
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Πηγή: Άπαντα Διονυσίου Σολωμού
Απρίλης-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Άνοιξη. Δυο σταγόνες θάλασσα τα μάτια σου.
Μια καρδερίνα ανεβοκατεβαίνει σ’ έναν ξύλινο σταυρό.
Πηγή: Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)
Σαν πεθάνω -ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.
Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.
Πηγή: Ενότητα «Χαμόγελα»,Οι τρίλλιες που σβήνουν,1928
Ψυχοδύναμη-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μέρα χρυσή, κατάχρυση, μα πώς ναν τη χαρείς;
Κι ο μπάτης ο ανοιξιάτικος στα στήθια σου βαρύς.
Απρίλης με το Θάνατο χορεύουν και γελούνε
κι όσα λουλούδια και καρποί, ξέν’ άρματα σε κλειούνε.
Ετούτ’ οι σκότεινοι άνθρωποι σκοτώνουν την ημέρα,
τ’ ασήκωτο κεφάλι τους βαραίνει τον αέρα.
Ψεύτικα ζουν σε ψεύτικη πατρίδα. Που `ναι σκλάβοι,
αλυσωμένοι από παντού, δεν το `χουν καταλάβει,
μάιδε, πως είναι πεθαμένοι από την πρώτην ώρα,
που νεκρογεννηθήκανε στην πεθαμένη χώρα.
Κι όμως, πολύν καιρό δεν έχει, ετουτ’ οι πεθαμένοι
κάνανε θάμ’ αθάνατο στην πάσαν οικουμένη.
Πάλι από δαύτους, σύντομα, μόλις η Μάνα κράξει,
θα βγει ζωή κι ανάσταση για τη Μεγάλη Πράξη.
Πηγή: "Ελεύθερος κόσμος",1965
Απρίλιος - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Οι μέρες τρελαίνουν τα πουλιά, οι νύχτες αναποδογυρίζουν τα κορίτσια
ώσπου ανεβαίνει ή σελήνη κατακόκκινη σαν την ανάμνηση μιας ηλικίας
πού δε θα ξανάρθει.
Πηγή: https://www.stixoi.info/
Παπαρούνες στα περβόλια του Μόρφου -ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Αναπολώ εκείνο τ’ Απριλιάτικο πρωινό
που σας αντίκρισα ξαφνικά
κόκκινο χαλί πέρα για πέρα,
from wall to wall,
που κλέψατε την παράσταση απ’ τις πορτοκαλιές και τους ανθούς.
Πηγή: https://www.stixoi.info/
Ω, ναι, το ξέρω-ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
Ω, ναι, το ξέρω
Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να `ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.
Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.
Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.
Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.
«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
μ’ αγγίζει τώρα!».
Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο εμπρός μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,
κόσμος δικός μου.
Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στην κάμαρά μου...
Πηγή: https://www.stixoi.info/
Οι λυπημένες φράσεις -ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Με ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το Θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δε συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
ποιά γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά σιγά η Κυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποιά γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε...
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς τις Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται με ρίμες.
ήλιοι - Απρίλιοι
ήλιοι - Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
ποιά γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ’ άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποιά γυναί- ποια γυναί-
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.
Πηγή: Το λίγο του κόσμου, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, Πρώτη Έκδοση Έργου:1971
Απριλιάτικο βράδυ-ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ
Απόψε λες και γιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάρραχο, αχός στο κάθε ρέμα .
χίλιες 'μορφιές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμών τ’ απόσκια
και τα ηλιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.
Ως και τα κυπροκούδουνα κι’ οι γκιώνηδες κι’ οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού του Απρίλη
κ’ εσώπασαν το κλάμα τους, το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιες στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάργια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα, τα χαμηλά τα μάτια.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Απρίλης-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
Κάποια μάγισσα, μια στρίγγλα και μαγάρα,
δεν της έφτανε ν’ απλώσει λίγη αντάρα.
Μόνο βάλθηκε να μας λιχνίσει χιόνι
-κι αναμπαίζοντας η γριά το πασπαλώνει…
Ρίξε διάτανε, ’θεμά τα γονικά σου,
ρίξε κι άδειασε τον άμμο του θαλάσσου.
Με ψιλάλεσμα τέτοιο όσο αν μας στείλεις,
θα ’ρθει η άνοιξη, θα’ ρθει κι ο νιος Απρίλης.
-Πότε γέροντα, πότε καημένε πάπη,
θα πετάξουμε και μεις το κοντοκάπι;
Το χιονόνερο μας μπήκε ως το μεδούλι,
μπεζερίσαμε στα χαμηλά, παππούλη.
-Σαν ακούσετε τον κούκο να λαλήσει,
να κινήσετε κατά το Καρπενήσι.
Στις γραβότουφες θα πέσουν τα γαλάρια
κι όλο αφρόγαλο θα τρέχει στα καρδάρια.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Πήγε ο Απρίλης έφηβος-ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΝΤΙΑΝΟΣ
Πήγε ο Απρίλης έφηβος
μια δροσοχαραυγή
κι ανέβηκε του κήπου της
τη σκάλα και τη θύρα,
χτύπησε κι όλων των δεντρών
ξύπνησαν οι παλμοί
σαν ν’ άχησε μια λύρα ∙
κι ανέβηκαν και δέθηκαν
στ’ ακρόκλωνα οι καρδιές,
μπουμπούκια αδρά κι ολόδροσα
κι ολόμεστα από νιάτα,
τα φύλλα ακροφιλήθηκαν
κι οι αηδονοφωλιές
ρίγησαν κι αναγάλιασαν
κλουβιά, πουλιά γιομάτα.
σαν να’ ταν και ντυθήκανε
να πάνε σε χαρά
και φόρεσαν στην κόμη τους
στεφάνια από λουλούδια,
τα πεταλούδια κάρφωσαν
κοσμήματα ακριβά,
κι ω θάμα, πρωτακούστηκαν
τρίλιες, τρελά τραγούδια!
Κι ο γήλιος που τ’ αντίκρισε
στάθηκε μια στιγμή
τι ανάβλυσε στα σπλάχνα του
πύρινου πόθου βρύση,
μα χύθηκε και πρόφτασε
για να παρασταθεί
σ’ ερωτικό μεθύσι:
και να π’ ανοίγει μια καρδιά
για να πρωτοαγαπήσει!
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση», Ναυτίλος
Απρίλιος -ΒΑΛΑΝΤΗΣ ΒΟΡΔΟΣ
Θυμάσαι κάποιον Απρίλιο;
Μαζεύτηκαν όλοι πάνω σου,
γελώντας σε σήκωναν ψηλά
να συνηθίσεις τα φτερά σου ανοιχτά.
Μόνο εσύ έκλαιγες,
αφού πάντα έτσι γίνεται.
Μέρες παλιές
μισή ζωή
μια ζωή και βάλε.
Το αύριο μπορεί να `ναι
μια γριά απ απ’ το Λαύριο
που κεντά στ’ ανοιχτό παράθυρο
τον πόνο σταυροβελονιά/
Να `ναι και γέλιο παγονιού με τα στήθη ανοιχτά
πλυμένα με ασβέστη.
Ένας μικρός με γλειφιτζούρι στο χέρι
βγάζει απ’ την τσέπη μου ποιήματα
σκισμένα νοσήματα της ύπαρξης
απύθμενα χειροκροτήματα,
δρόμοι, τόποι, γειτονιές ονείρων,
της ανείπωτης θλίψης.
Κάποτε τόση χαρά έτοιμη να πηδήξει
απ ’ τα μάτια σου στο κενό,
δρόμοι κι άλλοι δρόμοι
που στο τέλος ο λάθος δρόμος
φάνταζε ιδανικός.
Καμάρα Ταντάλου
η πρώτη γυναίκα είχε το άρωμα της θάλασσας.
Δωδεκαόροφες,
η εξηκονταρχία του Κώστα να παρελαύνει
μπροστά σου σε delirioum tremens
πατώντας πάνω στις άσπρες γραμμές του χάους.
Η φυσική σου τάση ισχυρή
και τόση η ροπή σου
σ’ αυτόν τον προωθημένο κίτρινο λίβα
που έκαψε τις σελίδες σου
πριν γράψεις ένα ποίημα της προκοπής
μια ημερομηνία κατά το ήμισυ ανοιχτή
και τα σκυλιά λυμένα.
Πηγή: https://www.stixoi.info/
Απρίλιος του ανόητου-ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΝΤΟΥΜΗ
Τα φθαρμένα ρούχα μού προξενούν θλίψη.
Προτιμώ τα λερωμένα ρούχα. Αυτό δε με πειράζει.
Όμως ένας τριμμένος γιακάς, ένας γυαλιστερός αγκώνας
[τα δάχτυλά του είναι τόσο λεπτά όταν μ’ αγκαλιάζουν]
Πόσες βιολέτες ανθισμένες αυτή την εποχή. Σου παίρνουν το μυαλό.
Κι αυτά τ’ αμπέλια τα καλοδιπλωμένα κι αγοραφοβικά
τι ωραία
Πηγή: "Love me tender",Εκδόσεις Σαιξπηρικόν,2018
Φιλοσοφώντας-ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
Απρίλης και άνοιξη, Θεσσαλονίκη,
εικαστική κατασκευή εν όψει εορτασμού:
στο δάπεδο πρόσωπα-μάσκες, μορφές ελλειπτικές
το ασαφές δηλώνουν της ταυτότητας τιμώμενων,
ανώνυμων, νεκρών.
Βιαστικοί επισκέπτες πατούν απρόσεχτα πάνω στα
εκθέματα
πάλι και πάλι και συνέχεια,
μα δεν είναι δυνατόν, πώς δεν τα βλέπετε,
φωνάζει η Ελένη.
Ιούνιος και βρέχει, Βερολίνο,
εβραϊκό μουσείο, εικαστική κατασκευή «κενό μνήμης»:
χιλιάδες στοιβαγμένα πρόσωπα, στόμα κραυγή.
Η προτροπή του καλλιτέχνη
ο επισκέπτης να πατήσει πάνω τους –
μέθεξη στο μαρτύριο ίσως –
μα εγώ δεν μπόρεσα…
Πηγή: «Οδυσσέας, τρόπον τινά», Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη,2013
Ο Απρίλης-ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ
Πάλι εωδιάζει το δάσος!
οι κορυδαλλοί φτερουγίζοντας παίρνουν
ψηλά τον ουρανό που εβάραινε στους ώμους.
Αλήθεια:ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά η ημέρα
άδεια φαινόταν,μα ύστερα από τα βροχερά απογεύματα
έρχονται οι καινούργιες ώρες
ολόχρυσες,γεμάτες ήλιο,και μπροστά τους
φευγαλέα στους μακρινούς τοίχους
όλα τα άρρωστα παράθυρα
χτυπούν δειλά τα φτερά τους.Ύστερα
γίνεται σιωπή. Και η βροχή πάλι
σιγοτραγουδώντας
χτυπά πάνω στις πλάκες
που η λάμψη τους,σιγά-σιγά
σκοτεινιάζει.Μα οι κρότοι
μαραίνονται μέσα
στα λαμπερά μπουμπούκια των κλαδιών.
Μετάφραση: Λεωνίδας Πολυδεύκης
Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1959
Απριλιάτικο-ΤΟΤ ΑΡΠΑΝΤ
Γιόμισε ο δρόμος πασχαλιές .
κ'οι θάμνοι των πουλιών λαλιές.
Απόκριση σάμπως με αυλούς
παίρνεις απ' τους κορυδαλλούς.
Το κάστρο τους γροικά μες στη
νάρκωση που’ χει βυθιστεί.
Ονειρικά σκώνει, καθώς
χέρια, τους πύργους του στο φως
Στον κήπο αχτίνες πέφτουν, σα
κοκκινωπά ψάρια, χρυσά.
Αργά ένας κύριος περπατεί
με μια κοιλάρα φουσκωτή.
Γαλήνια που χαμογελά
σα να του παν όλα καλά.
Δε δείχνει, να ’χει έγνοια καμιά
για κέρδος ή και για ζημιά,
για του εμπορίου τα μυστικά.
Και νιώθει ευφρόσυνα, γλυκά,
σαν ένα ρόδο στο βαθύ
στομάχι του ξάφνου ν’ανθεί .
μα θα μαδήσουν περιττά
τα πέταλά του κει μπροστά,
μόλις ο κύριος ο χοντρός
την κούρσα του θα βάλει μπρος.
Ω, απριλιάτικες βραγιές,
δροσούλες από αλυγαργιές.
Ω, βλασταράκια κ’ ευωδιές,
πουλιά που ευφραίνετε καρδιές,
οι μάγοι σας κελαηδισμοί
φλογέρες και νεροσυρμή.
Τι ευλογία να λησμονάς
πως έγινε η ζωή βραχνάς
άγριος, απαίσιος, φοβερός
κι’ όπου σταθείς κ’ ένας εχθρός.
Πώς θα σκανδάλιζε και πώς
όλα θα δείχνανε αλλιώς,
αν τώρα δα, έτσι ξαφνικά
που όλ’ αναπνέουν μαλακά
και δείχνουνε ειρηνικά
αν τώρα, λέω, ξαφνικά
έμπαινα μέσ’ στον κήπο αυτό
κ’ ένα χαστούκι δυνατό
άστραφτα, για να το χαρώ,
σ’ αυτό τον κύριο το χοντρό…
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση», Ναυτίλος
Απρίλης-ΠΑΚ ΜΟΓΚΟΥΛ (Κορέα)
Σε μια μοναχική βουνοκορφή
τα έλατα είναι σκηνικό ονείρου.
Όταν θρηνεί ο κούκος
η μέρα θα’ναι ατέλειωτη…
Στου ξυλοκόπου την καλύβα,
στη μισανοιγμένη πόρτα της,
ένα τυφλό κορίτσι αφουγκράζεται
ακουμπισμένη εκεί στον τοίχο.
Μετάφραση: Πέτρος Περίδης
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση», Ναυτίλος
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Έννεπε Μούσα, Ιστότοπος ποίησης και μουσικής