12 Μαΐου. Παγκόσμια ημέρα μητέρας. Θα δούμε τα λόγια κάποιων δημοτικών τραγουδιών για τη μητέρα!
Μάνα, λούγε με
Mάνα,λούγε με, μάνα μου, χτένιζέ με,
μάνα, στο σκολειό, μάνα μου, μη με πέψεις,
κι άρχοντες περνούν, πεζοί και καβαλάροι.
μάνας νιος καλός, καλός και διωματάρης,
μου παιζογελά και κάνει μου το νάτο.
Μάνα, αν τόνε δεις να του ζηλέψεις θέλεις.
Παρακαλώ σε μάνα μου
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μια χάρη να μου κάμεις,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνεις μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι άκουσα τη φωνούλα σου κι εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μες στους αποθαμένους,
καίει των νιφάδων τα χρυσά, του νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, στη μαύρη γης με ρίχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, τ' αχείλι μου φαρμάκι.
Όλες οι μάνες κλαίγανε
Όλες οι μάνες κλαίγανε, κι όλες παρηγοριούνταν.
μα μια μανούλα ενός παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τις πέτρες στην ποδιά, τα τρόχαλα στον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα:
-Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
που' πνιξες το παιδάκι μου κι άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια η θάλασσα, δε φταίω'γω το κύμα,
μόν' φταίει ο πρωτομάστορας που φκιάνει τα καράβια
και τα πελέκησε φτενά και τα γυρίζει ο αγέρας.
και χάνω τα καράβια μου πού' ναι δικά μ' στολίδια
χάνω τα παλικάρια μου οπού με τραγουδούνε.
Μάνα μ' σγουρός βασιλικός
Μάνα μ' σγουρός βασιλικός,
πλατύφυλλος και δροσερός.
Μάνα μου, ποιος τον πότιζε,
και ποιος τον κορφολόιζε;
Πέταξε κλώνους και κλωνιά
και σκέπασε τη γειτονιά,
και σκέπασε και μένανε,
που μ' έχει η μάνα μ' ένανε
Σ' αφήνω γεια μανούλα μου
-Σ' αφήνω γεια, μανούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα' ρθώ και μην πολυλυπιέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ' αστέρια τ' ουρανού και του Μαγιού τα ρόδα.
Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
θανά σου στέλνω πράματα π' ουδέ τα συλλογιέσαι.
-Παιδί μου, πάαινε στο καλό κι όλοι οι αγιοί κοντά σου,
και της μανούλας σου η ευχή να' ναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέσει η ξενιτιά και μας αλησμονήσεις.
-Κάλλιο, μανούλα μου γλυκιά, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ στα έρημα τα ξένα.
Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύτες δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό τη μάνα αλησμονάει.
Καλέ μάνα πάντρεψέ με
Καλέ μάνα πάντρεψέ με,
σπιτονοικοκύρεψέ με.
-Κόρη μου, να σε παντρέψω
και να σε νοικοκυρέψω.
Να σου δώσω ένα ραφτάκι,
ένα νιο παλικαράκι.
-Δεν τον θέλω' γω το ράφτη,
όπου πάει μύγες χάφτει,
όπου πάει και δουλεύει
τη μισή την τσόχα κλεβει.
-Να σου δώσω μπακαλάκι
ένα νιο παλικαράκι.
-Δεν τον θέλω το μπακάλη
που βρωμά τυρί και λάδι.
-Να σου δώσω μπαρμπεράκι
ένα νιο παλικαράκι.
-Δεν τον θέλω το μπαρμπέρη
την ημέρα μπαρμπερίζει
και τη νύχτα μουρμουρίζει.
-Να σου δώσω ένα ναυτάκι
ένα νιο παλικαράκι.
-Καλέ μάνα μου, το βρήκες
στην καρδιά μου μέσα μπήκες΄
ν' ανεβαίνει στην αντένα
να 'ν' ο νους του μετά μένα