Η Μούσα στην ποίηση (Ποιήματα)

Η Μούσα στην ποίηση (Ποιήματα)

21 Μαρτίου. Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης σήμερα! Ας θυμηθούμε τι είπαν οι ποιητές για τη Μούσα,τη μητέρα της έμπνευσης!

Το προοίμιο της Οδύσσειας-ΟΜΗΡΟΣ

(α 1-10)

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ' τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ' εμάς.

Πηγή:Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, Αθήνα, εκδόσεις Στιγμή 1992

[Εις ψεύτη]-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Η Μούσ’ αλαφροπάτησε, κι εστήθηκ’ ομπροστά μου,
και μὄδειξε τη μύτη του για τη σκορδομυτιά μου.

Μούσα, και πώς να τονε πω για να βαλθεί σε μέτρο;
— Βάλε του κάλπικ’ όνομα και πες τονε Κυρ Πέτρο.

Στρέψε, Σιρ Πίτερ, κατά μέ το γαληνό σου βλέμμα,
κι αν ημπορείς βγάλε πνοή που να μην είναι ψέμα.

Πηγή: Σατιρικά

Ωδή πέμπτη [V]-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

Εις Μούσας

α΄

Τας χορδάς ας αλλάξομεν
ω χρυσόν δώρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τας χορδάς ας αλλάξομεν
ιόνιος λύρα.

β΄

Άλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Χάριτες·
και σεις επί το ξύλον
μελίφρονον, υακίνθινον
βάλετε στέμμα.

γ΄
Τας πτέρυγας απλώνει
ως τ’ όρνεον του Διός,
και υψώνεται το μέτρον
έως τον ουράνιον κήπον
των Πιερίδων.

δ΄
Χαίρετε ω κόραι, χαίρετε
φωναί οπού τα δείπνα
των Ολυμπίων πλουτίζετε
με χορών ευφροσύνας
κι εύρυθμον μέλος.

ε΄
Σεις τα αιθέρια νεύρα
της φόρμιγγος κροτείτε,
και τα θηρία, και τ’ άλση
χάνονται από το πρόσωπον
της γης πλατείας.

ς΄
Όπου τρέμουσιν άπειρα
τα φώτα της νυκτός,
εκεί υψηλά πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας.

ζ΄
Το ποτόν καθαρόν
θεραπεύει τα φύλλα,
κι όπου άφησε το χόρτον
ευρίσκει ρόδα ο ήλιος
και μυρωδίαν.

η΄
Ούτω υπό τους δακτύλους σας
η ελικώνιος λύρα
τρέμει, και τ’ άνθη αμάραντα
της αρετής γεμίζουσι
πάσαν καρδίαν.

θ΄
Όχι πατέρες, τύραννοι·
όχι άνθρωποι και τέκνα,
αλλά δειλά και αναίσθητα
ποίμνια τον κύκλον ήθελον
τρέξειν του βίου·

ι΄
Χείρες κεραυνοφόροι,
μόνον νώτα υποφέροντα
τας πληγάς· αν το δίκρανον
του Παρνασσού λιγύφθογγον
σπήλαιον εσίγα.

ια΄
Διά παντός μοιράσατε
θείαι παρθένοι την δίκην·
διά παντός χαρίσατε
των ανθρώπων αισθήσεις
υψηλονόους.

ιβ΄
Αφρίζουν τα ποτήρια
της αδικίας, δυνάσται
πολλοί και διψασμένοι
ιδού τ’ αδράχνουν· γέμουσι
μέθης και φόνου.

ιγ΄
Τώρα ναι τώρα αστράψατε
ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε
την πτερωτήν βροντήν,
κατά σκοπόν βαρέσατε
μ’ εύστοχον χείρα.

ιδ΄
Φυλάξατε τους ύμνους
διά τους δικαίους· μόνον
εις αυτούς την ειρήνην,
και τους χρυσούς στεφάνους
εις αυτούς δότε.

ιε΄
Ήτον ποτέ οι εννέα
Ολύμπιαι φωναί
εκεί οπού χορεύουσι
της ημέρας οι κόραι
λαμπαδηφόροι.

ις΄
Ήκουον μόνον οι κύκλοι
των ουρανών, την σύμφωνον
θεόπνευστον ωδήν,
και τον αέρα ακίνητον
είχε η γαλήνη.

ιζ΄
Αλλ’ ότε το μειδίασμα
του θεού των ερώτων
τον Κιθαιρώνα εσκέπασε
με θύμον και με κλήματα
σταφυλοφόρα·

ιη΄
Εκεί ο ρυθμός επέραστος
καταβαίνων, το βλέμμα
των γηγενέων δρακόντων
εχάθη, ως τα χαράγματα
χάνεται ο ύπνος.

ιθ΄
Του θεσπεσίου γέροντος
ιερά κεφαλή·
φωνή ευτυχής που ευφήμησας
της κλεινής Αχαΐας
τ’ άριστα τέκνα.

κ΄
Εσύ θαυμάσιε Όμηρε
εξένισας τας Μούσας·
και του Διός οι κόραι
εις τα χείλη σου απέθηκαν
το πρώτον μέλι.

κα΄
Εις τιμήν των θεών
εφύτευσας την δάφνην·
είδον πολλοί αιώνες
το φυτόν ευθαλές
υπερακμάζον.

κβ΄
Μέσα εις το θείον στέλεχος
τί δεν εθησαυρίσατε
τα σίμβλα αιωνίως;
τί ω αόνιαι μέλισσαι
το παραιτείτε;

κγ΄
Όταν εις την αθλίαν
Ελλάδα από τα έσχατα
της ερυθράς θαλάσσης
των αραβίων πετάλων
ήλθεν ο κτύπος·

κδ΄
Εκεί προς τα λουτρά
όπου τας τρίχας πλύνουσι
των φοιβηίων οι Ώραι,
τότε δικαίως εφύγατε
ω Πιερίδες.

κε΄
Και τώρα εις τέλος φέρετε
την μακράν ξενιτείαν.
Χρόνος χαράς επέστρεψε,
και λάμπει τώρα ελεύθερον
το Δέλφιον όρος.

κς΄
Ρέει καθαρόν το αργύριον
της Ιπποκρήνης· κράζει,
όχι τας ξένας, κράζει
σήμερον η Ελλάς
τας θυγατέρας.

κζ΄
Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει
πετά η ψυχή μου, ακούω
των λυρών τα προοίμια,
ακούω τους ύμνους.

Πηγή: Η Λύρα

Ο Ποιητής και η Μούσα-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Προς τί καλόν, τί όφελος ηθέλησεν η τύχη,
κι εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;
Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι
αυτοί οι μουσικότεροι δεν είναι αληθείς.

Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω,
όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κι η αρετή.
Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω,
κι επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί.

Η γη ’ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.
Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών.
Έρωτα ψάλλω και χαράν. Αθλία παρωδία,
αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!

Η ΜΟΥΣΑ

Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον
οράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί
μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίον
οι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί.

Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον
του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή
ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων
είσαι — χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή.

Εάν η γη καλύπτεται με σκότος, μη φοβείσαι.
Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές.
Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι·
θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές!


Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει.
Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σε
ρόδων, και ίων, κι ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζει
στεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί.

[1886]

Πηγή:Αποκηρυγμένα,1886-1898

Η Μούσα-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Μούσα! το πρώτο σου ιερό φιλί στο μέτωπό μου
άγγιξε και την έγνοια μου για τη χρυσή παιδούλα.
Ταίρι το παραθύρι της και το παράθυρό μου,
χρόνια μας, νιάτα, ένας καημός, μια λάμψη, μια τρεμούλα.

Ω καρδιοχτύπια, δειλινά, ξενύχτια… Μια γιορτή
το λιακωτό από λούλουδα κι από σκοπούς το σπίτι,
Μούσα, κι απάνου απ’ όλα αγνά δυο δώρα σου, δυο αϊτοί,
χαρές μου εσύ, προφήτη Ουγκό, κι εσύ, Βαλαωρίτη!

Πηγή: Οι καημοί της λιμνοθάλασσας

Στη μούσα μου-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

Κατακαϋμένη Μοῦσα μου, τι γίνεσαι, ποῦ τρέχεις,
καὶ τόσαις μέραις πουθενὰ νὰ σ’ εὕρω δὲν μπορῶ;
γιὰ τὸν παλῃὸ τὸν φίλο σου ἀγάπη πιὰ δὲν ἔχεις;
καὶ σὺ μὲ ἐλησμόνησες σὲ τοῦτο τὸν καιρό;
Ἄχ! ἀκαμάτρα Μοῦσα μου, σὲ ποιὰ λιακάδα νἆσαι;
μήπως, γιατὶ μ’ ἐκάνανε φαντάρο καὶ φοβᾶσαι;

Κι’ ἂν θὲς νὰ μ’ εὕρῃς, Μοῦσα μου, δὲν θὰ μ’ εὑρῇς νὰ πίνω
ἐξαπλωμένος, ὅπως πρίν, καφὲ βαρὺ γλυκό,
καὶ στὸ ταβάνι βλέποντας τὰ νύχια μου νὰ ξύνω...
πᾶνε τὰ γλέντια, Μοῦσα μου, μ’ ἐκάμαν τακτικό.
Καὶ γιὰ νὰ μ’ εὕρῃς πέταξε στῇς τριάντα δυὸ κολώναις
νὰ μὲ ἰδῇς μὲ ἅρματα, μπαλάσκαις καὶ κορώναις.

Καὶ ποῦ νὰ σ’ ἔχω νὰ μὲ δῇς μὲ τὸ βαρὺ τὸ σάκκο
καὶ τὸ τουφέκι νὰ πετῶ δεξιὰ κι’ ἀριστερὰ
ὡσὰν ἐλάφι νὰ πηδῶ, χαντάκι, ρέμμα, λάκκο,
ποὺ λὲς καὶ μοῦ ἐβάλανε στὰ πόδια μου φτερά.
Στοιχηματίζω, Μοῦσα μου πὼς δὲν θὰ μὲ γνωρίζῃς,
βρὲ τοῦτος εἶναι, θὲ νὰ πῇς, ἢ ἄλλαξε ἡ φύσις;

Μήπως γνωρίζω τάχα γὼ τὸν ἴδιο ἑαυτό μου;
καὶ ἄμα ντοῦρος στέκωμαι σὰν στύλος στὴ γραμμή,
καὶ ἅμα τὸ τουφέκι μου κρατῶ σφικτὰ ἐπ’ ὤμου,
καλὰ καλὰ κυττάζομαι καὶ λέω «Ἂς νὰ μή».
Ἐγὼ ὁ ἴδιος βρίσκομαι γιὰ μένα σ’ ἀπορία,
καθὼς τοῦ Ἀμφιτρύωνος ἐκεῖνον τὸν Σωσία.

Προχθὲς ἀκόμα ἔκαμα στὸ κάστρο μία μάχη,
μὰ μὲ μπαροῦτι μοναχά... πῶ! πῶ! τι π α τ ι ρ ν τ ί!
Πυροβολοῦσα π ρ η ν η δ ὸ ν ἀπάνω σὲ μιὰ ράχη,
καὶ δέκα μυῖγαις πέφτανε στὴν κάθε μου βροντή.
Ἂν τότε δὰ σὲ ἔβλεπα νὰ στέκεσαι παρέκει
δὲν γλύτωνες... θὰ σ’ ἔσπανα, τρελή μου, στὸ φυσέκι.

Λοιπὸν γιὰ ἔλα, Μοῦσα μου, καὶ σὺ στὸ καραοῦλι,
ἐφ’ ὅπλου λόγχη γρήγορα καὶ τρέχα δυνατά•
γίνε σὰν τὴν ἀσίκισσα καὶ σὺ τοῦ Ἀφεντούλη,
καὶ ἄφησε τὰ γλέντια σου καὶ τὰ χασμουρητά.
Μιὰ μέρα θὰ θυμώμαστε τὴν ἐποχή μας τούτη,
καὶ θὲ νὰ λέμε δὰ κι’ ἐμεῖς «μυρίσαμε μπαροῦτι».

Πηγή: stixoi/info

Ο ποιητής και η μούσα του- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ

Ἀπόφευγα τὴν ταραχή, ταὶς ἐρημιαὶς ζητοῦσα,
γιατὶ εἶχα πόνο εἰς τὴν ψυχὴ καὶ λάβρα εἰς τὴν καρδιά μου•
στὸ πεῖσμα τοῦ δασκάλου μου ἐκάθησε κοντά μου
ἀγγελοπρόσωπη θεά, καμαρωμένη Μοῦσα.
Μουρμούριζε στὰ πόδια μου νερὸ σὰν τὸ κρουστάλλι,
μὲ τριγυρίζαν λεημονιῶν οἱ μοσχοβόλοι κλῶνοι,
ἕνα γλυκύστομο πουλὶ ἀρχίνησε νὰ ψάλλῃ...
Τὴν Μοῦσα δὲν τὴν ἔβλεπα, δὲν τἄκουγα τὸ ἀηδόνι.
Μὲ τὸ λευκὸ χεράκι της μ’ ἐξύπνισεν ἡ Μοῦσα,
καὶ μ’ εἶδε μὲ τὰ μάτια της τ’ ἀγγελοκαμωμένα.
- Φεῦγα, τῆς εἶπα, Μάγισσα• τι θέλεις ἀπ’ ἐμένα;
Καὶ γύρευα νὰ σηκωθῶ καὶ πάλαι δὲν μποροῦσα.
- Ὁ δάσκαλος, εἶπεν αὐτή, σοῦ ἐπάγωσε τὸ αἷμα;
Δάσκαλος ποὺ κατηγορεῖ καὶ τίποτε δὲν γράφει.
Ὢ μὴ πιστεύῃς ἄνθρωπο πὤχει νεκρὸ τὸ βλέμμα,
ὁπὤχει χείλη ἀγέλαστα καὶ πρόσωπο σὰ θειάφι.
- Ἀλήθεια λές• ὁ δάσκαλος μοῦ γύρισε τὴν γνώμη,
καὶ ἀπελπισμένος σήμερα θὰ κάψω τὰ χαρτιά μου.
Φαρμακερὰ τὰ λόγια του ἐβούϊσαν στὰ αὐτιά μου•
«Εἰς τὴν Ἑλλάδα ποιητὴς δὲν ἐγεννήθη ἀκόμη.»
- Ψέματα σοῦ εἶπε, ψέματα• ὁ φθόνος τὸν σκοτόνει,
καὶ ἔχουν χολὴ τὰ σπλάγχνα του καὶ ἡ γλῶσσά του φαρμάκι.
Ὁ κόρακας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ψάλλῃ σὰν τ’ ἀηδόνι,
καὶ ῥοκανάει τὰ σπλάγχνα του τοῦ φθόνου τὸ σαράκι.
Ἀκοῦς τ’ ἀηδόνι πῶς λαλεῖ; Ἀνθὸς μοσχοβολάει,
καὶ κρουσταλλένιας ῥεμματιᾶς τὸ κῦμα μουρμουρίζει.
Ἡ δάφνη ἀκαλλιέργητη στὴν γῆν αὐτὴν ἀνθίζει,
γράψε• τὸ πρόσωπο τῆς γῆς καὶ ὁ οὐρανὸς γελάει. -
Εἶπε καὶ αἰσθάνθηκα φωτιὰ στὰ σωθικά μου νέα...
Αἴ δάσκαλε, τοὺς στίχους μου δὲν θέλω νὰ τοὺς κάψω,
θὰ γράψω• κατηγόρα με ὅσῳ νὰ ζῇς, θὰ γράψω.
Ἐσὺ εἶσαι τόσον ἄσχημος, καὶ ἡ Μοῦσα τόσο ὡραία.

Πηγή: stixoi/info

Μούσα-ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

Ώρα θλιμμένη.Ακύμαντη γαλήνη,
και η καταχνιά τον ήλιο προβαδώνει
και το φως και τη μέρα που αργοσβήνει,
στα βάθη των αβύσσων. Ν'αναδώνει

τη μουσική απ' το δάκρυ της η κρήνη,
στο δάσο δεν ακούγεται που υπνώνει.
Μονάχα στης σωπής την αγιοσύνη
που ξαγρυπνούν βουβοί του ανθρώπου οι πόνοι.

Μονάχα οι λογισμοί που ορμάν σα μπόρες,
τα μάτια που σταλάνε δάκρυα βρύσης...
Μα εκεί που υφαίνω σκέψεις μαυροφόρες,

έρχεσαι συ ψυχή φεγγοβολούσα,
τα σιδερένια μου δεσμά να λύσεις
-ω πίστη εσύ,ω θρησκεία μου και ω Μούσα!

Πηγή:Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου, Κάρολου Ε.Μωραΐτη,Αθήνα 1987

Νέα Μούσα-ΣΠΥΡΟΣ ΝΙΚΟΚΑΒΟΥΡΑΣ

Πινδαρικής χαράς ουράνιο μάτι
άστραψε,αχτιδομίλησε,και στάσου΄
και με την όψη ολάνοιχτη,γιομάτη
άνοιξε τα παμπάλαια τα κλειστά σου

ατέλειωτα καμίνια.Είναι ένθεο κάτι
του αναβρασμού σου η δύναμη. Δικά σου
με δίκης αγιασμό,το ακράτητο άτι
γύρτο στα νέα λιβάδια τα πλατιά σου.

Της αστραπής η φλογισμένη κάνα
με δοξασμένη αχτίδας άγια φούρκα
διαλάμπει στα παλάτια τα καινούρια

πάνω από τα χρυσόστομα βουλκάνα
που μάγος ο ρυθμός ο νέος ανοίγει
σατανικό πολύμορφο κυνήγι.

1951

Πηγή:Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου, Κάρολου Ε.Μωραΐτη,Αθήνα 1987

Μούσα μου, με συγχωρείς...-ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΛΑΜΑΣ

Τώρα, πού 'μαι πια μεσήλιξ κι που μπήκα στα χρονάκια
κι όμως πάντα συνεχίζω, ν' ασχολούμαι με στιχάκια,
τώρα, που’χουνε ασπρίσει απ' τον κύκλο των ετών μου
και της κόμης μου οι τρίχες και οι τρίχες των... γραφτών μου,
θέλω πια τα "πεπραγμένα" της ζωής μου να εξετάσω
και μια έμμετρη κουβέντα με τη Μούσα μου να πιάσω. (...)
---
Τώρα, πού 'μαι πια μεσήλιξ, το κατάλαβα, καλή μου,
τι απύθμενη βλακεία κλείνει ετούτ' η κεφαλή μου,
Α, τι τρέλα με κατείχε, όταν γύρευα με κέφι
να πετώ ψηλά στα νέφη,
ενώ θα 'πρεπε, να είμαι πιο πεζός και να φροντίσω,
το πουγγί μου να γεμίσω.(...)
---
Να, ποιος ήτανε ο δρόμος, ο σωστός και λογικός,
μ' άλλους λόγους ένας δρόμος καθαρά εμπορικός,
που αν είχαμε τη γνώση, να τον πάρουμ' από χρόνια,
δε θα ζούσαμε στη φτώχεια και στην τόση καταφρόνια.
Μα η ευκαιρία πάει κι άντε τώρα να τη βρεις.
Έφταιξα πολύ, το ξέρω!... Μούσα μου, με συγχωρείς!..

Πηγή: https://totheatro.blogspot.com

Μούσα της Νύχτας-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

Μούσα της Νύχτας
Μούσα της Στέρησης
της κυτταρικής μου μνήμης της Οργής
δαφνοστεφανωμένο
πολυαγαπητό
παιδί δικό σου είμαι κι εγώ
και στις αστραφτερές σου ασφάλτους
με ταραγμένη ενόραση απ’ το αλκοόλ
την ψυχή μου αναβοσβήνω και καταπονώ
για την Τιμή σου.

Μούσα των λεηλατημένων γηπέδων και συναυλιών
των άσπρων ίσκιων των πρεζονιών
Μούσα των γκέτο της Σιωπής
των άγραφων δίκαιων νόμων
το Λόγο μου, Μούσα
κάνε γάργαρο νεράκι καθαρό
ύμνο μετάλλου θέλω να ψάλω
τα πάθη να ιστορήσω
γι’ αυτούς
που από σμίξη ανίερη
σε γη απανθρακωμένη
ήρθαν.

Μούσα της Νύχτας
το Λόγο μου ανάβλυσε από πηγή φωτός
γιατί Ύμνο ανδρείας θέλω να ψάλω
γι’ Αυτούς
που χωρίς σταλαγματιά νερό
σαν πέτρες μεγαλώσανε
και ψάχνοντας αντίστροφα
να βρουν νερό και φως
πέτρινες ρίζες άπλωσαν
και άλωσαν
υπόγεια
κι αντίστροφα την πόλη.

Πηγή: Απόντες,1986

Το πρόβλημα με τη Μούσα-ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

Είναι καιρός που η Μούσα μου κάτι έχει πάθει.
Δεν κάθεται στα γόνατά μου γελαστή.
Βαριέται, μου καταλογίζει λάθη
ασυγχώρητα, εμένα που από το σινάφι
με είχε τον πιο θερμό εραστή.

Αυτή που πριν χάιδευε τα μαλλιά μου
με μυρωμένα δάχτυλα, μου μιλά
με ήχους που δεν θυμίζουν μελωδία πιάνου
– καρφώνονται σαν βέλη Ινδιάνων
εκεί που κάποτε άφηναν τριαντάφυλλα.

Αισθάνομαι πως κάποιες την έχουν ζαλίσει
με σχόλια κάθε άλλο παρά λυρικά
–μισόλογα για μένα– που την έχουν πείσει
πως θα ’ταν για τους δυο μας μια λύση
να πάψει να με βλέπει ερωτικά

– να συναντιόμαστε σαν δυο καλοί φίλοι,
αγαπημένοι, με κοινά ενδιαφέροντα,
λεπτά ( πάνω απ’ το άρρεν και το θήλυ ),
μιλώντας για το πνεύμα, όχι την ύλη,
και, κάποτε, για τον έρωτα.

Νιώθω πως δεν θ’ αργήσει να με ξεχάσει,
ότι σε λίγο θα μου τα κόψει κι αυτά,
αφού έχει αρχίσει να με λέει Θανάση,
αυτή που ώς τώρα μου είχε πλάσει
τα πιο τρυφερά υποκοριστικά.

Πηγή:Σκοτεινές μπαλλάντες, 2001

Μούσα-ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Στεκόμενη στην ίδια θέση, στην ίδια στάση για τόσα χρόνια.
Τα χέρια πάντα σταυρωτά, το περίεργο μειδίαμα, πάνω από όλα
γυναίκα. Το μαύρο της φόρεμα να καθρεφτίζεται στον καθρέφτη
σαν μία εικόνα από έναν άλλο τόπο. Ζαλάδες και άλλοι αστρικοί

πυρετοί, πρωί, μεσημέρι, βράδυ σαν χάπια, απρόσκλητοι κυνηγοί,
θα μπορούσες να συνηθίσεις σε αυτό. Σαν ένας δίσκος που κολλάει
και κάποτε παίζει το τραγούδι της ζωής σου άλλοτε πιο αργά και
άλλοτε πιο γρήγορα, σίγουρα με την γνωστή κατάληξη. Το μεσημέρι

θα φοβόσουν τα έπιπλα και κυρίως τις μαζεμένες καρέκλες. Αυτές
οι λέξεις θα έρχονταν από το άγνωστο και θα γύριζαν πάλι εκεί. Ένα
πουλί θα δεχόταν να τραγουδήσει. Μία μικρή εναλλαγή. Κατεβαίνοντας
κάτω μαρμάρινες σκάλες και παγωμένους ποταμούς.

Πηγή:Πόλεις, 2015

Η μούσα-ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

Ο ποιητής πάσχει από δόξα.
Σε κάθε ποίημα η ίδια λόξα.

Τη Μούσα κατηγορεί ευθέως
που δεν τιμήθη ως κορυφαίος.

Η επιθυμία κύκλους κάνει.
Μοναδική ελπίδα η κάννη.

Οι κριτικοί βοηθείας χείρα
τείνουν και η Μούσα του χήρα

μένει να περιμένει πάντα
τη δόξα και τον ανδριάντα.

Πηγή: Απώλεια λήθης, Εκδόσεις των Φίλων, 2019

Χωρισμός απ' τη Μούσα-ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΝΤ'ΑΝΟΥΝΤΣΙΟ

Μ'αφήνεις απαλόδερμη,θεά γλυκολαλούσα,
Πια δε θα πιουν τα χείλη μου τ'αγνά σου τα φιλιά,
Στο πλούσιο το στήθος σου,στα μαύρα σου μαλλιά,
Πια δε θα γείρω,Μούσα!

Μ'αφήνεις,φεύγεις άκαρδη.Ας ήτανε να ζούσα
Στα πόδια σου χαϊδεύοντας όνειρα φωτεινά,
Για λιγοστές πάλιν αυγές,για λίγα δειλινά,
Μ'έφτανε μένα,Μούσα!

Σε χάνω από τα μάτια μου σκιά μαυρομαλλούσα,
Φεύγεις,κι ούτ'ένα φίλημα δε μου'δωσες στερνό,
Αχ,στρέψε το κεφάλι σου κι ένα χαιρετισμό
Στείλε μου μόνο,Μούσα!

Φεύγεις,εσύ που στάθηκες της σκέψης μου οδηγούσα
Χωρίς να μου υποσχεθείς,πως θα σε ξαναδώ,
Μέσα σε πέπλα γαλανά πετάς στον ουρανό
Και πια σε χάνω,Μούσα!

Με μια σπιθούλα απ'τη φωτια του στήθους σου θα ζούσα
Πανεύτυχος αν ήθελες,και θα συντήρα αυτή
Στης τέχνης μου την ακριβή τη λάμπα τη σβηστή,
Το φως του Ωραίου,Μούσα!

Αν γύριζες,μ'ευλάβεια ω θα σε προσκυνούσα
Σε μιαν αιθέρια έκσταση,σαν ιερέας πιστός,
Και κάτω απ' την πνοούλα σου θα'μουν γονατιστός
Κι ευτυχισμένος,Μούσα!

Γύρισε πάλι γελαστή και αηδονολαλούσα
Κι αυτά τα λόγια άκουσε στερνά που θα σου πω:
Δεκάξι χρόνων ποιητής είμαι,και σ'αγαπώ
Σαν τη ζωή μου,ω Μούσα!

Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη Παπά
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι

Η μούσα -ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
Τους στίχους για την κόλαση;» Και απαντά. «Εγώ.»

μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Πηγή: stixoi/info

Η άρρωστη Μούσα-ΣΑΡΛ ΠΙΕΡ ΜΠΟΝΤΛΕΡ

Τι έχεις, Μούσα μου φτωχή, σήμερα δε μου λες;
Φάσματα νύχτια τ’ αμαυρά τα μάτια σου κοιτάνε,
και βλέπω από την όψη σου μια-μια ν’ αντιπερνάνε
τρέλα και φρίκη, σκοτεινές, κρύες και σιωπηλές.

Τάχα το ρόδινο στοιχειό κ’ οι πρασινοξωθιές,
το φόβο και τον έρωτα στα στήθια σου σκορπάνε;
Τάχα ο βραχνάς με τη σκληρή, βαρειά γροθιά του να ’ναι
που σ’ έπνιξε σε μυστικές βαθιά βαλτονεριές;

Θε να ’θελα, ξεχύνοντας υγείας ευωδιά,
αιώνια σκέψεις δυνατές τα στήθια σου να κλείνουν,
και το αίμα σου, χριστιανικό, να ’τρεχε ρυθμικά,

σαν ήχος πλούσιος συλλαβών αρχαίων που τις λαμπρύνουν
βασιλικά με τη σειρά, του τραγουδιού ο αφέντης
ο Φοίβος, κι ο μεγάλος Παν, των τρύγων ο λεβέντης.

Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
Πηγή:Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού,Εκδόσεις Μαρή

Χρυσή πατρίδα-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ήλιος, βουνά και θάλασσα χρυσά
κι οι μέσα κόσμοι, ο αγέρας που φυσά.
Χρυσόμηνας, χρυσάνθια, χρυσοπώρες,
χρυσές κι απ’ την αυγή ώς το δύσμα οι ώρες.

Τράβ’ ανοιχτά στον Παρνασσό. Φαντάσου
τη Μούσα να πορεύεται κοντά σου.
Πιες το νερό τ’ αθάνατο στη βρύση.
Θα βγει ο Λοξίας να σε καλωσορίσει,

να στεφανώσει τα χρυσά μαλλιά σου:
—«Νιάτα και γεια και πρώτε στη δουλειά σου,
βλογημένε απ’ τη Μοίρα και την Πλάση,
δεν μπόρεσε η Κακία να σε χαλάσει!»

Με τα φτερά κατάκορφα σηκώσου,
το κάθε ψήλος τ’ ουρανού δικό σου.
Στην πιο ’μορφη πατρίδα όμορφα ζήσε,
της Ομορφιάς ο πλαστουργός εσύ ’σαι»!

Μαύρο φως, λάσπη γύρα, σκλάβα γνώμη
κι ούτε Μάνα - Πατρίδα κι ούτε Νόμοι
κι ούτε Ομορφιά κι Αλήθεια κι Αρετή.
Τα πάντα λεία του ξένου Πειρατή.

Ξύπνα, λαέ, κι όλ’ οι λαοί μετά σου,
να καθαρίσεις τα καθάρματά σου!
Τότε μονάχα θα ’ναι αληθινά
κατάχρυσα ήλιος, θάλασσα, βουνά!

Τότε θα ’χεις πατρίδα, θα ’χεις δίκιο,
θα ’χεις γνώμη και λόγο κι αίμ’ αντρίκειο.
Κι όλα δικά σου κι όχι των Ολίγων!
Όλα των δουλευτάδων και κολίγων!

Πηγή: Ελεύθερος Κόσμος

Πολύμνια-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου

φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,

κόρη χλωμόθωρη
μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.

Λάμπει το βλέμμα της
απ’ την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.

Στ’ άσαρκα μάγουλα
πώς έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!

Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.

Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,

νά βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,

και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.

Πηγή:[Πληγωμένοι αετοί],Νηπενθή

Με ρώτησε-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Με ρώτησ’ η μικρούλα μου φιλώντας με στο στόμα:
«Πες μου, φτωχέ τραγουδιστή, ποιά δύναμη σε παίρνει
και μ’ αχαλίνωτη ορμή από της γης το χώμα
σ’ εμπνεύσεις ονειρόβγαλτες κι απόκοσμες σε φέρνει;

Ποια Μούσα αιθερόπλαστη, ποιό μάγο αγγελούδι
σφιχτοκρατεί την πένα σου σαν γράφεις το τραγούδι;»
Της είπα γω: «Αγάπη μου, τα γαλανά σου μάτια
—που λες πως καθρεφτίζεται στο φωτεινό τους βάθος
η λάμψη η ουράνια— σ’ ονειρευτά παλάτια

στέλνουν τη φαντασία μου και τραγουδούν με πάθος.
Το θεϊκό σου φίλημα με νέκταρ με ποτίζει
και σε τραγούδια άφταστα η λύρα μου ραγίζει».

Πηγή: Εφηβικοί στίχοι, 1913-1916

Να γράψω-ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ

Πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
που απ’ τον ίμερο τρέμει,
και που γερά το δείρανε
των ερώτων οι ανέμοι,

πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
που πλατύ φέγγει μπρος μου,
μ’ όλα μαζί τ' απόκοτα
του ανονείρευτου κόσμου,

που φαντάζει σα ρόδινο
χαρτί, γι’ αγάπης γράμμα,
σα μετώπη μαρμάρινη
στου κορμιού σου το θάμα,

πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
-ω πιο πολύ από Μούσα -,
τεχνίτης πολυστέναχτος
πριν χαθώ, να μπορούσα

σε φαρμάκι χρυσάχτιδο,
τα χείλη μου αφού βάψω,
με φιλήματα πύρινα,
τον ύμνο σου να γράψω.

Πηγή: Ύμνοι, 1921

Τι να γράψω-ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ

Σαν τι να γράψω Κύριε Ζιζάνιο
που το μυαλό μου γέμισε μικρόβια!
Κάτι ήθελα που ναναι κάπως σπάνιο
να μείνω ποιητής! ισόβια!

Δεν ήθελα να γράψω μπουρμπουλήθρες
πρώτη φορά που γράφω για το δαίμονα!
μαδά ειν' εδώ Αθεριάνικες μυζήθρες;
πάει να πνιγώ σε άπατον αβλέμονα!

Ή θέλεις μέσα εις τάλλα τα κειμήλια
σαν εκείνα του Αναστασάκου, λόγου χάρι,
που τα φυλάς με τόσα άλλα ευκοίλια
κι αυτό να το κλειδώσεις μες τ’ αμπάρι;

Για τούτο μα τα δυο σου κερατάκια
και την κρυφή σου ουρά την αναμμένη,
που φτιάνει τα πουρέ με τα σπανάκια
και στα κρυφά του τόπου μπαινοβγαίνει,

Δεν έχω νου για νάβγω στο πλατύ
είν' όμως να μου πούνε, σαν να πούμε.
«Τη Μούσα σου να πιάσεις απ’ τ’ αφτί»
και πάλι σα μπορέσω, θα ιδωθούμε.

Πηγή: stixoi/info

Not enough memory-ΟΛΓΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ

Κάποτε μου υπαγόρευε η Μούσα
στίχους ενώ κοιμόμουν στην βεράντα.
Ήμουν μικρή, αποστήθιζα τα πάντα
και τα κατέγραφα μόλις ξυπνούσα.

Ήξερα τότε τι θα πει ελπίδα.

Είχα πολλά χαρτιά, πολλά μολύβια.
Οι λέξεις ήταν χρήσιμα σωσίβια.
Τις στοίχιζα με τάξη στη σελίδα
κι όταν πνιγόμουν, τρέχαν να με σώσουν
απ΄τις κακές νεράιδες και τους δράκους
που δεν μπορούσαν πια να με σκοτώσουν.

Τώρα αγρυπνώ κι η Μούσα μου κοιμάται.

Γράφω και σβήνω πλάι σ΄άδειους λάκκους
που τους γεμίζει με αίμα όταν θυμάται.

Πηγή:Όχι ακόμη Κάρμεν, εκδόσεις Πατάκη, 2013

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;