Βαδίζοντας με γοργά βήματα προς την Ανάσταση, θα δούμε πώς εξέφρασαν τα Θεία Πάθη οι ποιητές μας... Εύχομαι Καλή Ανάσταση σε όλους!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.
Μ. ΤΡΙΤΗ
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει
να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Αντίς για Όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
- της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια -
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.
Πηγή: «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»
Η Απαρηγορία – Μεγάλη Εβδομάδα -ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.
Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.
Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.
Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία που την ασπάζονται.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα,
όπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.
Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα, που αργεί να ’ρθεί
από το ράφτη, από τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.
Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η απαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
στα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.
Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.
Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.
Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.
Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.
Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η αχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη, σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο πρόγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.
«Μεγάλη Πέμπτη»
Υπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Φορτωμένες.
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες
οι λιποψυχίες μας.
Ατελής η ελαιογραφία.
Να ξαναδοκιμάσω.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά
η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
Φύσει καταδότρα η αθωότης.
Αυτή δεν μας παρέδωσε
για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
στην απώλειά της;
Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Δευτέρα-ΧΑΡΙΣ ΚΟΝΤΟΥ
Τη μέρα αυτή την νιώθω Κάρδινη
Ένα τριαντάφυλλο θα έλεγε κανείς ζωσμένο σε καρδιά
Σαν πατώντας σε κάτι άμορφο να χτίζεις την άσφαλτο
Γαλάζια, μπλε και πιο μπλε
Μια Μαίρη, μια νύφη, μια αδερφή,
Ημέρα Κάρδινη,
Μια μετρημένη ημέρα
Βαθιά καθισμένη, βαθιά καλλιεργημένη
Όλες αυτές οι κάρδινες μέρες
Είναι πάντοτε Μεγάλες Δευτέρες
σαν υπόγεια σμήγματα μέσα στο χώμα.
Εκεί εσύ κάτω απ’ τα σμήγματα
Με το αδέξιο χαμόγελο
Με το υγιές στόμα
Χαρούμενος και πάμπλουτος
Μέχρι ν’ ανέβεις την ουράνια σκάλα της Κυριακής
Να γίνεις παγωμένος ανθός
Και μάγος της Αγνής Θύρας
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Τρίτη-ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΑΡΑΚΗΣ
Σήμερα διαβάζεται στις εκκλησίες
η παραβολή των δέκα παρθένων και το τροπάριο της Κασσιανής
πλήθος πιστών στους ναούς θα θυμηθεί
τι αξίες της εργατικότητας, της προνοητικότητας, της αλληλεγγύης
αργότερα, πίσω στο σπίτι σκυφτή θα ετοιμάσει το δείπνο η γυναίκα
κι ο σύζυγος, όταν όλοι θα έχουν κοιμηθεί, μια βόλτα θα περάσει
απ’ τις πονηρές συνοικίες και από τα στριπτιζάδικα
εκτελώντας με θέρμη το χριστιανικό καθήκον του
είναι οι μέρες που σε θυμάμαι, οι μέρες που τόσο μισείς
πάντα έλεγες, με φανερό εκνευρισμό
ότι στις παραβολές της χριστιανικής θρησκείας
εύκολα θα εντοπίσεις τις απαρχές της γυναικείας εκμετάλλευσης
οι πέντε παρθένες από τις δέκα που περίμεναν όλη μέρα και νύχτα
τον Νυμφίο, ονομάστηκαν μωρές, γιατί προτίμησαν να ξεκουραστούν
ύστερα από μακριά αναμονή, χάνοντας το προξενιό
ενώ η γυναίκα που τιμώρησε την αλαζονεία ενός αυτοκράτορα
αναγκάστηκε να απομονωθεί απ’ τα εγκόσμια
είναι αυτό ζωή, είναι αυτό θρησκεία, ρωτούσες
κι ύστερα ένα ποτήρι έπινες στη μνήμη της Φρίντα Κάλο.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλες μέρες-ΔΗΜΗΤΡΗΣ Χ. ΦΑΦΟΥΤΗΣ
Τελειώνει και η Μεγάλη Τετάρτη
Βαρέθηκα τις Μεγάλες Μέρες
Εγώ είμαι της σιωπής
Της λιγοστής ημέρας
Και της ατέλειωτης νύχτας
Τότε κατεβαίνουν οι αγαπημένες μορφές
Με τις λίγες φιγούρες
Και τα αποξηραμένα άνθη της ζωής τους
Και τις αγκαλιάζω
Κι εσύ μπροστά, καταμπροστά
Σα μάνα του κεκοιμημένου
Μ' ένα αόρατο παράπονο να με σκοτώνεις
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Πέμπτη-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
για την Ανάστασή σου.
Την πιστεύω αλλά με θλίβει
όπως μάς θλίβουν γοερά
και κάτι άλλα θαύματα που
επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
με το μη μένοντας κοντά μας
όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.
Να αναστηθείς βεβαίως
ποιος νεκρός δεν το θέλει
ποιος υποψήφιος.
Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
να μένεις ο πλησίον μας.
Όσα μάς έταξες το είδες
δε γίνονται εκεί πάνω
εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.
Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
πετρώδη ακανθόσπαρτη
γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
ίνα άρεις -Συ είπας-
όσα χάσαμε επ’ αυτής.
Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
μία εδώ και μια εβδομάδα στο πατρικό σου;
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
να επιβληθείς στη διανομή σου.
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
από εδώ εκεί από κει εδώ
η ζωή και ο θάνατος.
Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν.
Μεγάλωσα, όχι θέλω ξεκάθαρους πια
ορατούς λογαριασμούς
ή σε αγγίζω Ιησού
ή Ανασταίνεσαι διαπαντός από κοντά μου.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Παρασκευή-ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ
Απόψε είν’ όλα θλίψη και κατάνυξη.
Λιβάνι κι άγιο μύρο σκορπισμένο.
Τούτη η γλυκιά βραδιά τ’ Απρίλη ερίγησε.
Περνούνε τον Επιτάφιο.
Άνοιξαν οι καρδιές κρυφά κι ευώδιασαν
την άγια να γευτούνε μελωδία,
τον επιτάφιο θρήνο και τα εγκώμια
την άχραντη ως περνούνε λιτανεία.
Ω δέηση ταπεινή κι υπέροχη
που εκφράζεις της ψυχής το μεγαλείο
η πίστη του Χριστού σε φτέρωσε
τον άνθρωπο να υψώσεις προς το θείο.
Γλυκέ Ιησού της Ναζαρέτ, τα πάθη σου,
η λόγχη, τα καρφιά τα ματωμένα,
η χλεύη, το όξος, τα ραπίσματα...
Να πληρωθούν πιστά τα πεπρωμένα,
για τη θυσία γαλήνια εβάδιζες
με τη μορφή σου την ωραία.
Όχι ως αμνός, Χριστέ, σαν ήρωας
για κάποιο ιδανικό, για μιαν ιδέα.
"Αλλήλους αγαπάτε. Όλοι προσέλθετε".
Σε καταυγάζει φως θείου μυστηρίου.
Η νίκη παραστέκει κι η ανάσταση
στο άλγος του σταυρικού Σου μαρτυρίου.
Τι δεν πεθαίνει ο λόγος, δε σταυρώνεται.
Και λάμπει κι οδηγεί το πνεύμα αστέρι.
Πάνω από τόπους, χρόνους κι αίματα
έρχεται ειρηνοφόρο περιστέρι.
Κι έρχεται στη ζωή ξανά το μήνυμα
για κάποιο χρέος βαρύ, για μια θυσία.
... Βοήθησε πάλι, Θεέ μου, τα θεία λόγια Σου
να μπούνε στις καρδιές σαν ευλογία.
Καθώς περνούν το σώμα τ’ άχραντο
με τ’ ανοιξιάτικα ανθισμένα κλώνια
να θυμηθεί τον άνθρωπον ο άνθρωπος
σ’ αυτά τα δίσεχτα τα χρόνια.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Συμβουλές της Μεγάλης Παρασκευής-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Αδρανείς.
Σε παρασύρει η φωτογραφία σου
ότι το έχεις δίπορτο
όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ
κι όποτε θες κατέρχεσαι.
Σ’ εξαπατούν επίσης
τα φουσκωμένα λόγια της ανοίξεως
δήθεν ότι τα άνθη της
συμπαρασύρουν σε ανάσταση
κι άλλα εσταυρωμένα χώματα.
Άκουσέ με, πάρε
στα χέρια σου την κύλιση του λίθου.
Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο
γεροδεμένο είναι
σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη
και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε.
Μόνο βιάσου γιατί όπου να ’ναι
το θαύμα της διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος
ακάνθινο.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Παρασκευή- ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
Στην καρδιά της Άνοιξης,
φέτος το Πάσχα έπεσε πολύ αργά
και το περιβάλλει η πάσα εμορφιά
της χαρούμενης εποχής.
Χαρά, όταν οι τελετές της ταφής
και της Ανάστασής Σου συμπίπτουν
με τα μειλίχια βραδινά, όπου η δροσιά
είναι μυρωμένη, καθώς ανακατωμένη
με το λιβάνι, την αισθάνομαι να μου έρχεται
στο περίσκεπτο πρόσωπο.
Χαίρομαι, χαιρόμουν δηλαδή στο παρελθόν.
Θυμούμαι και δοκιμάζω τη νοσταλγία εκείνη,
εκείνων των καιρών, όταν τα βραδινά,
–με το ιώδες χρώμα, της ανθισμένης γλυσίνας
κάπως, ή της πασχαλιάς που στρώνεται
πάνω στο επιτάφιο κέντημα–
τα έμορφα ανοιξιάτικα βραδινά,
πήγαινα ταχτικά ν’ ακούσω την ακολουθία
των Παθών Σου.
Κι άλλοτε το είπα,
πως δεν πηγαίνω πια στην εκκλησία.
Ψες πήγα.
Περάσαμε απ’ το δροσερό πάρκο,
γεμάτο σκιές που φυλάγουν την αμαρτία.
Ποιαν αμαρτία;
Γιατί να είναι αμαρτία
ο έρωτας των ανθρώπων την άνοιξη;
Αμφιβολία. με σκέψεις διπλές
προχώρησα και μπήκα στην εκκλησία Σου.
Μια εκκλησία καινούρια, άσχημη,
με εικόνες κακοβαμμένες.
Ένας χαμηλός ουρανός, το χρώμα στο ταβάνι,
με τα πολλά άστρα, φτηνό.
Δε σε βοηθούσε το περιβάλλον να συγκεντρωθείς
να λησμονηθείς στην ψαλμωδία
κι αυτή καθόλου κατανυκτική.
Μα εγώ, καθώς προσήλθα,
καθώς μπήκα στην εκκλησία Σου
κι αν τα είδα όλα αυτά, στο τι!
Εκείνο που μ’ άρπαξε σα χέρι βαρύ,
που απλώθηκε απάνω μου,
ήταν η αμαρτία που έκανα,
προσερχόμενος σε Σένα,
με την καρδιά μου κενή από Σένα.
Είναι κενή από Σένα η καρδιά μου;
Δεν ξέρω αν οι αναμνήσεις
μιας εποχής περίπαθης πίστης,
δε μ’ αφήνουν ακόμα εμένα
να χαρώ μόνο αισθητικά τη θρησκεία Σου.
Κύριε του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης,
της Μεγάλης κι ένδοξης Ανάστασης,
μέσα μου Σ’ αισθάνομαι
κι ας έχω απομακρυνθεί από Σένα.
Εύκολα δάκρυα μου υγραίνουν τα μάτια.
Πόσην ικανοποίηση μπορεί να μας δώσει
και της αθλιότητάς μας η αναγνώριση,
η ομολογία.
Ομολογία σε ποιον;
Στον ευπροσήγορο εαυτό μας;
Μεγαλώνει η αμαρτία.
Τίνος και με τι λογαριάζεται;
Κάνω να την αποτινάξω
και συλλογίζομαι πως ούτε αυτό
θα ’ταν δύσκολο, όταν έχεις κριτή τον εαυτό σου,
που έχει μαζέψει τόση δικαιολογία,
όσα είναι τα λουλούδια της άνοιξης,
οι καρποί του καλοκαιριού Σου,
που παίρνει το βάρος του φθινοπώρου Σου,
ώσπου να φτάσει ο χειμώνας...
Όμως είναι άνοιξη, άνοιξη απόψε,
ακόμα και για κείνους που γνώρισαν
τους βαρείς σου χειμώνες
κι οι γυναίκες αν κλαίνε τον Άδωνι,
θρηνούν με το πάθος της ερωτικής χαράς
που περιμένουν.
Είν’ η πολλή αγάπη για τη ζωή αμαρτία;
Κύριε, καθώς τόσος υπάρχει ο θάνατος,
που Εσύ τον έχεις για τον άνθρωπό Σου δεχτεί,
πώς θα δεχτούμε εμείς οι εφήμεροι,
δίχως Εσέ, τη φοβερή τιμωρία;
Η δική μου ψυχή που την αισθάνομαι
τόσο πολύ να μου δονεί το σώμα,
που την αισθάνομαι ν’ ανθίζει στο σώμα μου,
για μένα έπαψε να είναι αθάνατη.
Έχω φτάσει την παγερή αδιαφορία
για ό,τι αφορά τα μετά θάνατον.
Έχω παραδεχτεί το κενό, το μηδέν
και με κυριεύει της ζωής το πάθος,
πόσο η ψυχή μου υποφέρει το πολύ πάθος
του σώματος την δυναστεύει
και με κυνηγά του αμαρτήματος η σημασία,
πολύμορφη, δίχως να την καταλαβαίνω
ποια είναι.
Διάχυτη μου μολύνει τα μάτια, την όσφρηση,
την ακοή, τη γέψη και την αφή.
Μήπως τόσο πολύ την αισθάνομαι,
γιατί του βαπτίσματος τη στιγμή δέχτηκα
το δικό Σου άγιο Μύρο κι αυτό με χωρίζει
κι αυτό μου θυμίζει τη που σου οφείλω υποταγή.
Άλλοτε προσερχόμουν
στα καθημαγμένα Σου πόδια κι ευλαβικά,
–ποτέ πιο ψηλά δεν τολμούσα ν’ ατενίσω
προς το πρόσωπό Σου και τη δική σου ανθρώπινη υπόσταση
πνοή τόσο εφήμερη– ευλαβικά έψαυα
με τ’ αμαρτωλά των αισθήσεων χείλη...
Γιατί αμαρτωλά; Πώς τόσο αισθάνομαι
την ανάγκη συγχώρεσης!
Αόριστη συντριβή,
τούτη με συντρίβει η αοριστία,
γιατί δεν γνωρίζω πού ν’ αποθέσω
την αμαρτία μου για να κριθεί.
Μη δεν είναι ανύπαρχτη;
Φαντασία κι εκείνο που λογαριάζεται,
μένει η δύναμη μονάχα κι η αντοχή,
για να λογαριαστεί η ζωή μας.
Γιατί αισθάνομαι έξαφνα τη φθορά
της πλησμονής που με κατέχει,
του δυνατού πόθου που έχω παραδεχτεί,
γιατί δεν μπορεί να βαστάξει η ψυχή μου
την περήφανη ανθρώπινη στάση μου;
Ποια αιώνια στιγμή
έχει απομείνει από Σένα μέσα μου,
Κύριέ μου, και τι μου ζητεί η τυραννισμένη
μορφή Σου, ανθρώπινη;
Όταν Εσύ ήρθες σε μένα τόσο κοντά
κι εγώ φεύγω τώρα
κι έφτασα να μη βλέπω το θάνατό μου
σα συμφορά της ψυχής,
όταν θέλω να συμμαζέψω σε τούτης της γης
την εμορφιά την πάσα μου δύναμη,
όταν η δύναμή μου μ’ αντέχει σκληρά,
τι γυρεύω από Σένα Λόγε;
Της ύπαρξής μου το λόγο
το δέχτηκα λογικά, ακόμα
και την πάσαν ευθύνη.
Όταν μπήκα στην εκκλησιά Σου,
αισθάνθηκα τη μυστική μου φθορά,
ανησυχία βαθιά,
την αγνώριστή μου μετάνοια.
Πηγή: Αντιθέσεις, 1957
Μεγάλη Παρασκευή -ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ
Με φως μιλώντας άδειασες τον Ήλιο∙
τώρα ο Ήλιος βρίσκεται σε έκλειψη
κι εσύ το ακάνθινο στεφάνι του φορείς.
Πηγή: Ο καθρέφτης του Πρωτέα, 1986
Μεγάλη Παρασκευή- ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Επέθανε… Τ’ αντίζωο σκοτάδι
την πλάση πέρα ως πέρα τώρα ζώνει,
γέρν ’η Ζωή στην αγκαλιά του Άδη
και τελειώνει…
Επέθανε…Σταλαγματιές στα φύλλα
Πέφτουνε απ’ το στερνό Του αίμα,
βουβή δέρνει τη Φύση ανατριχίλα
στο νεκρό βλέμμα…
Ψυχές δίχως Θεό και δίχως πίστη
-ο κόσμος ο παλιός, συντρίμματα εμπρός τους .
ο νέος στο Σταυρό επάνω εσβήστη-
ψυχές δίχως ελπίδα, μ’ άδεια στήθη
μάταια ζητούν να ξαναβρούν το φως τους
στ’ όνειρο πως Εκείνος αναστήθη!
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Μεγάλη Παρασκευή-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ
Τα λογικά του έχανε μια μέρα κάθε Άνοιξη
Μπέρδευε τις Πασχαλιές με τις γλυσίνες
τα πελαργόνια νόμιζε πουλιά λουσμένα τριαντάφυλλο
ρώταγε πώς ονομάζεται το ανθισμένο κίτρινο
πού έσταζε στα μαλλιά των κοριτσιών και στα εικονίσματα
αν με το «Δόξα σοι» μερώνουν τα θεριά στα πόδια μας
Παρασκευή της Άνοιξης, που γίνονταν Μεγάλη
γιατί απ’ το πρωί στην αγκαλιά τής έφερνε
μπλε γελαστό, ευτυχισμένο κόκκινο και μωβ βαθύ
στους ώμους Επιτάφιο την πήγαινε το βράδυ
ανάβοντας τόσα κεριά ποτάμι φως στη γη
που έμοιαζε πάνω του να πλέει καράβι το σκοτάδι
Γύριζε, αλλοπαρμένος ξένος, τότε, προς το μέρος μας
προφήτης νηπτικός, με αγριεμένο μάτι, εξηγούσε:
Από ένα χρόνο ολόκληρο αυτήν τη μέρα διάλεξα
όλες τις άλλες ζω για να την περιμένω.
Σμίγω μαζί της καίγομαι. Την αγαπώ.
Ποτέ δε θα το μάθει.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Παρασκευή-ΑΝΝΑ ΔΡΙΒΑ
Σήμερα πήγα στον πατέρα.
Σαπούνισα το μνήμα
κι ύστερα έριξα νεράκι
για να αστράψει.
Τον ρώτησα θυμάσαι;
με βλέπεις; με ακούς;
Σκεφτόμουν ποια λέξη
να κρούει καλύτερα
στις φλέβες της γης.
Εσύ όμως σώπαινες, πατέρα.
Στο βάθος της αλέας
σιωπή αχανής που με απέλπιζε.
Και τότε ήταν που άκουσα
το φύσημα του ανέμου
πιο δυνατό κι από τον κρότο
της θαλάσσης
και γύρω μου σκόνη χρυσή
να ίπταται η γύρη.
Ποια φωνή μακρινή με καλούσε;
Ποιο νέφος διάφανο με έκλειε εντός του;
Αν ο βόμβος της άνοιξης είναι τραγούδι
που ξυπνά από τα σπλάχνα
χοή το σώμα μας
η ψυχή μας προσφορά απαλή
στο φρέσκο χαμομήλι.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλη Παρασκευή-ΜΑΓΔΑ ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ
Στους στίχους μου ηχώ των Εγκωμίων
κι η συνετή φωνή στερεί το μείον
θυσία στο ταχύ θα γονατίσει
να δώσει οφειλή σε πλήθος φύση.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μορτ σεζόν Ι- ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ
το 'σκαγε και το τελευταίο τραμ
π’ άφην’ από ένα φανατικό κάθε φορά
μπρος από το μαγαζί
που 'χε δυο δάχτυλα σκόνη παντού.
Με μια γκαζόλαμπα στο παραμέσα
κι ένα πορτατίφ αδύνατο στο παραέξω, μ’ εφημερίδα.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ.
Έμπαινε μέσα και καθόταν ένας άλλος
που 'σφιγγε δάχτυλα χοντρά με τέχνη
καθώς χτένιζαν
τα τελευταία φτερά του παγονιού
πάνω στο χρυσάφι.
Σήκωνε τότε το κεφάλι
με το δεξί το μάτι κατακόκκινο
πίσω απ’ το φακό, σα να χυνόταν
όπως δυο δράμια λιωμένο χρυσάφι στο καλούπι.
Τα χρόνια εκείνα ήτανε όλο φαρμάκια.
Στις εκκλησιές των λεωφόρων με τα τραμ
και στις άλλες των συνοικιών
είχ' ένα φως κίτρινο μέρα νύχτα
σαν εκείνο που βγαίνει κατά τη δύση
ύστερ' από μεγάλη καλοκαιριάτικη βροχή.
Νωρίς τ' απόγεμα της Μεγάλης Παρασκευής
έβγαιν' ο Χριστός του Αγίου Μηνά στους δρόμους
ζωγραφισμένος πάνω σε πανί
για να τον κλάψουν οι επαγγελματίες.
Ο καημένος.
Τότε η μάνα μου μ’ ανέβαζε
πάνω σε ξύλινο σκαμνί
φτιαγμένο πίσω απ’ τα τείχη
με τους σταυρούς και με τα χρίσματα
κι έβλεπα την περιφορά καλύτερα
μπρος απ’ το μαγαζί...
Πηγή: https://www.stixoi.info
Μεγάλο Σάββατο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Αύριο Λαμπρή.
Βρέχει αλλά δε θα 'χουμε γραφείο.
Τ’ αρνιά, στο φούρνο, μου θυμίζουν
ένα απέραντο βρεφοκομείο.
Πηγή: Άπαντα Γιώργου Σεφέρη
Μεγάλο Σάββατο-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν
οι άγιες μέρες μεταξύ τους
κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου
όχι για να εισέλθω μολονότι
κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ με προϋπηρεσία έντιμη μακρά
ξώθεν του Νυμφώνος.
Βγες άφοβα. Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ
το φίλημα εκείνο που έριξες
από το ύψος ευγενέστατης ευχής
Καλή Ανάσταση
και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου
ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε
στο δίσκο τού εθίμου;
ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;
ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση
πτωχής αδιαφορίας;
Σε ρωτώ
γιατί δεν είδα ταμπελίτσα
δεν είδα να αναγράφεται το μέγεθος
και η σύνθεση της θέρμης
ούτε και είδα τυπωμένη
τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.
Ανώνυμο τελείως
λαθραίο δηλαδή
το πώς να αισθανθώ.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Η ημέρα της Λαμπρής-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
1.
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
Και από 'κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
2.
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε∙
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε∙
Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες
Ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε∙
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.
3.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι.
Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες∙
Γλυκόφωνα κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες∙
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι,
Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες∙
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
Οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
XXII.
Βγαίνει, γιατί στα σωθικά του ανάφτει,
Και για πρώτο απαντά τον νεκροθάφτη.
XXIII.
Κανείς δεν του μιλεί, και δεν του δίνει
Το φιλί το γλυκό που φέρνει ειρήνη.
XXIV.
Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
Ν' αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο.
Πηγή: Άπαντα Διονυσίου Σολωμού
Πασχαλιά-ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
Λιλά, και σαν το φραγκοστάφυλο, απαλόχρωμη,
ανθίζεις στην Ανάστασης, το δείλι,
δειλή, μημουαπτική, σεμνή κι ανέγγιχτη
μόλις ονειρευτή, από ένα χείλι.
Ανθίζεις με τα στρογγυλά λουλούδια σου,
σαν αυγουλάκια, κόκκινα και μπλάβα
τονίζοντας, μες στ’ άνθη, τα τραγούδια σου,
των τόνων σου, την έβδομην, οχτάβα
Πηγή: https://www.stixoi.info
Πάσχα προς Σούνιον -ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη,
λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά
την έπιασ’ η στεριά και την τεντώνει.
Στην άκρη του γκρεμού,
που συγκρατεί το θέαμα,
ευωδιάζει ο ίλιγγος,
κατρακυλούν αυτοκτονίες...
Αριστερά, η εποχή,
σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού
επάνω του ακόμη ξεχασμένο
το πάθος της Σταυρώσεως παρατείνει.
Περί διαγενομένου του Σαββάτου,
Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων
ιδέαν δεν έχει.
Σύμπτωσις:
Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος
ούκ αποκεκύλισται
ἦν γαρ μέγας σφόδρα.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Πάσχα στο φούρνο-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.
Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι-ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν
τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες
μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -
πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
ποὺ πόνεσε βαθιά;
Γιατὶ κι ὁ πόνος
στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν
τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,
καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες
τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,
τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια
ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!
Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα
κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση
ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!»
Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,
τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,
ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο
στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος
στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι
ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα
τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι
μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,
τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι
τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,
ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι
τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!
Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -
ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος
ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι
πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει
σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,
τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,
- ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της
ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν
ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν
τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο
μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν
μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου
κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,
ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…
Πηγή: Λυρικός Βίος, Ε΄,Ίκαρος ,1968
Λαμπρή-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
Χριστὸς ἀνέστη σήμερα κάνουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
στὴν ἀναγάλλιαση τῆς γῆς,
ἔλα νὰ σμίξωμε κ’ ἐμεῖς,
παρθένα ὡραία, τὰ χείλη!
Εἶν’ ἅγιο τέτοιο φίλημα. θὰ τὸ ζητάω μὲ θάρρος,
ὅσαις φοραίς, ἀγαπητή,
καὶ δίχως νἆναι ἡ σημερνή,
ξαναπατιέται ὁ Χάρος.
Σὰ δὲ σὲ βλέπω εἶμ’ ἄψυχος. ἀλλὰ ποτὲ δὲ βγαίνει
εἰς τὸν ὀρίζοντα τὸ φῶς,
δίχως νὰ σ’ ἔχω πάλε ὀμπρὸς
καὶ ἀνάσταση νὰ γένῃ.
Νὰ τὴ γιορτάσῃς θέλοντας, ἁγνή μου περιστέρα,
πρέπει, ὡς ὀρθόδοξη καλή,
'ς ἐμὲ τοῦ Πάσχα τὸ φιλὶ
νὰ δίνῃς κάθε μέρα.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Ανοιξιάτικο επεισόδιο Γ-ΙΑΣΩΝ ΔΕΠΟΥΝΤΗΣ
(Είναι μεσονύχτι — Σαββατόβραδο του Πάσχα)
Ποτέ πριν δεν ακούστηκαν οι Θείες καμπάνες να χτυπούν
γι’ αυτούς που λείπουν.
Ποτέ πριν δεν άναψαν οι γιορτινές λαμπάδες της Λαμπρής
γι’ αυτούς που για πάντα λείπουν
Ποτέ πριν σαν απόψε δεν κατεπόθη ο θάνατος εις νείκος
γι’ αυτούς που λείπουν αποδημητές στη χώρα του πολέμου
Ποτέ πριν.
Αυτοί την αρμονία δίνουν στις καμπάνες
ανάβουν τις λαμπάδες της Λαμπρής
νικούν το θάνατο με την αιωνιότητά τους.
Τους μένει ακόμα αυτό το πρόβλημα της ύπαρξής μας
γυρίζουν πολύν καιρό σ’ αυτή την πολιτεία
ζητούν απόψε μια θέση στο τραπέζι του σπιτιού μας
χωρίς ύπνο για να τους πεις νεκρούς
τυλίγοντας την κλωστή του κεριού στα δάχτυλά τους
ψάχνουν να βρουν την πόρτα μας
ψάχνουν να βρουν αγνή τη θύμησή τους
σ’ όλων μας τη μνήμη.
Κάθονται στο τραπέζι του δείπνου μας θλιμμένοι
σαν ανάμνηση από τόσα χώματα πλημμυρισμένα
ωραίοι σαν το θαύμα του Ευαγγελίου.
σα μία κραυγή χαράς:
Χριστός ανέστη!
Κι αυτές οι θείες καμπάνες
είναι τα λόγια τους
κι αυτές οι κόκκινες λαμπάδες
είναι το βλέμμα τους
κι αυτή η λεπτή κλωστή στα δάχτυλά τους
είναι η ζωή μας —όλοι —νεκροί και ζωντανοί
γύρω στο γιορτινό τραπέζι της Λαμπρής — Στην κεφαλή
του τραπεζιού ο αναστάς Χριστός.
Μας μένει ακόμα αυτό το πρόβλημα της ύπαρξής μας
το δείπνο μας πήρε άλλο νόημα καθώς έμπαινε
στα πληγωμένα βλέφαρα το φως του Θείου του λόγου
κ’ η μέρα προμηνούσε ένα στρωμένο τραπέζι για τη δικαιοσύνη
ένα ήσυχο σπίτι σ’ αυτή την πολιτεία καμωμένο από αγάπη.
Κ’ η μέρα προμηνούσε χίλια διαμάντια στις καρδιές
να θυμίζουν την ειρήνη και την ελπίδα του κόσμου.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Χριστέ μου-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Χριστέ μου
Βοήθησέ με να μάθω
Την ορθογραφία της λέξης «αγαπώ»
Την ορθογραφία των λέξεων
«Ταπεινοφροσύνη»
«Αθωότητα»
«Υπομονή»
Για να υπομείνω
Τα βάσανα της ζωής
Όπως υπόμεινες Εσύ
Το μαρτύριο του Σταυρού
Για να μπορώ να ψαλιδίζω
Το πλέγμα του σκότους
Την επηρμένη λάμψη των καθρεφτών
Για να μπορώ να ελπίζω
Σ’ ένα φως αναστάσιμο
Πηγή: Η θαυμαστή αλιεία,1992
Πίσω από την Ανάσταση- ΜΥΡΤΩ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Μη με συλλογίζεσαι τη νύχτα
Οι στέγες γίνονται ουρανοί
Κι εγώ φορώ τα χρώματα της ηδονής
Το πρωί αστράφτει η γύμνια μου
Κρεμασμένη στο αίμα του ήλιου
Πάνω στη θάλασσα ακουμπά η ζωή μου
Κυλά υγρή προσμονή
Ανάμεσα στα σώματα των ανέμων
Να βρεθούμε μαζί ν’ ανηφορίσουμε
Πηγή: Βαθμίδες ,1973
Το Πάσχα-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ
Ήρθανε ξανά τα χελιδόνια,
τις φωλιές τους στα χαγιάτια ετοιμάζουν,
στους κήπους, στις αυλές και στα μπαλκόνια
της πασχαλιάς τ’ ανθάκια ευωδιάζουν.
Άνθισαν στους αγρούς οι παπαρούνες,
προμήνυμα του Πάσχα που πλησιάζει,
όλη η Ελλάδα με κατάνυξη κι ελπίδα,
Πρωτομαγιά κι Ανάσταση γιορτάζει.
Πηγή: https://www.stixoi.info
Κατά τας γραφάς-ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΓΛΥΝΙΑΔΑΚΗ
Δε σήκωνε πολλά-πολλά. Το κάθε τι
πασχαλινό ήταν ιερό για κείνον.
Το κάθε λουλουδάκι που άνθιζε και
δήλωνε ανάσταση Χριστού και γης·
η κάθε μέρα που περνούσε σε νηστεία και
δήλωνε εγκράτεια κι υποταγή
στα θεία. Από παιδί είχε αποδεχθεί με
ταπεινότητα πως κάποιος άλλος όριζε
την ύπαρξή του κι επουδενί δε σήκωνε
καν μύγα στο σπαθί του για κάτι τέτοια.
Μόνο ό,τι λέγαν οι γραφές.
Ταράχτηκε λοιπόν σαν έμαθε πως τούτες,
καθώς κι ο εορτασμός της άσπιλης
Λαμπρής, ήταν προϊόντα απόφασης
πολιτικής στη Βιθυνία του 325.
Κι ότι το άγιο αυτό μυστήριο της
Εκκλησίας γιορτάζεται την πρώτη
Κυριακή απ’ την
πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Εκτός,
βεβαίως, κι αν συμπέσει με το Πέσαχ,
οπότε πάει για την επόμενη.
Αν άλλαζαν, λοιπόν, τα καλαντάρια, εάν
αρχίζαν να μετρούν μ’ άλλη αρχή,
ο μόνος τρόπος να υπολογίσουν τη
Λαμπρή θα ήταν με φεγγάρια κι
ισημερίες
και άλλα παγανιστικά. Χώρια οι εβραϊκές
γιορτές, η έξοδος, η Αίγυπτος
και τα λοιπά.
Την Κυριακή, λοιπόν, εκείνη των Βαΐων,
σαν ένα αγρίμι στριφογύριζε μέσα στην
εκκλησία. Και όταν ακούστηκε ο παπάς να
απαγγέλει από το Ζαχαρία
εξεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα
των Ελλήνων, κάτι συνέβη μέσα του,
κάτι έσπασε για πάντα. Ταύρος μαινόμενος,
βγήκε στη συνοικία βράζοντας σαν του
Ακράγαντα το μπακιρένιο τέρας· η κάμινος,
που γύρευε να καταπιεί τους παίδας.
Γύρω του η πλάση οργίαζε.
Το κόκκινο αυτοκίνητο έφερνε γέλια και
τυφλό εορτασμό. Ο γδούπος εκκωφαντικός·
τσούγκρισαν πριν της ώρας τους. Μέσα στο
βουητό του πράσινου, στις ανθισμένες
νεραντζιές, τα βλέφαρά του ανοιγόκλεισαν λίγες
φορές, να πιούνε το συμπόσιο της φύσης.
Έπαψε ο νους του να σκαλίζει τις γραφές.
Τα μάτια σφάλισαν στερνή φορά, γελώντας,
δακρύζοντας γλυκόπικρα
κι ανάσταση νεκρών
μην προσδοκώντας
Πηγή: https://www.stixoi.info
Πάσχα στη Ρούμελη-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ
«Χριστός Ανέστη»! Κι άναψες τη λαμπάδα σου
κι εσκέπασε το πρόσωπό σου χρυσό μαντήλι.
Το τρυπάνε τα δυο μάτια σου
βρεγμένα, λαμπερά, γλυκύτατα.
Τα χείλη σου προσφέρουν τον Απρίλη…
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Πρωινό της Λαμπρής-ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριακάτικο πρωινό της Λαμπρής
με την ανταύγεια της μεγάλης θάλασσας στα μάτια
με τους γαλάζιους στοχασμούς της αιθρίας
και την άφθαρτη σιωπή του μικρού κοιμητηρίου.
Κυριακάτικη επιστροφή
απ’ την πρωινή λειτουργία της Αγάπης.
Τα γλυκά, δακρυσμένα μάτια της Παρθένου
που μέσα τους ακινητούν τα οράματα των κοριτσιών
το λευκό φρεσκοπλυμένο ρούχο της αθωότητας,
οι κόκκινες ψαρόβαρκες στ’ αγκίστρι της θύμησης.
Ένας μικρός ατίθασος μαΐστρος
στα λυτά μαλλιά των κοριτσιών,
στις πλατιές, γιορτινές φούστες των μανάδων.
Οι γλάροι με το φορτίο του ήλιου στις φτερούγες,
οι πικροδάφνες που αποθησαύρισαν
τους χρησμούς του γιαλού,
τα λιοστάσια με το μυστικό τους ρεμβασμό
και το ερωτικό τρέμουλο της ηλιαχτίδας
στο δροσερό τους απανωχείλι.
Παιδιά ανυποψίαστα κι απορημένα
με την ευωδιά της θείας μετάληψης στο στόμα,
πετροβολούσαμε τη θάλασσα,
πετροβολούσαμε τον ήλιο
εκείνα τα κυριακάτικα πρωινά της Αγάπης
που τ’ αρνηθήκαμε και τα νοσταλγούμε,
τώρα που όλα μας έχουν προδώσει
κι η στερνή ελπίδα, λευκό φτερό ξεμακραίνει
στο χτεσινό ουρανό της αποδημίας.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Ανάσταση-ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ
Σαν ύπνος η ζωή μου και ανονείρευτος
και η ψυχή μου κοιλάδα του θανάτου.
Αντί ουρανός απάνω μου, το τίποτα .
και μιας ερμιάς χερσάδα το εδώ κάτου.
Ποια φλέβα ήταν βουβή, σιγά και ολάνοιξε
και τάραξε ο σπασμός και χύθη το αίμα;
Ποιος ίσκιος, και γραμμένο έγινε πρόσωπο;
Ποιας θολής κρυάδας πύρωσε το βλέμμα;
Ποθούν, σιμώνουν, πάνε, ζευγαρώνονται
πρώτη φορά για φίλημα τα χείλη;
Τάχα ποιος θεός τον κόσμο ξαναγέννησε;
Πρώτη φορά ήρθες, άνθισες Απρίλη;
Πώς σήμανε η καμπάνα της Ανάστασης;
Πώς γιορτάζω το Πάσχα του Κυρίου;
Οι κόσμοι- έξω από μας, γνώριμοι κι άχαροι-
Πώς γίναν μυστικές χαρές του θείου;
Τα πάντα νέα΄ και γύρω μου και μέσα μου
Πώς άλλαξαν και πώς ορθοσταθήκαν;
Άγγελος ήρθε… Εντάφια πέτρα κύλησε
Κι αναστηθήκαν.
Πηγή: Σαράντα τραγούδια
Ο νυμφίος - ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
– Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει
τρέμει θαμπό τ’ ασημοκάντηλό μου.
κι εδώ, όπου ασυντρόφιαστη και μόνη
αποτραβιούμαι, νιώθω να ζυγώνει
το σύγκρυο αναφτέριασμα του τρόμου.
– Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Ο χνουδωτός καντηλοσβήστης πάει
στο φως που τον τραβάει, πάει και πέφτει .
φάντασμα καλοθύμητο περνάει
μ’ ανάλαφρον ανάσυρμα και πάει
και πνίγεται στα βάθη ενός καθρέφτη.
– Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Με νήμ’ άνεμοκλώστινο η αράχνη
της έγνοιας πλέκει στην καρδιά μου δίχτυ.
σαν κάποιο χέρι κρούσταλλο μου ψάχνει
των σπλάχνων μου τα σπλάχνη – μα ούτε άχνη
μουδ’ ανεπνιά γρικάω το μεσανύχτι.
– Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω
με τα χέρια και κρύβω το κεφάλι
βαθιά στο προσκεφάλι... και κοιτάζω
τ’ ανάερο φάντασμα, που δεν τρομάζω,
στα βάθια της ψυχής μου να προβάλλει.
– Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Πάσα στιγμή, που ζει την πάσα ημέρα,
την έγνοια την ανείκαστή μου, ω Πόθε,
πληθαίνοντας, μου κρυφολές : – Καρτέρα,
να ιδείς, λιχνίζοντας στον ίσιο αγέρα,
πέρα τις πίκρες, τη χαρά σου εδώθε!
– Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Έλα, εκλεκτέ, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
η ελπίδα μου κι η γλυκαπαντοχή μου .
έλα, εκλεκτέ, που ακαρτεράω, και πιε μου,
ροδέμνοστε και παγκαλόμορφέ μου,
στη φούχτα μου εδώ μέσα την ψυχή μου!
Πηγή: Παγκόσμια Ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος
Πασχαλινή εικόνα-ΝΙΚΟΣ Β.ΚΑΜΒΥΣΗΣ
Μικρό εκκλησάκι
εν τω όρει των Αμώμων,
Να ψέλνουν ταπεινά καλογριούλες
Το «κύματι θαλάσσης»,
να ευωδιάζει γύρω το θυμάρι
και τ’ ανθισμένα σφάλαχτα
-λαμπάδες ξωτικές
κίτρινο φως περιλουσμένες.
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών»
ν’ αντιλαλούνε οι πλαγιές τριγύρω.
Φλόγινα σήματα Σταυρών
να γράφουν στο σκοτάδι
άσπρα κεριά των Χριστιανών .
κι ουράνιο φέγγος να εισορμά
στα βλέμματα των κουρασμένων.
«Θανάτω θάνατον πατήσας».
Και ν’ αφουγκράζεται την ψαλμωδία σιωπηλός
και ολοζώντανος, θαρρείς, ανάμεσό μας
ο Όσιος Εφραίμ…
Μάρτιος. Και κτήτωρ της Μονής
Εν έτει χίλια επτακόσια τόσο…
«Δια χειρός Φωτίου Κόντογλου ιστορημένος»…
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση», Ναυτίλος
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου