Η γυναίκα στην ποίηση (ποιήματα)

8 Μαρτίου. Γιορτή της γυναίκας! Μιας γυναίκας με χίλια πρόσωπα. Γυναίκα εργαζόμενη, μητέρα, σύντροφος ,ερωμένη, αδερφή ,φίλη. Γυναίκα, ισότιμο μέλος της κοινωνίας. Άνθρωπος με αξίες,χαρίσματα κι αδυναμίες. Είθε να αντιμετωπίζεται πάντα με αγάπη και σεβασμό! Για να δούμε πώς την ύμνησαν οι ποιητές! Χρόνια μας πολλά κι ευτυχισμένα!

Γυναίκα-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις
για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει
να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις

το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι
στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε
το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει,

Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη. Και σκάψε,
και του παλιού καιρού τα παραμύθια,
κι ας ειν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε.

Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια
βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα
για την Αγάπη και για την Αλήθεια.

Πάντα μαζί σου κ’ η Ομορφιά η μεθύστρα.

Πηγή: Άπαντα Παλαμά

Γυναίκες-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ’ την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ’ ανάψω εγώ τη λάμπα».

Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς –
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.

Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τρένο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.

Ενότητα Παρενθέσεις (1946-1947)
Πηγή: Γιάννης Ρίτσος: Ποιήματα,τόμος Β’ (1961)

Η ξεχτένιστη γυναίκα:-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Καλέ μου,καλέ μου,τι να το κάνω εγώ
το ακίνδυνο,το απέθαντο.Εγώ τα πόδια σου θέλω
με τα χοντρά βρώμικα νύχια σου μέσα στο στόμα μου,
μέσα στο σπλάχνο μου. Καρβουνιαραίοι,καρβουνιαραίοι,
εσάς φωνάζω που ξέρετε τι πάει να πει μαύρο και μαύρο .
εσάς φωνάζω που ξέρετε τι'ναι
κρυφό σκοτάδι πριν απ'τη φωτιά-φωτιά ακατανάλωτη . εσάς φωνάζω.
κόβω τα κορδόνια απ'τις κουρτίνες,τα σκοινιά απ'τα πηγάδια,
τα σφίγγω στη μέση μου,στέκω όρθια,εμποδίζομαι,-
είναι μεγάλος ο τοίχος με τον κισσό και τους σκορπιούς ΄πίσω του
είναι το χειρουργείο,το ψωμάδικο,το δικαστήριο,το ψαράδικο
και το σκυλί μ'ένα καλάθι εφημερίδες κι αχλάδια στα δόντια του.

Πηγή: Βολιδοσκόπος,1978 

Ελένη- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε —σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη—
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ώς τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!

Πηγή: Οδυσσέας Ελύτης. [1940] 2007. Προσανατολισμοί. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Γυναίκες της Πίνδου-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

"Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη ".

Πηγή:https://www.stixoi.info

Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π’ αγαπούμε-ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια
έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες
όταν βρέχη
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας
μεσ’ τα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά
και τα κοσμούνε
σα δάκρυα
σαν ακρογιάλια φωτεινά
σα ρόδια

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε κύκνοι
τα πάρκα τους
ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας
είν’ τα φτερά τους
τα φτερά αγγέλων
τ’ αγάλματά τους είναι το κορμί μας
οι ωραίες δεντροστοιχίες είν’ αυτές οι ίδιες
ορθές στην άκρια των ελαφρών ποδιών
τους
μας πλησιάζουν
κι είναι σαν μας φιλούν
στα μάτια
κύκνοι

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε λίμνες
στους καλαμιώνες τους
τα φλογερά τα χείλια μας σφυρίζουν
τα ωραία πουλιά μας κολυμπούνε στα νερά τους
κι ύστερα
σαν πετούν
τα καθρεφτίζουν
- υπερήφανα ως είν’ -
οι λίμνες
κι είναι στις όχθες τους οι λεύκες λύρες
που η μουσική τους πνίγει μέσα μας
τις πίκρες
κι ως πλημμυρούν το είναι μας
χαρά
γαλήνη
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε
λίμνες

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν σημαίες
στου πόθου τους ανέμους κυματίζουν
τα μακριά μαλλιά τους
λάμπουνε
τις νύχτες
μεσ’ στις θερμές παλάμες τους κρατούνε
τη ζωή μας
είν’ οι απαλές κοιλιές τους
ο ουράνιος θόλος
είναι οι πόρτες μας
τα παραθύρια μας
οι στόλοι
τ’ άστρα μας συνεχώς ζούνε κοντά τους
τα χρώματά τους είναι
τα λόγια της αγάπης
τα χείλη τους
είναι ο
ήλιος το φεγγάρι
και το πανί τους είν’ το μόνο σάβανο που μας αρμόζει :
είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε σαν σημαίες

είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε δάση
το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους
σαν μεσ’ σ’ αυτά τα δάση
μας πλανέψουνε
τα βήματά μας
και χαθούμε
τότες είν'
ακριβώς
που βρίσκουμε τον εαυτόνε μας
και ζούμε
κι όσο από μακριά ακούμε νάρχωνται οι μπόρες
ή και μας φέρνει
ο άνεμος
τις μουσικές και τους θορύβους
της γιορτής
ή τις φλογέρες του κινδύνου
τίποτε - φυσικά - δεν μπορεί να μας φοβίσει
ως οι πυκνές οι φυλλωσιές
ασφαλώς μας προστατεύουν
μια που οι γυναίκες π’ αγαπούμε είναι σα δάση

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια
(μόνος σκοπός
προορισμός
των ωραίων καραβιών μας)
τα μάτια τους
είν’ οι κυματοθραύστες
οι ώμοι τους είν’ ο σηματοφόρος
της χαράς
οι μηροί τους
σειρά αμφορείς στις προκυμαίες
τα πόδια τους
οι στοργικοί
μας
φάροι
- οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α -
είναι τα κύματά τους
οι υπέροχες θωπείες
οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν
μόνε
μας
δείχνουνε το δρόμο
- φιλικές -
προς τα λιμάνια : τις γυναίκες που αγαπούμε

έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία
κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας
τις κρατούμε
με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ’ όμοιοι
στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι
τίποτε δεν είν’ πια δυνατό να μας κλονίση
με τα λευκά τους χέρια
αυτές
γύρω μας γαντζώνουν
κι έρχονται όλοι οι λαοί
τα έθνη
και μας προσκυνούνε
φωνάζουν
αθάνατο
στους αιώνες
τ’ όνομά μας
γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε
τη μεταδίνουν
και σ’ εμάς
αυτή
τη θεία τους
ουσία.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Ρόδα αειθαλή-ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο και αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι’ αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.

Πηγή: Η αντίσταση των γεγονότων, Κέδρος, 2000

Γυναίκα-ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

            Στον Αντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στο φτερὸ του καρχαρία.
Παίξτε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
ΑλλοΎ σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Απὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστὰ μαλλιά μου
για μία στιγμὴ αν με λύγισε, σήμερα δε με ὁρίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξανάπαμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι
που γέροι και μικρὰ παιδιὰ μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σε μία σπηλιά, στην Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγὼ που μ᾿ είδες.
Στην άμμο πάνω σ᾿ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζὶ το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ᾿ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιὰ στο Γρανικὸ
έχυνες λάδι στις βαθιὲς πληγὲς του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινὸ βαθὺ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσὸ στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτὰ Ισημερινοὶ
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του ῾ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ῾φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλὸς που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικὸς Ωκεανὸς 1951
Πηγή: Τραβέρσο

Μια γυναίκα - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:
«Έχει ψύχρα απόψε».
Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα
Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
Και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
Μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου
Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.

Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια
Των νεκρών.

Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ’ την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979

Σε μια γυναίκα-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
……στο γυαλὶ της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλὸ
αφού μ᾿ αγαπούσες

Πηγή:Ἀνακάλυψη

Γυναίκες - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα..
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες ..''

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Η γυναίκα στο πάρκο-ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία,
μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά της έριξε η χρυσή δεντροστοιχία –
κι εμείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς.

Θα 'ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
και την υδρία της γέμισε στην βρύση των λυγμών.

Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
κι απάνου απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβηστή,
στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι
τα πληγωμένα απ’ την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.

Κι εγώ, που από τον μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
την είδα και είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω». Μυστικά
στον πόνο και στην γνώση της να εμπιστευτώ, μπορούσα
τα δάκρια μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.

Τότε θα γείρομε κι οι δυο σε μια βαθιά ησυχία,
οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί
απ’ τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία
τρυγώντας του άλλου τα φιλιά, οπού έχουν μαραθεί.

Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα,
ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς΄
και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
βαρειά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.

Την ίδια δόξα επόθησε τη χινοπωρινή
καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι η καρδιά της
τα πληγωμένα ετάραξε για μια στιγμή φτερά της -
όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή.

και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί και αγνοημένοι.
Ο λόγος, που δεν ήταν γραφτό μας ν’ ακουστεί,
καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί.

Πηγή:Τα θεία δώρα 

Γυναίκα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Η γυναίκα σαν όνειρο από σάρκα
θλίβει την παρουσία μου μεσ’ στον κόσμο   
μ’ όλα τα χαμογέλια της αγάπης.

Στα έργα της ψυχής μου
φέρνει την απουσία της,
και μέσ’ στο γέλιο μου
μελαγχολικά γελάει
χωρίς καμιά επαφή
ούτε κανένα ερωτικό ρυθμό...

Καμιά αιθέρια ηδονή
δεν βρέχει τα χείλη μου
ή τα δικά της χείλη.

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Γυναίκα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Μάταια η παλάμη τ’ ουρανού
Ακουμπάει πάνω στ’ ανοιχτά
Χείλη στον κόρφο του κοριτσιού
Που βγαίνει με την αυγή
Σε μια πηγή να κρούσει ένα σκοπό
Αγαπημένο μια λιτανεία χλωμή
Ονείρων ένα πρόσωπο ξανθό
Όπως το πέρασμα του ήλιου ένα αυγό
Πυρωμένο

Η προσμονή με τα γλυκά τ’ αστέρια
Το φακιόλι τα φιλιά οι φιλλύρες
Έστρωσαν σχέδια μεγαλόπρεπα
Τάπητες από χλόη χρυσή
Από κομψές γαρδένιες και νύφες
Των αγρών

Και διάβηκε μια πόλη με πυργίσκους
Με ναΐσκους πυκνή ομίχλη
Θορύβων γοργής ανατριχίλας
Ανθρώπων λουλουδιών και φαντασμάτων
Ρίχτηκε στην μέθη όπου στράφτουν τοίχοι
Κι η πολλή σοφία σκοτώνεται
Όπως η μωρία
Από τα στερεά σύνορα
Ενός κόσμου στενού.

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Γυναίκα η μέρα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Γυναίκα η μέρα
δίδεται σήμερα.
κίνησε
προχώρησ’ ίσαμε μας
ξεκίνησε
από τη χίμαιρα της χαραυγής

Θαμπώνεται
η όραση
απλώνουμε τα χέρια
κι αγκαλιάζουμε το θαύμα

Το γυναικείο σώμα
αγγελικό μήνυμα!
απαλά ζυγώνει τον έρωτα
και την επιθυμία φαιδρύνει.

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Γυναίκες και άνεμος -ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Είχαν φτάσει γυναίκες αλλόκοτες
Με πρόσωπα άσπρα και χιόνι στα χέρια
Τις είχε άλλοτε πλανέψει ο ήλιος
Σε μαυροντυμένες χώρες
Τώρα ζητιάνευαν το ψωμί
Και τρέμαν από λύπη κι από κρύο

Ήταν σαν άρρωστα πουλιά
Που τα βρήκαμε στην αγκαλιά μας
Σαν μας άφησε το σκοτάδι
Θέλαν τη δροσιά της λαλιάς μας
Ζητούσαν ένα τόπο απάνεμο
Λίγον ίσκιο

Πάνω τους μοιράζονταν ο στοχασμός μας
Γινόταν μονήρης και φλύαρος
Έκοβε βόλτες
Σαν να είχε καιρό μπροστά του
Σαν ν’ ανακάλυπτε χώρο
Για να χορέψει

Τρώγαμε μαζί
Στα καταγώγια της σιωπής
Ανάμεσα σε κάτι καπνούς
Αφόρητους
Σε κάτι κρασιά
Που μας πίεζαν χάμω

Κάποτε αθόρυβα
Χωρίς κελάδημα
Μέσα στην άνοιξη
Βγαίναμε αγκαλιασμένοι
Πίναμε τον αγέρα
Πίναμε το νερό απ’ τα λουλούδια

Χορταίναμε μοσχοβολιές
Σαν να ήταν χείμαρρος
Η ζώνη μας
Ύστερα τρελαινόμαστε
Με τις φωνές μας
Για να ησυχάσουμε

Αλλά φιλούσαμε
Λίγο-πολύ τον άνεμο
Λίγο-πολύ τα χρόνια
Μέσα στα πρόβατα
Λούζαμε το πρόσωπο
Μέσα στον ουρανό.

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Γυναίκες άγγελοι-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Η ομορφιά της γυναίκας
Η ομορφιά τ’ ουρανού
Όλα γίνονται μίλημα απόψε
Όπως γίνεται ρυάκι
Η ομιλία των ανθρώπων
Η σοβαρή σχολή
Που τώρα παίζει με χαλίκια
Και με χορτάρια

Η ομορφιά τ’ ουρανού
Κι η ομορφιά της γυναίκας
Δεν ξέρεις ποια
Είναι η καλύτερη
Ποία η πιο σεμνή
Αγκαλιασμένες πηγαίνουν
Σαν αδελφές
Και σφυρίζουν στ’ αυτιά μου.

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Κάποτε οι γυναίκες -ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Κάποτε μέσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί περνάει
πάνω από τα σπίτια και κατεβαίνει στην πόλη άλλοτε
χρόνια έμεινε φυλακισμένο μες στο φεγγάρι γι’ αυτό κι είναι
πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό μ’ ένα μεγάλο μονάχα
όμορφο γυναίκειο μάτι.

Μέσ’ απ’ το σύννεφο κατεβαίνει μες στη βροχή περνάει σα
φάντασμα πάνω απ’ τα σπίτια στους δρόμους το κράζουν
πουλί πουλί της βροχής δε στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί
χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα το δείχνουν γιατί είν’ ένα
πουλί σκληρό που βάφτηκε μ’ αίμα π’ αγριεμένο στην πόλη
κατεβαίνει με τη βροχή κι ένα πανέμορφο έχει γυναίκειο
μάτι.

Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν άλλες
όμως το κρύβουν μες στους καθρέφτες τους άλλες το
κρύβουν σε βαθιά συρτάρια κι άλλες βαθιά μες στο σώμα
τους έτσι δε φαίνεται δεν το βλέπουν οι άντρες που τις
χαϊδεύουν το βράδυ ούτε το πρωί σα ντύνονται μπροστά
στον καθρέφτη δεν το βλέπουν γιατί είναι ένα πουλί πολύ
πικρό πολύ λαμπερό πολύ φοβισμένο .

Πηγή:https://www.stixoi.info/

Γυναίκα-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει
κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια
κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές
κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ’ το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας
κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
και με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο
περήφανοι
ασυμβίβαστοι
ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα-ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ

Γυρνώ ανυπόδητη το καλοκαίρι
μαζεύω φως που περισσεύει
πλέκω δερμάτινο χιτώνα
να ντύνω το γυμνό χειμώνα

Έχω ένα σώμα κήπο
μέσα του μεγαλώνει
ρόδο δαμασκηνό
πέταλα ανοίγει φέγγει
σπηλιά θαλασσινή
γεύση αρμυρή χρυσή
βροχή με πλημμυρίζει

Ζεστός ο γαλαξίας
στα πλάτη χύνεται
αφήνοντας γεύση βυθού
στην τρικυμία
κι εσύ γλαυκός
ο σύμπας κόσμος
καλπασμός κυμάτων
στο ναό μου

Επειδή είμαι η θάλασσα
κι εσύ ο ουρανός
και στον ορίζοντα
το σμίξιμό μας ανατέλλει
γίνομαι ποίημα πύρινο

Πηγή:https://www.stixoi.info

Οι γυναίκες δε γράφουν ποίηση-ΘΕΟΔΩΡΑ ΦΕΛΕΡΗ

“Σιγά, τι ξέρουν οι γυναίκες από ποίηση;”
χλευάζουν οι αριστοκράτες των καφενείων
Λίγο νύχι, λίγο σφουγγάρισμα,
μόνο μην τυχόν
και ρίξουν στίχους στο φαγητό μας
μην κάψουν το χυλό
τσιγαρίζοντας την ποίησή τους
γιατί το δίχως άλλο θα την κάψουν και αυτή
Και τι θα τρώμε πια εμείς;
Δε χωνεύονται εύκολα οι στίχοι,
δεν είναι εύγευστοι
Ρίξε λίγο αλάτι παραπάνω,
τρίψε λίγο δυόσμο
Μόνο – προς Θεού – μην βάλεις ποίηση
Είναι και αυτά τα λόγια,
φαρμάκι ρε παιδί μου,
φαντάζεσαι να τα κάνουν στίχους;
Δε θα τους φτάνουν τόμοι ολόκληροι
να στοιβάξουν τα βάσανά τους
Ας βάλουν μάσκαρα,
να καλλωπιστούν,
να μας αρέσουν
Ως εκεί.
Όχι ποίηση όμως.
Αφού “δεν το `χουν”,
δεν αποπνέουν μυρωδιά ποιητή.
Το άρωμά σας, κυρίες μου, μας αρκεί.
Άντε τώρα στην κουζίνα.
Ακούστε που σας λέω,
οι γυναίκες για ποίηση
δεν κάνουν.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκες-ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ

Ανασηκώνουν τη βαριά πέτρα του ονείρου
κι ο κόσμος από κάτω σπαρταράει
με μια μόνο φτερούγα.
Γυναίκες που δεν ξέρουν πια
τι να κοιτάξουν
τι ν'αγγίξουν
γυρίζουνε σε αμίλητα δωμάτια
-άλλοι έχουνε φύγει,
άλλοι πέθαναν.
Χτενίζουνε για λίγο τα μαλλιά τους
βάφουν τα χείλη τους στο σκοτεινό τζάμι
-ένα πρόσωπο ραγισμένο μορφάζει
Διαβάζουνε το τελευταίο φύλλο ενός ρομάντζου
αρχίζουν έπειτα ξανά το κέντημά τους
-μοναχικά πουλιά σ'αναρίθμητα κλώνια...
Κάποιος χτύπος στην πόρτα τις ταράζει
Έξω αρχίζει να βρέχει.

Πηγή:Ποιητική ανθολογία της νέας γενιάς άγκυρας,1971

Οι γάμοι των περήφανων γυναικών-ΕΛΕΝΑ ΠΟΛΥΓΕΝΗ

Χρυσές απομονώνονται
στα σκληρά πέπλα.
Ούτε δέχονται
ούτε αγγίζουν.
Κι όταν σπάνε με κρότο
τα εύθραυστα
λόγια
οχλοβοή γεμίζει τη σάλα.
Και όταν τσακίζουν
τα μάτια
μέσα από τα φορέματα, δίπλα
στην καρδιά,
βαραίνει η μορφή τους
και το περίβλημά της.

Οι θαυμαστές συρρέουν, ψάχνοντας
τη μυστική χαραμάδα
των συναισθημάτων
σαν εφευρέτες
σαν επινοητές
θαυμάτων.

Φταίει η γοητεία των
μαύρων
αλόγων
και τα βιβλία, που ‘λεγαν πάντα
ψέματα.

Πηγή:Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων, Το Κεντρί, 2014

Γυναίκα -ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ

Γυναίκα,
το άγαλμά σου έχει στηθεί κάτω απ' τον ήλιο
πότε με ένα μαντίλι στο κεφάλι
πότε με ξέμπλεκα μαλλιά
Μα πάντα εκεί βλέπω σκυμμένο ένα γκρίζο πουλί
να σκύβει να τσιμπολογάει
λίγο λίγο το ουράνιο τόξο
που θα 'θελε να γίνει καλοκαιριάτικη κορδέλα στα μαλλιά σου
μα γίνεται σκέψη ανεμοδαρμένη
γίνεται κουπί και αρμενίζει μες στην έγνοια, Γυναίκα
Γιατί γεννήθηκες για να γεννάς τη θάλασσα
κι όλους τους βράχους της μαζί
μα και καράβια που όλο φεύγουνε
πότε με ούρια ευχή
πότε με πόνο χωρισμού

Γυναίκα
σου’ δωσε ο Θεός αντρίκια χέρια
για να δουλεύεις σαν αμόνι τον καιρό
Και τις φωτιές να ανάβεις
να λάμπουν φώτα μες στους δρόμους των παιδιών
Κι όταν πονάς, γυναίκα
με τις ωδίνες και οδύνες του καιρού σου
είναι για να γεννάς ακόμα ελπίδα
και να γεννιέσαι εσύ σαν άλλη μέρα
μια νέα ανατολή
για τα παιδιά που έμειναν χωρίς αγκάλη
για ένα κόσμο που έμεινε ακίνητος
χωρίς την γενική του πτώση στην αγάπη
Της αγάπης, της αγάπης , της αγάπης κόσμος
μόνο μέσα στο κόκκινό σου αίμα πάλλεται
σαν νέο φεγγάρι είκοσι οχτώ ημερών
και σαν κύκλος μυστικός που πλάθει
και ξαναπλάθει τη ζωή
ώσπου ο έρωτας να γονιμοποιήσει ένα μέλλον

Πηγή:https://www.stixoi.info

Οι γυναίκες στο πάρκο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

                               Some women marry houses
                              (Anne Sexton, «Housewife»)

μιλούν συνεχώς και τα λόγια μυρίζουν κρεμμύδι
(τα είχαν καιρό στη χλωρίνη, τα έτριβαν ώρες
κι ακόμη δικά τους δεν είναι)

ανάβουν τσιγάρο… σωπαίνουν… θυμούνται…
βιτρίνες, στιγμές ευκαιρίας, εκπτώσεις
κι αφήνουν ψηλά τον καπνό να στενάζει

βραδιάζει και χώνουν το άδειο πακέτο στην τσάντα
αφήνουν το γέλιο στη μέση, τραβούν τα παιδιά
και όλες μαζί συντονίζονται πάλι τικ-τακ για το σπίτι

ραντεβού την επόμενη μέρα
στα ίδια παγκάκια, στην ίδια στάση, στην ίδια σκηνή.

Πηγή:Εορδαία γη, Ρώμη, 2019

Γυναίκα η νύχτα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ

Γυναίκα, αγαπημένη μες τη νύχτα
κράτησαν το κορμί σου οι καθρέφτες
κι ο άνεμος νανούρισε τα όνειρά σου.
Γέλιο γυναίκας λατρεμένης
σμίλεψε τον αγέρα η φωνή σου
και πέφτουν τ’ αγάλματα βροχή στη σιγαλιά.
Γυναίκα φιλημένη μες τον ύπνο.
Τα όνειρα διχάζουν την προσταγή σου.
Γυναίκα αγαπημένη μες τη νύχτα.
Χίλιες κινήσεις, λόγια μαρμαρωμένα
Η απουσία σου
έλαμψε φωτεινό το όραμά σου.
Φτάνει!
Γλυκά σε λίγο θ’ ανατείλει το κορμί σου.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού να αρχίσει.
Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.
Το πρόσωπο της μισό
είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.

Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννησή τους

την ερημιά του μάστορα.  

Πηγή:Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Υάκινθος, 1987

Γυναίκα που μεθάς-ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Γυναίκα που μεθάς µε το φεγγάρι.
Της μέρας, θάλασσά µου, μήτρα αιώνια.

Χάραξε το όνομά σου, στην πλώρη της ψυχής µου.

Χτίσε βωμό διαύγαστη, γήινων και ουρανίων.

Στιγμών λειψών, που αναποφάσιστες πετρώσανε στο χρόνο.
Μαρμάρωσαν τη μοίρα µας, θόλωσαν το φεγγάρι.
Το κάπνισαν, το μάγεψαν, το σκόρπισαν σε κήπο
που αλμυρισμένη λησμονιά, ανάσα που επιμένει
να ξεκλειδώνει της ψυχής, τα θολερά υπόγεια
και να φωτώνει τα εγκάρδια, αρίφνητα σκοτάδια.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Μιάμιση ρυτίδα- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΙΦΕΛΗΣ

Μια γυναίκα κλαίει
Τρυπημένη απ' τη μύτη της βελόνας
Πέρα απ' τα σύννεφα
Στο βροντερό παρόν του κεραυνού
Κομματιάζει
Τη θύελλα, ράβει
Το φόρεμά της Γεμάτο καταιγίδα.

Μια γυναίκα γράφει
Αίμα στάζουν τα μάτια της
Πίσω απ’ το ηλιοβασίλεμα
Στην απουσία των σκιών, τις νύχτες
συντρίβει
τις λέξεις, βάφει
κόκκινα τα θραύσματά της.

Μια γυναίκα προσμένει
θλίψη κι ελπίδα στα χείλη της
παράλληλα με τη φωνή του σταθμάρχη
στις αποβάθρες
αφίξεων ή αναχωρήσεων, αδιάφορο
και οι δύο
σφραγίζονται με φιλί.

Μια γυναίκα γελάει
κάθε που τη φωνάζω θάλασσα
ασφαλές το ναυάγιο, ξέρει
ακολουθεί ο πνιγμός μου.
Κλαίει, γράφει, προσμένει, γελάει
η γυναίκα μου.

Πηγή:Εξόριστες σκέψεις, κύμα, 2018

 

Γυναίκα-ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

Μόνο η γυναίκα μπορεί να πει
Είμαι
Μόνο η γυναίκα μπορεί να το πει
γιατί ακόμα κι αν δεν είναι
έχει τη δύναμη να γίνει.
Γι’ αυτό
μη μου μιλάς για ποιητές
για τα μεγάλα έργα των αιώνων
τίποτε πιο ποιητικό δεν υπάρχει
από το να γδύνεται μια γυναίκα
τα γήινα πέπλα της
και να ντύνεται μπρος τα μάτια σου
ποιήματα.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Spider woman- ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ

Χάδια γλυκές κουβέντες
τα κρέμασες με σύρμα
απ' το ταβάνι
χρόνια σπασμένα κλαδιά
κι ούτε ένα να πιαστώ
Ακόμη κι όταν το ταβάνι καμπούριασε
δεν τα 'φτανα
και συ απορούσες γιατί στους τοίχους
αντί για δαχτυλιές
έβρισκες πατημασιές

Όταν έπεσαν τα φτερά σου
πρότεινες
να πάρουμε μια σκάλα
μητέρα     

άχρηστη
για μια γυναίκα αράχνη

Πηγή: Εν δυνάμει πραγματικότητα, Μανδραγόρας, 2016

Γυναίκα-ΠΑΝΟΣ Κ.ΘΑΣΙΤΗΣ

Έρχεσαι δυνατή ζεστή αγαπημένη
Σαν τη νοτιά μεσάνυχτα του Αυγούστου
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.

Έρχεσαι χορεύοντας
Πάνω στα γυμνά στιλέτα του πάθους σου
Ξεντύνεσαι τους ίσκιους
Κι ολόγυμνη σαν το κύμα ζυγώνεις
Αλαφροτρέμοντας.

Έρχεσαι! Έρχεσαι!
Όμως εγώ είμ’ ένα πνεμάτι αράχνης στη μασχάλη του φθινοπώρου
Που δεν μπορεί ν’ αγγίξει ο ερχομός σου
Αν και περνάς από μέσα μου γλυκοσφυρίζοντας
Αν και τα μάτια σου παρακαλάνε
Χαμηλώνοντας κατά τη μαλακιά δοξαριά του δέρματός σου
Αν και κάθε αυγή
Δένω τις σπασμένες κλωστές μου
Και περιμένω να ξανάρθεις και να ξαναφύγεις
Σαν τη νοτιά
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.

Πηγή: Δίχως κιβωτό,1951

Γυναίκα-ΜΑΙΡΗ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ

Αυτή που κάποτε ήταν Εύα, όταν κοιτάζει τον καθρέ-
φτη αισθάνεται πως είναι καθρέφτης του καθρέφτη
της. Όταν πλεξούδες πλέκει τα μαλλιά της θυμάται
τη μητέρα της κι όταν ο άντρας της έρχεται σπίτι τού
λέει πέρασε, πέρασε να σε χαρώ, όμως για πες
μου, η Κυριακή είναι πριν την Πέμπτη ή μετά την
Τρίτη;
Γυναίκα ή Εύα, Τρίτη, Πέμπτη ή Κυριακή: κάτι
ψελλίζουν για το χρόνο.

Πηγή: Πλευρικά, Γαβριηλίδης, 2015

Γυναίκα-ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Σώμα καλοσχηματισμένο από Θεού χέρι,
ξαπλωμένο στην άκρη της στεριάς
εκεί óπου αγγίζει η θάλασσα,
εκεί όπου γλείφει το νερό την άμμο.

Μας τυφλώνει στη θέα σου, η λάμψη
που δέχεσαι απ'του ήλιου τις αχτίδες,
όπως η θάλασσα που λαμπυρίζει
κάτω απ'τον καλοκαιρινό ήλιο.

Γυναίκα όμορφη, ελεύθερη,
σώμα αγαλμάτινο, έργο αρχαίου γλύπτη,
πρόσωπο ανέγγιχτο από ρυτίδες, διάφανο
σα πλάσμα της αβύσσου, ανεξερεύνητο.

Η χαρά της απόλαυσης των στιγμών σου
στον ήλιο και στη θάλασσα της Μεσογείου
σε αφήνει να παραδοθείς στην απτή ηδονή
που βρυχάται απ'τα βάθη της ψυχής.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

Μία σπασμένη καρέκλα   
δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.

Απόψε,
ο αγέρας βρέχει κουκουνάρια
με νυσταγμένα μάτια.
Κλωνάρι ιτιάς γυμνό
κτυπά τα κεραμίδια.
Κλάμα της γάτας μακρινό
διασχίζει το σκοτάδι.

Οι δείκτες κινούνται
από φθινόπωρο σε φθινόπωρο
καθώς η εικόνα επιστρέφει
στο ίδιο πάντα δωμάτιο.
Η γυναίκα
με το βλέμμα βιδωμένο
στο πόμολο της πόρτας
και την παλάμη
ν’ ανοιγοκλείνει αναποφάσιστα
κάθεται στη σπασμένη καρέκλα.
Δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.

Έτσι δισταχτική παρθένα
κι άτολμη,
θα μείνει ως το πρωί.
Αύριο,
ίσως σκεφτεί
να γράψει ιστορία…

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα- ψάρι-ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Στιλπνή είμαι, ασημένια,
ψάρι είμαι, ξεγλιστρώ.
Χάνομαι, χύνομαι,
ρέω, διαφεύγω.
Μόνο γυναίκα αν ήμουν,
αρχέγονη, μυστική,
πήλινη,
διονυσιακή,
κοχύλι,
γονιμότητα,
αγγείο και ηχείο,
αν ήμουν.
Όμως ούτε γυναίκα είμαι ούτε ψάρι
μα και τα δύο μαζί.
Και δεν είναι μόνο δική μου αυτή η ιστορία.
Είναι κι η ιστορία της γυναίκας-σταγόνας και της γυναίκας-χιονιού
της γυναίκας-σαύρας και της γυναίκας-αετού
μα και της Μαίρης, της Άννας,
της Ελένης, της Φρίντας,
της Σύλβιας, της Ιωάννας
και όλων των άλλων γυναικών
αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια
από μικρά παπούτσια
που γρήγορα εξαερώνονται στον χρόνο.
Είμαι γυναίκα-ψάρι.
Όταν πεθάνω, θα γίνω μόνο ψάρι.
Θα κολυμπώ στ’ αστέρια.
Γυναίκα δροσερή μες στ’ άνθη ξαπλωμένη 

Πηγή: Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006

Γυναίκας μνήμη-ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ

Κάθε χρόνο στη γιορτή της γυναίκας
όλη τη μέρα σκέφτομαι
τη θεία της μαμάς
που έπεσε στο πηγάδι
για να πεθάνει εκεί μόνη της
στο πηχτό σκοτάδι
γιατί περίμενε παιδί χωρίς να έχει παντρευτεί.

Τι ντροπή για τους γονείς
άριστη τροφή και για τους συγγενείς
τους δράκους, τους κανίβαλους
που ζούσαν περιμένοντας
στο δάσος με τις καστανιές.
Μα κυρίως σκέφτομαι
τους μαθητές της
ποτέ τους δεν συνάντησαν
άλλη δασκάλα
να μοιάζει με φέγγος πρωινό.

Τις άλλες μέρες την ξεχνώ       
κι έχει από χρόνια ξεθυμάνει
του πηγαδιού βαθιά κραυγή
στης λήθης τις προσήλιες κορυφές

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα-ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΟΥ

Μεγάλωσα με των καιρών το ψιθύρισμα,
ανάμεσα σε πρέπει και δεν πρέπει.
Βλέπω γύρω την ερημιά
και τρομάζω.
Οι υποχρεώσεις μου σαρκάζουν στον ήλιο.
Τον διαπερνούν — στάζει αίμα.
Της κραυγής μου ο αντίλαλος,
βουερό SOS,
φτάνει πάντα σε σένα
στης ζωής μου τον "σύντροφο"
Ένα σήμα στα χέρια σου ασήμαντο,
δίχως νόημα πάλι...
το κοιτάζεις αδιάφορος
και γυρνάς απ’ το άλλο πλευρό.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα Α'-ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

Τι θέλει εκείνος ο άνδρας στο απέναντι πεζοδρόμιο
να σημαδεύει με πόνο μια γυναίκα,
ένας κόκκινος λεκές στο μέρος της καρδιάς
ζωγραφίστηκε πάνω στο άσπρο της παλτό,
κι ακόμα είναι όρθια —
σε λίγο θα πέσει —
κανείς δεν θα τρέξει πίσω του,
κανείς δεν θα σκύψει να τη σηκώσει,
θα σβήσει όπως τ’ αγαπημένο της δειλινό
κρατώντας στα χέρια της μια αξία
που θέλησε πρόωρα να της φύγει,
κι ας της είχε γίνει σκιά.
Τώρα απάτη, όλα απάτη,
μπροστά στον καθρέφτη της αυταπάτης,
στην περιπλάνηση του φόβου και της μνήμης,
στη μη αποδοχή του ονείρου
όμορφα κι ήσυχα έσβησε μια φωτιά
μέσα από ένα βλέμμα αρωματισμένου έρωτα.

Πηγή: Νυχτερινό πρελούδιο,1987

Γυναίκα Β'-ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

Χωρίς να το θέλει βρέθηκε σ’ ένα άλλο δρόμο,
κοίταζε απορημένη,
πρώτη φορά μόνη σε μια άγνωστη συνοικία,
άρχισε να κλαίει,
έψαχνε να δει πού βρισκόταν –
δεν τα κατάφερε∙
το βάρος δεν έλεγε να της φύγει,
φούσκωνε η καρδιά της.
Στήθηκε σ’ ένα τοίχο
άναψε τσιγάρο,
θα ’θελε να πιει έναν καφέ
αλλά δεν έβρισκε καφενείο.
Αν και βράδυ
φόρεσε τα μαύρα της γυαλιά,
δεν ήθελε να βλέπουν τα δακρυσμένα της μάτια.
Αυτή η τεταμένη φθορά την κούραζε,
δεν μπορούσε ν’ αποβάλει ένα μέρος του εαυτού της,
δεν τολμούσε
κι όμως η καρδιά της χτυπούσε πάλι
σαν να περίμενε
τη σιγουριά των χτύπων μιας άλλης καρδιάς.
Δεν ήθελε να κυβερνήσει ούτε να κυβερνηθεί,
ήξερε πως ήθελε μόνο να ζήσει.
Άρχισε να περπατά,
κάποιος της πέταξε μερικές βρόμικες κουβέντες,
λύγισε –
δεν πρόλαβε να συνέλθει
και το πρόστυχο βλέμμα ενός δεύτερου
που την έγδυσε άπληστα
τη σκότωσε.
Έτρεχε γρήγορα,
φοβισμένη ήθελε κάπου να κρυφτεί,
ευτυχώς βρήκε ανοιχτό ένα μπαρ,
ζήτησε ένα δυνατό καφέ,
άναψε κι άλλο τσιγάρο.
Ληστεύθηκε, ληστεύθηκε αναπότρεπτα,
μια ασήμαντη φλόγα ανάβει τη σκέψη της,
προσπαθεί ν’ απωθήσει τη φωτιά
που της καίει το νου
τα τετριμμένα που τη σωριάζουν λιπόθυμη.
Εύθραυστη σαν σταγόνες βροχής
παρασύρεται απ’ τη μουσική,
μα πάλι δεν υπάρχει διέξοδος,
μια παραμορφωτική εικόνα
μπρος στον καθρέφτη του μπαρ
χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο,
μόνο τα χέρια παλεύουν με το ποτήρι
και το βλέμμα πέφτει στις ουλές όλου του κόσμου,
φυγοδικεί κάτω απ’ τα φώτα
μα αυτό δεν φτάνει.
Θα ’πρεπε να παραδοθεί συνειδητά
αντί να αγωνίζεται
για μια άφθαρτη αγάπη,
που όμως πεθαίνει
από μια προκλητική σιωπή.

Πηγή:Νυχτερινό πρελούδιο,1987

Γυναίκα-ΠΑΥΛΙΝΑ ΓΕΡΟΝΤΟΥΔΗ

Σε φαντάζομαι πιο όμορφη απ’ τη θάλασσα,
να κρατάς στην αγκαλιά σου μελτέμια δροσερά
και λευκούς βοριάδες, να με κοιτάζεις αινιγματικά
και ήρεμα να χάνεσαι στα βαθιά.
Ύστερα αναδύεσαι όπως του έρωτα η θεά
και περπατάς πάνω στα κύματα, μέχρι να σ’ εξατμίσει
η απόσταση, πίσω απ’ του ήλιου τις ακτίνες.
Σε ξεχωρίζω μέσα στ’ ανθρώπινα ποτάμια της πόλης,
να κινείσαι ψηλή και λαμπερή πάνω απ’ τον όγκο της μάζας.
Σε χάνω πίσω από μια μαρμάρινη κολόνα.
Επιστρέφεις ιέρεια, με άσπρη εσθήτα
και μαύρα σγουρά μαλλιά γύρω απ’ το Ελληνικό σου πρόσωπο.
Υμνείς τους Θεούς σου και κρύβεσαι στο λαβύρινθο του ναού.
Γλώσσα φωτιάς γυρίζεις πάλι, σε νύχτα σκοτεινή.
Χορεύεις χορό μυστικό και κατακτάς τη σκέψη μου,
που ακούραστη σε φαντάζεται, σε ψάχνει, σε λαχταρά,
σε θαυμάζει, σε νοιάζεται.
Μ’ αγκαλιάζεις και φωτίζουμε της γης το έρεβος,
καταργείς το θάνατο, γίνεσαι ζωή.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Σε μια γυναίκα-ΓΛΑΥΚΟΣ ΑΛΙΘΕΡΣΗΣ

Από καιρό σε πρόσμενε η ψυχή μου,
μ’ αλίμονο! δεν ήρθες με του Απρίλη
τα λουλούδια στην όψη σου, καλή μου.

Σε κάποιου φθινοπώρου χλωμό δείλι,
σε μένα ξαφνικά σ’ έστειλε η μοίρα,
με ανέκφραστο παράπονο στα χείλη.

Μα λέξη από το στόμα σου δεν πήρα,
η σιωπή σου πιο υπέροχα μιλούσε,
σαν το στερνό το ρόδο, που τα μύρα

τα τελευταία σκορπώντας, φυλλορροούσε
βουβό τ’ άσπρα του πέταλα, σα χιόνια.
Κι η ψυχή σου απαράλλαχτα πονούσε

σαν τα καταδιωγμένα χελιδόνια
που φεύγοντας στα ξένα έχουν αφήσει
έρημες τις φωλιές τους στα μπαλκόνια...

Μα ευλογητή η ψυχή, που, αφού γνωρίσει
τον πόνο το βαθύ της ειμαρμένης,
μ’ ανώτερη αυτεπίγνωση, σιωπήσει.

Κι εσύ με τον καημό ξενιτεμένης
του άθλιου κόσμου, αμίλητη αδελφή μου,
ήρθες σε μένα, κι ω, άμποτε να μένεις,
ευγενική κι υπέροχη, καλή μου.

Πηγή: Νεοελληνική ποιητική ανθολογία Παπύρου

Αυτή η γυναίκα-ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ

Στην Ελένη

Αυτή η γυναίκα
που προχωράει με το κεφάλι ψηλά
έχει συλλάβει το σπέρμα μου,

στο ζεστό της αίμα
κύλησαν
όλα τα δάκρυα των βαράθρων
τα νυχτερινά δρομολόγια
οι μεγάλες αποφάσεις
όλα τα γυμνά χρόνια της σάρκας μου,
τώρα
μπαίνουν βαθιά στα κύτταρα
κουβαλώντας το θρυμματισμένο φως
αυτό που θησαύρισα
στα σκοτεινά και τυφλά υπόγεια
κραυγάζοντας
το θάνατο και την ελπίδα.

Αυτή η γυναίκα
που προχωράει σαν ένα πλοίο στη γαλανή μέρα,
ήρεμη, υπερήφανη αισθάνεται
το ρυθμό του κόσμου
γνωρίζει πιο πέρα να πηγαίνει απ’ το δικό μου θάνατο,
απ’ τα παρθένα μάτια της
αρχίζει η οπτική γωνία
που σκοπεύει
στην προβολή του κόσμου που φτιάχνω με τα χέρια μου,
ανεβαίνει
η γυναίκα που αγαπώ
ανελκυστήρας για τον καινούριο κόσμο
με κοιλιά που λάμπει
τρούλος εκατονταπυλιανής
και υπόσχεται
την υψηλή συνέχεια του κόσμου.

Πηγή:Τα κύματα και οι φωνές ,1971

Γυναίκα-ΠΟΛΑ ΒΑΚΙΡΛΗ

Απ' το πλευρό του πλασμένη
συμπλήρωμα γεννήθηκα
στις πλάτες μου κουβάλησα
πόνο και δάκρυα
καημούς και ξενύχτια
στο άγρυπνο κρεβάτι μου
οι ώμοι μου κυρτώσαν πρόωρα
και θρύψαλα γίναν τα γόνατά μου
στις ανηφοριές της ζήσης μου
γυρεύοντας ολοένα
το λιμάνι της προσμονής.

Στο περβόλι της ψυχής μου
βαθιά φύτεψα την ελπίδα
να ριζώσουν οι τοίχοι του σπιτιού
και γεννήματα του δίκιου
να θερίσουν οι κόρες
και οι γιοι του αύριο.

Είμ' εγώ η μάνα η Παναγιά
η ωραία της Τροίας Ελένη,
η Δανάη, η Δήμητρα, η Αφροδίτη,
η Σουλιώτισσα του Ζαλόγγου
κι η εκτελεσμένη Ηλέκτρα Αποστόλου.

Στα χέρια μου την αγάπη
όλου του κόσμου κρατώ
δώρο πανάκριβο
για να σας τη χαρίσω.

Πηγή:(Ανέκδοτο) https://ennepe-moussa.gr

Η γυναίκα με τα εκατό παιδιά-ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΚΑ

Ακολουθώ την πλάτη της γυναίκας
που καταπίνει ο νυχτωμένος δρόμος,
τον μπερδεμένο ύπνο μέσα στις παντόφλες
ξεφλουδισμένα μάγουλα μες στην παλιά εσάρπα
έναν τυχοδιώκτη σκόρο
που τα κατατρώγει όλα,
εδώ και χρόνια.

Στο μεσοδιάστημα του λήθαργου
θυμήθηκε μια παλιά αποστολή
σε μια παραίσθηση
να μιλάει με τα παιδιά της.
Έχει εκατό παιδιά
όλα κορίτσια
ζητούν εργάτριες
τρέχει να προλάβει τα ισάριθμά τους στομάχια,
πάντοτε το είχε μόνη έγνοια.

Η εικόνα της σκοντάφτει,
τη συγκρατώ από το μπράτσο,
«Ποια είσαι;» με ρωτάει.
«Η εγγονή σου είμαι, γιαγιά,
ξέχασες να μου πεις ένα παραμύθι.»
Μια παύση αφόπλισε τον άκαιρο περίπατο,
διπλώθηκα παιδάκι στο πλευρό της,
προσμένοντας την ποθητή επιστροφή
με μια ιστορία,
μία από εκείνες που έφερναν πάντα ύπνο σπλαχνικό.
Από ρωγμές του βλέμματος
χυνόταν άστεγη η καρδιά
ενόσω άδειαζαν οι μνήμες
από την αγάπη.

Πηγή: Ελαττωματικό χώμα ,2015

Η γυναίκα με την μπούρκα-ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ

Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ‘σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.

Πηγή: Τα άνθη του φωτός,Αρμίδα,2014

Γυναίκες με ψυχή κήπου-ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ

Υπάρχουν γυναίκες με ψυχή κήπου
ανθίζουν, μαραίνονται, φυλλορροούν, αιμορραγούν,
αναπαράγονται
με κιρκαδική ροή, με αυτιστική πλήξη
μέχρι να σβήσουν οριστικά ως
τον αφανισμό τους
κι αν τις ρωτήσεις το ίδιο θα έκαναν από την αρχή
οι γυναίκες με την ψυχή κήπου
προσφέρουν τον εαυτό τους γύρη τροφή στα
λεπιδόπτερα
να γέρνουν ξένοι πάνω τους να γεύονται γεννήτορες να
γεννούν να γίνονται εραστές ξενιστές
της καταστροφής τους
έτσι περιμένουν καρτερικά χωρίς ποτέ να παραπονεθούν
αγκιστρωμένες στη ζωή
ρίζες τραχιές
οι γυναίκες με ψυχή κήπου
ζουν για τη θαυμαστική στιγμή που τα χρώματα
προσπερνούν
που τα φτερά ξεδιπλώνονται
και η λεπίδα του πόθου επικρέμαται
κοφτερή
δαμόκλειος των εραστών
η αποδημία

Πηγή: Τερράριουμ, εκδ. Μελάνι, 2014

Η γυναίκα του Λωτ-ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ

Ξημερώματα πλησιάζαμε στη Σηγώρ
Και περπατούσαμε ήδη ώρες πολλές
-μου φάνηκαν αιώνες- κι ακόμα
ήμασταν μακριά πίσω
οι πόλεις φλέγονταν
τα Σόδομα
η γη της Χαναάν
ο Ιορδάνης ποταμός
μια όξινη βροχή
μες σε άστρα γυμνά -εκρήξεις ζωής αλλοτινής
στο απέραντο σύμπαν-
-τι φωτοχυσία πανοραμική, ένας θρίαμβος, θαρρείς, ξεριζωμού
από φωτιά και θειάφι-
και βαδίζαμε έτσι ώρες ατέλειωτες κατάκοποι, βλοσυροί
ανήσυχοι πηγαίναμε
χωρίς να μιλάμε
κι εγώ που πόνεσα ν’ αφήσω την πόλη που μεγάλωσα
το πατρικό, τις γλάστρες μου, τα ανθισμένα γεράνια
έμαθα να υπακούω σιωπηλά
«ας γίνει το θέλημά σου» είπα
Και το έκανα, πάντα το έκανα
εκτός από μία στιγμή –εκείνη τη μόνη στιγμή
που ένιωσα καθαρτήρια την φωτιά γιγάντια
την πυρκαγιά πίσω να με φωνάζει
- και τρόμαξα πως δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κι ένιωσα πως γέρασα ξαφνικά μέσα σε μία νύχτα-
Κι είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι αυτό:
να γέρνω το κεφάλι ελαφρά, με δάκρυα να γυρνάω
Κι όλα αλαργέψαν μακρινά
όλα αφανιστήκαν
Απ’ τον καιρό εκείνο στέκω όρθια εδώ
στο Μαλχάμ
κρατώ την αναπνοή μου
θρέφω με αλάτι τη φωτιά
τη λήθη στους
αιώνες
μέσα σε μια άδεια σπηλιά
στη Νεκρά Θάλασσα
νεκρή κι εγώ
(χίλιες φορές καλύτερα να είχα καεί από το να μείνω στήλη ασάλευτη ψυχρή σαν
πάγος)
Είμαι η γυναίκα του Λωτ
Του γιου του Αρράν
Ίσως να λέγομαι Έντιθ, Άντο, ή Ιουδήθ
Ξέρει κανείς το όνομά μου;
Στην πραγματικότητα δεν είμαι κανείς
Μια σκιά είμαι, ένα τίποτα
ένα άγαλμα ν’ αγάλλονται οι Θεοί -ανώνυμο
το φύλο: η τιμωρία μου
Όσο για κείνον τι να πω:
Ήταν για μένα ο Θεός μου
Λένε πως κάποτε με αγάπησε
δε μου συγχώρησε ποτέ
την ελπίδα

Πηγή: Περ. Ποιητική, τχ. 26, φθινόπωρο- χειμώνας 2020

Γυναίκα-ΠΕΤΡΟΣ ΣΚΥΘΙΩΤΗΣ

Δομούν τα στήθη της το σινεμά της νιότης
με μονοπλάνα που στα όρια αρκούν
ν’ αναρριγήσουν δυο φορές πριν διαρραγούν
ν’ ανατινάξουνε στην τρίτη τ’ όνειρό της
καπνίζει γύρω ο χειμώνας τα χωράφια
και η γυναίκα ν’ ανασταίνει τον σωρό
να στερεώνει την ζαρτιέρα στον μηρό
μουρμουροψάλλοντας ερωτικά εδάφια
είναι μια νύχτα σκοτεινή σε ώρα αιχμής
αναβοσβήνοντας τον άνθρωπο αφής
κάνε ένα ξέσπασμα να μοιάζει μουσική
κάνε ένα ξέσπασμα ν’ αξίζει τα λεφτά του
κι εμείς καλύτερα από πριν και πιο πιστοί
θα χρεωθούμε τους ερωτικούς θανάτου

Πηγή: Ανέκδοτο.Πρώτη δημοσίευση: thraca.gr

Γυναίκες-δέντρα- ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

Είναι γυναίκες – δέντρ’ αμυγδαλιάς
που πέφτουνε ασθματικά στον έρωτα,
σαν καταδιψασμένες απ’ τη στέρηση,
κι αν, μέσα στην παραφορά του, δεν καούν
κάνουνε τ’ άνθη τους καρπό, στα γρήγορα,
θέλοντας, λες, να νοικοκυρευτούν,
να δέσουνε τον εραστή, να μη τον χάσουν.
Είν’ και γυναίκες – ακακίες, σεμνές
όπου τον έρωτα τιμούν μονάχα για τον έρωτα
ευφραίνονται, δεν βιάζουν την κατάσταση,
δένουνε τον καρπό πέρα προς το φθινόπωρο
μένουνε, στολισμένες, τ’ άνθη τους καιρό
χαίρονται το κορμί τ’ Απρίλη ολοκληρωτικά,
κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη.

Πηγή:Πλησμονή οστών, Μελάνι 2018

Γυναίκα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΤΑΚΗΣ

Αυτό που διψά προκαλεί
αναστάτωση
φέρνει
πιο κοντά τα κορμιά και τα κύτταρα
χάνουν τον έλεγχο
ιερή είναι η πείνα
που φωλιάζει στα φύλλα
ανυποψίαστοι οι βλαστοί
περιμένουν το δάγκωμα
ένα κορμί που υψώνεται αγνοεί
το φθινόπωρο
τους υλοτόμους του δήμου
που ζητούν στα κλαδάκια ανάμεσα
της ρίζας να πιάσουν τη φλέβα
αγγίζω κάποτε λυγισμένος την αλήθεια
αποδείξεις μου οι όροφοι
τα άστρωτα κρεβάτια απαρηγόρητα
το πρωί
χάσκοντας
την απουσία
και ακίνητα ίχνη
που εμμένουν στο όνειρο
ξεκινήσαμε άοπλοι οπλισμένοι
λαχτάρα
δίψα για παραμύθια
ιδανική
στο κέντρο μένει η ψυχή
παιδική
εγώ το κλάμα μου κράτησα
βαθειά
κανείς δεν το βλέπει
όταν λειώνει το πρόσωπο
εμφανίζονται χρόνια
στο μέτωπο
δεν τ ’ αγγίζει κανείς
από τις λίμνες του μυαλού μου
περιστέρια λευκά
αποκολλούνται τα όνειρα
τη φωνή σου χαρίζω
αξιώνω το πέταγμα

Πηγή: https://www.stixoi.info

Μοιραία γυναίκα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ

Εσύ, πο ’ χεις την κόλαση στα μάτια σου, τον Σατανά
στα χείλη κι απ’ την πέτρα της καρδιάς σου κάτω φίδι,
που ο κόρφος σου τους αφελείς είναι πλασμένος να πλανά
και να πληγώνει ανύποπτες καρδιές, όμοιος λεπίδι,

ω χάλκινο άγαλμα, αίνιγμα, Σίβυλλα, πέτρα ζωντανή,
μια δύναμη τυφλή που μπρος στο δρόμο σου με βγάζει,
την πληγωμένη μου καρδιά τη λιώνει φρίκης ηδονή,
κάτω απ’ το πέλμα σου, μοιραία γυναίκα, όταν σφαδάζει.

Τα ρόδα της Μυρτάλης

Πηγή: Γιώργος Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά -Εκδόσεις παρατηρητής, 1990

Γυναίκα-ΑΝΤΖΕΛΑ ΓΕΩΡΓΟΤΑ

Δεν ήμουν πιστή,
άπιστη υπήρξα
στο όνομα των δικών σας Αλλάχ και Θεών,
δεν ήμουν Πηνελόπη,
δεν ήμουν Μαρία,
δεν ήμουν Πίστη,
ούτε Μεργέμ,
δεν ήμουν Ρουθ ούτε Εσθήρ,
Σάρρα ή Σύλλα.
Δεν ήμουν λουλούδι,
ήμουν ασπάλαθος,
ίδια η Κλυταιμνήστρα.

Πηγή: https://www.stixoi.info

Γυναίκα-ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΥΜΠΕΡΗ

Τόσες νύχτες εδώ
ταξιδεύουμε σε μέρη παραδείσια
και το πρωί ξυπνάς
το φίδι κουλουριάζεται στη γλώσσα σου
με τεμαχίζει ιδανικά
δοκιμάζει τα όριά μου
ποια σημασία έχει σήμερα την τιμητική της.
λιγνή, λιγνεύω ολοένα
περιφέρομαι
τα δικά μου όλα αποποιούμαι
λιγνή-φτερό-αέρας να δεθώ
στο κατάρτι της επιθυμίας σου
κάθε μέρα επιλέγω
σε ποιον ιστό θα σταυρωθώ
για να σου ταιριάζω.

Πηγή: https://www.stixoi.info

Γυναίκα-ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ

Μια φωνή
που διασχίζει τον Μύθο
την Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.
Εκλαμβάνεται από τους ανθρώπους
ως τροφή
ως είκόνα
ως ένδυμα
ως κατεύθυνση
ως καθρέφτης
ως νόημα.
Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά το όνομά σου).

Πηγή: https://www.stixoi.info

Βλέποντας μια γυναίκα να πηγαίνει στη δουλειά της το πρωί-ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
που τώρα ετοιμάζεται αργά,
στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα,
τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
και σβήσει έξω της όλο το φως,
καλεί τις γύφτισσες να ’ρθούν στην κάμαρά της,
μάντισσες με τρελά χαρτιά που ξεγελούν το μέλλον.
(Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες,
με ποιους παράφορους ανέμους ερωτεύεται
καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα.)

Μα να το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
παίζει ματιές με τον χειμώνα απ’ το παράθυρο
(ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
γύρω στα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.

Αλλά ο καιρός είναι έξω∙
μέσα γυρίζει το ποτάμι χωρίς κύματα,
γάμους διασχίζοντας, τελετουργίες παιδιών,
ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
στης σιδερώστρας τον λαιμό.

Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.

Τούτη η γυναίκα, που απλά είναι μια γυναίκα,
κοιμάται τώρα. Στο τέλος της εικόνας της κοιμάται.
Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός,
μονάχα στον πόθο του ύπνου της
θυμάται ποια είναι.

Πηγή:https://www.translatum.gr

Υπόσχεση-ΦΑΝΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η γυναίκα αυτή ήταν ίδια ο Δούναβης
πάνω στις φλέβες της σχηματίζονταν
χιλιάδες παραπόταμοι
ποιος ξέρει τι μετέφερε μέσα της κάθε φορά
και οι άντρες που κοιμόντουσαν με την ανάμνησή της
ξυπνούσαν πνιγμένοι στο αίμα

Πηγή:Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα, Κουκούτσι, 2016

Γυναίκα-ΚΑΡΟΛΟΣ ΤΣΙΖΕΚ

Όταν ήσουν
νεαρή τσιμπούσες
σα βατόμουρο. Ακόμα και το πόδι σου
ήταν για σένα όπλο, ω αγρίμι.
Δύσκολα σ’ έπιανε κανείς. Ακόμα.
νέα, ακόμα
είσαι όμορφη. Τα σημάδια
του χρόνου και του πόνου δένουν
τις ψυχές μας, τις κάνουν μία.
Και πίσω απ’ τα κατάμαυρα μαλλιά σου,
δε φοβάμαι πια το μικρό λευκό
σουβλερό αυτάκι σου, το δαιμονικό.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Γυναίκα δροσερή μες στ’ άνθη ξαπλωμένη-ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ

Η μυστική εποχή προμαντευόταν
απ’ των βροχών την αγωνία στις νύχτες
απ’ το άλλαγμα των σύγνεφων στα ουράνια
τις λαφριές κυματένιες αυτές κούνιες
κι εγώ ήμουν πεθαμένος.

Μια πόλη κρεμαστή μες στον αέρα
ήταν η τελευταία μου εξορία
και με καλούσαν από γύρω
άλλου καιρού οι ευχάριστες γυναίκες
κι η μάνα μου, που `χε γενεί πιο νέα
το χέρι το γλυκό διαλέοντας ρόδα
μου έζωνε με τα πιο άσπρα το κεφάλι.

Έξω ήταν νύχτα
και τ’ άστρα ακολουθούσαν ορισμένους
άγνωστους δρόμους με χρυσές καμπύλες
και τα γύρω, που γίναν φευγαλέα
με σέρνανε σ’ απόκρυφες γωνίες
για να μου πουν για διάπλατα περβόλια
και για το νόημα της ζωής, μα εμένα
το τελευταίο χαμόγελο λυπούσε

Πηγή:https://www.stixoi.info

Στις γυναίκες-ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Βούρτσισε το σακάκι
Βούρτισ’ το δυο φορές!
Όταν το βούρτσισμα τελειώσεις
Μένει μια πατσαβούρα καθαρή.
Μαγείρευε όλο φροντίδα
Μη λυπηθείς κανένα κόπο!
Σαν κι η δεκάρα λείπει
Σκέτο νεράκι είναι η σούπα.
Δούλευε, δούλευε ακόμα πιο πολύ!
Κάνε οικονομία, μοίραζέ τα πιο καλά!
Λογάριαζε, λογάριαζε μ’ ακρίβεια!
Σαν κι η δεκάρα λείπει
Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις.
Ό,τι πάντα κι αν κάνεις
Ποτέ αρκετό δε θα ’ναι.
Η κατάστασή σου είναι άσκημη
Κι ακόμα πιο άσκημη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια
Αλλά η διέξοδος ποια είναι;

Σαν η δεκάρα λείπει, καμιά δουλειά δεν είναι αρκετή.
Το ζήτημα για το κρέας, που σας λείπει στην κουζίνα
Δεν πρόκειται μες στην κουζίνα να κριθεί.
Ό,τι κι αν κάνετε
Ποτέ αρκετό δε θα ’ναι.
Η κατάστασή σας είναι άσκημη
Κι ακόμα πιο άσκημη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια

Αλλά η διέξοδος ποια είναι;

Πηγή:https://atexnos.gr

Γυναίκα-ΒΑΛΕΝΤΕ ΜΑΛΑΝΓΚΑΤΑΝΑ

θα ψαρέψουμε στα πελώρια
τα ψυχρά ποταμίσια νερά
που θα δώσουν το σημάδι
της συντέλειας του κόσμου ίσως
γιατί θα φέρουν το τέλος της γυναίκας
γυναίκας που στολίζει τα χωράφια
γυναίκας που είναι το φρούτο του άντρα.

Το χελιδονόψαρο φέρνει το τέλος της αναζήτησης
γιατί η γυναίκα είν'ο χρυσός του άντρα
όποτε τραγουδά μοιάζει πάντα
σαν του τραγουδιστή την καλοκουρδισμένη κιθάρα
όταν πεθάνει,θα κόψω τα μαλλιά της
να με σώσουν από την αμαρτία.

Μαλλιά γυναίκας θαν'η κουβέρτα
στο φέρετρό μου επάνω όταν έν'άλλος Καλλιτέχνης
θα με καλέσει στον Ουρανό για να με ζωγραφίσει
γυναίκας στήθη θα'ναι το μαξιλάρι μου
γυναίκας μάτι θ'ανοίξει το δρόμο μου για τον ουρανό
γυναίκας κοιλιά θα με γεννήσει εκεί πάνω
και γυναίκας ματιά θα μ'ατενίσει
καθώς θα υψώνομαι στον ουρανό.

Μετάφραση: Αλ.Τραϊανού
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος

Γυναίκες αγαπώ-ΕΡΜΑΝ ΕΣΕ

Γυναίκες αγαπώ που πριν χιλιάδες χρόνια εζήσαν
και τις αγάπησαν ποιητές και τις ετραγουδήσαν.

Και πόλεις αγαπώ που τα ψηλά, αδειανά τους τείχη
κλαίνε γενιών που σβήσανε βασιλικών την τύχη.

Και πόλεις άλλες αγαπώ που θα χτιστούν μια μέρα
όταν κανείς μας δε θα ζει κανείς μας πια εδώ πέρα.

Γυναίκες αγαπώ – λιγνές, αβρές, μ’ εξαίσια κάλλη
όπου κοιμούνται αγέννητες στων χρόνων την αγκάλη.

Σα θα ’ρθουν η ομορφιά τους που σαν άστρο θα φαντάζει
χλωμή με των ονείρων μου την ομορφιά θα μοιάζει.

Μςτάφραση:Λέων Κουκούλας
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος 

Χαμόγελο γυναίκας-ΑΛΝΤΑ ΜΕΡΙΝΙ

Χαμόγελο γυναίκας/ χαμογέλα γυναίκα
να χαμογελάς πάντα στη ζωή
ακόμα κι αν αυτή δε σου χαμογελάει
χαμογέλα στους χαμένους έρωτες
χαμογέλα στους πόνους σου, χαμογέλα παντού.
Το δικό σου χαμόγελο θα είναι:
Φως στο δρόμο σου
φάρος για τους χαμένους ταξιδευτές.
Το χαμόγελό σου θα είναι:
Ένα μητρικό φιλί
ένα καρδιοχτύπι για τους αγαπημένους σου
μια αχτίνα του ήλιου για όλους.

Πηγή:https://ennepe-moussa.gr

Ελεγεία για μια φανταστική γυναίκα-ΣΑΒΙΕ ΑΜΠΡΙΛ

Μια γυναίκα-μπορεί κ'η σκιά της που τη φτιάχνουνε φύλλα κισσού
γιομίζει τούτη δω τη μοναξιά με άδειες λάμπες.
Μέσα στη μνήμη της καρδιάς
ένα λουλούδι έχει μαραθεί-
ένα όνομα γυναικείο.

Τα μάτια της απουσίας.
είναι γιομάτα βροχή,παγωμένα τοπία δίχως δέντρα.
Ποιος ξέρει πώς τη λένε κείνη τη γυναίκα

που ξεχνάει τις πλεξούδες της μέσ'τα ποτάμια της αυγής;
Τι δύσκολο που είναι να ξεχωρίσεις τη νύχτα
από μια γυναίκα που πνίγηκε στη λίμνη!

Το λίκνισμα ενός λουλουδιού δε μπορεί να συγκριθεί
με τη σιωπή στα κλειστά της βλέφαρα.

Μετάφραση:Β.
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος

Τραγούδι των χαμένων γυναικών-ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ ΖΙΛ

Όποια εχάθηκε απ'αγάπη,
ας μη στενάζει κι ας μην πονεί:
-μέσα στις άλλες τις αγίες
είν' κ'η Μαρία Μαγδαληνή.

Την ίδια τύχη έχομε κ'οι δυο,
βρύση με το νερό που τραγουδάει:
όποιος διψάει,σταματάει μια στιγμή,
μα όποιος δε διψά,μας προσπερνάει.

Αν ήταν κ'είχε φωνήν ό,τι
μας τρώει τα φύλλα της καρδιάς,
κόσμος πολύς...,όλος ο κόσμος
θα μας λυπότανε εμάς...

Μετάφραση:ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος

Γυναίκα-ΣΙΝΤ ΚΟΡΜΑΝ

Ποτίζει
τα φυτά κάτω
από πάνω
έτσι και η βροχή.

Η σκιά σου
στη σελίδα
το ποίημα.

Το σπουργίτι
δυσανασχετεί. Τα ψίχουλα
βρίσκονται ολοφάνερα

εκεί μα το ίδιο
─δυστυχώς─
και η σκιά μου.

Μαθαίνοντας να πεθαίνεις
κάθε στιγμή
φαίνεται πως βοηθά.

Κοιτάζω τον ουρανό
κοιτάζω τη γη και τη θάλασσα─
τι θέλω
και τι θέλεις και τι θέλουν όλοι και
τι κανείς μας δεν έχει;

Η χαραυγή μας υπενθυμίζει─
οι λόφοι έφτασαν πάνω
στην ώρα για να γιορτάσουν.

Μην κλαις

κάτω απ’ τ’ άστρα─
καταλαβαίνεις;

Βρίσκονται εκεί

μονάχα για να σε βοηθήσουν
να εκτιμήσεις
τη νύχτα.

Ποιο το νόημα
τ’ ουρανού;

Μόνο ένα
άστρο κατέχει την απάντηση.

Γιατί να τη
σκεφτώ
τώρα; Μα ύστερα

ήταν η
μαμά μου. Με
σκεφτόταν.

Στον καθρέφτη για
μια στιγμή σχεδόν όλα
φαντάζουν πιθανά.

Τόσες πολλές μαύρες μύγες
μπαίνουνε στο σπίτι και
μας κάνουν δολοφόνους.

Όπως προσπαθείς να
φανταστείς μια
πεταλούδα

προσπάθησε να
φανταστείς πως είσαι
πεταλούδα.

Η σιωπή μιλάει

τόσο πολύ ή
εσύ δεν

άκουγες;

Πηγή:https://www.stixoi.info

Δώσε μου γυναίκες, κρασί, ταμπάκο -ΤΖΟΝ ΚΙΤΣ

Δώσε μου Γυναίκες, Κρασί και Ταμπάκο
Μέχρι να σκούξω, «Φτάνει, Αρκετά!»
Κάν’ το δίχως αντιρρήσεις
Μέχρι τη μέρα της Αναστάσεως.
Γιατί, ευλογημένη η γενειάδα μου, αυτά θα είναι
Η Τριάδα μου η αγαπημένη.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Κολασμένες γυναίκες-ΣΑΡΛ  ΠΙΕΡ ΜΠΟΝΤΛΕΡ

Λάγγεμα απ' την χλωμή φεγγιά των λύχνων ξεχυνόνταν,
Και στα βαθιά προσκέφαλα τα μοσχομυρωδάτα ,
η Ιππολύτη τα τρανά τα χάδια ονειρευόταν
που την αυλαία άνοιγαν στ' αθώα της τα νιάτα.
Με τα μάτια γύρευε θολά απ της τρικυμίας τη ζάλη
Τον πάναγνο της ουρανό μακριά να ξεχωρίσει ,
Σαν κείνο τον ταξιδευτή που στρέφει το κεφάλι
Στους γαλανούς ορίζοντες που το πρωί είχε αφήσει.
Τα δάκρυα απ' τα μάτια της , που πέφταν κουρασμένα ,
Το τσάκισμα , το ξάφνιασμα , η πικρή γλύκα , ο σάλος ,
Τα νικημένα μπράτσα της - όπλα πια πεταμένα ,
Όλα βοηθούσαν , στόλιζαν το τρυφερό της κάλλος .
Κι ολόχαρη στα πόδια της μπροστά , να γαληνεύει ,
Της έριχνε κάτι ματιές όλο φωτιά η δελφίνη .
Σαν ένα αγρίμι δυνατό που λες παραμονεύει
Το θύμα του , αφού δαγκωνιές πάνω του πρώτα αφήνει .

« Ω Ιππολύτη μου , τι λες για αυτή την ιστορία ;
Καταλαβαίνεις τώρα εσύ , χρυσή μου , πως δεν κάνει
Τα πρώτα ρόδα σου τ αγνά να προσφερθούν θυσία
Σ εκείνη τη βαρεία πνοή που θα σου τα μαράνει ;
Εμένα τα φιλιά μου είναι λαφρά ως πεταλουδάκια
Που λίμνες διάφανες, πλατειές , χαϊδεύουν σαν βραδιάζει ,
Και του εραστού σου τα φιλιά θ’ ανοίξουν όμοια αυλάκια
Που κάρο , αλέτρι κοφτερό βαθιά τη γη χαράζει .

Και θα περάσουν πάνω σου σαν τα ζευγαρωμένα
βαριά βόδια κι αλόγατα με πέταλα ως μαχαίρι ....
Ω Ιππολύτη αγάπη μου , γύρισε κατά μένα
Εσύ ψύχη μου και κάρδια , μοναδικό μου ταίρι .

Γυρνά σ’ εμέ τα μάτια σου που με αστέρι μοιάζουν
Για μια γλυκεία βαλσαμική μάτια σου εγώ θα σκίσω
Τους πέπλους που ανέγνωρες απόλαυσες σκεπάζουν
Και σ ένα ατέλειωτο όνειρο θε να σ’ αποκομίσω .

Τότε η Ιππολύτη υψώνοντας το παιδικό κεφάλι
ξάφνου η κόρη ανοίγοντας τον άπειρό της πόνο
φώναξε : «νοιώθω μια άβυσσο ν' απλώνεται βαθιά μου ,
μια άβυσσο ολάνοιχτη , κι αυτή είν’ η καρδιά μου
που σαν ηφαίστειο ολόφλογη κι άπατη σαν τα χάη ,
Στη λάμια τούτη χορτασμό τίποτα δε θα φέρει !!
μουγκρίζει , κι η ερινύα που πάντα αίμα διψάει,
θα καίει της ως το κόκαλο με το δαυλό στο χέρι
Ας μας χωρίσουν οι κλειστές κουρτίνες απ' τα πλήθη
και τα ερωτολαγγέματα τ’ ανάπαμα ας μας δώσουν !!
Ω!! θέλω να εκμηδενιστώ μες τα βαθιά σου στήθη
κι απάνω εκεί τα στήθια μου τάφου δροσιά να νιώσουν.

 

 Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Η  αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).

 Έννεπε Μούσα, Ιστότοπος ποίησης και μουσικής

 




 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;