Σαν σήμερα, στις 15 Απριλίου 1896 έφυγε από τη ζωή ο λογοτέχνης Γεώργιος Βιζυηνός. Θα θυμηθούμε το ποίημά του "Η τέχνη μου" από την ποιητική συλλογή "Ατθίδες αύραι".
Η τέχνη μου-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
ΤΩ ΕΞΟΧΩΤΑΤΩ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗ ΕΝ ΛΟΝΔΙΝΩ
ΚΥΡΙΩ Π. ΒΡΑΪΛΑ ΑΡΜΕΝΗ
Ραφτάκι μ’ ήθελ’ άλλοτες η Τύχη—
Γιατί να ’ντροπιασθώ και να τ’ αρνούμαι;
’Λησμόνησα τα ράμματα, την πήχη,
μα την ιδέα της τέχνης την ’θυμούμαι.
Την ώρα, που της νύχτας η αύρα φέρει
την πρώτη δρόσο στ’ άνθη και τα κρίνα,
εγώ ’ξυπνώ και κάθομαι νυχτέρι,
σκυμμένος ’μπρος ’σε θεικήν ακτίνα.
Μες στην σιγή, που γύρω βασιλεύει,
μόνο τα όνειρ’ αγρυπνούν του κόσμου—
Ποια είν’ αυτή η ωραία, που με γνεύει
με μια ’ματιά, που ’μοιάζει της μητρός μου;
Με την στολή την εθνική ’νδυμένη,
με την αγνή κι αρχοντική της χάρη,
βασίλισσά ’ναι, λέγεις, ’ξακουσμένη,
Αγία σ’ εκκλησιάς προσκυνητάρι.
“Θεός μαζί σ’. Αρχόντισσα! Λυπήσου
έν’ άγνωστο κι’ ανήξερο τεχνίτη!
Δεν είμ’ εγώ άξιος για δουλειά ’δική σου,
άξιος να μ’ έρθεις στο φτωχό μου ’σπίτι!”
Μα ’Kείνη, με χαμόγελο με βλέπει,
και λέγει με στοργή και καλοσύνη.
“Έχω δουλειά, πολλή δουλειά. Και πρέπει,
αφού όχι απ’ άλλον, από σε να γίνει.
"Τ’ αυτί σου κλάματα, φωνές δεν νιώθει;—
Είναι παιδάκι’ απ’ τα δικά μου στήθη:
Αισθήματα, και όνειρα, και πόθοι,
κ’ εικόνες, και παράδοσες, και μύθοι.
”Ο ήλιος τρώγει τ’ ανθηρό τους σώμα,
κ’ η παγωνιά τα μέλη τους πληγώνει.
Αν μείνουν άνδυτα, σαν είν’ ακόμα,
θα τ’ αφανίσουν τα ορφανά μ’ οι χρόνοι!
”Και θα τολμήσει των εχθρών μ’ η σπείρα
να με ’νειδίσει, τέκνο μου, μια ’μέρα,
να ’πει πως είμαι μια μητέρα στείρα,
μια ανάξια των Αρχαίων θυγατέρα."
Εμπρός της πέφτω πα στα γόνατά μου:
“Εσύ ’σαι, λέγω, η άγια μου Πατρίδα!”
“Ναι, μ’ είπε. Κ’ είν’ αυτά ’δικά μου.”
Και λέγοντας, μ’ εσήκωσε και είδα:
Ένας σωρός παιδάκια την ’προφθάσαν,
αβράκωτ’, αξυπόλυτα, με κάλλη
που μόλις πλέον φαίνονται. Σαν νάσαν
ξεθωριασμέν’ απ’ αρρωστιά μεγάλη!
Για διες τα! Πως πηδούν και σκαρβελώνουν,
ποια πρώτα στ’ αργαστήρι μου να ’μβούνε!
Εντρέπονται τα δύστυχα! Κρυώνουν!
Και δίκιο τους να θέλουν να ’νδυθούνε.
“Δεν είν’ αυτό δουλειά μου, το γνωρίζω·
μα υπακούω, Πατρίδα μου, σ’ εσένα.
Ίσως τελειώσ’ αυτό, που ’γω αρχίζω,
άλλος κανείς καλύτερ’ από ’μένα.”
Από την άπειρ’ ευμορφιά, που είδα
νάχ’ ο Θεός μονάχα φορεσιά του,
δανείζομαι μιαν ακρινή λωρίδα,
κατάλληλη να φορεθεί ’δω κάτου.
Και κόφτω ένα ρούχο στο καθένα,
μια φορεσιά που πρέπει και φαντάζει—
Kατά το σχέδιο που μ’ αρέσ’ εμένα,
το σχέδιο, που στο σώμα τους ’ταιριάζει.
Απαί, ’ξυπνώ της Τέχνης τα κοπέλια—
Kαι διες εσύ, ’σε μια στιγμή τι θάμα!
Μου ράφτουν τα κομμάτια και τα φέλια,
που ούτε ραφή διακρίνεις, ούτε ράμμα!
Και μόλις τους φορώ τα ρούχ’ ακόμη,
δείχνουν την θεία αυτά καταγωγή τους:
Τους κάμνουν ευγενέστερη την γνώμη,
ωραία την χωριάτικη μορφή τους.
Και παίρνουν ανθρωπιά τα σαμμιαμύθια·
και γίνοντ’ αρεστά μέσα στην ψώρα.
Στην χώρα, που— ας πούμε την αλήθεια—
τα ρούχα κάμνουν τους ανθρώπους τώρα.
Έτσι κι’ αυτόν τον “Γαλαξία”, Γέρο.
Παιδάκι της Πατρίδας ξεχασμένο,
μου τώδωκες γυμνό, και σου το φέρω
με την στολή που βλέπεις ενδυμένο.
Του ’πάγει; Δεν του ’πάγει;— Ποιος ηξέρει
καλύτερ’ από σε ν’ αποφασίσει;
Εσύ ’σαι πρώτος μάστορης, με χέρι,
π’ ως κι άυλας ιδέες έχ’ ενδύσει.
Σ’ αρέσκ’ εσέ; Κ’ εμέ μ’ αρέσκ’ εξίσου.
Και δεν ρωτώ της μάνας του την γνώμη.
Κι’ αν θυμωθεί – Ε, ben’! Ας παρ’ οπίσου
την πλερωμή, που μας χρωστάει ακόμη!
Πηγή: "Ατθίδες αύραι",1884