Θα δούμε ένα διήγημα που εκτυλίσσεται σ'ένα καφενείο πριν από εκατό χρόνια. Πηγαδάκια,πολιτικές αντιπαραθέσεις και το άρωμα μιας άλλης εποχής στο διήγημα του Κωνσταντίνου Λίχνου "Στον καφενέ"!
Στον καφενέ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ
Το χινόπωρο είχε μπει για τα καλά πια και οι μέρες είχαν μικρέψει, ενώ τελευταία φυσούσε ένας νοτισμένος αγέρας που προμηνούσε βροχές. Κυριακή θα ξημέρωνε, 23 του Σεπτέμβρη, μ’ ακόμη ο ήλιος δεν είχε προκάμει να φέξει και στον ουράνιο θόλο αχνοφωτοβολούσαν μερικά αργοπορημένα αστέρια, ωσάν τρεμάμενα απομεινάρια της νυκτός. Σήμερα θα ’βρεχε σίγουρα, από ψες είχε πάρει να βαμβακώνει ο ουρανός και να χαμηλώνει. Κι ο καιρός ήδη κρυερός, προετοίμαζε έναν χειμώνα βαρύ, με βροχοπτώσεις ραγδαίες και ψύχη δριμύτατα, θαρρείς και εχθρευόταν το πεινασμένο κι άντυτο ανθρωπομάνι, που πάσχιζε να βρει κεραμίδι να απλώσει πάνω απ’ το κεφάλι του και κουβέρτα να σκεπαστεί.
Μου ’φερνε στο νου αυτός ο καιρός, τον προπερασμένο Σεπτέμβρη, την αποφράδα περίοδο της έλευσης των προσφύγων ύστερα απ’ την εθνική συμφορά. Και τότε νυχθημερόν έβρεχε, λες κ’ ήθελε ο θεός να μας ξεκάνει ολότελα και ν’ αποτελειώσει ό,τι είχε με κόπο αρχινήσει ο άνθρωπος. Απ’ τις 22 του μηνός είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι πρόσφυγες στον Πειραιά, και να στοιβάζονται στις αποθήκες του λιμανιού σαν τα κρέατα. Βρώμα, αρρώστια και οδυρμό γιόμισε ο τόπος ολάκερος. Και θάνατο, αμέτρητο θάνατο. Τα κάρα της δημαρχίας κουβαλούσανε τα κουφάρια με το σωρό. Σκελετωμένα, αφρόντιστα κι αδιάβαστα τα εφόρτωναν, και τα πήγαιναν ένας θεός ξέρει που, για να τα θάβουν εκείθε, όπου ύστερα δεν θα τα εύρει κανείς.
Μέσα σε λίγες ημέρες, άλλαξε ο τόπος μας εντελώς και γίνηκε αγνώριστος. Στις πλατείες στήνονταν συσσίτια και λαϊκοί έρανοι, ενώ σε κάθε γωνιά ξεφύτρωνε κι απ’ ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας. Οι δουλειές ήταν λιγοστές όμως, τα μεροκάματα ισχνά και οι τιμές των αγαθών ολοένα και αύξαιναν. Οι λαϊκοί ξεσηκωμοί και οι εργατικές απεργίες είχαν καταντήσει φαινόμενο καθημερινό, μα λύση δεν δίνονταν. Ο κόσμος πεινούσε, και πιότερο απ’ όλους πεινούσαν οι νεοφερμένοι μας γείτονες. Να εμφανιστεί τέτοια ανάγκη σε τρόφιμα, φάρμακα και κλινοσκεπάσματα δυο μέτρα έξω απ’ το σπίτι μας, δεν το περίμενε ποτέ του κανείς μας πως θα συμβεί. Και τι μπορούσαμε να προσφέρουμε όμως, στον έχοντα ανάγκη και τον δοκιμαζόμενο, αφού δεν μας περίσσευε τίποτα για να το δώσουμε απλόχερα; Ήταν, εκείνες τις ώρες, να σταυροκοπιέται κανένας και με τα δυο του τα χέρια.
Κάθε μέρα κατέφθαναν πλοία και ξεφόρτωναν κόσμο με τις χιλιάδες. Η Νίκαια, το Κερατσίνι, που μέχρι τότες ήταν έρημος χώρος, και η Δραπετσώνα που ήταν μια απέραντη βιομηχανική ζώνη, γιομίσανε παραπήγματα και πρόχειρους καταυλισμούς. Και σήμερα, δυο χρόνια αργότερα, μοιάζουν ακυβέρνητες κι απολησμονημένες, πολυπληθείς πολιτείες. Εκεί κοντά, σε μια γειτονιά της παλιάς Κοκκινιάς, πίσω από μια οικοδομή που χτιζόταν για μήνες, ζούσε κι ο Γιώργης. Ένας νέος που ’χε έρθει απ’ τη Λάρισα, για να σπουδάσει και να γυρέψει την τύχη του. Την άλλη εβδομάδα θα ’δινε εξετάσεις στη Νομική, μα οι οικοδόμοι που δουλεύαν ολημερίς τον εξυπνούσαν κάθε μέρα χαράματα, και περίμενε πως και πως τις Κυριακές για να μπορέσει να κοιμηθεί ανενόχλητος.
Όταν πια έφεξε, το νεογέννητο φως εισόρμησε στην κάμαρη του Γιώργη απ’ τις χαραμάδες των παραθύρων, μα ’κείνος άλλαξε πλευρό αποφασισμένος να συνεχίσει τον ύπνο του· μέχρι που γίνηκε σαματάς έξω απ’ το σπίτι του και τον εξύπνησε. Μέσα στη σιγαλιά της αυγής, είχε ακουστεί ένα βιαστικό ποδοβολητό και νεανικά ξεφωνητά, που σηκώσαν στο πόδι την γειτόνισσά του, την κυρά Πολυτίμη, η οποία έμπηξε ευθύς τις φωνές και αναστάτωσε τον τόπο ολάκερο.
- Δεν ντρέπεστε να φωνασκείτε ακόμη δεν χάραξε. Παλιόπαιδα! Είπε η κυρά Πολυτίμη με φωνή υπόβραχνη και υστερική, απευθυνόμενη στο πουθενά, και ύστερα άρχισε να κοπανά τις πόρτες της με θυμό.
Ο τοίχος που χώριζε το διαμέρισμα της κυράς Πολυτίμης μ’ εκείνο του Γιώργη, ήταν καμωμένος από τσιγαρόχαρτο κι ο Γιώργης πετάχτηκε ορθός· αναταραγμένος απ’ το σαματά. Αφού ξέπλυνε τα μούτρα του με κρύο νερό, κι έριξε μια αδέξια κλωτσιά σ’ ένα σκαμνί επειδή του χαλάσαν τον ύπνο, άρχισε απευθείας να ντύνεται. Φόρεσε βιαστικά το παντελόνι και το πουκάμισό του, έριξε μια ξεφτισμένη ζακέτα απάνω του, άδραξε το μαλακό του γκρίζο καπέλο και βγήκε στο δρόμο.
Γύρω του, παντού ερημιά. Ακινησία απόλυτη και απόκοσμη σιωπή. Δεν ακουγόταν ψυχολαλιά, λες και οι πάντες ακόμη εκοιμούνταν μακάριοι. Οι πάντες, εκτός απ’ εκείνον. Ο Γιώργης φάνηκε για λίγο διστακτικός, λες και σκεφτόταν να επιστρέψει στο δώμα του και να το ρίξει πάλες στον ύπνο. Μα ήταν συνάμα και δύσθυμος, τόσο που θα του ’παιρνε ώρα να ξαναβρεί ηρεμία. Συνέχισε να βαδίζει λοιπόν, και πέρασε εμπρός απ’ την αναθεματισμένη οικοδομή που του χαλούσε τον ύπνο εδώ κι ένα μήνα. Οι σκαλωσιές, τα μαδέρια και τα σακιά του τσιμέντου, ήταν αφημένα στην άκρη του δρόμου και επροσμέναν το εργοτάξιο, που από Δευτέρα θα εξακολουθούσε το έργο του.
Ο Γιώργης έριξε στο ετοιμόρροπο και ξεφλουδισμένο κτίριο μια ματιά μισερή και κλώτσησε μια πέτρα στο δρόμο για να ξεθυμάνει τα νεύρα του. Έπειτα, γόργεψε το βήμα του δείχνοντας να νιώθει ντροπή για το θυμό του -παρόλο που δεν ήταν ολωσδιόλου αδικαιολόγητος-, φόρεσε το καπέλο του για να λευτερώσει τα χέρια του, κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του μήπως βρει κάνα ξεχασμένο τσιγάρο ή κάνα λεφτό για να πληρώσει καφέ. Επάνω του όμως, δεν είχε ούτε μισό πεντάδραχμο. Στην κυριολεξία μισό, γιατί απ’ τον Φεβρουάριο του 22, τα χαρτονομίσματα είχαν διχοτομηθεί ώστε να μειωθεί ο τιμάριθμος. Μ’ ένα σκίσιμο, οι Έλληνες δάνεισαν το κράτος και έχασαν τα μισά τους λεφτά, ελπίζοντας πως θα τα πάρουν πίσω τοκισμένα, μετά εικοσαετίας. Το εκατοντάδραχμο ξέπεσε σε πενηντάδραχμο, το εικοσιπεντάδραχμο σε χαρτονόμισμα αξίας δωδεκάμισι δραχμών, το δεκάδραχμο ξέπεσε σε πεντάδραχμο, και το πεντάδραχμο γίνηκε αέρας που δεν έφτανε για τίποτα.
Απένταρος, ατσίγαρος, με τα βλέφαρά του βαριά και το στομάχι αδειανό, βάδιζε στα σοκάκια της Κοκκινιάς ο Γιώργης, και καθώς πήρε να ψιχαλίζει ακολούθησε βιαστικά το δρόμο που έστριβε για να βγει στην πλατεία. Εμπρός απ’ ένα κλειστό ζαχαροπλαστείο, απάντησε μερικά ξυπόλητα σχολιαρόπαιδα με σαρακοφαγωμένα παντελονάκια, που σεργιάνιζαν γελώντας και μιλώντας δυνατά αναμεταξύ τους. Τα κοίταξε για λίγο επίμονα, διερωτώμενος αν ήταν αυτά η αιτία που ’χε ξυπνήσει αχάραγα, αλλά ύστερα αδιαφόρησε και στέριωσε το βλέμμα του στις άκαπνες καμινάδες των εργοστασίων και τις φθαρμένες σκεπές των φτωχόσπιτων ολόγυρά του.
Καθώς οι στάλες της βροχής ολοένα εμεγάλωναν, φάνηκε πως ερχόταν μια κακοκαιρία που δεν έμοιαζε διαβατάρικη. Δεν θα πράαιναν σύντομα η βροχή κι ο αγέρας, και ο Γιώργης έπρεπε ή να επιστρέψει στο σπίτι του ή να βρει αλλού καταφύγι. Στη μια στιγμή που κοντοστάθηκε για να σκεφτεί, ο καιρός αγρίεψε απότομα. Ο άνεμος πλέον σερνόταν στους τσίγκους και στέναζε, ενώ το νερό χτυπιόταν στα τζάμια και τις πλάκες των σπιτιών, κάνοντας έναν πάταγο που σ’ αλάφιαζε. Άρχισε να τρέχει ο Γιώργης λοιπόν, και να κατευθύνεται -αν κι άφραγκος- κατά την εκκλησία της Αγιάς Σωτήρας και τον καφενέ του κυρ-Ανέστη που ήταν λιγάκι πιο κάτω.
Όταν έφτασε στον καφενέ και τον βρήκε ανοιχτό, χίμηξε μέσα μουσκεμένος, έβγαλε το καπέλο του, τίναξε τα μανίκια του απ’ τα νερά και σήκωσε το βλέμμα για να επιθεωρήσει το χώρο. Ο κυρ-Ανέστης, που ήταν ορθός μπροστά στην κουζίνα του, τον κοίταξε παραξενευμένος απ’ την κορφή μέχρι τον πάτο και ύστερα του γύρισε την πλάτη μουρμουρώντας. Ο Επαμεινώνδας και ο Θωμάς, δυο βασικοί θαμώνες του καφενέ, κάθονταν μαζί σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι και κοιτούσαν τον Γιώργη επίμονα, ενώ εκείνος στεκόταν ακόμη στην είσοδο στάζοντας.
- Καλημέρα, ψέλλισε ο Γιώργης δήθεν αδιάφορα, και ύστερα ξεκίνησε να προχωρά άθαρρα ανάμεσα στ’ άδεια τραπέζια για να καθίσει στο βάθος.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη! ,είπε ο Θωμάς με ύφος τάχατες αγανακτισμένο και ύστερα, πιο αργά, πιο σοβαρότροπα, πρόσθεσε: τέτοιο δρολάπι είχε χρόνια να ρίξει.
- Άσε να βρέξει, να ξεπλυθεί ο τόπος. Είπε ο κυρ-Ανέστης κινούμενος προς τον Γιώργη, για να του πάρει παραγγελία. Μα ο Γιώργης κατέβασε τα μούτρα του και καμώθηκε πως δεν τον είδε, κι ο κυρ-Ανέστης έκανε μεταβολή μουρμουρώντας και επέστρεψε στην κουζίνα του.
***
Ο καφενές του κυρ-Ανέστη, ήταν ένα λαϊκό μαγαζάκι με σιδερένια στρογγυλά τραπεζάκια και ξύλινες ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, που προορίζονταν να υποδεχτούν τους πισινούς των ανθρώπων της εργατιάς του λιμανιού. Αχθοφόρους, ναυτικούς, ανθρώπους της πιάτσας που συναθροίζονταν για να καλαμπουρίσουν και να περάσουν την ώρα τους ευχάριστα, εργάτες των κυλινδρόμυλων, σπουδαστές των ναυτικών σχολών, μηχανικούς, βαρκάρηδες και γεμιτζήδες, φύλακες του λιμανιού και φορτοεκφορτωτές απ’ όλα της Ελλάδος τα μέρη, Κρητικούς, Σαντορινιούς, Υδραίους και άλλους πολλούς, τους καλοδεχόταν ο κυρ-Ανέστης στο καφενείο του και τους σερβίριζε περιβαλλόμενους απ’ τους χρωμολιθογραφικούς πίνακες επιφανών μορφών της ελληνικής ιστορίας, ενώ εκείνοι έκλειναν συμφωνίες για μπάρκα, για ναύλα και για κάθε λογής εργασία.
Ο κυρ-Ανέστης, φιγούρα αγαπητή σε όλους, ήταν γνωστός για τους αμόλευτους καφέδες που έβραζε και το συνεχές του μουρμουρητό. Χήρος κι άτεκνος, με πράο ύφος και μέτωπο πλατύ και καθάριο, ψηλός με μακριά χέρια και φαρδύ στέρνο, φορούσε πάντοτε την ίδια ντυμασιά, και λόγω της λευκής του ποδιάς, θύμιζε στη θωριά πιότερο χασάπη παρά καφετζή. Κάθε μέρα ξημεροβραδιάζοταν στον καφενέ του και πλειστάκις εκοιμούνταν σ’ αυτόν, για να γλιτώνει απ’ την γκρίνια της κακογερασμένης της μάνας του, της κυρά Χαρίκλειας, που τον επερίμενε στο σπίτι δύστροπη, κακόκεφη και παραμελημένη.
Στο κέντρο του καφενέ, είχε τοποθετήσει ένα τετράγωνο τραπεζάκι που ’ταν λιγάκι ψηλότερο απ’ τ’ άλλα και το χρησιμοποιούσε ως πάγκο εργασίας, όπου ακουμπούσε τα σταχτοδοχεία, το δίσκο και τα σφουγγαρόπανά του. Στους τοίχους, που ήταν πάντοτες φρεσκοβαμμένοι ανοιχτό γαλάζο, είχε κρεμασμένες λιθογραφίες πρωθυπουργών, βασιλιάδων και ηρώων του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας. Οι οποίοι κοσμούσαν τον καφενέ ως σύμβολα περασμένης δόξης, κοιτώντας με ύφος απρόσιτο κι αυστηρό, που τους έκαμε να μοιάζουν επιφανή φαντάσματα των ενδόξως κεκοιμημένων υπέρ βωμών και εστιών.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, είχε προβιβάσει τους βασιλείς στα ανώτερα επίπεδα του τοίχου του, για να εκφράσει έτσι την αντίθεσή του απέναντι στους αντιβασιλόφρονες, καθώς οι αρχηγοί της επαναστάσεως του 22, ο Πλαστήρας κι ο Στυλιανός Γονατάς, είχαν αναγκάσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση και είχαν επιβάλει δημοκρατία με τη βία. Ειδικά απ’ τη στιγμή, που’γινε εφέτος το δημοψήφισμα του Απρίλη και καταργήθηκε με τη λαϊκή ψήφο η Μοναρχία οριστικά, ο κυρ-Ανέστης είχε κρεμάσει τον τέως βασιλιά, τον Γεώργιο τον Β΄, ψηλότερα απ’ όλους· ακριβώς επάνω απ’ το τραπέζι που εκαθόταν συνήθως ο Επαμεινώνδας, διαβάζοντας την αντιβασιλική του εφημερίδα.
Ο Επαμεινώνδας είχε χρόνια πολλά που σύχναζε στον καφενέ του κυρ-Ανέστη, κι ερχόταν πάντα φροντισμένος και στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Αλλιώτικος άνθρωπος αυτός, ευγενικός, προσηνής και μετρημένος· τόσο στις ανατάσεις, όσο και στις καταπτώσεις του. Αδύνατος σαν πετονιά και ψηλός, κρατούσε πάντοτε μια λεπτή μαγκουρίτσα στο δεξί του το χέρι, που έμοιαζε πως θα έσπαγε αν ποτέ στήριζε στ’ αλήθεια το βάρος του πάνω της. Σήμερα, φορούσε ένα καφετί βαμβακερό παντελόνι κι ένα γκρίζο πουκάμισο με μαύρα μανικετόκουμπα, και διάβαζε ευλαβικά την εφημερίδα του, την Δημοκρατία, το επίσημο όργανο του κόμματος της Δημοκρατικής Ενώσεως. Το γεγονός πως εκαθόταν παρέα μ’ έναν αγροίκο σαν τον Θωμά όμως, προξένησε μεγάλη απορία στο Γιώργη, όταν μπήκε στον καφενέ και τους είδε μαζί.
Ο Θωμάς ο θεριακλής, όπως τον φωνάζαν, ήταν βραχύσωμος, πλατυκέφαλος με φαρδιούς ώμους, κατάμαυρα μάτια μονίμως υγρά και μαύρα αραιωμένα μαλλιά. Φορούσε συνήθως ένα κακομπαλωμένο μαυρί παντελόνι κι ένα καταλερωμένο άσπρο υποκάμισο. Στα χέρια και στα μούτρα ήταν συνέχεια γεμάτος ασβέστες και τα παπούτσια του ήταν μονίμως πνιγμένα στις λάσπες. Τις Κυριακές όμως, που ντυνόταν τα καλά του, επήγαινε στον καφενέ πλυμένος και σιδερωμένος, κρατώντας στο χέρι ένα μαύρο καπέλο που δεν το φορούσε ποτές, αλλά το κουβαλούσε αδέξια και το παρατούσε από δω κι από ’κει, λες και κάποιος τον είχε αναγκάσει να το πάρει μαζί του.
- Κέρνα έναν καφέ τον νεαρό μας φίλο Ανέστη μου, είπε ο Επαμεινώνδας κοιτάζοντας τον Γιώργη που καθόταν μόνος κι αμίλητος, και ύστερα εξακολούθησε: αλλά θα ’ρθει να τον πιούμε παρέα. Δεν μπορώ να τονε βλέπω μονήρη κι απόμακρο.
Ο Γιώργης άλλο που δεν ήθελε απ’ ένα ζεστό καφεδάκι, κι οπότε σηκώθηκε και κάθισε σιμά στους άλλους, για να γίνει της παρέας κομμάτι, με συστολή λιγότερη κι απ’ όση θα έδειχνε ένας επαίτης. Ο Θωμάς, που πήρε θάρρητα αμέσως, άρχισε να τον πειράζει γιατί του φάνηκε αδυνατισμένος, με μάτια κομμένα κι ωχρός, λες κ’ είχε προδιάθεση για φθίση. Σταδιακά όμως, πήραν ν’ αριεύουν τ’ αστεία, μόλις εφάνηκε πως ο Γιώργης ελαφρώς ενοχλούταν. Ο Θωμάς ως τα τώρα, δεν είχε βάλει ποτέ με το νου του να τον επειράξει, γιατί τον έβλεπε ως σεμνό και μυαλωμένο παιδί, να ’ρχεται στον καφενέ παραμάσχαλα μ’ ένα βιβλίο και να πίνει τον καφέ του μονάχος του. Σα και τον πήρε στον συγκαθισμό του, όμως, οι ισορροπίες αλλάξαν.
Όταν ο κυρ-Ανέστης βγήκε απ’ την κουζίνα, φέρνοντας τον καφέ του Γιώργη, μια δυνατή πνοή τ’ ανέμου κοπάνησε την μισάνοιχτη πόρτα, ράντισε με νερόβροχο την είσοδο του καφενέ και πέταξε απ’ τον τοίχο την προσωπογραφία του Γεώργιου Β΄. «Πάει! Εκθρονίστηκε ο Γεώργιος.», αναφώνησε ο Θωμάς χασκογελώντας, παρόλο που δεν ήταν ούτε αντιβασιλικός, ούτε δημοκράτης. Ήτανε άνθρωπος όμως, που δεν είχε καμιά αναστολή εκ των ένδον σα και έβρισκε αφορμή να χωρατέψει. Μολονότι τα έβγαζε δύσκολα βόλτα, ήτανε χαρακτήρας εύθυμος, καρτερικός, που θεωρούσε φυσιολογικό τον καθημερινό μόχθο και τη βιοπάλη. Ένας άνθρωπος που υπέμενε τη ζωή όπως την έβρισκε, σαν να λέμε, και δεν ήθελε ολωσδιόλου ν’ ακούει για αλλαγές. Και εφόσον δεν θ’ απέδραμε ποτέ απ’ την πεπατημένη, έδειχνε μεγάλη αντιπάθεια για τις σοσιαλιστικές θεωρίες και δεν ήθελε μήδε να πλησιάζει τα μέλη του ΣΕΚΕ, των οποίων ο ζήλος και η περιπάθεια έφτανε το έπακρο τις μέρες εκείνες.
- Θα τον αποκαταστήσω ευθύς αμέσως, αποκρίθηκε ο Ανέστης. Κι αφού πήρε το πεσμένο κάδρο, επάτησε επίφοβα σε μια καρέκλα για να το ξανακρεμάσει στη θέση του.
- Δεν κλείνεις καλύτερα την ρημάδα την πόρτα. Μη χάσεις πελατεία φοβάσαι; Δεν πρόκειται να ’ρθει κανείς με τέτοιο χαλασμό, είπε ο Θωμάς. Αφού εκοίταξε γύρω του όμως, και είδε πως δεν τον υποστήριξε άλλος κανένας, έγειρε το κεφάλι του χάμω και σιώπησε.
- Η πόρτα δεν κλείνει. Το μαγαζί θα μείνει ανοιχτό, αντείπε ο Ανέστης και κατέβηκε απ’ την καρέκλα, αφού είχε επανατοποθετήσει τον τέως βασιλιά στην περίοπτη θέση του.
- Άσε τότε να μας τρώει τ’ αγιάζι, ψιθύρισε ο Θωμάς, ρίχνοντας περιγελαστικές ματιές στον Ανέστη και ύστερα εξακολούθησε… Τον αναθεματισμένο έπρεπε να τον αφήσεις καταγής. Αφού τον αποκαθήλωσαν τα ίδια τα στοιχεία της φύσης.
- Ακριβώς, αγαπητέ μου Θωμά, είπε ο Επαμεινώνδας δίχως να σηκώσει το βλέμμα απ’ την εφημερίδα του, και ύστερα πρόσθεσε: Γιατί κι ο άνθρωπος, στοιχείο της φύσεως γίνεται, άμα του κάμουν τον βίο αβίωτο και δεν μπορεί να καλύψει της ζωής τις ανάγκες.
- Ο Γεώργιος θα μείνει στη θέση του! ,είπε ο Ανέστης βαριεστημένα, δείχνοντας ανόρεχτος πραγματικά ν’ ασχοληθεί με τα χωρατά του Θωμά.
- Γιατί να μείνει; Δημοκρατία έχουμε πλέον. Δεν το ’μαθες;
- Δεν το ’μαθα και μηδέ θέλω να το μάθω, αποκρίθηκε απότομα ο Ανέστης και ύστερα μουρμούρισε: ας όψονται οι πρόσφυγγες.
- Πάλι με τους ταλαίπωρους τα βάζεις Ανέστη μου; Τι κακό είναι τούτο μ’ εσένα; Αξιολύπητοι και στερημένοι από κάθε πόρο ζωής ήρθαν, είπε ο Επαμεινώνδας με ύφος περίλυπο, αφού δίπλωσε την εφημερίδα του και την απίθωσε στο τραπέζι.
- Αφού τους δώκαν ψηφοδέλτια μόνο υπέρ της δημοκρατίας και τους στείλαν να ψηφίσουν θέλοντας και μη, ανταπάντησε ο Ανέστης με στόμφο.
- Δεν φταίνε αυτοί που ξεριζώθηκαν απ’ τον τόπο τους όμως. Εμείς φταίμε, που γιόμισαν τα μυαλά μας μεγάλες ιδέες και θέλαμε εκστρατείες. Το μόνο καλό που βγήκε απ’ την συμφορά, ήταν η επανάστασις και η επικράτηση της δημοκρατίας, είπε ο Θωμάς κοιτώντας πονηρά τον Ανέστη.
- Τα είδα τα δημοκρατικά φρονήματα και των αντιβασιλικών. Τα είδα όπως κι εσύ, πέρσι το καλοκαίρι. Όταν ο Γονατάς διέταξε να πυροβολήσουν αδιακρίτως στο πλήθος που ’χε μαζωχτεί στο Πασαλιμάνι για την πανεργατική συγκέντρωση, αποκρίθηκε ο Ανέστης υψώνοντας ελαφρώς της φωνής του τον τόνο.
- Δεν θέλω να σας κακοκαρδίσω αγαπητοί μου, αλλά δημοκρατία πραγματική, ούτε είχαμε, ούτε έχουμε, ούτε πρόκειται σύντομα να δούμε, είπε ο Επαμεινώνδας με ύφος στοχαστικό και μειλίχιο. Κατορθώνοντας, υπό την καλύπτρα της ευγένειας, να μην διαφανεί η ιδεολογική υφή των λεγομένων του.
- Έτσι είναι! Άρα, τι καλό βγήκε απ’ τη συμφορά; Τίποτα! Ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός απ’ την μικρά Ασία και φορτώθηκε απάνω μας για να πεινάσουμε παρέα, είπε ο Ανέστης κοιτάζοντας τον Επαμεινώνδα ενώ στην ουσία απαντούσε στον Θωμά.
- Από αλώσεως μέχρι και των καθ’ ημάς χρόνων, μια ευκαιρία περίμεναν οι Αγαρηνοί για να ξεριζώσουν τον ελληνισμό απ’ την Ανατολία. Είπε ο Επαμεινώνδας απολογητικά, που κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν συμπαθητικός προς τους πρόσφυγες, κατακριτής της μεγάλης ιδέας, αλλά συνάμα απέφευγε και να κακολογήσει, όσους είχαν ταχθεί υπέρ της εκστρατείας στην καθ’ ημάς ανατολή. Ίσως επειδή ο γιος του, που ’χε λάβει μέρος στην εκστρατεία, νοσηλευόταν τραυματίας στο Δ΄ στρατιωτικό νοσοκομείο -το οποίο είχε επιταχθεί με στρατιωτικό νόμο και μετονομαστεί σε Νοσοκομείο Προσφύγων Αθηνών- στην πτέρυγα του σανατορίου μαζί με φυματικούς και φρενοβλαβείς, και το μόνο που ρωτούσε όταν άνοιγε το στόμα του, ήταν αν κρατάει ακόμη το μέτωπο.
- Κι έπρεπε να τους δώσουμε εμείς την ευκαιρία απλόχερα, έσπευσε να διακόψει ο Θωμάς.
- Δυστυχώς, επέσαμε θύματα μιας δυσχείριστης και περιπλόκου καταστάσεως, ψιθύρισε ο Επαμεινώνδας ανόρεχτα.
- Θύματα της μωρίας μας πέσαμε, τον διέκοψε ξανά ο Θωμάς και εξακολούθησε, γιατί νομίζαμε πως μπορούμε να στηριχτούμε σε πλάτες ξένες.
- Ο ελληνισμός έχει υποστεί των παθών του τον τάραχο απ’ τους συμμάχους του, αγαπητέ μου Θωμά. Η εποχή είναι τοιαύτη δυστυχώς, που εκλείπουν η φρόνησις και η πολιτική διορατικότητα, απάντησε ο Επαμεινώνδας και ξανάπιασε την εφημερίδα του για να συνεχίσει το διάβασμα και να απεμπλακεί απ‘ την αντιπαράθεση.
- Πάντως, σε παίρνουν πιότερο τοις μετρητοίς οι ξένες δυνάμεις, άμα είσαι βασίλειο,είπε ο Θωμάς με ύφος δήθεν αδιάφορο.
- Σταμάτα! Ανοίγεις το στόμα σου και δεν ξέρεις τι λες. Πριν μου παρίστανες τον δημοκράτη και με ζάλιζες να ξεκρεμάσω τον Γεώργιο, και τώρα υπερασπίζεσαι τη βασιλεία, είπε ο Ανέστης οργισμένα, ξεκινώντας ν’ αλίσκεται από μανία.
- Γιατί ωρύεσαι λες και σε σφάζουν; Εγώ δημοκράτης είμαι, μα θέλω την Ελλάδα βασίλειο. Πού είν’ το κακό; αποκρίθηκε ο Θωμάς μ’ απορία.
- Το κακό είναι, πως δεν είναι να σε παίρνουν στα σοβαρά. Λες και ξελές, μες στο λεπτό, αντείπε ο Ανέστης με ταραχή που μεγάλωνε κι άρπαξε, χωρίς να το αντιληφθεί, την μαγκούρα του Επαμεινώνδα κι άρχισε να την κουνάει απειλητικά.
- Δεν ξελέω καθόλου. Εγώ θέλω την Ελλάδα βασίλειο, να υπάρχει το στέμμα σαν έμβλημα και η βασιλική οικογένεια, αλλά να μην ανακατώνεται στην διακυβέρνηση της χώρας. Να ’χουμε, ας πούμε, αβασίλευτη βασιλεία.
- Άκου αβασίλευτη βασιλεία, επανέλαβε εκστατικός ο Ανέστης και ύστερα πρόσθεσε: Πρόσεχε! Μ’ αυτά που λες θα με παλαβώσεις, θα τσακωθούμε και θα μας οργιστεί ο θεός κυριακάτικα.
- Άσε με να σου ξηγήσω, και θα καταλάβεις τι λέω.
- Μέχρι να ’ρθει η βασιλεία των ουρανών να μου ξηγάς, άκρη δε θα βγάλω μ’ αυτά που μου λέγεις, είπε ο Ανέστης ταραγμένος, που ’παιρνε τα πράγματα πάντοτε αψά.
- Να! Είδες που ’ρθες στα λόγια μου.
- Ποια λόγια σου; ρώτησε ο Ανέστης κατάπληκτος.
- Και στον ουρανό βασιλεία έχουνε αστοιχείωτε. Παρόλο που όλοι θαρρούν τον θεό δημοκράτη,ανταπάντησε ο Θωμάς, με αψηφισιά που ξεπερνούσε τα όρια της ανευλάβειας, κι έφτανε την ανοησία.
Μόλις άκουσε ο Ανέστης την τελευταία φράση του Θωμά, σηκώθηκε όρθιος έτοιμος να χιμήξει επάνω του, ενώ ο Επαμεινώνδας κι ο Γιώργης μείναν ασάλευτοι κι άλαλοι, μη ξέροντας τι να πουν ή να κάμουν. Βλέποντας τον Ανέστη εκτός εαυτού ο Θωμάς, σηκώθηκε κι εκείνος ορθός και φώναξε: τι κραδαίνεις τη μαγκούρα; Για να φοβηθώ;
Η συμπλοκή φαινόταν τότε βεβαία, αλλά ευτυχώς παρενέβη ο Επαμεινώνδας την ώρα εκείνη, και αφού τους μίλησε με φιλοφροσύνη κατάφερε να τους ηρεμήσει. Οι αψιμαχίες δεν κόπασαν εντελώς βέβαια, καθώς η συζήτηση συνεχίστηκε για ώρα πολλή, μα τουλάχιστον δεν γινόντουσαν χειρονομίες και μεγάλες προσβολές ώστε να έχουμε έκτροπα.
Ο Γιώργης, που είχε σηκωθεί μέσα στο σαματά και είχε πάει να καθίσει μονάχος, έπινε τον καφέ του δίχως να βγάζει μιλιά και κοιτούσε έξω στο δρόμο, προσμένοντας να καταλαγιάσει η μπόρα. Πήγε κάνα δυο φορές ν’ ανοίξει το στόμα του, νιώθοντας πιο ασφαλής λόγω απόστασης, μα το μετάνιωσε ευθύς. Οι γνώμες ήταν τόσο διαφορετικές και ανάκατες, που δεν μπορούσε να συνταχθεί με κανέναν, και το μόνο που έκανε ήταν να τους κοιτάζει σαν χάνος.
Κάποια στιγμή, επάνω στην άψα της συζήτησης, ο Ανέστης σηκώθηκε απότομα ορθός και σκούντησε με τους γοφούς την καρέκλα του. Η καρέκλα έπεσε με δύναμη στο πίσω τραπέζι, που εκαθόταν πλέον ο Γιώργης, κι απ’ το ταρακούνημα που προκάλεσε αναποδογυρίστηκε το φλιτζάνι με τον καφέ. Ο Γιώργης σηκώθηκε όρθιος, λες και μόλις είχε απελευθερωθεί από κάτι που τον ανάγκαζε να υπομένει μια κατάσταση αφόρητη, άρπαξε διαμιάς το καπέλο του και κινήθηκε αποφασιστικά προς την έξοδο. Προτού φύγει, κοίταξε τον Επαμεινώνδα κατάματα και αλλάζοντας κάπως ύφος και τόνο, αναφώνησε: ακριβά τον επλήρωσα το ρημάδι τον καφέ σήμερα, κι ύστερα διάβηκε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο.
Απ’ έξω η βροχή συνέχιζε να πέφτει με το δριμόνι, κι ο άνεμος να λυσσομανάει θαρρείς από φθόνο κ’ επιβουλή. Μπροστά απ’ τον καφενέ, ήχησαν τα ανυπόκριτα χαχανητά του Θωμά και ύστερα ένας απότομος γδούπος. Η αυτού μεγαλειότης, ο τέως βασιλιάς Γεώργιος Β΄, είχε αποκαθηλωθεί και πάλι απ’ τον άνεμο, μα αμφιβάλλω εντόνως αν ο Ανέστης, εν τη παρουσία του Θωμά, θα ’βρισκε το κουράγιο να τον αποκαταστήσει ξανά.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλοκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κέφαλος, εξωτερικός συνεργάτης του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Κέφαλος, Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημά του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Το 2020, κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιό του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιό του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Τα βραβευμένα έργα του Διαγωνισμού Λογοτεχνίας
Το διήγημά του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε από την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημά του WWW.Dialogos.gr.
Το 2018, απέσπασε για το διήγημά του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό πρωτότυπου Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.