Σήμερα θα δούμε ένα παραμύθι για το θέμα της απώλειας, όπως την βιώνουν τα παιδιά. Στη θέση του παιδιού είναι ο Φένιος, ένα γλυκό ψαράκι που χάνει τον μπαμπά του. "Ο Φένιος το ψαράκι" ,θα μας μιλήσει μέσα από την πένα της λογοτέχνιδας παραμυθιών Θωμαής Τσιμερίκα!
Ο Φένιος το ψαράκι- ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό , κάτω στο βυθό της απέραντης θάλασσας ζούσε ο Φένιος , που ήταν χρυσαφένιος . Ήταν ένα ψαράκι μικρό και τολμηρό .Είχε δίπλα του πολλούς φίλους , τη γοργόνα με τα ξανθά μαλλιά και την καλή καρδιά , που μαζί παίζανε στα γαλάζια τα νερά , το χταπόδι , τον αγκαθωτό αχινό και άλλα ψάρια που ζούσαν στο βυθό . Η μαμά του τον αγαπούσε πολύ , όπως κάθε μαμά που αγαπάει το παιδάκι της . Κάθε μέρα του έδινε συμβουλές , αλλά τι τα θες ; Ο Φένιος δεν έβαζε μυαλό , μπλεκόταν σε αταξίες . Στο σχολείο που πήγαινε το πρωί , βαριότανε πολύ . Η δασκάλα όμως ήταν πολύ καλή και του μιλούσε τρυφερά σαν τη μαμά . « Αχ ,Φένιο πρέπει να σοβαρευτείς , γιατί όταν μεγαλώσεις γυναίκα δεν θα βρεις» .
Σήμερα ο Φένιος γύρισε από το σχολείο και ρωτούσε την μαμά : « Πού είναι ο μπαμπάς ; γιατί δεν είναι εδώ ; αχ μανούλα μου πονώ , θέλω να τον δω» . Η μαμά του απαντά « Δεν ζει εδώ , ζει ψηλά στον ουρανό , έγινε αστέρι μακρινό , δεν χρειάζεται να ρωτάς , έχεις τόσους φίλους και καλά περνάς» .
Ο Φένιος ήταν στεναχωρημένος . Τι να τους κάνει τους φίλους , σκεφτόταν . Του Φένιου το έλειπε ο μπαμπάς . Μια νύχτα μόλις η μαμά κοιμήθηκε , λέει « θα φύγω , θα πάω στον ουρανό , τον μπαμπά μου να συναντήσω , να τον γυρίσω πίσω» . Πήρε το σάκο και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι . Κολυμπούσε μέρες και νύχτες , έχασε την ώρα . Ξάφνου βλέπει μια νεροχελώνα και τον ρωτά « πού πας ψαράκι μου , μοναχό ; είσαι μικρό και κινδυνεύεις σε τούτα τα νερά» . « Πάω στον μπαμπά μου , στον ουρανό . Θέλω να τον δω , να του πω να γυρίσει πίσω και κανέναν δεν θα αφήσω να μου τον πάρει πάλι» . « Αχ , ψαράκι μου καλό» , λέει η νεροχελώνα που τα ήξερε όλα , « όποιος πάει εκεί ψηλά δεν γυρνά …γύρισε πίσω στη μαμά» . « Εγώ είμαι ο Φένιος κυρά χελώνα , έχω δύναμη . Φεύγω για τον ουρανό , τον τόσο μακρινό» .
Η κυρά θάλασσα τον βλέπει από μακριά να κολυμπά προς τη στεριά και τον ρωτά « πού πας Φένιο ; σε λίγο θα βγεις στη στεριά . Εκεί δεν έχει νερό , δεν θα μπορώ να σε βοηθήσω εγώ» . « Κυρά θάλασσα» , απαντά ο Φένιος , πάω στον ουρανό , θέλω να πετάξω , να τον φτάσω . Θέλω στα σύννεφα να ανέβω , θέλω να δω τον μπαμπά μου , τον θέλω κοντά μου» .
Η κυρά θάλασσα στεναχωρέθηκε για τον Φένιο , τον αγαπούσε πολύ , όπως όλοι οι θαλασσινοί φίλοι του . Άρχισε η θάλασσα να κλαίει , άρχισε η φουρτούνα στα γαλάζια τα νερά , τα τόσο αλμυρά, άρχισαν τα κύματα , να χτυπάνε τα βράχια δυνατά , δίχως να έχουνε καρδιά . Ο Φένιος φοβήθηκε πολύ . Αυτό δεν το είχε ξαναδεί . « Κυρά θάλασσά μου» , φωνάζει ο Φένιος . « Φοβάμαι !» Έτσι δεν σε έχω ξαναδεί» .
« Φένιο , Φένιο , γύρνα στη μαμά , ο μπαμπάς σου δεν γυρνά , έγινε αστέρι λαμπερό . Σε βλέπει από ψηλά κάθε βράδυ και σου χαμογελά . Όσο μακριά κι αν ανέβεις τον ουρανό δεν φτάνεις . Είναι το ύψος του μαγικό , είναι πέρα από τα βουνά και συ Φένιο είσαι ψαράκι . Δεν είσαι πουλί . Χρειάζεσαι τη θάλασσα για να σου δίνει ζωή . Αν τραβήξεις για ψηλά θα χαθείς , θα σβήσεις χωρίς νερό και τη μαμά σου στεναχωρημένη δεν θέλω να την ξαναδώ . Μη ζηλεύεις τα πουλιά, ούτε αυτά φτάνουν στον ουρανό . Κανείς δεν μπορεί να φτάσει τ’ αστέρια» .
« Μα κυρά θάλασσα έκανα τόσο δρόμο , πώς να γυρίσω;» πονάει η καρδιά μου , θέλω να μπω σε αεροπλάνο …θέλω κυρά θάλασσα ..γιατί δεν με καταλαβαίνει κανείς;» . Ο Φένιος ήταν στεναχωρημένος και απογοητευμένος . « Σε καταλαβαίνω καλέ μου Φένιο» απαντά η κυρά θάλασσα , αλλά αυτό που θέλεις δεν γίνεται . Μόνο στο όνειρό μας βλέπουμε τον μπαμπά μας . Γύρισεεεεε πίσωωωωω» , φώναξε η θάλασσα . Η μαμά του Φένιου αρρώστησε όταν είδε ότι το παιδάκι της έλειπε . « Μα πού πήγε ;» ρωτούσε τον αχινό « Γιατί δεν είναι εδώ ; Αχ , καλέ μου αχινέ, βοήθησέ με σε παρακαλώ» .
Ο αχινός τη λυπήθηκε και άρχισε να ψάχνει , ώσπου είδε από μακριά τον Φένιο , σπαρταρούσε στη στεριά …έκλαιγε πολύ , είχε στην καρδιά πληγή …ένιωθε δύσπνοια , μα τι του συνέβαινε ; Λιποθύμησε ; Ο αχινός φώναξε την παρέα , ήρθε το χταπόδι , πήρε αγκαλιά τον Φένιο και τον έβαλε μέσα στο νερό και τότε …αχ τότε …ο Φένιος πήρε ζωή , βρήκε αναπνοή . « Μα γιατί τριγυρνάς έξω στη στεριά ; Παραλίγο να χάσεις τη ζωή σου , παραλίγο να χαθεί η ψυχή σου , τη μαμά σου δεν τη λυπάσαι ;» τον ρωτούσαν και στα μάτια τον κοιτούσαν .Κάθε μέρα κλαίει και σε περιμένει η καημένη» .
« Αχ , φίλοι μου» , απαντά ο Φένιος , ήθελα να πάω ψηλά , πολύ ψηλά στον ουρανό τον μπαμπά μου να βρω , να του πω ότι τον αγαπώ , να του πω να γυρίσει πίσω , αλλά η κυρά θάλασσα είχε δίκιο . Όση δύναμη κι αν έχουμε δεν μπορούμε να φτάσουμε στον ουρανό , δεν μπορούμε να φτάσουμε τον Θεό . Αχ , μπαμπάκα μου έφυγες νωρίς…ήμουνα μικρό ψαράκι…θα γίνω μεγάλο σαν εσένα και πάντα θα υπάρχεις στην καρδιά , μέχρι τα βαθιά μου γηρατειά» .
Όταν ο Φένιος ξαναπήρε αναπνοή ξεκίνησαν όλοι για την επιστροφή στο βυθό . Η μαμά του Φένιου όταν τον είδε από μακριά ξέσπασε σε κλάματα . « Ψαράκι μου , γλυκό μου ψαράκι , σ’ αγαπώ ! Μη με ξαναφήσεις μόνη , η απουσία σου με πληγώνει» . Ο Φένιος έπεσε στην αγκαλιά της και της υποσχέθηκε ότι θα είναι καλό ψαράκι και δεν θα ξαναφύγει από κοντά της . Εκείνη τη βραδιά κοιμήθηκε στην αγκαλιά της . Τότε είδε όνειρο γλυκό . Είδε τον μπαμπά του να του λέει :
« Φένιο , είμαι εδώ …στην καρδιά σου , σ’ αγαπώ» .