Η Θωμαή Τσιμερίκα είναι ποιήτρια και συγγραφέας παραμυθιών. Μας εμπιστεύτηκε ένα παραμύθι της για ένα σαλιγκαράκι και την καλόκαρδη Βέφα που το φρόντιζε σαν παιδί της! Το ενδιαφέρον του πράγματος είναι πως το εμπνεύστηκε από μια τρόφιμο στο νοσοκομείο που εργάζεται,η οποία βρήκε ένα σαλιγκάρι!
Ο Κοκός το σαλιγκάρι και η καλόκαρδη Βέφα - ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό , κάτω από ένα φύλλο ενός μαρουλιού , ζούσε ο κυρ Μανώλης , ήταν σαλιγκαράκι μαζί με τη γυναίκα του , τη Μαρουσώ .Είχαν και ένα γιo , το μικρό Κoκό .Κάθε που έβρεχε , έβγαιναν στο δροσερό χορτάρι , όλο χάρη . Το σπιτάκι τους ήταν ολοπράσινο , σαν την ελπίδα της ψυχής και η οικογένεια του κυρ Μανώλη ήταν ευτυχισμένη .
Είχε μέρες να βρέξει και το σπιτικό τους ήταν ξερό και πολύ ζεστό . Ήθελαν λίγο δροσιά , το σώμα τους πονούσε όταν περπατούσαν. Το σπιτάκι τους άρχιζε να τρίζει , το μαρουλόσπιτο ήταν έτοιμο να γκρεμιστεί από την ζέστη την πολλή , αλλά τίποτα , πουθενά νερό , πουθενά φαΐ . « Τι δύσκολη είναι η ζωή έλεγαν…».
Η φίλη τους η κυρά χελώνα στην ίδια θέση και αυτή , έψαχνε κανένα φυλλαράκι . Κάθε βράδυ παρακαλούσαν να βρέξει , να βγουν , να βρουν τροφή, να μυρίσει το σπιτικό βροχή , να γελάσει το μαρουλόσπιτο , ώσπου ένα βράδυ άρχισε να στάζει από το ταβάνι νερό . Τι χαρά είχαν τα σαλιγκαράκια , τι χαρά κι ας έσταζαν νερά ! Μπήκαν κάτω από τη ρωγμή του σπιτιού , ήθελαν νερό να δροσιστούν , ήθελαν να πιουν. Επιτέλους το πάτωμα έγινε μαλακό , η αυλή κι αυτή έγινε σαν πούπουλο.Τώρα μπορούσαν να βγουν χωρίς να τραυματιστούν . Για να μην πλημμυρίσει το μαρουλόσπιτο , μάζευαν το νερό σε παγουράκι.
Το πρωί σταμάτησε η βροχή . Ο κυρ Μανώλης ανέβηκε στη στέγη και έραψε το μαρούλι με βελόνα και κλωστή χρυσή που ήταν μαγική . Η κυρά χελώνα τραγουδούσε και τους φώναζε : « Ελάτε για γλυκό , σήμερα μπορώ να σας κεράσω εγώ , ελάτε σας παρακαλώ , θέλω να σας δω » .
Το σαλιγκαράκι βγήκε για χορταράκι . Είχε μέρες να φάει και είχε αδυνατίσει και η κυρά Μαρουσώ στεναχωριόταν γι’αυτό . Ο κυρ Μανώλης της έλεγε : « Άσε Μαρουσώ το γιο να’ βρει το τυχερό και πάμε στην κυρά χελώνα . Μας περιμένει από το χειμώνα» . Βγήκαν λοιπόν από το δροσερό σπιτάκι τους έξω στο δροσερό χορτάρι και η κυρά Μαρουσώ είπε στο μικρό Κοκό : « Μην απομακρυνθείς γιατί μπορεί να χαθείς και τότε πως θα σε βρω ; σ’ αγαπώ».
« Μην ανησυχείς μανούλα» , είπε ο Κοκός « εδώ γύρω θα είμαι , εδώ κοντά σου , δεν μπορώ μακριά σου» . Ο Κοκός όμως , ήταν μικρός και καθώς περπατούσε , χάθηκε μέσα στη λουλουδένια αυλή . Οι γονείς του , όταν κατάλαβαν ότι το παιδάκι τους λείπει , φώναξαν : Κοκό , Κοκό , πού είσαι ; Θέλουμε να σε δούμε» .
Ο κυρ Μανώλης και η κυρά Μαρουσώ δεν είχανε ζωή μέσα στην αυλή . Ένιωθαν μοναξιά , τους είχε ραγίσει η καρδιά . Η κυρά Μαρουσώ δεν είχε όρεξη να φάει. Είχε αδυνατίσει , κόντευε να αρρωστήσει . Κάθε μέρα είχε το μαντηλάκι της στη μια της κεραία και σκούπιζε τα δάκρυά της που έπεφταν στη γη. Είχαν τόση δύναμη , που κάθε δάκρυ και ένα λουλούδι φύτρωνε στη γη , σαν κάποιος να τα έριχνε από την ψυχή .Ακόμα και η κυρά Χελώνα έψαχνε τον μικρό Κοκό και έλεγε « άλλο δεν μπορώ».
Κάθε μέρα έβγαιναν από το φουντωτό μαρουλόσπιτο ο κυρ Μανώλης και η γυναίκα του . Άνοιγαν τις κεραίες τους δεξιά , αριστερά και έψαχναν το παιδάκι τους. Εν τω μεταξύ , καθώς ο Κοκός περπατούσε μόνος και έρημος , κάθισε δίπλα από ένα χορταράκι κι άρχισε να κλαίει. Τότε πέρασε από δίπλα του μια κοπέλα με τρυφερή καρδιά και δεν ήθελε να το βλέπει να πονά . Άκουσε το κλάμα του , έσκυψε και του είπε « Μην κλαις , είμαι η Γενοβέφα , που όλοι με φωνάζουν Βέφα. Θα σε προστατεύσω , θα σε πάρω , να σε έχω συντροφιά , μέχρι να βρεις τους δικούς σου ξανά».
Η κοπέλα το έπιασε με στοργή και το πήγε στο δωμάτιο κανείς να μην το δει και επειδή μαρουλόσπιτο δεν υπήρχε στο δωμάτιο , η Βέφα το έβαλε μέσα σε ένα μικρό , όμορφο , σκαλιστό , κόκκινο φλυτζάνι . Αυτό τώρα θα ήταν το νέο του σπιτάκι ! Ο μικρός Κοκός , όσο οι γονείς του τον έψαχναν , περνούσε ωραία μέσα στο όμορφο φλιτζάνι . Χόρευε , τραγουδούσε και η μοναχική Βέφα του μιλούσε , το είχε συντροφιά , γιατί στην καρδιά της μπορεί να ένιωθε μοναξιά.
Όμως στην άλλη μεριά του κήπου , όλοι έψαχναν τον μικρό Κοκό , ακόμα και τα λουλούδια έψαχναν , ρωτώντας τον αέρα . Το σαλιγκαράκι ξάπλωνε , κοιμόταν , ονειρευόταν . Καθώς νύχτωνε η κοπέλα του μιλούσε στοργικά . « Μην κλαις θα τη βρούμε τη μαμά» . Το σαλιγκαράκι όμως μέσα στα γέλια δάκρυζε πού και πού και η Βέφα πριν κοιμηθεί του ' λεγε« καληνύχτα…» και το σαλιγκαράκι ένιωθε ευτυχισμένο . Τουλάχιστον το βρήκε άνθρωπος με αισθήματα , κάτι ήταν και αυτό , σκεφτόταν .
Οι μέρες περνούσαν και ο Κοκός δεν φαινόταν , ζούσε το παραμύθι του . Βαρέθηκε όμως μέσα στο σκαλιστό φλυτζάνι και λέει : « θα βγω για σεργιάνι» . Όμως πού να πάει ; Το δωμάτιο δεν είχε χορταράκι . Έτσι , άρχισε να ανεβαίνει στον τοίχο . Άπλωσε το κορμάκι του και είπε « Καλημέρα ζωή» , πόσο όμορφα θα ήταν , να βρισκόταν τώρα έξω στην αυλή και η Βέφα βέβαια ήταν πολύ καλή μαζί του , αλλά του έλειπαν οι γονείς του .Εκεί που τα σκεφτόταν όλα αυτά , άκουσε σαματά . Ξάφνου μπαίνει στο δωμάτιο μια νοικοκυρά που ήθελε όλα να τα βάλει σε μια σειρά . « Αααα…» φωνάζει « ένα σαλιγκάρι , ποιος το έφερε εδώ ;» , « Εγώ» , είπε η καλόκαρδη Βέφα , « εγώ που τ’ αγαπώ» . Η νοικοκυρά που δεν αγαπούσε τα σαλιγκάρια το ' κανε μια χραπ , και το πέταξε έξω στον τσιμεντένιο διάδρομο.Το καημένο το σαλιγκάρι χτύπησε στη ράχη .Κακό που είχε πάθει ! Η Βέφα όταν έμαθε ότι ο αγαπημένος της φίλος δεν υπάρχει πια μέσα στο φλυτζάνι , μια μελαγχολία γεννήθηκε στην καρδιά της . Το σαλιγκαράκι προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του γυρισμού αλλά προς τα πού ;
Εκείνη τη στιγμή πέρασε ο αγέρας και το ρώτησε « Ποιο είναι το όνομά σου ; Μήπως είσαι ο μικρός Κοκός ;» . « Ναι …» απάντησε φοβισμένα το σαλιγκαράκι . «Σε ψάχνουν οι γονείς σου» , φύσηξε δυνατά ο αγέρας . « Κι εγώ τους ψάχνω» , είπε το σαλιγκαράκι , αλλά δεν μπορώ να τους βρω» . « Κοκό» , είπε ο αγέρας , εγώ θα σε βοηθήσω . Μπες στο καβούκι σου να μην κρυώσεις . Θα φυσήξω δυνατά , να κατρακυλήσεις μακριά , εκει στην λουλουδένια αυλή , εκει θα βρεις τους γονείς και τους συγγενείς».
« Φουουου» , έκανε μια ο αγέρας . Ο Κοκός κατρακύλησε και έφτασε έξω από το αγαπημένο μαρουλόσπιτό του , έξω από το πατρικό του . Η κυρά Μαρουσώ και ο κυρ Μανώλης μόλις το είδαν φοβισμένο , το πήραν αγκαλιά και τα λουλούδια της αυλής χόρευαν στοργικά και έδιναν σε όλους τη χαρά και ζήσαν όλοι τους καλά !