Ένα απολαυστικό διήγημα μ' έναν αλλιώτικο δικαστή και τη φιλοσοφία του περί δικαιοσύνης θα δούμε σήμερα. "Ο δικαστής" δια χειρός Χριστόφορου Τριάντη!
Ο δικαστής - ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
Ο συνταξιούχος δικαστικός Ζοακίν Μπολσονάρου προσκάλεσε στο σπίτι του για φαγητό, τον διάσημο συγγραφέα Αρτσιμπάλντο Κρουζ. Ήθελε πολύ να του μιλήσει, για τη δικαστική του καριέρα. Είχε τη βαθιά πεποίθηση ότι μια τέτοια σπουδαία περίοδος έπρεπε να καταγραφεί και να δημοσιευτεί από έναν δοκιμασμένο (και εγκεκριμένο) λογοτέχνη. Ήθελε η καριέρα του να γίνει βιβλίο.
Κάποτε (και για πολλά χρόνια), ο Ζ. Μπολσονάρου είχε μεγάλη εξουσία και φημιζόταν για τα δικαστικά του κατορθώματα. Έφτασε λοιπόν η στιγμή να διηγηθεί τις επιτυχίες του, ίσως γίνονταν ένα βιβλίο, άξιο αναφοράς και αγοράς σ’ όλη τη χώρα (και όχι μόνο).
Ο δικαστικός ζούσε μόνος του, στο πλούσιο προάστιο Αλκαζάρ της πρωτεύουσας. Η γυναίκα του είχε πεθάνει προ πολλού και τα επτά παιδιά του ζούσαν σε άλλες συνοικίες της πόλης, πλούσιες εννοείται.
Ο Κρουζ πήγαινε για τη συνάντηση με αμφίσημη διάθεση. Είχε ακούσει πολλά για τα κατορθώματα του Μπολσονάρου στον δικαστικό τομέα, κάποια ήταν υπερβολές και κάποια άλλα κοινώς διαπιστωμένα. Όταν επιτέλους συναντήθηκαν στην έπαυλη του δικαστικού, ο Ζ. Μπολσονάρου, υποδέχθηκε τον συγγραφέα με όλες τις τιμές. Ήταν ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, μετρίου αναστήματος. Αμέσως ο Κρουζ πρόσεξε ότι ο δικαστής έβαφε με επιμέλεια τα λίγα μαλλιά του. Τα μικρά μάτια του έδειχναν κάτι μοχθηρό και κίβδηλο ταυτόχρονα. Στιγμές - στιγμές το βλέμμα του κινούνταν γρήγορα. Φανέρωνε εξυπνάδα, που δεν αναπλήρωνε όμως την οφθαλμοφανή μοχθηρία. Στο μέτωπο τού δικαστή δεν υπήρχε ούτε μια ρυτίδα, πράγμα περίεργο για έναν μεγάλο άνθρωπο. Το πρόσωπό του, ήταν ξυρισμένο σε βαθμό γελοιότητας, ερχόταν σε αντίθεση με τα προσεκτικά βαμμένα μαλλιά. Η ενδυματολογική επιλογή του δικαστή : ένα ακριβό γκρίζο κοστούμι, ήταν ραμμένο με τέτοιον τρόπο για να ταιριάζει με το κάπως χλωμό πρόσωπό του.
Καθώς ο συγγραφέας προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού, διαπίστωσε με κάποια μελαγχολία ότι ο αέρας μύριζε ψυχιατρείο. Κάθισαν στο τεράστιο σαλόνι της έπαυλης. Στον Α. Κρουζ, έκαναν μεγάλη εντύπωση, οι τέσσερις χρυσοί βούδες που ήταν τοποθετημένοι στις τέσσερις γωνίες του σαλονιού. Έμοιαζαν σαν φρουροί έτοιμοι να συντρίψουν με τον όγκο τους, τον εισερχόμενο. Οι τεράστιες κουρτίνες λες και ήταν από σίδερο, σκέπαζαν κυριολεκτικά τα παράθυρα. Κανονική φυλακή. Δύο υπηρέτες περιφέρονταν συνεχώς έτοιμοι να εκτελέσουν τις εντολές του μεγαλοδικαστή. Μια ταριχευμένη βιβλιοθήκη, στο βάθος του σαλονιού, έδειχνε το παρόν και το μέλλον του χρόνου σε τούτο το σπίτι. Τα έπιπλα φαίνονταν να είχαν σχεδιαστεί για ανθρώπους πελώριους, από την εποχή των Τιτάνων. Πάνω από το πέτρινο τζάκι, υπήρχε ένας πίνακας, μια προσωπογραφία του Μπολσονάρου, με τη στολή του λοχαγού της μεραρχίας «Αζούλ» (της Κυανής Μεραρχίας των φασιστών του Φράνκο, που πολέμησε στη Ρωσία μαζί με τους χιτλερικούς, το 1941 - 1944).
Το τραπέζι ήταν πλούσιο, ψαρικά εισαγωγής, κυνήγι, ακριβά κρασιά και το υπηρετικό προσωπικό σε πλήρη κινητοποίηση ή ακινησία, Α. Κρουζ δεν μπόρεσε να το διακρίνει τη διαφορά. Ο δικαστής ήταν γνωστός και για τα ακριβά γαστριμαργικά γούστα του και τη λατρεία του για το κόκκινο κρασί. Το κρασί ήταν εισαγωγής, ερχόταν από τη Γαλλία, ειδική παραγγελία. Αυτό φρόντισε να το τονίζει ιδιαιτέρως ο δικαστής.
Αφού ήπιε μερικά ποτήρια εκλεκτό γαλλικό οίνο, ξεκίνησε τη διήγηση. «Πέρασαν οι καλές εποχές, κύριε Κρουζ. Αλλά κακώς, πολύ κακώς, με παρόπλισαν και με συνταξιοδότησαν κάπως πρόωρα είναι η αλήθεια. Είχα να προσφέρω ακόμα πολλά στο κράτος και τη δικαιοσύνη. Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι κρασί και συνέχισε. «Οι νέοι δικαστικοί εγκατέλειψαν πολλά, λιγότερες καταδίκες και ακόμα πιο λίγες εκτελέσεις. Παλιά, σε όποιον ερχόταν στο δικαστήριο και με όποια κατηγορία, επιβάλαμε κατευθείαν τη θανατική ποινή. Το παράπτωμα δεν είχε σημασία, η ποινή όμως περιόριζε την όποια επανάληψη. Έπρεπε να είμαστε τρομεροί, για να μη φαινόμαστε αδύναμοι στον λαό, και κυρίως στους άρχοντες της πολιτείας».
Ο Αρτσιμπάλντο Κρουζ τον παρακολουθούσε, χωρίς να τον διακόπτει. Ο δικαστής Μπολσονάρου ήπιε ένα ακόμα ποτήρι κρασί και με κάπως τρεμάμενη φωνή είπε. «Σ’ αυτό όμως που αφιέρωνα πολύ χρόνο ήταν στις εκτελέσεις των θανατοποινιτών. Παρακολουθούσα την προετοιμασία του κατάδικου λεπτομερώς, δεν έχανα καμία αντίδρασή του. Ειδικά όταν έκανε την τελευταία του προσευχή. Υπήρχαν βέβαια και πολλοί άθεοι, κανονική μάστιγα, αλλά αυτοί δεν είχαν καμία γοητεία. Δηλαδή, δεν προσηλώνονταν σε κάτι ανώτερο και αυτό κατέστρεφε το μυστηριακό της υπόθεσης. Και στην εκτέλεση ήμουν παρών. Οι δήμιοί μας, είχαν εφεύρει έναν μηχανισμό που ο θάνατος ήταν σαν λύτρωση για τον καταδικασμένο. Φαινόταν σαν να απολάμβανε τον τέλος του, δεν έδειχνε να υποφέρει». Μόλις είπε την τελευταία λέξη, σταμάτησε απότομα κι έκανε τον σταυρό του, για να επιβεβαιώσει την αλήθεια των λεγομένων του. Σηκώθηκε απότομα και πλησίασε τον Βούδα που ήταν πιο κοντά του, τον χάιδεψε και κοίταξε με κάποια έξαψη τον συγγραφέα και συνέχισε «Πιστεύω πολύ κύριε Κρουζ, πάρα πολύ, στην ανώτερη θεϊκή δύναμη. Αλλά κυρίως η ακλόνητη πίστη στα τρία Δέλτα της πολιτείας, κατηύθυνε τις πράξεις και τις σκέψεις μου».
Ο Α. Κρουζ ρώτησε ποια ήταν τα τρία αυτά Δέλτα. Ο Μπολσονάρου κοίταξε κάπως λοξά τον συγγραφέα και αναψοκοκκινισμένος απάντησε «Δικαστής, Δεσμοφύλακας, Δήμιος». Ξανακάθισε ικανοποιημένος, ήπιε ένα ακόμα ποτήρι κρασί και προχώρησε στη διήγηση. «Πολύ ωραία διαμορφωμένος ήταν ο τόπος των εκτελέσεων. Αρχιτεκτονικό μεγαλείο ενός δίκαιου λαού. Γύρω από τον χώρο είχαν τοποθετηθεί μεταλλικές εξέδρες, για να παρακολουθεί ο κόσμος τη διαδικασία. Πίσω από τις εξέδρες υπήρχαν διάφορα εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια και καφετέριες, όπου οικογένειες περνούσαν την ώρα τους, μέχρι να ‘ρθει η ώρα της εκτέλεσης. Στα μπροστινά διαζώματα, που τα είχαν βάψει με διάφορα ωραία χρώματα, κάθονταν τα παιδιά. Πολλές φορές έρχονταν ολόκληρα σχολεία με τους δασκάλους τους για να δουν τις εκτελέσεις. Τα διαζώματα για τα παιδιά ήταν πολύ κοντά στον θανατοποινίτη. Έπρεπε να βλέπουν ακριβώς το πώς εκτελούνταν ο κατάδικος. Στην ουσία, παρακολουθούσαν τη λύτρωσή του. Μεγάλο μάθημα, αξέχαστο πραγματικά». Ο Α. Κρουζ, επανέλαβε την τελευταία φράση «αξέχαστο πραγματικά», σηκώθηκε απότομα, χάιδεψε στο κεφάλι τον πιο κοντινό του Βούδα, ευχαρίστησε τον σχεδόν μεθυσμένο δικαστή κι εξαφανίστηκε.