Ένα πολύ συγκινητικό διήγημα της Σοφίας Ελευθερίου θα δούμε σήμερα! Για τη ζωή της Ντορίτας, ενός αλόγου που έκανε τα πάντα για τον ιδιοκτήτη του...
Ντορίτα -ΣΟΦΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Κείνο το καλοκαίρι η Ντορίτα παρέλασε για τελευταία φορά στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Με όλες τις επισημότητες. Ήταν παρών ο δήμαρχος μαζί με δύο βουλευτές. Ανέμιζε η χαίτη της περήφανα όπως πάντα κάθε τέτοια μέρα. Είχε στην πλάτη της το γιο του Δημητρού. Παλικάρι δεκατεσσάρων τότε. Ντυμένος τσολιάς. Όμορφος με τα κόκκινα τσαρούχια. Ενθύμιο απ' τον παππού του. Ταιριάζανε με το καστανόξανθο χρώμα της φοράδας. Την προηγούμενη μέρα πάντα ο Δημητρός την περνούσε από πάστρα. Την έπλενε με το ξυστρί. Της γυάλιζε το τρίχωμα. Της χτένιζε όμορφα τη χαίτη. Στο τέλος την πετάλωνε.
Πουλάρι την πήρε. Από του Σβώλου το στάβλο. Η μάνα της ήταν μελαχρινούλα. Μαύρη Καλλονή την έλεγε ο Σβώλος. Ο πατέρας επιβήτορας καστανόξανθος. Από κει πήρε η Ντορίτα. Όταν γεννήθηκε την κράτησαν δύο χρονιές στο στάβλο. Μετά την πούλησαν στο Δημητρό. Ήτανε κτηματίας ονομαστός. Είχε τον τρόπο του για να την αποκτήσει.
Απ' την ημέρα εκείνη, τραβούσε το αλέτρι. Κάθε φθινόπωρο. Σωστό βιολογικό τρακτέρ. Έβλεπε για ώρες το αφράτο χώμα ν' ανασηκώνεται. Όπως το αλεύρι όταν ζυμώνουν το ψωμί. Του είχε οργώσει στρέμματα και στρέμματα του Δημητρού. Όλα του τα χωράφια. Αγόγγυστα. Μέχρι και το χέρσο που είχε κοντά στη θάλασσα. Αλετροχέρα την έλεγε χαϊδευτικά.
Άλογο παντός καιρού. Το καλοκαίρι με τις μύγες να της ψήνουν τα καπούλια. Κάλπαζε στο δρόμο με τα σάλτσινα κάθε πρωί. Την έπαιρναν πατέρας και γιος για βόλτα. Κάθε που ήταν της Αγιά- Παρασκευής το πανηγύρι, να φτερνίζεται λαχανιάζοντας στην άσφαλτο του χωριού. Κουβαλώντας με καμάρι το γιο του Δημητρού. Με τα ρουθούνια υγρά. Ορθάνοιχτα. Σαν τάλιρα. Το χειμώνα μέσα στον ήχο της βροχής. Ακίνητη. Μυθική βασίλισσα με παρωπίδες.
Είχε γεράσει πια, όταν ήρθαν στο χωριό τα πρώτα τρακτέρ. Οχήματα επαναστατικά. Μέσα σε μια ώρα έβγαζαν τη δουλειά που έκανε ένα γερό άλογο σε μια μέρα. Αμέσως ο Δημητρός παρήγγειλε ένα για λογαριασμό του. Είπαμε. Ήτανε κτηματίας ονομαστός. Είχε τον τρόπο του.
Η Ντορίτα για μήνες έμενε κλεισμένη στο στάβλο. Σταμάτησε να παίρνει μέρος και στις παρελάσεις. Είχε γίνει νωθρή. Απ' το φαΐ και την ακινησία. Πού και πού την έπαιρνε ο Δημητρός για βόλτα στα σάλτσινα. Ο καλπασμός της δεν είχε πια την περηφάνια της πρώτης νεότητας.
Ένα τέτοιο πρωί είχανε βγει οι δυο τους. Η Ντορίτα κατευθυνόταν αργά προς το ποτάμι. Την κράταγε ο Δημητρός από τα γκέμια. Εκεί, απάντησαν το Μηνά τον Παλιούρα να δέρνει το σκυλί του. Έτσι αντιδρούσε όταν δεν τον άκουγε με το πρώτο.
" Καλή σου μέρα Μηνά!"
" Καλημέρα Δημητρό. Πώς κατά 'δω;"
" Είπαμε να πάμε μια βόλτα προς το ποτάμι με τη Ντορίτα".
Ο Παλιούρας στάθηκε με τα χέρια στη μέση.
" Ακόμη το ' χεις το άλογο; Γέρασε πια. Νισάφι. Εγώ τον δικό μου τον Ψαρή τον έδωσα πέρσι. Στο τσίρκο. Συνομήλική του είναι νομίζω η Ντορίτα. Γιατί δεν τη δίνεις κι εσύ; Τ' αναλαμβάνουν όλα εκεί."
" Στο τσίρκο; Μα, εκεί τα γέρικα άλογα γίνονται τροφή για τα λιοντάρια. Και τ' άλλα άγρια ζώα. Μου λες να ρίξω το άλογο- που μια ζωή μου δούλευε -βορά στα ζώα του τσίρκου; Αυτό μου λες Παλιούρα;"
" Έτσι κι αλλιώς θα σου ψοφήσει όπου να ‘ναι Δημητρό. Χώρια που θες ένα σωρό λεφτά να την ταΐζεις. Κι άλλα πόσα για το γιατρό της. Όλο προβλήματα θα σου βγάζει από δω και πέρα. Γι' αυτό στο λέω. Δώσ' τη στο τσίρκο. Έπειτα που είναι το παράξενο; Άλογο είναι. Αφού καλά το ξέρεις:
"Σκοτώνουν τ' άλογα μόλις γεράσουν."