Για τον Βαγγέλη, η συναναστροφή με τους άγνωστους ταξιδιώτες της νύχτας στο μπαρ που δούλευε, δεν ήταν ρουτίνα, έμοιαζε με μοίρα. Αυτοί μιλούσαν, εκείνος άκουγε. Και μια αόρατη κλωστή τους έδενε... Στο διήγημα "Δακρυσμένο χαμόγελο" της Χριστίνας Κοσμοπούλου!
Δακρυσμένο χαμόγελο -ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Ευχαριστώ πολύ. Να σου φέρω κάτι άλλο;» ρώτησε χαμογελώντας.
«Όχι κυρ-Βαγγέλη, σ’ ευχαριστώ. Θα φύγω να ξεκουραστείτε κι εσείς. Καλό βράδυ!» απάντησε ο τελευταίος πελάτης του μαγαζιού εκείνης της ήρεμης βραδιάς και απομακρύνθηκε.
Ο Βαγγέλης. Ο πιο καλοσυνάτος και αξιαγάπητος σερβιτόρος του νησιού. Είχε φανατικούς θαμώνες το μαγαζί, λόγω του Βαγγέλη. Κάποια στιγμή το αφεντικό του τον είχε απολύσει για ένα καλοκαίρι. Ήθελε να πιάσει τον παλμό της νεολαίας και είχε προσλάβει άλλους πιο εμφανίσιμους και νέους συναδέλφους του. Μα η απόπειρα αυτή απέτυχε παταγωδώς. Όλοι τον αναζητούσαν. Και σιγά-σιγά σταμάτησαν να πηγαίνουν στο μαγαζί και ξεκίνησαν να συχνάζουν στο σπίτι του για να πιουν τον καφέ τους και να συζητήσουν.
Όλοι ήθελαν τον Βαγγέλη για συντροφιά τους. Κι ας μιλούσε ελάχιστα. Άκουγε, αυτό είχε σημασία. Οι άνθρωποι τον ήθελαν πλάι τους, γιατί ήξερε να ακούει με τα μάτια του ανοιχτά και να χαμογελάει αληθινά από τα βάθη της ψυχής του. Και ο Βαγγέλης τους αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και επέλεξε ένα επάγγελμα που του επέτρεπε να περνάει σχεδόν όλη τη μέρα του μαζί τους.
Οι μέρες που δε δούλευε ήταν οι χειρότερές του. Ήταν εκείνες οι μέρες που κανείς δεν τον έβλεπε. Η πόρτα έμενε κλειδωμένη και τα παράθυρα κλειστά. Ήταν εκείνες οι μέρες που ξυπνούσε, αλλά δε σηκωνόταν από το κρεβάτι. Και με το χαμόγελο από συνήθεια κολλημένο στο πρόσωπό του, ξεκινούσε να κλαίει. Ως το βράδυ. Βουβά. Βουβά και χαμογελαστά.