Αγκάθια-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Αγκάθια-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Ένα πολύ τρυφερό διήγημα θα δούμε σήμερα. Θίγει το θέμα της απώλειας αγαπημένου προσώπου. Ο συγγραφέας του, ο Όμηρος Ξενίδης ζωγραφίζει τα στάδια του πένθους ένα ένα. Από τη θλίψη, μέχρι τη συμφιλίωση! Ας δούμε τα "Αγκάθια"!

Αγκάθια -ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

       Δεν άντεχε άλλο αυτήν την καθημερινότητα. Η επανάληψη των καταστάσεων που καθόριζαν τη ζωή του, τον είχαν καθηλώσει σε μια προσωπική απραξία, σε μια πλήρη αβουλία. Ένιωθε να γλιστράει και να βουλιάζει χωρίς σταματημό σε ένα άπατο πηγάδι. Πνιγόταν. Μία φίλη γιατρός τού είχε γράψει κάτι ηρεμιστικά χάπια. Πήρε δύο φορές αλλά οι εφιάλτες του επίμονοι, δεν έφευγαν, ούτε μειωνόταν η έντασή τους. Δε γινόταν καλά με χάπια. Κάτι άλλο λαχταρούσε. Να έφευγε, αυτό ήθελε, έστω και για λίγες ώρες. Κάπου στη φύση, μακριά από την πόλη, σε ένα βουνό, σε ένα δάσος. Να άλλαζε παραστάσεις. Tapetenwechsel το λέγανε οι Γερμανοί κι ήταν μία από τις αγαπημένες λέξεις της γιαγιάς του που είχε μάθει αυτή την γλώσσα εξ ανάγκης. Ναι, η γιαγιά του, η Ευμορφία, αυτή τον είχε μεγαλώσει, όπως και τα άλλα επτά ξαδέρφια του. Την είχε φέρει ο θείος του, ο Κώστας, στη Γερμανία το ΄74 για να προσέχει τα δύο μικρά παιδιά του. «Για λίγο…» της είχαν πει κι έμεινε 15 χρόνια, μεγαλώνοντας εγγόνια σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. Ο παππούς έμεινε στο χωριό ολομόναχος, μαράζωσε και μετά από λίγα χρόνια αρρώστησε και πέθανε. Εκείνος δεν μπορούσε να ζήσει στη χώρα των ανθρώπων που είχαν κάψει το σπίτι τους, είχαν σκοτώσει τα αδέρφια του, είχαν σακατέψει συγγενείς και φίλους. Μπορούσαν όμως τα παιδιά του που είχαν μεταναστεύσει όλα και δούλευαν στα εργοστάσια της Γερμανίας. Όταν του ζήτησαν να αφήσει τη γυναίκα του να πάει για να τους βοηθήσει με τα παιδιά, του υποσχέθηκαν «… για λίγο ώσπου να μεγαλώσουν και θα γυρίσει». Κι εκείνη γύρισε κουρασμένη, εξαντλημένη, ταλαιπωρημένη από την ξενιτιά μετά από τόσα χρόνια σε ένα σπίτι άδειο, σ’ ένα χωριό άδειο με ένα γεμάτο νεκροταφείο. Στον μήνα επάνω ο Αλέξανδρος, ο αγαπημένος της εγγονός, κατάλαβε από τη φωνή της στο τηλέφωνο ότι η ζωή της λιγόστευε. Δεν σκέφτηκε πολλά. Άφησε τα πάντα στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Την πήρε κοντά του και την φρόντισε όπως είχε κάνει κάποτε εκείνη. «Πόσο αυθαίρετη είναι η ζωή; Πόσο;» σκεφτόταν τώρα ο Αλέξανδρος τρεις μέρες μετά την κηδεία της στο χωριό. Έπρεπε να δραπετεύσει… Θυμήθηκε ένα δάσος με βελανιδιές κάπου σε έναν γειτονικό νομό, εκεί θα πήγαινε να ξεσκάσει.
         Δεν ήταν μακριά. Σε μιάμιση ώρα είχε φτάσει σε ένα ξέφωτο όπου τελείωνε ο δρόμος για τα οχήματα και άρχιζε η πεζοπορία. Ερημιά. Το αυτοκίνητο τού φάνηκε κάπως αταίριαστο στο όλο σκηνικό. Μεγάλα, ψηλά δέντρα όρθωναν το ανάστημά τους μπροστά σε εκείνο το μεταλλικό αντικείμενο που τώρα, εντελώς αταίριαστο με το φυσικό τοπίο, έμοιαζε άχρηστο, νεκρό. Ο Αλέξανδρος τού γύρισε την πλάτη κι όρμησε με όρεξη κατακτητή στο στενό μονοπάτι που οδηγούσε μέσα στο δάσος. Αυτό τον υποδέχτηκε με βελανιδιές κι οξιές, τα αναγνώρισε από τα φύλλα τους. Τα υπόλοιπα δέντρα τού ήταν άγνωστα, το ίδιο και οι θάμνοι. Περπατούσε για κάνα μισάωρο με σταθερό ρυθμό στο ανηφορικό μονοπάτι και είχε ακόμη τη βιασύνη του ανθρώπου της πόλης που έτρεχε να προλάβει κάτι. Για αγύμναστο άτομο πολλών ετών καλά τα πήγαινε. Όμως κουβαλούσε παραπάνω καημό από όσο άντεχε και δεν θα τον ξεφορτωνόταν τόσο εύκολα. Κι έτσι, ενώ το βλέμμα του αγκάλιαζε κορμούς με κλαδιά και φύλλα, ανεπιθύμητες εικόνες εξαφάνιζαν μέσα του αυτό το φυσικό τοπίο: το νοσοκομείο, η εντατική, το πρόσωπο της γιαγιάς του, τα κλειστά όλο ρυτίδες μάτια της, τα ασάλευτα βλέφαρα, τα αγκυλωμένα δάχτυλα. Ο Αλέξανδρος πάλευε να διώξει αυτά τα στιγμιότυπα αλλά αυτά επανέρχονταν αυτόματα και παραμέριζαν όσα αντίκριζε στο δάσος. Σταματούσε σκόπιμα και κάρφωνε τη ματιά του σε ένα σπασμένο κλαδί, στα πεσμένα φύλλα, στα σκορπισμένα βελανίδια, όμως τίποτα από αυτά δεν έσβηνε εκείνες τις εικόνες με την γιαγιά του στην εντατική.
          Το ίδιο συνέβαινε και με τους ήχους. Οι ήχοι του δάσους, οι πιο πολλοί άγνωστοι σε αυτόν, πλημμύριζαν τα αυτιά του, όμως αυτός δεν τους απολάμβανε, δεν τους ευχαριστιόταν. Η ηχητική του αντίληψη είχε μουδιάσει. Εκεί που άκουγε τα διάφορα πουλιά να κελαηδάνε, εκεί εμφανίζονταν οι ήχοι των μηχανημάτων της εντατικής και «καπέλωναν» τα κελαηδητά τους. Δεν κατάφερνε να συντονιστεί με τις συχνότητες της φύσης. Το τόσο πρωτόγνωρο και τόσο πρωτάκουστο ηχητικό περιβάλλον της εντατικής είχε καταφέρει να επιβληθεί στο μυαλό του. «Ξεροί», άχαροι ήχοι που επαναλαμβάνονταν μονότονα, τεχνητοί όχι φυσικοί, συνόδευαν τους ασθενείς σε μιαν άλλη ζωή, σε έναν άλλο θάνατο, νοσοκομειακό κι όχι σπιτικό. Ο Αλέξανδρος μιλούσε ασταμάτητα στη γιαγιά του, έσκυβε κοντά στο αυτί της και της έλεγε διάφορες ιστορίες. Ήθελε η γιαγιά του να ξεψυχήσει ακούγοντας τη δική του φωνή και όχι τους ήχους των μηχανημάτων.
      Ήταν πολλά αυτά που είχε ζήσει τις τρεις μέρες με την γιαγιά του σε εκείνον το θάλαμο. Δεν ήταν μόνο οι εικόνες και οι ήχοι, ήταν και οι μυρωδιές. Εδώ στο δάσος η πρωινή δροσιά «ξέντυνε» τη φύση και αποκάλυπτε το φθινοπωρινό της άρωμα. Τα ξύλα, τα φύλλα, τα αγριολούλουδα, τα βότανα σκορπούσαν απλόχερα τις αρωματικές τους αποχρώσεις. Κι ενώ εισχωρούσαν ανεπαίσθητα στη μύτη του Αλέξανδρου, δεν κατάφερναν να επιβληθούν στις ξινές μυρωδιές της αρρώστιας, της σήψης, της αποσύνθεσης. Εκείνα τα βράδια όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι του, εικόνες, ήχοι και μυρωδιές ανακατεύονταν και έπαιρναν τη μορφή ενός μαύρου πηχτού καπνού που τον τύλιγε σιγά σιγά ολόκληρο. Μόλις έφτανε στο στόμα του μια αβάσταχτη πικρίλα τον έπνιγε. Τότε σήκωνε τα χέρια του και παρακαλούσε τη γιαγιά του να τον σώσει. Η μορφή της σχηματιζόταν μπροστά του και έμοιαζε πολύ ζωντανή. Τεράστια σε όγκο, καθόλου παραμορφωμένη, χαμογελαστή, λαμπερή. Ένα δυνατό φως απλωνόταν παντού κι έδιωχνε τον μαύρο καπνό που διαλυόταν και χανόταν. Στο τέλος, η γιαγιά του έλυνε τον κότσο της και τα λευκά της μαλλιά, απαλά σαν χιόνι, τον αγκάλιαζαν. Η καρδιά του ησύχαζε.
       Είχε λαχανιάσει και τώρα ακουμπούσε το ένα χέρι του σε μια μεγάλη βελανιδιά. Ήταν ώρα για ξεκούραση. Ξάπλωσε κάτω από τα κλαδιά του δέντρου και βόλεψε το κεφάλι του σε μία από τις ρίζες που έβγαιναν από το έδαφος. Λίγο σκληρό το ξύλινο μαξιλάρι αλλά έβαλε την κουκούλα από το φούτερ και βολεύτηκε. Το βλέμμα του ακολούθησε αυθόρμητα ένα βαθύ αυλάκι στον κορμό που φαινόταν ατελείωτο. Αυτή η «αυλακιά» ανέβαινε προς τα πάνω και χανόταν στα πυκνά κλαδιά του δέντρου που έκλειναν τη θέα προς τον ουρανό. Αναρωτήθηκε πόσα κλαδιά να είχε αυτή η βελανιδιά. Διέκρινε αμέτρητα παρακλάδια κάθε λογής, μικρά λεπτά σαν καλαμάκια, μέτρια σφιχτά σαν μπαστούνια περιπάτου, μεγάλα χοντρά σαν πόδια ελέφαντα και τέλος κάποια τεράστια σαν μπράτσα γιγάντων. Όλα είχαν ακόμη φύλλα σε διάφορα μεγέθη και σε πολλές αποχρώσεις του καφέ, του πράσινου και του κίτρινου, όλα τους μοναδικά. Ούτε ένα δεν ήταν ίδιο με ένα άλλο, σαν τις χιονονιφάδες. Ένα απαλό αεράκι κούνησε τα φύλλα που λικνίστηκαν με τον αέναο ρυθμό της φύσης. Μερικά ξεκόλλησαν και η ελεύθερη πτώση τους έμοιαζε με μια αυτοσχέδια χορογραφία που κατέληγε στο χώμα. Εκεί τα φύλλα θα άρχιζαν μιαν άλλη ζωή, θα έλιωναν και οι ζωμοί τους θα τροφοδοτούσαν τις ρίζες του δέντρου και πάλι. Το βλέμμα του τώρα είχε ενθουσιαστεί με τα πολυάριθμα ζωύφια που ανεβοκατέβαιναν στον κορμό του δέντρου. Αναγνώρισε μόνο τα μυρμήγκια και τις αράχνες. Γενικά επικρατούσε μια τρελή κινητικότητα από άγνωστα σε αυτόν μικροσκοπικά πλάσματα που φαίνονταν να βιάζονται πολύ. Ο Αλέξανδρος είχε μαγευτεί με την πολυκοσμία και την αδιάκοπη κίνηση αυτών των χιλιάδων κατοίκων της βελανιδιάς. Σκέφτηκε ότι και κάποια άλλα ζώα θα είχαν τις φωλιές τους στα κλαδιά, σκίουροι, πουλιά, καμιά κουκουβάγια. Φαντάστηκε την βελανιδιά σαν ένα μεγάλο σπίτι το οποίο εξασφάλιζε σε όλους τους ενοικιαστές του, μικρούς και μεγάλους, όχι μόνο στέγη αλλά και τροφή. Αυτή η ιδέα τον έκανε να χαμογελάσει. Αν τα δέντρα είχαν γένος, αυτή η βελανιδιά ήταν σίγουρα μια γιαγιά.
        Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου κι ένιωθε ξεκούραστος. Οι εικόνες της εντατικής είχαν ξεθωριάσει κάπως. Χωρίς να το καταλάβει, άνοιξε τα χέρια του και αγκάλιασε την βελανιδιά όσο μπορούσε. Έδωσε μια σιωπηλή υπόσχεση ότι θα ξαναερχόταν.
        Ξεκίνησε την επιστροφή του μα κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν το ίδιο μονοπάτι. Κάπου είχε στρίψει λάθος και τώρα περπατούσε ανάμεσα σε δύο σειρές από άγριες ροδιές, κάνα μέτρο πιο ψηλές από αυτόν. Όσο προχωρούσε όμως αυτές γίνονταν όλο και πιο πυκνές, τόσο που δυσκολευόταν να περάσει ανάμεσά τους. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στην βελανιδιά και να πάρει άλλο δρόμο. Όμως ήταν αργά… Τα κλαδιά από τις ροδιές, γεμάτα αγκάθια, μπλέκονταν άτακτα μεταξύ τους και σχημάτιζαν ένα πυκνό δίχτυ που τον εμπόδιζε στο περπάτημά του. Σε κάθε βήμα του τα αγκάθια διαπερνούσαν το τζιν παντελόνι και γρατζουνούσαν τα πόδια του. Το μπουφάν του σκάλωνε όλο και πιο συχνά σε μεγάλα μυτερά αγκάθια που γραπώνονταν στο ύφασμα και τον σταματούσαν. Τώρα βρισκόταν σχεδόν ακινητοποιημένος μέσα σε μια αγκάθινη παγίδα που τον γρατζουνούσε ολόκληρο. Έκανε δύο βήματα μπροστά. Ένιωσε τις μύτες των αγκαθιών να σκίζουν το πρόσωπό του. Το αίμα ζεστό κύλησε προς το στόμα του. Το σκούπισε με τα χέρια του και τα έβαλε σαν παρωπίδες στα μάτια. Είχε εγκλωβιστεί μέσα σε αυτό το πλέγμα από αγκάθινα κλαδιά. Η κάθε κίνησή του να απελευθερώσει ένα πόδι ή ένα χέρι, τον έμπλεκε περισσότερο. Οι μυτερές άκρες των αγκαθιών δεν τσιμπούσαν μόνο αλλά όπου σφηνώνονταν, είτε σε ύφασμα είτε στη σάρκα, με κάθε κίνησή του έκοβαν βαθιά. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει λίγο λίγο από αυτό το «φυσικό συρματόπλεγμα». Κοίταξε γύρω του και είδε ότι μετά από καμιά δεκαριά βήματα τα κλαδιά αραίωναν. Αν έφτανε εκεί, τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Έβαλε όλη τη δύναμή του για να ξεκολλήσει τα πόδια από τα αγκάθια που δεν έλεγαν να τον αφήσουν. Με κόπο και με τα χέρια στο πλάι των ματιών του, προχώρησε προς το σημείο που τα δέντρα γίνονταν πιο φιλικά. Σε κάθε βήμα νέες πληγές ανοίγονταν στα πόδια και στα χέρια του. Ένα μεγάλο αγκάθι όργωνε τώρα τα μαλλιά του και έσκιζε το δέρμα της κεφαλής του. Ήταν κοντά στη λύτρωσή του.
       Όταν έφτασε στο αυτοκίνητο και κοιτάχτηκε στο παράθυρο ήταν σαν αιματοβαμμένος πολεμιστής που γύρισε από την μάχη νικητής. Σκούπισε με υγρά μαντηλάκια το πρόσωπο και τα χέρια του. Το παντελόνι και το μπουφάν καταξεσκισμένα όπως η τελευταία μόδα, γεμάτα με χώμα και νωπό ακόμη αίμα, ενθύμια μιας αναμέτρησης με τις αιώνιες δυνάμεις της φύσης. Στο σπίτι έβγαλε τις μπότες και ξάπλωσε στον καναπέ με τα ρούχα. Αποκοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε την γιαγιά του. Καθόταν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και μπάλωνε το τζιν παντελόνι του. Όταν τον αντιλήφθηκε, σταμάτησε το ράψιμο, σήκωσε το κεφάλι της και του χαμογέλασε. Ήταν καλά και οι δυο τους.

Βιογραφικό σημείωμα

Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;