Σήμερα έχω τη χαρά να συνομιλώ στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ μ' έναν νέο ποιητή και συγγραφέα από τα Τρίκαλα,τον Οδυσσέα Νασιόπουλο. Με δύο ποιητικές συλλογές και πολλές διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στο ενεργητικό του, με έτοιμα βιβλία ποιητικού και πεζού λόγου στα συρτάρια του, αποτελεί μια ελπιδοφόρα φωνή νέου δημιουργού. Του εύχομαι τα ΚΑΛΥΤΕΡΑ!
-Οδυσσέα μου, θυμάσαι με ποιους ποιητές πρωτοήρθες σ’ επαφή ως παιδί αναγνώστης;
Δεν θα έλεγα, πως ήμουν τακτικός αναγνώστης μικρός. Ήμουν παιδί της αλάνας χαριτολογώντας, του έξω, βέβαια μεγαλώνοντας αντιστράφηκαν οι όροι. Η πρώτη μου “γνωριμία” σποραδικά ας πούμε ήταν ο Παλαμάς, μετά ο Ελύτης και έπονται έτεροι μεγάλοι. Βέβαια στο σπίτι έλειπαν και σε περίσσιο βαθμό τα βιβλία, εκτός απ’ τις λογοτεχνικές εγκυκλοπαίδειες που μου πρόσφεραν μια κάποια επαφή.
-Και πότε άρχισες να εκφράζεσαι με τον γραπτό λόγο; Ξεκίνησες από την αρχή με ποίηση ή κάποιο άλλο είδος;
Απλά, αν και δεν είναι, κάποια στιγμή πριν 15 χρόνια πάνω κάτω, κάθισα στο μικρό ξύλινο γραφείο μου, στο ίδιο κάθομαι ακόμα, πήρα ένα μολύβι, το ίδιο κάνω ακόμα, ένα τετράδιο σχολικό και έτσι προέκυψε το πρώτο μου δειλό ποίημα. Όπως κατάλαβες, όχι δεν ξεκίνησα από μικρός να γράφω, όπως οι περισσότεροι νομίζω που γράφουν σήμερα, είμαι η εξαίρεση που δεν επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αν έβαζα τον εαυτό μου σε μια χρονομηχανή και πήγαινε πίσω στα χρόνια μου, π.χ. στα 20, και μου έλεγες, πως θα γράφω ποιήματα και όχι μόνο, θα σε έλεγα τρελό. Όλα έχουν την αφορμή τους, όπως ένα ανεκπλήρωτος έρωτας, μια κατάσταση βαθιάς θλίψης, μια στιγμή ψυχολογικής κατάρρευσης, κάπως έτσι λοιπόν με βρήκε η ποίηση, δεν την βρήκα. Για την ακρίβεια το πρώτο μου πρώιμης λογοτεχνίας δημιούργημα ίσως να μην ήταν καν ποίημα, κάτι σαν ιστορικό διήγημα, το διήγημα το οποίο πλέον γράφω παράλληλα και όχι με την ποίηση. Και να φανταστείς ο βαθμός μου στην έκθεση στο σχολείο δεν ήταν ποτέ καλός. Στην πορεία τ’ ανακάλυψα όλα, ποιητές, βιβλία, μελέτη της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και γραμματείας που συνεχίζω αδιαλείπτως, η οποία επέδρασε καταλυτικά στη βελτίωση τρόπου γραφής και έκφρασης. Εν κατακλείδι, η μέχρι τώρα πορεία μου στην λογοτεχνία και όχι μόνο είναι ένας δρόμος αυτοανακάλυψης. Και δεν ξέρω που θα βγει, και θα με βγάλει. Κανείς, δεν ξέρει της μοίρας του τα ανεξερεύνητα.
- Υπήρχαν νέοι στον τόπο που μεγάλωσες που είχατε κοινό ενδιαφέρον για την ποίηση;
Αν υπήρχαν, ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό του τότε δήμου Χασίων, νυν Καλαμπάκας, ονόματι Κακοπλεύρι. Σε μικρή ηλικία μετακομίσαμε στην Καλαμπάκα. Εκεί μαθήτευσα και τελείωσα το σχολείο, μέχρι που έφυγα για σπουδές. Παράλληλα οι συνθήκες μας οδήγησαν οικογενειακώς στην πρωτεύουσα του νομού, τα Τρίκαλα, όπου λίγο μετά την στρατιωτική μου θητεία με βρήκε η ποίηση.Καταλήγοντας λοιπόν, στην αρχή της διαδρομής, όχι δεν είχα κάποιον συνομήλικο με κοινό ενδιαφέρον γενικά στην λογοτεχνία, κι όχι μόνο στην ποίηση, ούτε βέβαια στην οικογένειά μου, μοναχική η πορεία που χάραξα. Βέβαια κατόπιν τους βρίσκεις ή σε βρίσκουν.
- Όλοι έχουμε διαβάσει διάφορα πράγματα. Ποιοι ποιητές και ποιοι συγγραφείς πιστεύεις πως χάραξαν μέσα σου;
Η αλήθεια είναι, από τότε που άρχισα να διαβάζω συστηματικά, έχω φτάσει μέχρι και ένα βιβλίο την βδομάδα. Έχουν περάσει πολλοί ποιητές και συγγραφείς απ’ τα χέρια μου, η βιβλιοθήκη μου έχει γεμίσει πλέον ασφυκτικά. Αλλά λίγοι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού χαράξαν στα μέσα μου. Ένας από αυτούς παραδοσιακά ο Ελύτης, ύστερα ο Σεφέρης, ο Καβάφης, Παλαμάς, γενικά απ’ όλους κάτι παίρνω απ’ το πιο άσημο, μέχρι το πιο σημαντικό. Το αυτό ισχύει και στους συγγραφείς κυρίως ιστορικών βιβλίων, ενδεικτικά ο Καζαντζάκης, Θεοτοκάς, Βενέζης, η Πηνελόπη Δέλτα, Διδώ Σωτηρίου, Καραγάτσης, πρόσφατα ο Σ. Καργάκος. Δεν μπορώ να σου πω, για σημερινούς, ελάχιστοι μου τραβάνε το ενδιαφέρον.
- Πιστεύεις στη στρατευμένη ποίηση, ή αρκεί ο ποιητής να βγάζει την προσωπική του αλήθεια κι αυτό είναι από μόνο του μια μορφή κοινωνικής επανάστασης;
Το αν πιστεύω ή όχι, μα οι ίδιοι οι τίτλοι των δυο μου μέχρι τώρα των συλλογών το μαρτυρούνε. “Ματαιοπονία”, και “Πάλη για ήλιο”. Και τι σημαίνει στρατευμένη ποίηση, πέρα από το να στοχεύει σε κάποια “αφύπνιση”;Με την έννοια αυτή εκπληρώνει ή κάνει και μια επανάσταση όχι κατ’ ανάγκη κοινωνική αλλά και ηθική, πνευματική, συνειδησιακή. Δεν μπορείς εφόσον ζεις, συνδιαλέγεσαι, και αλληλεπιδράς μέσα στον κόσμο, να στέκεις αδιάφορος, αμέτοχος μπρος στο κακό, το σκοτάδι που έχει απλώσει, έχει καταλάβει τα πάντα, κάνει κατοχή στις ψυχές μας, όντας ποιητής, λογοτέχνης να είσαι εκτός αυτού και να γράφεις περί ανέμων και υδάτων. Το θεωρώ καθήκον ή και χρέος. Έτσι λοιπόν επιστρατεύω την αλήθεια της ποίησης ή των κειμένων μου. Ποτέ δεν πήγα απ’ τον ίσιο δρόμο, πάντοτε λοξοδρομούσα, οι καιροί πλέον απαιτούν συστράτευση κι ομόνοια.
- Μέσα από τα «πονήματά» σου “παίζεις” κυρίως με το παρελθόν, με το παρόν, μ’αυτά που οραματίζεσαι για το μέλλον ή με κόσμους φανταστικούς;
Παίζω με όλα, η ποίηση κατά κύριο λόγο σε κατευθύνει να την ανακαλύψεις παντού, στα πρόσωπα, τα πράγματα, τα τοπία, στα συναισθήματα, στις λέξεις, τις εικόνες. Μερικές φορές το παρελθόν γίνεται όχημα, για τον προσδιορισμό της αιτίας. Αλλά πολύ περισσότερο με ενδιαφέρει το παρόν, αυτό που γίνεται σήμερα, τώρα, έτσι θέλοντας να ξορκίσω τα κακώς κείμενά του. Και να ορίσω το καινούργιο, αμόλυντο πια, καθάριο, γεμάτο φως στο μέλλον. Με κόσμους φανταστικούς ή παράλληλους φτιάχνω ιστορίες και πάλι με οδηγώ όχι απλά στο παρελθόν αλλά στο κακό παρόν. Ο χρόνος βλέπεις στην λογοτεχνία είναι υποκειμενικός, δεν είναι ευθύς, μπορεί να πάει πίσω, μπροστά, πολύ μπροστά, πολύ πίσω. Μέχρι να βρεις το σκοπό σου.
- Έχουν μελοποιηθεί ποτέ ποιήματά σου;
Ναι, έχουν μελοποιηθεί. Και απ’ τις δύο συλλογές, μόνο που έγιναν στα πλαίσια της παρουσίασής τους. Στην πόλη μου τα Τρίκαλα. Από καλλιτέχνες της πόλης. Τώρα, αν εννοείς να περιληφθούν σε κάποιο δίσκο ή σιντί ή στο διαδίκτυο, από κάποιον τραγουδοποιό, όχι. Ίσως, και να μην το επιδιώκω.
-Υπάρχουν δημιουργοί της μουσικής ή της στιχουργικής που σε συγκινούν κι εμπνέεσαι από την τέχνη τους;
Και βέβαια, υπάρχουν, πάντα υπάρχουν. Προσφάτως ανακάλυψα τον Θ. Μικρούτσικο, ακούγοντας ένα βράδυ το “Ανεμολόγιο”. Ύστερα ο Μ. Χατζιδάκις, ανεξάντλητος, με ενέπνευσε σε πολλές περιπτώσεις, όπως και ο Θεοδωράκης. Όπως και ο Γ. Μαρκόπουλος, ο Σπανουδάκης. Θα σου ακουστεί παράξενο, αλλά βρίσκω μεγάλο βάθος ποιητικό ή και στιχουργικό στα δημοτικά τραγούδια. Η στιχουργική παράδοση του λαού μας, είναι ανεξάντλητη. Και αν κάτσεις σοβαρά και την αφουγκραστείς θα βρεις πολλά, αν και για πολλούς σημερινούς ομότεχνους αυτά θεωρούνται παρωχημένα, τέλος πάντων.
- Πώς θα ήταν κατά τη γνώμη σου η ζωή σου χωρίς ποίηση και πώς είναι με την ποίηση;
Δεν ξέρω, ίσως να είχα μια μονότονη συμβατική ζωή. Να κατέληγα περιθωριακός ή τρελός δίχως πλάκα. Απ’ την άλλη για να γράφεις ποίηση στις μέρες μας χρειάζεται μια δόση "καλής" τρέλας, όποτε πάλι μέσα είμαι. Ξέρεις, κάπου διάβασα ότι η αλήθεια είναι σαν την ποίηση κι οι περισσότεροι σιχαίνονται την ποίηση, και δυστυχώς είναι μια παραδοχή κι αυτή, λίγοι την καταλαβαίνουν κι ακόμη πιο λίγοι την αισθάνονται. Η ποίηση λοιπόν, είναι ο δικός μου τρόπος να μιλάω για τον κόσμο που βλέπω και νιώθω για ό, τι αγαπώ και πιστεύω. Με κάλεσε, δεν την κάλεσα, κατά βάθος σ’ επιλέγει, δεν την επιλέγεις και αν γίνει αυτό μετά δεν υπάρχει επιστροφή, είναι τυραννία ψυχής με μια και μόνο ανταμοιβή, την ελευθερία. Όσοι γράφουν γενικά όχι μόνο ποίηση, το ξέρουν ή το αντιλαμβάνονται, πως από ένα σημείο και πέρα σε ορίζει. Σου φτιάχνει την ζωή σου στα μέτρα της. Η όποια δημοσιότητα ποτέ δεν μ’ άγγιξαν, τα βραβεία, οι έπαινοι στους διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που έστελνα κατά καιρούς επιδιώκοντας μια κάποια αναγνώριση και βήμα. Με μια έκφραση είναι δημιουργικά μοναχική.
-Τι γεύση σου άφησε μέχρι τώρα η έκδοση των ποιημάτων και των έργων πεζογραφίας που έχεις γράψει;
Σαν αίσθηση γλυκόπικρη, η πρώτη μου συλλογή η “Ματαιοπονία” ήταν αποτέλεσμα Α’ βραβείου πανθεσσαλικού λογοτεχνικού διαγωνισμού εκδοτικού οίκου στο Βόλο το 2012. Και ήρθε ανέλπιστα, ήταν ας πούμε μια κάποια ώθηση. Η δεύτερη η “Πάλη για ήλιο”, ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας, ένα είδος πειράματος, αν και στην ποίηση δεν χωράνε πειραματισμοί, ήταν μια ένωση, ένα πάντρεμα τεχνών φωτογραφίας και ποιήματος, ποιήματα δηλαδή εμπνευσμένα πάνω σε φωτογραφίες. Το αν είχε απήχηση, θα φανεί στο χειροκρότημα. Μέχρι τώρα λίγα ακούγονται, αλλά η αίθουσα είναι μικρή ακόμα. Μη γελιόμαστε, κανείς σήμερα που γράφει ποίηση δεν θα σου πει ότι είναι ευχαριστημένος. Κάθε χρόνο εκδίδονται εκατοντάδες συλλογές στην χώρα μας. Μέσα στο σωρό, προβάλλονται τα λιγότερο άξια, υποβαθμίζονται τα άξια, αλλά δεν χάνονται και περιμένουν. Ο χώρος της ποίησης γενικά βιώνει κι αυτός την κρίση του, όπως τα πάντα σ’ αυτήν την χώρα. Θα έλεγα ότι έγινε πολύ ασύδωτα ελεύθερη, σ’ αυτό συνέβαλε και η κακή χρήση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, τόσο που έχασε το μέτρο και όπου χάνεται το μέτρο ακολουθεί η υπερβολή και η ανουσία. Έχουμε περισσότερους δηλωμένους νέους ποιητές της γενιάς μου, αλλά δεν έχουμε ποίηση, σχήμα οξύμωρο αλλά είναι η αλήθεια και δεν αποποιούμαι καμιάς ευθύνης μου. Υπάρχουν κι εδώ οι υγιείς και μη ανταγωνισμοί, οι ζηλοφθονίες και όλα τα λοιπά “καλά”. Τι χρειάζεται; Να γυρίσει πίσω στις πηγές αέναου φωτός. Απ’ τους αρχαίους ραψωδούς μέχρι τον Σολωμό, κι από κει μέχρι το Η. Κεφάλα, σημαντικό ποιητή της πόλης μου. Να ξαναπιάσει την ομοιοκαταληξία, τα μέτρα, τον απλό στίχο, να ξεφύγει απ’ το εσωστρεφές “εγώ” της, να βγει και να αφουγκραστεί την πραγματικότητα. Καλή η ελευθερία στον στίχο δεν λέω, με αυτό εκφράζομαι κι εγώ, αλλά χρειάζεται τα όριά της.
-Υπάρχουν κάποια σχέδια για το άμεσο μέλλον;
Αλίμονο, αν δεν υπήρχαν, αν και πιστεύω, ότι όποιος κάνει σχέδια σήμερα για το μέλλον κάνει μια τρύπα σε μαύρο νερό. Υπάρχουν συλλογή σχεδόν έτοιμη, μια άλλη συλλογή διηγημάτων έτοιμη. Μια άλλη συλλογή διηγημάτων βασισμένα πάνω σε έθιμα και παραδόσεις της χώρας μας σχεδόν έτοιμη. Μια συλλογή από μικρές ιστορίες και κείμενα που είναι ανέτοιμη. Το συρτάρι του μικρού γραφείου είναι γεμάτο ανέκδοτα, και κατ’ επέκταση τα αρχεία εγγράφων του υπολογιστή. Συν τω χρόνῳ, κάτι θα βγει στο εκδοτικό μετερίζι. “Χρόνου φείδου”, λέγανε οι αρχαίοι. Ένα από τα προτερήματά μου είναι η υπομονή αν και δεν θεωρείται πάντα έτσι, επίσης και η επιμονή.
- Πώς βλέπει το στενό σου περιβάλλον την ιδιότητα του ποιητή και του συγγραφέα;
Μιλώντας για τους οικείους μου, σε κάποιο βαθμό υποστηρικτική. Δεδομένου, ότι είμαι ο μοναδικός μεταξύ τεσσάρων αδερφιών και όχι μόνο, που ασχολείται με την λογοτεχνία και γράφει. Δυστυχώς από θέμα βιοπορισμού η ποίηση, η συγγραφή, εάν είσαι σχεδόν άγνωστος συγγραφέας δεν σου παρέχει ούτε καν τα βασικά. Κι εκεί υπάρχει θέμα, οπότε δεν μπορώ να τους αδικήσω, αν συχνά πυκνά μου το θέτουν. Και δεν μπορείς, να κάνεις αλλιώς απ’ το να βοηθάς ή να δουλεύεις στην οικογενειακή επιχείρηση. Σε δεύτερη φάση, οι καλοί φίλοι και συνεργάτες έπαιξαν καταλυτικά τον ρόλο τους, και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό. Άλλοι πάλι θα αδιαφορήσουν, άλλοι θα σε κατακρίνουν, άλλοι θα σε επευφημήσουν. Όταν αποφασίζεις να εκτεθείς, πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δέχεσαι όλα.
- Μπορείς να σκεφτείς έναν στίχο ποιήματος ή τραγουδιού άλλου δημιουργού που αποτελεί για σένα μότο ζωής;
Δεν έχω έναν μόνο, αν είναι για ένα όμως, θυμάμαι πάντα αυτό απ’ την "Άρνηση” του Σεφέρη:
“Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή”.
-Και κάποιο από δικό σου ποίημα;
Αυτό το μικρό που βρίσκεται, στο οπισθόφυλλο της δεύτερης συλλογής μου, είναι αρκετό:
“…άσε με, να διαβώ, σιωπηλή διαδρομή,
μοιραίο κάλεσμα, ελπίδας έγερση,
για το φως την μάχη, ενάντια
στο σκοτάδι που απλώνει….”
-Σ’ ευχαριστώ Οδυσσέα μου για αυτή τη συζήτηση. Σου εύχομαι τα όνειρά σου να πάρουν σάρκα κι οστά!
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ Αγγελική μου, για αυτήν την εφ’ όλης της ύλης συζήτησή μας και για το βήμα έκφρασης που μου έδωσες.
Καλά δημιουργικά ταξίδια, στον κόσμο των λέξεων και των εικόνων!