Τον Μάρτιο του 2023 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Βακχικόν η ποιητική συλλογή της Σεμέλης Ελένης Καμτσίκη "Μονοκοντυλιά προς την οδό". Ο Δημήτρης Βασιλειάδης θα μας μιλήσει για την εν λόγω δουλειά!
Κάποιες σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή ‘’Μονοκοντυλιά προς την οδό’’ (Μάρτης 2023) της Σεμέλης Ελένης Καμτσίκη των εκδόσεων ‘’Βακχικόν’’
γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης
‘’Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του… Δεν είναι καλό να διαβάσει όλος ο κόσμος τις σελίδες που θ΄ ακολουθήσουν. Ελάχιστοι μόνο μπορούν να γευτούν ακίνδυνα αυτόν εδώ τον πικρό καρπό. Γι’ αυτό λοιπόν, άτολμη εσύ ψυχή, πριν ξανοιχτείς μακρύτερα μέσα σε τέτοιους χερσότοπους ανεξερεύνητους, γύρνα πίσω και μην προχωρείς. Πρόσεξε τι σου λέω. Γύρνα πίσω και μην προχωρείς…
’’ Λωτρεαμόν (‘’Μαλντορόρ’’)
Σ΄αυτό το τσιτάτο πήγε ο νους μου -με το οποίο ξεκινά το πρώτο άσμα του περιβόητου έργου ‘’Μαλντορόρ’’, του μεγάλου Λωτρεαμόν- καθώς έκλεινα το βιβλίο της Σεμέλης Ελένης Καμτσίκη (στο εξής Σεμέλη), ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του. Το οποίο (τσιτάτο), παρά το γεγονός ότι φαινομενικά σε αποτρέπει απ΄ το να διαβάσεις το υπόλοιπο έργο, εν τούτοις, λειτουργεί σαν πρόσκληση-πρόκληση για μια ‘’απαγορευμένη’’, και άρα ελκυστική ποιητική περιπέτεια. Δε σας κρύβω ακόμη, πως η πρώτη φράση που μου ΄ρθε αυτόματα στο μυαλό, διαβάζοντάς την συλλογή αυτή, ήταν,… ‘’καταραμένη ποίηση’’. Είναι λάθος κατά τη γνώμη μου να πιστεύουμε πως όταν μιλάμε για ‘’καταραμένη ποίηση’’ και ‘’καταραμένους ποιητές’’ θα πρέπει να αναφερόμαστε μόνον σε μια συγκεκριμένη εποχή και σε συγκεκριμένους ποιητές. ‘’Καταραμένη ποίηση’’ και ‘’καταραμένους ποιητές’’ θα έχουμε πάντα σε κάθε εποχή.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να πεις, πως εδώ έχουμε μια τέτοια ποίηση ( μιλάω για την ποίηση της Σεμέλης), και είναι πολύ πρώιμο για να καταλήξει κάποιος
σε μια τέτοια διαπίστωση, δεδομένου ότι χρειάζονται κι άλλα στοιχεία για να γίνει κάτι τέτοιο. Απ΄ την άλλη όμως πώς ν΄ αποφύγεις, λέω, τον πειρασμό, όταν οι ‘’αρνήσεις’’ -‘’όλοι οι ποιητές είναι φτιαγμένοι από αρνήσεις’’ λέει ο Σεφέρης- της Σεμέλης είναι τόσο συγγενικές μ΄ αυτές του Ρεμπώ. Λέει π.χ. ο Ρεμπώ: ‘’Είναι, τέλος, κάποιος που σαν τύχει και πεινάς και διψάς σε διώχνει’’ ή ‘’Είναι ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες’’ (‘’Παιδικά χρόνια’’), την ίδια στιγμή που λέει η Σεμέλη: ‘’Είναι κάτι που μου έχει βάλει φωτιά και δεν βρίσκω νερό’’ ή ‘’Είναι ένα συναίσθημα μέσα σ΄ όλα αυτά που δεν μπορώ να το κάνω ποίημα’’ (‘’Της αλεπούς η πυρωμένη ουρά’’). Φαίνεται στα μάτια μου πως υπάρχει τέτοια συγγένεια στον πυρήνα της ποίησής τους, όπως για παράδειγμα ο υπέροχος υπολανθάνων λυρισμός της ο πασπαλισμένος με συναισθήματα ποικίλα, που θυμίζει το πώς δομείται –αν και τελείως ξεχωριστός- αυτός του Μπωντελαίρ.
Π.χ. λέει ο Μπωντελαίρ: ‘’Άσε με ν΄ αναπνεύσω ώρα πολλή, πολλή, το μύρο των μαλλιών/ σου, να βυθίσω όλο το πρόσωπό μου σαν άνθρωπος λουσμένος/ στα νερά κάποιας πηγής…’’ (‘’Ένα ημισφαίριο στα μαλλιά’’), τη στιγμή που λέει η Σεμέλη: ‘’Αλλά όλα είναι τόσο μέτρια μπροστά σου./ Όσο δεν φίλησα όλες τις ερωτικές μου επαφές σε όλη μου τη ζωή, φίλησα εσένα σε ένα βράδυ.’’ (‘’Το πίνω το νερό’’). Τέλος, είναι τόσο όμοιος ο εκρηκτικός ψυχισμός της ποίησής της μ΄ αυτόν του Τζιμ Μόρισον (άλλος μεγάλος ‘’καταραμένος’’)!... Λέει π.χ. ο Τζιμ : ‘’Ουάου είμαι τόσο αηδιασμένος από την αβεβαιότητα και την αμφιβολία’’ (An American Prayer),… και λέει η Σεμέλη : ‘’Σας βαριέμαι αγαπητοί μου. Είστε κουνούπια κι εγώ αίμα, σας απεχθάνομαι και σεις κολλάτε πάνω μου’’ (‘’Αναγκαία σωματική πρίζα’’).
Τέλος πάντων, θεωρήστε παρένθεση την προηγούμενη παράγραφο αλλά μην την βγάλετε απ΄ το μυαλό σας. Την ποίηση της Σεμέλης θα την δω σ΄ αυτό το κείμενο στηριγμένος πάνω σ΄ άλλα στοιχεία. Σε στοιχεία τέτοια, που είναι κατά τη γνώμη μου, θεμελιώδεις αρετές ενός καλού ποιητή, και απαραίτητα συστατικά μιας ωραίας ποίησης.
Η αφοπλιστική της ειλικρίνεια
Στην ποίηση το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Αλίμονο στον ποιητή και άρα στην ποίηση που προσποιείται πως είναι κάτι άλλο έξω απ΄ αυτό που όντως είναι. ‘’Πρέπει να θυμούνται (οι ποιητές), ότι η μόνη δουλειά στην οποία δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα είναι η ποίηση… Αν είσαι ψεύτης, πάντα θα σε ανακαλύψουν…’’ λέει ο Σεφέρης στον Κήλυ. Μπορεί ένα ποίημα να είναι κρυπτικό, μπορεί να χάνεται ο αναγνώστης του πίσω από μεταφορές και συμβολισμούς, από αφηρημένες εκφράσεις, ηθελημένες παρασιωπήσεις που οικοδομούν τον μύθο του,… έως εδώ καλά. Εάν όμως όλο αυτό αποδειχθεί πως είναι μια περιττή φιοριτούρα, ανούσια, για να κρυφτεί και άρα φοβάται ν΄απογυμνωθεί μπρος στον αναγνώστη του (ο ποιητής), για να κρύψει έτσι τους φόβους του και τις ποιητικές του αδυναμίες, τότε αυτό είναι τραγικό. Η ποίηση της Σεμέλης είναι το ακριβώς αντίθετο όσων πριν περιέγραψα. Η ποίησή της είναι τραχιά, σκληρή, φοβίζει με την ειλικρίνειά της. Η αλήθεια όταν λέγεται σ΄ αυτιά που δεν την αντέχουν, τρομάζει. Η αλήθεια αποκαλύπτεται στον τεχνίτη όταν αυτός τολμήσει να μείνει μόνος με τον εαυτό του σε μια επίπονη στο σκοτάδι πορεία στα τρίσβαθά του. Όταν, αφού τρομάξει απ΄ αυτό που θα δει, θα τολμήσει να αρχίσει να αποκαθηλώνει την επίπλαστη απ΄ τις συνθήκες ωραιοποιημένη εικόνα του. Και έτσι ‘’γυμνός’’ και ‘’πρωτόπλαστος’’, όπως όταν βγήκε απ΄ την κοιλιά της μάνας του, θα αντικρύσει ξανά απ΄ την αρχή τη ζωή. Η αλήθεια όμως όσο σπαρακτική κι αν είναι, πάντα λυτρώνει. Η Σεμέλη δεν φοβάται να εκτεθεί, να χαλάσει τη βιτρίνα της, δε ‘’μασάει’’ τους στίχους και τις στροφές της:
‘’Η χλωρίνη χορεύει στα μάτια μου και μου/ ουρλιάζει να ερωτοτροπήσω μαζί της./ Παύση/ Ένα απόγευμα/ τώρα στα κοντά,/ θα πεθάνω.’’ ή:
‘’Το σώμα μου δεν αντέχει άλλο,/ εγώ δεν αντέχω άλλο,/ θέλω να τρέξω σε ένα πάρτι με τόσο δυνατή μουσική όσο/ το ουρλιαχτό μου όταν με βιάζουν οι σκέψεις μου/… γιατί για ένα αιώνιο πάρτι/ εγώ θα ακρωτηρίαζα και τη ζωή μου.’’
Γίνεται δυσάρεστη πολλές φορές:
‘’Μη φοβάστε τις λέξεις/ μη κατουριέστε στις πράξεις./ Μείνετε απλά απαθείς/ ή/ μερικές φορές μη μένετε’’.
Οι ένθεν κι ένθεν ηθικισμοί είναι απέναντί στην ποίησή της. Οι ένθεν κι ένθεν ψευτοευπρέπειες θα της αντιταχθούν, θα την πολεμήσουν, κρυμμένες πίσω απ΄ το ‘’ποιητικώς ορθόν’’, όπως πάντα κάνουν με συνέπεια χρόνια και χρόνια τώρα, μπρος σε κάθε νέο, μπρος σε κάθε τι που δεν μπορούν να προσεγγίσουν. ‘’Δεν υπάρχει ανάμεσα στα παλιά και στα νέα έργα καμιά, απολύτως καμιά αντινομία. Τα μεγάλα έργα των περασμένων μας συγκινούν καθαρά και ξάστερα ‘’αισθητικά’’, και τόσο περισσότερο όσο έρχονται νεότερα έργα να τα δυναμώσουν… Η τέχνη είναι μια απέραντη αλληλεγγύη, και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι την νιώθει, αν δεν νιώσει την αλληλεγγύη αυτή’’, απαντά ο Σεφέρης στον Δ. Τσάτσο όταν αυτός καταδικάζει σαν παρακμιακή και χωρίς αισθητικά ιδανικά -ίδια με αυτά του σπουδαίου παρελθόντος-τη μοντέρνα τέχνη, όταν αυτή άρχισε να εκβάλλει ορμητικά στον πολιτισμό μας στον μεσοπόλεμο, τότε που η κριτική της τέχνης στεκάμενη εχθρικά απέναντί της τη μηδένιζε.
Η ικανότητά της να σε κάνει να αισθάνεσαι
Ένα άλλο στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει την ωραία ποίηση είναι αυτό της ικανότητάς της να μας κάνει να αισθανόμαστε. Να αισθανόμαστε πρώτα, χωρίς να έχει προϋπάρξει λογική επεξεργασία του ποιήματος (η λογική επεξεργασία του έρχεται κατόπιν για να ολοκληρώσει τη συνολική προσέγγισή του) και ως εκ τούτου της ικανότητάς της να μας δημιουργεί εικόνες. Ακόμα και πίσω απ' τους στίχους ενός υπερρεαλιστικού ποιήματος ή ενός ποιήματος μοντερνιστικού ή ενός τέτοιου ‘’αυτόματης γραφής’’, ακόμα-ακόμα κι αν αυτό μοιάζει να είναι περισσότερο ποίημα πρόζας, παρά κλασσικής δομής. Αυτό το στοιχείο μιας καλής ποίησης, έρχεται σαν συνέχεια του προηγούμενου, αυτού της ειλικρίνειας. Μόνον όταν είναι ειλικρινής -‘’εν τη αθωότητί’’ του - πρωτίστως με τον εαυτό του ο ποιητής και μετά με τους αναγνώστες της ποίησής του, τότε αυτό, μ΄ έναν μεταφυσικό θα έλεγα τρόπο, γίνεται βασικό συστατικό της αναγνωστικής τους προσπάθειας, και κάνει το ποίημα καμβά συναισθημάτων και εικόνων. Όπως π.χ. στο ποίημα ‘’Το πίνω το νερό’’:
‘’Αυτό το βροχερό, όμως, βράδυ,/ που ήμασταν κάτω από την ομπρέλα αγκαλιά, το λάτρεψα στιγμιαία./ Ίσως επειδή μαζί σου θέλησα να είμαι ζωντανή./ Η θέα ήταν άθλια/ σε αντίθεση με εσένα…/Στρώσαμε τη μαύρη μου καπαρντίνα στα ψηλά χόρτα και/ ανταλλάζαμε τις διαθέσεις μας επτά ολόκληρες ώρες./ Νύχτωσε κιόλας, αλλά εμείς δεν νυχτώσαμε ποτέ…/ Για πρώτη φορά σε αυτήν την υποθετική μου ζωή, δεν θέλω να/ σκεφτώ/ μελλοντικά συναισθήματα,…/ Αυτό το βράδυ είναι ένα χυδαία τρυφερό βράδυ…/ Δεν θέλω να πω καληνύχτα γιατί ξημέρωσε/ αλλά δεν θέλω να πω και καλημέρα για να μη φύγεις.’’
Η ποιητική συλλογή ‘’Μονοκοντυλιά προς την οδό’’ της Σεμέλης είναι μια παρατεταμένη εξομολόγηση-καταγγελία του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ένας ορισμός των υπαρξιακών του ανησυχιών και αγωνιών. Μην ξεγελιέστε απ΄ την πρωτοπρόσωπη ροή του λόγου της ποίησής της. Μην πέσετε στην παγίδα να τη δείτε αποκλειστικά έτσι. Η ποίησή της μας αφορά όλους. Η ‘’Άρνηση’’ του Σεφέρη πάντα θα επανέρχεται στην ποίηση με άλλους όρους, με άλλον λόγο και έκφραση. Πάντα όμως με συνέπεια και με ‘’απέραντη αλληλεγγύη’’ του παλιού προς το νέο και αντίθετα. Η ποίησή της είναι η εκδίκηση της αμεσότητας καταπάνω στην ποίηση των υπονοούμενων και των υπαινιγμών που πολλές φορές δεν έχουν να πουν τίποτα. ‘’…με δυσαρέσκεια έβλεπα,… από ένα είδος νεοεγκεφαλισμού να ρέπουν όλοι προς την αφηρημένη έκφραση, τις ηθελημένες παρασιωπήσεις –αυτός προπάντων ο φόβος: μήπως τα πούμε όλα- τους μελετημένους υπαινιγμούς,… μια αληθινή πανδαισία για όλα τα γένη των σύγχρονων υδροκέφαλων’’, θα επιχειρηματολογήσει θετικά ο Ελύτης. Η ποίησή της δεν εξωραΐζει τα πράγματα, δεν χαϊδεύει αυτιά. Ενώ η δομή της δίνει την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με πρόζα, εν τούτοις, γρήγορα καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε με ποίηση όμορφη, πρωτότυπη και γεμάτη φρεσκάδα. Ο ποιητικός της λόγος είναι καταιγιστικός, γεμάτος τόλμη και ευθύτητα που σοκάρει, και εκπλήσσει, καθώς εναλλάσσεται με κάποιες στιγμές υπέροχου λυρισμού. Να μην παρασυρθούμε και βιασθούμε λοιπόν να τη χαρακτηρίσουμε κρατημένοι πάνω σε ποιητικά στερεότυπα και ασφαλείς ποιητικές νόρμες. Πρέπει να διαβάζουμε και να προσλαμβάνουμε ελεύθερα την ποίηση και πάντα με την υποψία αλλά και την προσμονή πως πίσω από τους στίχους και τις στροφές της κρύβεται το κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο. Η ποίηση της Σεμέλης είναι πολύ όμορφη και φυσά τον αέρα του ν έ ο υ ! Με την τραχύτητά της μας προσγειώνει σε μια ζωή που μπορεί να την αρνούμαστε και να την ξορκίζουμε, όμως είναι έτσι και υπάρχει. ‘’Ζωή αληθινή, σημαίνει να αρτιώνουμε την α ξ ί α του θανάτου (εγώ θα το μετέφραζα: ‘’της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου’’) μέρα τη μέρα δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο’’ λέει ο Καρούζος. Μόνον όταν συντριπτικά παραδεχθούμε αυτήν τη σκληρή οπτική της ζωής, μόνον τότε θα καταλάβουμε τελικά πόσο όμορφη είναι όντως. Μόνον τότε θα καταλάβουμε πόσο ζωοποιός είναι ο έρωτας. Η ποίηση της Σεμέλης μάς δίνει απλόχερα αυτή την ευκαιρία.
Ξεκινώντας να διαβάζω την ποιητική συλλογή ‘’Μονοκοντυλιά προς την οδό’’, με τους πρώτους στίχους της, πέταξε στον νου μου μια κουβέντα που είπε ο Καρούζος για την ποίηση : ‘’Γυρεύει σήμερα η ποίηση κι αναθυμάται τις ρίζες, αντλεί την πίκρα, οικοδομεί την ωφέλεια της οδύνης’’. Και πώς αλλιώς, αφού οι πιο μεγάλοι χορηγοί της τέχνης είναι ο πόνος κι όλες οι υπαρξιακές μας αναζητήσεις. Ολοκληρώνοντας όμως το διάβασμά της, την έκλεισα μαζί με όλα τ' άλλα αισθήματα και σκέψεις μου, και με μιαν ακόμη κουβέντα του μεγάλου Καρούζου : ‘’Η ποίηση, πάντα, κερδίζει τη νύχτα και χάνει την ημέρα. Γι’ αυτό θα την έλεγα φωτεινή λόγχη μπηγμένη στο μαύρο. Και η ποίηση σπέρνει μέλλον. Έτσι πάντα.’’. Και πώς αλλιώς, αφού, για να εννοήσουμε την ομορφιά της ζωής και του έρωτα, για να αναδυθούμε στο φως, προϋπόθεση για να το καταφέρουμε είναι να καταδυθούμε στις υπαρξιακές σκιές μας και να λευτερώσουμε απ΄ τη μέσα μας σκλαβιά εκείνη τη λυτρωτική κραυγή που λέει:
‘’Τα μάτια μου ζωγραφίζουν καλά ό,τι έχω ζήσει,…/ Βγάλτε το πανί από τα μάτια μου που μου φόρεσαν οι φόβοι μου./ Κοιτάξτε τα/ Και/Σώστε με/ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ’’ (‘’Το πίνω το νερό’’).
Η συλλογή ‘’Μονοκοντυλιά προς την οδό’’ της Σεμέλης Ελένης Καμτσίκη των εκδ. ‘’Βακχικόν’’, στα δικά μου τα μάτια είναι πανέμορφη. Φέρνει, πάντα κατά τη γνώμη μου, έναν φρέσκο αέρα στα πανιά της ποίησής μας.