Θα δούμε την κριτική της Ανθούλας Δανιήλ στη συλλογική έκδοση του ποιητικού έργου της Λίας Σιώμου "Της ζωής και της αγάπης" που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ελευθερουδάκης το 2022!
Μια φωνή από πέρα, από τον ωκεανό
Της ζωής και της αγάπης- Λία Σιώμου
(Ελευθερουδάκης, 2022).
Ω η αγάπη σου για με σαν τότε να ’ταν τώρα
γράφει η Ανθούλα Δανιήλ
(Πρώτη δημοσίευση κριτικής στο περιοδικό Σίσυφος , Νο 22, 2024)
Η Λία Σιώμου βρίσκεται σε μια σχέση ερωτική με την Ελλάδα, την ελληνική φύση, ειδικά την Αττική, με τα μενεξεδιά χρώματα και τα μυριστικά του Υμηττού της, με τη θάλασσα του Σαρωνικού απλωμένη στα πόδια της και με τη μνήμη που όπου και να την αγγίξεις πονεί, όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Πονεί, γιατί καμία καταξίωση επιστημονική στη μακρινή Αμερική, όπου διαπρέπει, δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να σιωπήσει μέσα της την καρδιά της που χτυπά στον ρυθμό της νοσταλγίας. Έγινε Αμερικανίδα χωρίς να πάψει να είναι Ελληνίδα. Έτσι, γίνεται η μνήμη μίτος που πάντα την οδηγεί στην πατρίδα. Ήταν Αντωνοπούλου στο πατρικό της επώνυμο και έγινε Σιώμου για το ποιητικό της έργο.
Στην Αθήνα σπούδασε στο Χημικό του Πανεπιστημίου Αθηνών «κατά λάθος», αλλά και από ενδιαφέρον να γνωρίσει «τι γίνεται στο μοριακό επίπεδο της ζωής». Κι έτσι έφυγε στην Αμερική και συνέχισε με Βιοχημεία στο Master’s of Science στο Michigan State University και διέπρεψε στο Department of Energy στο Argonne National Laboratory Illinois. Η επιστήμη της κορώνα, αλλά αν της δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία θα σπούδαζε Φιλολογία, γιατί ως ποιήτρια αισθάνεται ότι δεν μπορούσε να εκφραστεί όπως ήθελε στην Αμερική. «Αυτή είναι η σοβαρότερη πληγή του απόδημου και η μοίρα του ξενιτεμένου». Έτσι, όπως ο Ανδρέας Κάλβος λέει μία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει η Λία Σιώμου λέει: μια και μόνη η Αττική με κυριεύει, η Ποίηση με γοητεύει, η Ελλάδα με μαγεύει, τα μοσχολούλουδά της και τα δειλινά της θέλω να τραγουδήσω και τον χαμένο χρόνο μου να ξανακεδρίσω, στο φως της μέσα να αναδυθώ.
Θυμάμαι τους κήπους με τα γιασεμιά
τις ανεμώνες και τα γιούλια
τις γλάστρες με τα βασιλικά
το άρωμα που χύναν τα ζουμπούλια
Η Σιώμου, λόγω εμπλοκής με τα επιστημονικά της, δεν πρόλαβε να εντρυφήσει στη μοντέρνα ποίηση. Η καρδιά της, όταν έφυγε μακριά στα ξένα, έμεινε γαντζωμένη στους παραδοσιακούς ρυθμούς. Γι’ αυτό καλλιγραφεί με μέτρα και σταθμά της παραδοσιακής ποίησης. Η ομοιοκαταληξία έχει σπουδαία θέση στον στίχο της και οι ρυθμοί παίζουν ανάλογα με τις διαθέσεις του καιρού ή τα χρώματα με τα οποία ο ήλιος βάφει τη μέρα, όταν αναδύεται από τον ωκεανό απέναντι από τη βεράντα της στο Singer Island τον φαντάζεται σαν να προβάλει από κάποια κορφή του μενεξεδένιου Υμηττού και αισθάνεται τη δόνηση από μακριά σταλμένη.
Στιγμή σταλμένη από ένα χέρι/ που είχα τόσο αγαπήσει/ με πρόφταξες ίσια στη δύση /σα μαύρο περιστέρι, λέει στη συλλογή Στροφή ο Σεφέρης.
Ενώ αυτή την καίρια στιγμή ο Οδυσσέας Ελύτης την περιγράφει σαν μια σαΐτα ξεκινημένη από μακριά. Ο μακρινός ξένος ωκεανός, απλωμένος με τα αχανή νερά του πυκνώνει στον προσιτό στην αγκαλιά της ματιάς της Σαρωνικό, όπου η μεγάλη και η μικρή κλίμακα καταργούνται για να βρουν επαφή και ταυτότητα … Κι αν δεν υπάρχει το κοντάρι της Αθηνάς στην Ακρόπολη να λάμπει, εκείνη με τα μάτια της ψυχής της το βλέπει πιο δυνατό από τον πυρσό στο άγαλμα της Ελευθερίας στην Αμερική. Στα τάσια της συναισθηματικής της ζυγαριάς, δύο πατρίδες μπαλαντζάρουν, γέρνοντας όμως περισσότερο προς την Ελλάδα και την ποίησή της.
Για την Σιώμου, η ποίηση είναι μία και ακατηγοριοποίητη. Είναι η λυρική έκφραση όπως πέρασε από τους αιώνες και έφτασε σ’ εμάς. Άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς, με άλλη μορφή και τρόπο, ο κάθε ποιητής και η κάθε ποιήτρια τον δικό της καημό έφερε στο φως και δεν πρέπει να υποτιμούμε τα λόγια που αναβλύζουν από την ψυχή για να τον εκφράσουν, όποια μορφή κι αν έχουν. Γιατί αν κάτι έχει αξία είναι η αλήθεια και όχι η έξωθεν επιβαλλόμενη μόδα της μίμησης του νέου. Άλλωστε οι καιροί τα έδωσαν όλα και τώρα πια μοιάζει σαν η ποίηση να κάνει κύκλο για να επιστρέφει στην πρώτη εμφάνισή της στον λόγο, και να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή όπως ο ουροβόρος όφις δαγκώνει την ουρά του…
«Η ποίηση δεν διαχωρίζεται σε κατηγορίες» είναι μία εν εξελίξει. Η λυρική φωνή που θέλει να μιλήσει και να εκφράσει τις βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματα από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, δεν κοιτάζει το καλούπι. Γιατί το καλούπι είτε το υπερτιμήσει είτε το υποτιμήσει κανείς θα κάνει λάθος. Τη σωστή ρότα τη δίνει η καρδιά. Τον ρυθμό της καρδιάς ακολουθώντας δίνει την αλήθειά της. Έτσι κι αλλιώς τα θέματα της ποίησης είναι πάντα ίδια. Οι τρόποι εκφοράς του λόγου διαφέρουν, συγκινούν, ξαφνιάζουν ή απωθούν μέχρι στις μέρες μας που, ασθματικά και χοροπηδηχτά τείνουν να καταντήσουν άλλοτε τελείως πεζά ανακοινωθέντα και άλλοτε τραγούδια ραπ της οργισμένης νεολαίας.
Άλλωστε, οι διαχωρισμοί σε εποχές και τάσεις είναι αναγκαίες μόνο για τη μελέτη· η Ποίηση η ίδια δεν γεννήθηκε με ταμπέλα, αλλά ακολουθούσε τον ρυθμό της εποχής της, ο οποίος ήταν απόρροια του ρυθμού τη ψυχής του ποιητή που κι αυτόν τον επέβαλλε, άλλοτε ο πόλεμος και η αγάπη για την πατρίδα, άλλοτε ο έρωτας και ο θάνατος, άλλοτε τα βάσανα της ζωής, η περιπέτεια και η ταλαιπωρία και όλα απλώθηκαν στο τραπέζι σαν «έννοιες εύγευστες» που λέει ο ποιητής κρινόμενες από την αλήθειά τους και όχι από τη μορφή τους. Όσες μόδες, όσες τεχνοτροπίες, ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν ειπωθεί, η Ποίηση είναι μία και μόνο κριτήριο η αλήθεια της. Βεβαίως υπάρχουν και κάποιοι κανόνες ανάλογα με το είδος, αλλά αν τηρούνται οι κανόνες αλλά δεν υπάρχει ουσία, τότε το δώρον είναι άδωρον. Έτσι κάθε νέο ρεύμα ή Σοχή ερχόταν να αντικαταστήσει το προηγούμενο αλλά και πάλι το εμπεριείχε. Να θυμίσω πως δεν υπάρχει εξέλιξη που δεν πατάει στην παράδοση και ακόμα να πω πως και οι μεγαλύτεροι ρηξικέλευθοι της Ποίησης έχουν θεμελιωθεί πάνω στα γερά αγκωνάρια της παράδοσης για να χτίσουν ναό νέο ή, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ελύτης η παλιά ποίηση «Ναού νέου να ’ναι αγκωνάρι» (Τα Ελεγεία της Οξώπετρας).
Να θυμίσω επίσης πρόχειρα πώς ο Γιώργος Σεφέρης αξιοποιεί τον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο από τον Ερωτικό λόγο, «Ρόδο της μοίρας γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις» στην αρχή, σε όλη την ποιητική του πορεία μέχρι και το τελευταίο ποίημα της ζωής του -το «Επί Ασπαλάθων»- όπου ο προτελευταίος στίχος «Και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι» εκφράζει, σκόπιμα νομίζω, όλο το μένος μιας φορτισμένης ψυχής για τον τύραννο, με τρόπο παραδοσιακό. Και έτσι σε ένα μοντέρνο ποίημα συνυπάρχουν όλες οι διαθέσεις, οι οποίες σταδιακά εξελίσσονται, φορτίζονται και το πουθούμενο γίνεται κατορθωτό με τον δεκαπεντασύλλαβο. Υπάρχει πάντα δυνατότητα να συνυπάρχουν όλοι οι τρόποι μέσα σε ένα μοντέρνο ποίημα, ο καθείς και το συναισθηματικό του φορτίο και το «Επι ασπαλάθων» αυτό αποδεικνύει. Γιατί σ’ αυτόν τον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο, έψαλε ο ελληνικός λαός τα πάθη του και πάνω του στηρίζεται όλο το δημοτικό τραγούδι… Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε, γράφει σε δεκαπεντασύλλαβο ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του, χωρίς βεβαίως να ξεχνάει τους τροχαίους και τους ανάπαιστους. Έτσι έχει μάθει η ελληνική ψυχή να τραγουδά και να ακούει. Η ελληνική γλώσσα έχει ρυθμό. Περπατάει χορεύοντας και όχι μόνο στην ποίηση. Οι λέξεις, χωρίς κανείς να τις πιέσει, παίρνουν τη θέση που στην έκφραση του Έλληνα ανεπαισθήτως, σαν νότες σε πεντάγραμμο χωρίς οι ίδιες να έχουν γνώση της αποστολής και του αποτελέσματος. Ο τόνος, άλλοτε στη λήγουσα κι άλλοτε στην παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα, υπάρχει πάντα για να μας δείχνει την ανάσα του ποιητή, τη χαρά του, τη λύπη, το πένθος και το βήμα του. Να γιατί η ποίηση της Λίας Σιώμου συγκινεί και μάλιστα συγκινεί βαθιά.
Η Λία Σιώμου ποιητικά μοιάζει με ερημονησίδα στη θάλασσα του κόσμου, αφού μόνο στη γλώσσα του ο ποιητής/ η ποιήτρια καταξιώνεται και κατά συνέπεια, η γλώσσα της μόνο στους ομόγλωσσους και ευαίσθητους απευθύνεται. Το πλούσιο μωσαϊκό της γλωσσικής αμερικανικής Βαβέλ ενώνει όλες τις ψηφίδες σε μια χοάνη -την κοινή Αγγλική- που ο καθένας ανάλογα με τη δική του κοινωνική βαθμίδα και παιδεία χρησιμοποιεί τόσο μόνο ώστε να εξασφαλίσει την επικοινωνία και τη λογική. Όμως, όσο και αν ο απόδημος σκέφτεται στην Αγγλική γλώσσα, στη δική του μόνο αισθάνεται και ας μεταγλωττίζει κάθε στιγμή ότι ο νους του συλλαμβάνει και η καρδιά του σκιρτά. Γιατί η γλώσσα της ποίησης είναι γλώσσα ψυχικής επικοινωνίας, μαγείας και θείας κοινωνίας.
Στην ποίηση, ειδικά, ο καθένας μόνο τη φωνή της μάνας πατρίδας ακούει μέσα του κι αυτήν αναπαράγει. Το ποικίλο πολυσύνθετο αμερικανικό κοινό έχει τα δικά του πάθη και δεινά να ψάλει, μακρινά για τον κάθε ξένο, που ποιος ξέρει ποιος από τους τριανταδυό ανέμους τον έφερε στη χώρα της ευκαιρίας και βρήκε κλαδάκι να σταθεί. Πουλάκι ξένο ξενιτεμένο, λέει το δημοτικό μας τραγούδι. Η Λία Σιώμου, να το τονίσουμε, αγαπά τη χώρα όπου σταδιοδρόμησε και αναδείχτηκε επιστημονικά, που γέννησε τα παιδιά της και απέκτησε εγγόνια. Τη γη που σκεπάζει τον άντρα της. Αγαπά και τη γλώσσα της γι’ αυτό γράφει και στα Αγγλικά. Το βλέμμα της πέφτει συμπαθητικό στο περιβάλλον που με τα χρόνια έγινε και αυτό δικό της. Ψηλά στο λόφο, όμως, ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ, στο βάθος της καρδιάς της γέρνει προς την γενέτειρα, όπου μια μικρούλα ζει πάντοτε εκεί που γεννήθηκε, στη δροσιά της Αττικής, στα αρωματισμένα χρώματα του Υμηττού, στην «Αυλή της οδού Πέλοπος», στα λουλούδια και τα γαριφαλάκια που είχε φυτέψει ο παππούς, που μεγάλωναν και άνθιζαν όπως ο μεγάλος φιόγκος στα μαλλιά της μικρούλας Λίας. Δεν ξεχνιούνται οι βιολέτες της Αγίας Ειρήνης, ο Πεύκος της Ερυθραίας, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι. We are what we dream, μας λέει, είμαστε ό,τι ονειρευόμαστε. Όλα αυτά τα φαινομενικώς συνηθισμένα και μικρά μέσα στην αντικειμενική εκίμησή τους, γιγαντώνονται με τη νοσταλγία. Γίνονται σπουδαία και σημαντικά, άλλωστε η Λία Σιώμου στη ζωή της έβαλε έναν όρο:
Δε θα δώσω ούτε λίγη/ σημασία στο τίποτα / στη ζωή μου έταξα./ Και θε να βρω χαρά / στο απλό το τριφύλλι/ σε πελάου πνοή/. Κάπως έτσι το είπα.
Το ασήμαντο, λοιπόν, δεν είναι αυτό που φαίνεται ασήμαντο και το σημαντικό είναι αυτό που η μνήμη συγκρατεί ως τέτοιο. Υπάρχει για τον καθένα μας ένας ιδιωτικός παράδεισος σημαντικών «ασημάντων».
Οι παραπάνω στίχοι αποτελούν τον επίλογο σ’ ένα μεγάλο ποίημα που έγραψε στις 14- Σεπτεμβρίου 2003. Και να που συμπληρώθηκαν ήδη είκοσι χρόνια από τότε και σχεδόν ένας χρόνος από τη συγκεντρωτική έκδοση (τον Ιανουάριο του 2022), από τον εκδοτικό Οίκο ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ με τίτλο Της ζωής και της αγάπης.
Στους στίχους της θα βρούμε όλη την ουσία τη ποίησης, της δικής της και των άλλων. Τη θυμοσοφία, τις λαϊκές ρήσεις, τα κατασταλάγματα της ανθρώπινης σοφίας, τα σημάδια τα εγκαυστικά της εμπειρίας, την έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας, τη ματαιότητα, την προσωρινότητα, το ανεξιχνίαστο μυστήριο :
Και τ’ άστρα στο στερέωμα απείρως πολλά.
Και η απόσταση των αστέρων έτη φωτός.
Όση και η δική μου από τους συνανθρώπους μου.
Χαμένη νιώθω, μικρή
σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
«Θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μου έλεγε να μάθω στη ζωή να ξεχωρίζω τα πρόβατα από τα ερίφια. Αλλά δεν μου είπε σε ποια αγέλη να καταταγώ. Και κατέληξα περιπλανώμενη σαν τους Ιουδαίους. Συχνά παριστάνω το πρόβατο για να ξεγελάσω τα ερίφια γύρω μου και συχνά γίνομαι ερίφιο για να προφυλάξω το πρόβατο εντός μου».
Μια ζωή νομίζουμε ότι το ένα, ότι το άλλο…
Τελικά, νομίσματα η τιμή του τετιμημένου.
Μια ζωή βλέπουμε, αντικρύζουμε αντικατοπτρισμούς.
Αλήθειες κρυμμένες σ’ ανταύγειες.
Ζωές παιγμένες στα ζάρια για κάτι νομίσματα.
Ερμηνείες πάμπολλες καταστάσεων
Και διαλέγουμε μία.
Κι έτσι χαράζουμε το δρόμο μας
στη θεωρία του αντικατοπτρισμού
της πιθανής ουτοπίας.
(2004)
Η Λία Σιώμου αντλεί τα θέματά της από την καθημερινή οικογενειακή ζωή, από τη θρησκευτική μας παράδοση, από τα πάθη της και από τις πληγές της μνήμης, αλλά και από τις όμορφες αναμνήσεις. Όλη η ψυχή ένα θησαυροφυλάκιο και όλοι οι θησαυροί με την ταμπελίτσα τους -το όνομα, την ημερομηνία και τον τόπο- για να δείχνουν τη ρίζα τους, την καταγωγή, την εντοπιότητα, την αθηναϊκή αυλή, την παιδεία την ελληνική, την επίδραση την κλασική. Παράλληλα υπάρχει και η άλλη πατρίδα, με τα παράξενα ονόματα– The Pier, Long Island, Chesapeake, York River, Oregon Coast- και άλλα ακόμα πολλά, οικεία σήμερα στη γλώσσα μας πια, μα ξένα οπωσδήποτε που έχουν κι αυτά αφήσει το δακτυλικό τους αποτύπωμα στις σελίδες της ψυχής· σε άλλα δόθηκε η χάρη να φανούν σε άλλα όχι και είναι πολλά ακόμα, πάρα πολλά.
Ο στοχασμός της Λίας Σιώμου έχει πήξει· ο μούστος της ζωής έχει κατασταλάξει σαν το παχύρευστο πετιμέζι. Ο έρωτας χάθηκε. Ο χρόνος πέρασε. Δεν τρέφει αυταπάτες, αφήνει όμως μια χαραμάδα: ποιος ξέρει, στην άλλη ζωή «Ίσως εκεί εκπληρωθούν /τα επί γης ανεκπλήρωτα».
Στο σούρουπο ψιθύρους δεν ακούς; / Σκιές που σμίγουν με γλυκόλογα/ αγάπης δεν τις βλέπεις;
Η Λία Σιώμου και ακούει και βλέπει. Γι’ αυτό εκεί στη μακρινή Αμερική, θεμέλιωσε μεγάλη γέφυρα και στέλνει ποιήματα για να γεμίσει το κενό, να περπατήσει στα νερά πάνω από τον μεγάλο ωκεανό, να ψαύσει τις σκιές, να αιχμαλωτίσει τους ψιθύρους, να απολαύσει τη χορωδία των γλυκόλαλων αηδονιών της Αττικής μέσα στο φως…
Η φωνή της από πέρα, από τον ωκεανό, επί πετρύγων ανέμων φτάνει στην Ελλάδα και κινεί τα αρώματα του τρελού μας Υμηττού.
Ανθούλα Δανιήλ