Θα δούμε τις εντυπώσεις της Βαρβάρας Χριστιά από την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής "Post" του Βασίλη Σπ. Μπότσιου, που κυκλοφόρησε το 2023 από τις Εκδόσεις Τύρφη!
Διαβάζοντας
«POST» ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠ. ΜΠΟΤΣΙΟΣ, (Ποιήματα, Εκδόσεις Τύρφη 2023)
Εντυπώσεις από την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του Βασίλη Σπ. Μπότσιου, με τίτλο «POST» από τις εκδόσεις «Τύρφη»
Τα ποιήματα του Βασίλη Μπότσιου είναι μηνύματα που μπαίνουν σε μπουκάλι και ρίχνονται στη θάλασσα. Ίσως για τον ίδιο να είναι αρκετό το ότι γράφτηκαν, επιτέλεσαν δηλαδή τον σκοπό τους, του προσέφεραν την αποφόρτιση, την ανακούφιση που χρειαζόταν. Με κάποιον μαγικό τρόπο όμως αυτά τα μπουκάλια τα βρίσκει πάντα κάποιος ναυαγός. Γιατί έτσι είναι η ποίηση, όσο τη χρειάζεται ο ποιητής, άλλο τόσο τη χρειάζεται και ο αναγνώστης.
Ο Μπότσιος γράφει αβίαστα, έτσι όπως σκέφτεται μεγαλόφωνα κάποιος, γράφει ανεπιτήδευτα, έτσι όπως μιλά κάποιος εκ βαθέων σε έναν φίλο, χωρίς πολλά φτιασίδια, χωρίς πλουμιστά κι ανούσια λόγια, αλλά τόσο διεισδυτικά και με τόση αλήθεια. Σαν τον πεπειραμένο τραγουδιστή που χωρίς μικροφωνικές, χωρίς ορχήστρα βγαίνει στη σκηνή και τραγουδάει a capella με μόνα ερείσματα τη φωνή και την ψυχή του. Ποιήματα που με αυτόν τον πρωτότυπο εκφραστικό τους τρόπο, βάζουν νου και ψυχή να αναμετρηθούν με την ίδια μας την ύπαρξη, το νόημα της ζωής.
Εστιάζει σε στιγμές της καθημερινότητας, οι οποίες μπορεί να φαίνονται απλά και ανούσια γεγονότα, όμως είναι στην πραγματικότητα η ίδια μας η οπτική για τη ζωή, ο τρόπος που έχουμε επιλέξει να ζούμε και να αφήνουμε το χνάρι μας.
Μια βαθιά, σχεδόν σπαρακτική νοσταλγία, για τα όμορφα που μας προσπερνούν, για τους δικούς μας ανθρώπους που δεν μοιραζόμαστε όσες στιγμές θα θέλαμε ή θα έπρεπε, μαζί τους, για την ποιότητα της ζωής μας, ακόμη και για τον θάνατο που κι αυτός υπάρχει και κάποτε γίνεται άδοξος, ή φθάνουμε σε αυτόν χωρίς να έχουμε στην πραγματικότητα ζήσει, ή ζώντας σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ.
// αντρόγυνο σε ασπρόμαυρη φωτογραφία
εξήντα και κάτι χρόνια μαζί
κανείς τους δεν πρόλαβε
να πει τα λόγια που
θέλησαν ν΄ ακούσουν
τώρα πέρασε ο καιρός
πέρασαν κι αυτοί γίναν
μάρμαρα κίτρινα
που χορταριάζουν
το ένα πάλι
στ΄ άλλο. //
Μια φιλοσοφική σκέψη πάνω στη ζωή του ανθρώπου, στον χρόνο, στον κόσμο, δοσμένη με λέξεις απλές, που όμως συν-αρμολογούμενες δημιουργούν πολύ δυνατά νοήματα. Εστιάζει στο εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης και στο πόσο λάθος μοτίβο ακολουθούμε στη ζωή μας χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας αυτό το δεδομένο. Και μας λογχίζει γλυκά να αφυπνιστούμε, να αντιληφθούμε πως η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ευκαιρία να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη, να αλληλοεπιδράσουμε και να ανταλλάξουμε συναισθήματα πριν την αναχώρηση. Να πάμε ένα βήμα μπροστά τον κόσμο.
Κι όλα αυτά γραμμένα με μια γαλήνια πένα, μια πένα που δεν μας αναστατώνει, δεν μας αγχώνει, δεν έχει ύφος διδακτικό, ή ύφος αυθεντίας. Τουναντίον μάς ξυπνά από τον λήθαργο με ήρεμο και γαλήνιο τρόπο (σφάζει με βελούδο) και μας ωθεί στο να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητες που έχουμε δώσει στην καθημερινότητά μας, να επανεκτιμήσουμε την αξία της ζωής, το σύντομο του περάσματος, της αγάπης, του μοιράσματος, της συνύπαρξης, της αλληλεγγύης που της οφείλουμε.
// αναχωρητής
λένε πως κάποιες βόμβες είναι καλές
και κάποιες βόμβες είναι κακές
δεν εξαρτάται ποιον σκοτώνουν
αλλά ποιος τις ρίχνει
κι όλα εν τέλει είναι σχετικά
είναι όπως ήταν πάντα
κυλάει το νερό κυλάει το αίμα
ρίχνουν βόμβες για να εκδικηθούν
αυτές που ρίχτηκαν
σκοτώνονται για να εκδικηθούν
αυτούς που σκοτώθηκαν
διαβαίνει η ζωή
διαβαίνει ο θάνατος
οι πιο σοφοί λένε πως δίχως
το ΄να δεν έχεις τ΄ άλλο
ξέπεσε η ιστορία σε αριθμητική
η δικαιοσύνη σε εκδίκηση
κάποτε θα πεθάνω κι εγώ
από μια βόμβα ή από παχυσαρκία
και θα νιώσω μες στον φόβο μου
μια κάποια μορφής γαλήνη
πως σαν γλυφό νερό κύλησα
σε δάση και σε βράχια
και δεν άλλαξα τίποτα
δεν χάλασα. //
Η ιδιαίτερη ψυχή ενός Ηπειρώτη που κατοικεί στην Αγγλία, αλλά οι ρίζες του είναι πάντα χωμένες βαθιά κι ασάλευτες, στη γη της Ηπείρου, του δίνουν τη στήριξη αλλά και τα θρεπτικά εκείνα συστατικά για να βλασταίνει και να καρποφορεί. Η μνήμη και η νοσταλγία υπαγορεύουν πολλές φορές στην πένα του ποιήματα γεμάτα τρυφερότητα κι ευαισθησία.
// ηπειρώτικο (1)
γέμισε αγκάθια ο κήπος
μαύρισε ο ασβέστης στο περβάζι
ξεράθηκε η σκαμνιά
πατώ σε χορταριασμένα λιθάρια
όπου κι αν κοιτάξω γύρω υπάρχει
μόνο ό,τι κάποτε υπήρξε
γύρω από τη μασίνα
η πίτα στο ταψί
τώρα οι πεθαμένοι
με τους πεθαμένους
και τα παιδιά τα εγγόνια
σε ξένους τόπους
μπροστά σε οθόνες
αφεντικά γυμναστήρια
κοσμικές συνάξεις
αποπληρώνουν δάνεια και
λησμονούν. //
Η γραφή του έλκει τον αναγνώστη, έχει δε αυτή την ιδιαιτερότητα, αυτό το χρώμα και το ύφος, που αν διαβάσεις ένα ποίημα χωρίς να ξέρεις ποιος το έγραψε, μπορείς αμέσως να καταλάβεις πως είναι δικό του. Σε οδηγεί σε αυτό η εσωτερική, βαθιά συγκίνηση που σου προκαλεί.
Η ποίηση του Μπότσιου ριζώνει στην ψυχή κι αναρριχιέται πάνω σου σαν κισσός, σε κυκλώνει σαν αγκαλιά μάνας που από τη μια σε προστατεύει, σε γεμίζει αγάπη και στοργή, αλλά ταυτόχρονα σου ρίχνει και τον μίτο να βρεις την άκρη του, γιατί η ζωή είναι εκεί έξω και πρέπει να τη ζήσεις. Να τη ζήσεις και να την τιμήσεις με το πέρασμά σου από αυτή.
Βαρβάρα Χριστιά