Θα δούμε την κριτική της λογοτέχνιδας-φιλόλογου Καλλιόπης Ι. Δημητροπούλου για την ποιητική συλλογή του Μανόλη Ν. Ρουσσάκη "Θυμωμένο εργοτάξιο" που κυκλοφόρησε το 2023 από τις Εκδόσεις Κοράλλι!
«Θυμωμένο εργοτάξιο», Μανόλης Ν. Ρουσσάκης, εκδόσεις «Κοράλλι», Αθήνα 2023
«Θυμωμένο εργοτάξιο», Μανόλης Ν. Ρουσσάκης, εκδόσεις «Κοράλλι», Αθήνα 2023
γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
«Θυμωμένο εργοτάξιο» είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Μανόλη Ν. Ρουσσάκη κάτω από τον οποίο στεγάζονται 42 ελευθερόστιχα ποιήματα. Τίτλος πρωτότυπος και ιδιαίτερος, τίτλος γρίφος.
Θυμώνει άραγε το εργοτάξιο, αναρωτήθηκα, μόλις αντίκρισα το καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου. Και ποιο είναι το εργοτάξιο του ποιητή; Ποια στοιχεία/υλικά δόμησης περιέχει; Και τι θα οικοδομήσει ο ποιητής;
Η απάντηση έρχεται από τον ίδιο στο ομώνυμο ποίημα: «Θυμωμένο εργοτάξιο, στη σκέψη μου, ο αρχαίος κόσμος.»
«Υγρή στα λίθινά μου μπράτσα η άμμος/απ' τα θεμέλια ρουκούνια του αρχαίου μόχθου».
Θεμέλιο λίκνο του το εύμορφο παρελθόν, όπως ακριβώς το έχει βιώσει και το έχει διατηρήσει στη μνήμη του, θεοφύλακτο και ζωοφόρο.
Τα γεννοφάσκια της ποίησής του τα οφείλει στα ριζώματα της ανθρωπιάς και του ήθους του παλαιού κόσμου ο Μανόλης Ν. Ρουσσάκης.
Όλη η ποιητική συλλογή δομείται πάνω στην αναμέτρηση του παλιού με το νέο. Είναι μια εναντίωση στον σύγχρονο κοινωνικό κομφορμισμό. Μια ρωμαλέα αντίσταση στον επίπλαστο σύγχρονο τρόπο ζωής, αντίληψης, παιδείας, συγκρότησης και κοσμοθεωρίας. Ως ένας από τους σωσμένους, παλεύει για τη σωτηρία ήθους και πνεύματος μέσα από τις παρακαταθήκες που τον γαλούχησαν. Μέσα από την πένα του ο Μανόλης Ν. Ρουσσάκης επιθυμεί να νοηματοδοτήσει τον σύγχρονο κόσμο, να στιγματίσει την κενότητα που τον διακρίνει και να του προσδώσει τον ουμανισμό που έχει εκλείψει.
Εξομολογητική και γενναία ποίηση, μια ειλικρινής εξομολόγηση προς εαυτόν και προς τους αναγνώστες: «Μικρή διήγηση η ζωή μου, μα μου δείχνει όσα δεν πρόφτασα ώς τώρα να γνωρίσω», δηλώνει ο ποιητής.
Ο προσωπικός του καθρέφτης, στημένος μόνιμα στο έναστρο ποιητικό του πεδίο, καθρεφτίζει τα πρόσωπα και τις εικόνες που εγγράφηκαν στο είναι του και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και τη ζωή του. Συνομιλεί μαζί τους, εμβαθύνει στις ανηφορικές διαδρομές τους και κατηφορίζει στις κατακτήσεις τους, αναμοχλεύοντας σχολαστικά τα παλιά βιώματα για να καταγράψει αλήθειες, ανεπάρκειες, παράπονα, ματαιώσεις, επισημάνσεις, διαπιστώσεις. Μέσα από τα αντιθετικά δίπολα παλιό-νέο, ζωή-θάνατος, χιόνι-ήλιος, ζέστη-κρύο, πόνος-λύτρωση, που δομούν την ποιητική συλλογή, ο ποιητής καταφέρνει να απογυμνώσει την ασχήμια και να μας θέσει την απεικόνιση του πραγματικού βίου και λυτρωτικού ανθρωπισμού.
Είχε την τύχη ο ποιητής, την ίδια τύχη είχαμε, να ζήσει την παιδική του ηλικία σε φυσικά τοπία, σε τόπους ευλογημένους με δυνατές και αληθινές εικόνες και εμπειρίες που καθόρισαν την μετέπειτα ζωή του. Έτσι, ο ποιητής έγινε φίλος με το χιόνι «για να σκαλίζει χαράξεις μικρογλυφικές» στο κορμί του, συνοδοιπόρος με τον «δεσπότη πυρωμένο ήλιο των αλκυονίδων ημερών», «με τον αγύρτη ήλιο που αγκαλιάζει τις στιλβωμένες σκέψεις του» και τις «πλούσιες αντιθέσεις της ψυχής του».
Με τον εαυτό του καλύτερο φίλο και με τον λόγο ζυγισμένο πάντα, ανατρέχοντας στο ακμαίο παρελθόν, εστιάζει στα άγευστα σημεία του παρόντος και στοχάζεται, κρίνει, συγκρίνει, επεξεργάζεται και αναπολεί τη μετάλλαξη του τωρινού καιρού. «Να τ' αποφύγω προσπαθώ/ τα "ξόανα" τα αποκρουστικά,/ των νέων εποχών των "ψωριασμένων"».
Κι αλλού: «Αυτός ο κόσμος πριν μεταλλαχθεί οριστικά,/ πρέπει μια τελευταία τακτοποίηση να κάνει•/ να συλλαβίσει τα κρυμμένα άγνωστα μυστήρια».
Άλλοτε νοσταλγική και εξωστρεφής η ποίησή του και άλλοτε φιλτραρισμένη μέσα από μια επίπονη και αυστηρή εσωστρέφεια, γίνεται καταγγελτική και υψώνεται ως δίκοπο μαχαίρι απέναντι στο δύσμορφο παρόν, πάντα όμως καταλήγει φωτεινή και ελπιδοφόρα προοπτική.
Τα μικρά, απλά πράγματα παίρνουν άλλη διάσταση στην ποίησή του Μανόλη Ν. Ρουσσάκη, διευρύνονται. Ενδιαφέρουσες οι δύο συλλήψεις στην γραφή του. Η μια, η καθαρά περιγραφική -η εικονοποιία στο απόγειό της- στέκεται η αφορμή για την άλλη, την πιο εσωτερική γραφή. Οι βιωματικές ωθήσεις τον οδηγούν πάντα σε ευρύτερες επισημάνσεις. Το φλυτζάνι του τσαγιού, οι κενές μποτίλιες του καφενείου, η μπλε βαλίτσα, τα παλιά πορτρέτα, τα έπιπλα του δωματίου κ.ά. είναι τεχνική επινόησης, είναι τα σημαίνοντα, για να λειτουργήσουν οι παραστατικές αποδόσεις των σημαινομένων, να οδηγηθούμε από το γνωστικό, το βιωματικό φορτίο του έσω ανθρώπου στο φιλοσοφικό και πνευματικό.
Στο ποίημα με τον τίτλο Το τσάι γράφει: «Αρρωστημένο κι αμέστωτο βλέπω το άρωμά του/ σαν την ανάμνηση ενός στημένου έρωτα/ και πρώτου άγουρου φιλιού μια κρύα γεύση./ Και η τύπωση η σκληρή στου φλυτζανιού την άκρη/ ποια φήμη τάχα σημειωτική προστάζει;/ Ποιο χώρο τώρα εξιστορεί; Ποιαν εποχή ορίζει;»
Συχνά ανοίγει ο ποιητής εσωτερικό διάλογο, με αφορμή τα στοιχεία της φύσης και τους προσδίδει προεκτάσεις υπαρξιακές, ποιητικές. Το χιόνι, ο ήλιος, η βουνοκορφή του Αφέντη, τα χρυσάνθεμα, ο άνεμος, είναι τα σύμβολα της αναζήτησης της Γνώσης και της σωτηρίας.
Συντροφιά με τις εικόνες που βίωσε στην παιδική ηλικία βυθίζεται στα μύχια της δικής του ύπαρξης και της ανθρώπινης ύπαρξης. Τον απασχολεί ο πόνος, η έλευση του παραλόγου, η κοινωνική ένταση, οι στείρες σχέσεις, η έπαρση του νεόπλουτου, οι ξεριζωμένοι, ο ψηφιακός κόσμος. Θλίβεται για τους εγκλωβισμένους νέους στο στεγνό παρόν. Ταυτίζεται με τη φωνή τους και υπογράφει: «Δεν θέλουν πια οι νέοι άλλη παραλία,/ άλλη κραυγαλέα θάλασσα,/ άλλο κρασί και ήλιο εκδικητικό και φλογισμένο/ ένα μαντήλι γεμάτο με καλούδια θέλουν».
Ακουμπά στο «κιγκλίδωμα της μνήμης» με την «παγωμένη λύπη του» και αναβιώνει τα σύμβολα, τα κελεύσματα, τα σχήματα και τις πλεύσεις που διανύουν οι σοφές γερόντισσες της νιότης του, η παλιά γειτονιά του, τα κουρασμένα χέρια του πατέρα του, η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια καφενείου. Γράφει: «Μαζί σου τρέμουν τα αρώματα, οι έννοιες, οι λέξεις οι παλιές/ όλα εκείνα, που με τις κινήσεις της ακρίβειας και της τάξης/ μπορούσες παραστατικά να τα ορίσεις./
Αυτό το θορυβώδες μπουχτισμένο καφενείο, ήταν "μακρύ".../Βαρύ γλυκό σαν τον καφέ των κουρασμένων...».
Η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης με την τεχνική της αυτοαναφορικότητας μάς επιτρέπει να εμβαθύνουμε στη σκέψη, τον χαρακτήρα και την βιοθεωρία του ποιητή. Με τον εσωτερικό μονόλογο σε α' ενικό πρόσωπο έχουμε απόδοση των σκέψεων ή των συναισθημάτων του και το κείμενο αποκτά εξομολογητικό ή και κατά τόπους απολογητικό χαρακτήρα, καθώς δίνει την αίσθηση της προσωπικής μαρτυρίας του αφηγητή. Ο προσωπικός τόνος και η αμεσότητα διαφαίνονται σε αρκετά ποιήματα.
«Το χιόνι είδα να γλιστρά απαλά/ από των περασμένων ημερών την κρύα ράχη"
«Στο κρύο βάθος του τα χέρια, όταν βύθιζα/ στον παγωμένο εαυτό μου βυθιζόμουν».
Η άρτια γνώση και χρήση της Γλώσσας είναι, επίσης, εμφανής στην ποιητική συλλογή. Η εκφραστική λιτότητα δεν συνάδει με την γραφή του Μανόλη Ν. Ρουσσάκη. Η χρήση πολλών επιθέτων είναι σταθερή τεχνοτροπία του ποιητή, και μάλιστα πότε προπορεύονται του ουσιαστικού και πότε το ακολουθούν. Ίσως και υπέρμετρη σε κάποιους στίχους. Η ποίηση, βέβαια, είναι αφαιρετική και δεν αγαπά τα πολλά επίθετα. Αν είχα να επισημάνω κάτι στον ποιητή είναι αυτό που επισημαίνω πάντα και στον εαυτό μου και είναι τούτο: Ο Ρίτσος στην εξορία συμβούλευε τον Τίτο Πατρίκιο –σύμφωνα με ομολογία του ίδιου σε ραδιοφωνική συνέντευξη – να αποφεύγει τα πολλά και «συσσωρευμένα» επίθετα στο ποίημα, γιατί έτσι αντί να «ομορφαίνουν» το ποίημα το αποδυναμώνουν, νοηματικά και αισθητικά. Ο Μανόλης Ν. Ρουσσάκης καταφέρνει να διαχειρίζεται, σε αρκετά ποιήματα, με ισορροπία τη χρήση πολλών επιθέτων.
Άλλα στοιχεία, άξια σχολιασμού, είναι η αποφθεγματικότητα του λόγου, η χρήση της ειρωνείας, της προσωποποίησης, των παρομοιώσεων, των σημείων στίξης και της επαναφοράς στην ποίηση του Μανόλη Ν. Ρουσσάκη.
Αγάπησα τα πολλά στοιχεία της Κρητικής ντοπιολαλιάς στην ποιητική συλλογή. Όλα τα εκφραστικά μέσα είναι όπλα του ποιητή για το καλύτερο λογοτεχνικό αποτέλεσμα.
Λίγοι έχουμε απομείνει να βυθομετρούμε με βαθιές ενδοσκοπήσεις τον παράδοξο τούτο κόσμο. Πιστός, τελικά, στην κατεύθυνση της ανόδου, αναζητά αλώβητη την ελπίδα και επιστρατεύει την ποίηση για να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση ο Μανόλης Ν. Ρουσσάκης.
Είθε οι αγώνες των συγκαιρινών ανθρώπων με τους λυγμούς, με τις πληγές και τους καημούς να ευοδωθούν.
Είθε από την οδύνη στη χαρά.
Και κλείνω με τους στίχους του:
«Είναι πολλοί οι στίβοι της ζωής καθώς και οι αρένες
που αναζητούν τους κουρασμένους αθλητές του κόσμου!»
Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας