Θα δούμε εφτά ξεχωριστά ποιήματα του Νικηφόρου Βυζαντινού. Παραδοσιακή ποίηση, ομοιοκατάληκτος στίχος και η γόνιμη συνομιλία με την ποίηση του μεσοπολέμου που τόσο μελετά και αγαπά ο ποιητής μας!
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ
Λαμπρό απομεσήμερο, στον κήπο επερπατούσα
ανάμεσα στην όμορφη ολόγυρα τη φύση
την περασμένη μου ζωή καθώς αναπολούσα
ξέφνου εκείνη φάνηκε, το φως να μου χαρίσει.
Φόρεμα πρώτης emprime, λευκότατο ψαθάκι
που τα μαλλιά της έπαιρνε το ελαφρόν αεράκι
το πρόσωπο της όμορφο, γλυκύτατη η μορφή της
που εκεί εκαθρεπτίζονταν, η πάλλευκη ψυχή της.
Σε κάθε βήμα της θαρρείς η φύση προσκυνούσε
ο κήπος ζούσε έξαφνα στιγμές απείρου κάλλους
κι όλη η φύση άνθιζε εκεί όπου πατούσε
την ομορφιά της θαύμαζε, κρυφά από τους άλλους.
Σαν φάντασμα επέρασε και όπως ήρθε εχάθει
κείνο το απομεσήμερο στην μνήμη θε να μείνει
φωτοπλημμύρα μ'έζωσε ως της ψυχής τα βάθη
σαν πρωταντίκρισα κι εγώ, την ομορφιά εκείνη !
ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ
Επί ματαίω εβάδισα ως τώρα κατά βάθος
καμιά χαρά δεν φρόντισα σε εμένα να χαρίσω
η ύπαρξή μου άκουσα, υπήρξε ένα λάθος
και πως θλιμμένος τη ζωή, κάποια στιγμή θ'αφήσω.
Μου λένε πως οι στίχοι μου σκορπούν μελαγχολία
πως μια στιγμή δεν έζησα ποτέ προτού πεθάνω
ότι η δική μου η ζωή εφάνταζε κηδεία
κι ότι αδίκως τις στιγμές και τον καιρό μου χάνω.
Επί ματαίω εμέτρησα όλα τα βήματά μου
στη μοναξιά και στη σιωπή πως πέρασα το χρόνο
κι από τα μεγαλύτερα ως τώρα κρίματά μου
ήταν που γράφω στο χαρτί μονάχα για τον πόνο.
Τι είν' αυτό που μ'έσπρωξε αλήθεια δεν το ξέρω
ποτέ μου δεν ηθέλησα του κόσμου τη βοήθεια
επί ματαίω έζησα και πρέπει να υποφέρω
γιατί μόνον εζήτησα να γράψω την αλήθεια !
ΝΑ 'ΜΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΓΩ
Να 'μαι τώρα και γω μες στον τάφο κλεισμένος
δίχως ίχνος πνοή μοναχός, πεθαμένος
Να 'μαι τώρα και γω μια σκιά ξεχασμένη
που κανέναν δεν νοιάζει κι απ' την μνήμη σβησμένη.
Να 'μαι τώρα και γω που ονείρατα είχα πως για πάντα θα ζούσα
του θανάτου θα ξέφευγα και πολύ θα ευτυχούσα
πως στον κόσμο θα έμενα για πολλά χρόνια ακόμα
μα δεν πέρασε χρόνος κι είμαι τώρα ένα πτώμα.
Να 'μαι τώρα και γω με λιωμένη τη σάρκα
μες στου χάροντα βρίσκομαι την νεκρώσιμη βάρκα
τα ολόμαυρα μάτια, το ωραίο μου στόμα
τα σκουλήκια το τρώγουν σιωπηλά μες το χώμα.
Να 'μαι τώρα και γω σου φωνάζω μα φεύγεις
την κοινή μας τη μοίρα συνεχώς αποφεύγεις
μα να ξέρεις στο μέλλον συντροφιά θα μου κάνεις
μες στον τάφο μονάχος σαν και συ θα πεθάνεις !
ΩΣ ΘΡΟΪΖΟΝΤΑ ΦΥΛΛΑ
Ως θροΐζοντα φύλλα, της ψυχής μου οι σκέψεις
ποιος το ξέρει πως έρχονται, ποιος το ξέρει πού πάνε
ποιες να αφήσεις πια πίσω σου, ποιες να πρωτοδιαλέξεις
είν' όλες φαντάσματα που σε εμένα γυρνάνε.
Ως θροΐζοντα φύλλα, του ανέμου που χάνεται
μες το δάσος της ύπαρξης ταπεινά κι αυτές ζούνε
κυριεύουν το σώμα μου που γλυκύτατα αφήνεται
στην αγκάλη τους μέσα, σιωπηλά πριν χαθούνε.
Ως θροΐζοντα φύλλα, ως παλιές αναμνήσεις
στέκουν όλες οι σκέψεις μου σε χορό φαντασμάτων
δεν τις νοιάζει πως έζησες και τι μέλλει να ζήσεις
μου θυμίζουνε πάντοτε την ροή των πραγμάτων.
Ως θροΐζοντα φύλλα, φθινοπώρων που πέρασαν
των χειμώνων που έρχονται και το μέλλον θα φέρει
ερινύες, βρυκόλακες που προώρως με εγέρασαν
πόσες άλλες στο διάβα μου τούτη η μοίρα θα φέρει !
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ
(Στον Λαπαθιώτη)
Ο προσφιλής μου κύριος Ναπολέων
λάτρης υπήρξε εις το ωραίον
προς όλους ήτο προσηνής
εις, de profundis ευγενής.
Όπου κι αν στέκονταν ζητούσε
την ομορφιά αναζητούσε
σε ένα άνθος, κάποιον νέον
εγύρευε οτι ακμαίον.
Ο κόσμος γύρω απορούσε
που χάνεται μόνο τα βράδια
και με κακίαν ερωτούσε
τι κάνει μέσα στα σκοτάδια.
Πάλευε όλο με τις λέξεις
το ποιά θα ταίριαζε αψόγως
ποιά πρώτη απ΄όλες να διαλέξεις
και για ασχήμια, ούτε λόγος.
Κείνος της ομορφιάς ιππότης
σε μιά γωνιά του δρόμου εχάθει
ένας περίεργος στρατιώτης
μαζί με όλα του τα πάθη.
Ο προσφιλής μου Κύριος Ναπολέων
που λάτρης ήτο εις το ωραίον
δεν θα τον δεί ξανά κανείς
μισούμε, ξεύρετε τους ευγενείς.
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ....
Κάποια στιγμή είμουν και γω ευτυχισμένος
μέσα στων νειάτων την ολόδροση πνοή
μα τώρα ζώ μέσα στον κόσμο λυπημένος
αναπολώντας την χαμένη μου ζωή.
Σκιές θαμπές θαρρείς κοντά μου πως περνούνε
όσες αγάπες εκρατήθηκα απ το χέρι
σαν ένα όνειρο θολό κι αυτές γερνούνε
δίχως εμένα συντροφιά, σ΄άγνωστα μέρη.
Και τις στιγμές ξαναθυμάμαι ανάμεσα τους
το πόση πράγματι ευτυχία μου χαρίσαν
μα δεν μ΄απόμεινε παρά μονάχα η σκιά τους.
Με τις ελπίδες και τα όνειρα που σβήσαν.
Κι αναριγώ πολλές φορές σαν τις θυμάμαι
τούτες της τόσης ευτυχίας τις στιγμές
πόσο πονά σαν θα χαθεί οτι αγαπάμε
της περασμένης μας ζωής, αναπνοές !
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Κάθε φορά που σκέπτομαι την ομορφιά του κόσμου
πάντα η μορφή σου έρχεται το νου μου να στοιχειώσει
σαν κάποτε που είσουνα ο κόσμος ο δικός μου
και τ΄όνειρο δεν ήθελα ποτέ του να τελειώσει.
Το πρόσωπο και τα μαλλιά, τα χέρια που αγαπούσα
η θλίψη σου, και κείνα δα τα ολάνθισμενα χείλη
αυτά είναι που θα διάλεγα, χίλιες φορές κι αν ζούσα
αυτά ήταν που εθαύμαζαν όλοι οι καλοί μου φίλοι.
Τα νειάτα, το παράστημα, ο τρόπος που κοιτούσες
και κείνα σου τα βήματα, η αύρα σου εκείνη
κάποιο γλυκό απόγευμα στο πάρκο π΄αγαπούσες
έκτοτε που σε έχασα, στην μνήμη έχει μείνει.
Είσαι σαν όνειρο θολό, της νιότης μου ένα φάσμα
που έσβησε, που χάθηκε, ποτέ του δεν εφάνει
ένα κορίτσι τρυφερό, της φαντασίας πλάσμα
είσαι του κόσμου όμορφο κι ευωδιαστό στεφάνι !